Παρασκευή, Οκτωβρίου 14, 2011
Μεταξύ Λούκας και Τζάγκερ (15-10-2011)
Δεν θα ήταν υπερβολή εάν ισχυριζόμασταν ότι τα βλέμματα ολόκληρης της Ευρώπης, και όχι μόνον, είναι στραμμένα στην 23η Οκτωβρίου. Τότε οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της Ε.Ε. θα αποφανθούν για το μέλλον της Ευρώπης και του ευρώ, την κρίση χρέους και το ελληνικό πρόβλημα.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα πρέπει να αποφασίσει εκ νέου για το σχέδιο στο οποίο κατέληξε, πριν από τρεις μήνες, την 21η Ιουλίου. Θα ισχύσει ή όχι; Θα αλλάξει, και σε τι; Θα προστεθούν καινούργια κεφάλαια; Θ’ αλλάξουν, και προς ποια κατεύθυνση, οι προηγούμενες Συνθήκες; Θα πάμε προς οικονομική διακυβέρνηση; Θα ενισχυθεί με νέα κεφάλαια ο EFSF; Η Ελλάδα θα κουρευτεί με την «ψιλή», τη «χοντρή», ή θα την αφήσουν μακρυμαλλούσα μέχρι να πιάσει «ψείρες» για να την «αποστειρώσουν» ώστε να μη μολυνθούν και οι ίδιοι;
Ουδείς γνωρίζει μετά βεβαιότητος το τι θα συμβεί. Ιδέες, προτάσεις, σχέδια κατατίθενται. Άλλα σε πρωτόλεια μορφή, άλλα περισσότερον επεξεργασμένα. Με τη Μέρκελ και τον Σαρκοζί να διαπραγματεύονται κατ’ αρχήν για τις δικές τους εθνικές προτεραιότητες και τον Ομπάμα να παρέχει συμβουλές είτε άμεσα είτε διά του Τίμοθι Γκάιτνερ -ο οποίος σε διάστημα 20 ημερών επισκέπτεται για τρίτη φορά τη Γηραιά Ήπειρο- επειδή φοβάται ότι η κρίση στην Ευρωζώνη θα μεταναστεύσει εκείθεν του Ατλαντικού. Με τις αγορές, τις τράπεζες και τα μεγάλα funds να πιέζουν προς διάφορες κατευθύνσεις ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
Πλούσιο και σκοτεινό το παρασκήνιο, με μια έντονη αίσθηση όμως κακοφωνίας που δεν ξέρεις αν συνιστά οργανωμένο και σοβαρό όμιλο εχεφρόνων ανθρώπων-εκπροσώπων κυβερνήσεων ή φθινοπωρινή σύναξη χωροφυλάκων των λαών ή, ακόμα χειρότερα, μια αγέλη ουραγκοτάγκων που δεν μπορούν να αποφασίσουν τι θα κάνουν με τις μαϊμούδες και τους μπαμπουίνους.
Σ’ αυτό το αλισβερίσι συμφερόντων ο Γ. Παπανδρέου προσπαθεί να διασφαλίσει ότι οι δεσμεύσεις της 21ης Ιουλίου θα τηρηθούν για την Ελλάδα και οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής θα (επι)λύσουν το ελληνικό πρόβλημα, και δεν θα το περιπλέξουν έτι περαιτέρω, καθιστώντας τελεσίδικα τη χώρα «μαύρο πρόβατο», που κάποια στιγμή θα πρέπει να «σφαγιαστεί».
Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούν οι συναντήσεις με Μέρκελ και Σαρκοζί την προηγούμενη εβδομάδα, με Ρομπάι και Γιούνκερ αυτή, καθώς και οι (τηλεφωνικές ή δι’ αντιπροσώπων) συζητήσεις με Μπαρόζο, Λαγκάρντ, άλλους Ευρωπαίους ομολόγους του και διεθνείς παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τις επικείμενες αποφάσεις του Συμβουλίου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το νέο πολιτικο-διπλωματικό σπριντ του Γ. Παπανδρέου δεν είναι σίγουρον, όμως, ότι θα αποδώσει τα αναμενόμενα. Η κούρσα μετ’ εμποδίων που τρέχει ο Έλληνας πρωθυπουργός μπορεί να τερματιστεί απότομα. Μπορεί να μη φτάσει ποτέ στις Βρυξέλλες στις 23 Οκτωβρίου ή να μεταβεί τραυματισμένος, ζητώντας επειγόντως... ιατρική βοήθεια.
Ο Γ. Παπανδρέου, για να είναι συνεπής (με τις υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις που έχει δώσει στους εταίρους - δανειστές μας) στο ραντεβού της 23ης Οκτωβρίου, θα πρέπει να υπερπηδήσει το εμπόδιο της 20ής Οκτωβρίου. Και το εμπόδιο αυτό ακούει στο όνομα «πολυνομοσχέδιο» (νέο μισθολόγιο, εργασιακή εφεδρεία, μίνι συνταξιοδοτικό κ.ά.).
Αν η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ δεν υπερψηφίσει το νομοσχέδιο, η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου θα πέσει, η έκτη δόση του δανείου δεν θα δοθεί, η χώρα θα οδηγηθεί σε στάση πληρωμών και εκλογές, οι οποίες όμως είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να διενεργηθούν ομαλά, αφού η χώρα θα αναρτά ταυτόχρονα την πινακίδα «χρεοστάσιο». Μπορεί αυτό να συμβεί; Μπορεί οι βουλευτές της συμπολίτευσης να υπογράψουν την οικονομική κατάρρευση της χώρας, την εκλογική συντριβή της παράταξής τους, αλλά και την πολιτική αυτοκτονία των ίδιων; Μια πολιτικώς ορθή προσέγγιση λέει όχι.
Όμως στους καιρούς της πολιτικής και κοινωνικής παραζάλης που ζούμε, τίποτε δεν αποκλείεται. Ήδη η πρώην υπουργός Λούκα Κατσέλη έχει δηλώσει ρητά ότι θα καταψηφίσει το άρθρο 37 του πολυνομοσχεδίου. Με την ιδέα αυτή φλερτάρουν -όπως δηλώνουν, υπονοούν ή διαμηνύουν- κι άλλοι βουλευτές.
Η κυβέρνηση και το γραφείο του πρωθυπουργού πιστεύουν ότι τελικώς «η κατάσταση θα ελεγχθεί» και δεν θα υπάρξουν τέσσερις βουλευτές που θα αρνηθούν ψήφο. Αυτό θα διαπιστωθεί την Πέμπτη 20 Οκτωβρίου, ανήμερα του Αγίου Γερασίμου. Αν θα τους φωτίσει ο άγιος και μεταβάλουν γνώμη, κανείς δεν το ξέρει, ούτε βέβαια μια σοβαρή κυβέρνηση μπορεί να ελπίζει σε... άνωθεν (από το υπερπέραν) βοήθεια.
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να βάλει το χέρι του ο Γεράσιμος Αρσένης. Ο σύζυγος της Λούκας Κατσέλη να ζητήσει από τη σύντροφό του να μην υποπέσει κι αυτή στο σφάλμα που έκανε το 1985 ο ίδιος, αποχωρώντας από το ΠΑΣΟΚ με μερίδα συνδικαλιστών. Εκτός κι αν η Λούκα θέλει να πάρει αναδρομικά εκδίκηση από τον γιο του Ανδρέα Παπανδρέου για τον Γεράσιμο. Να ’ναι το δώρο της για τη γιορτή του με περιτύλιγμα πάλι το «δίκιο των εργαζομένων και των συνδικαλιστών».
Προϋπόθεση, λοιπόν, για να δούμε αν οι «27» της Ε.Ε. θα αποφασίσουν και τι για την Ελλάδα την Κυριακή 23 Οκτωβρίου είναι να υπερψηφίσουν οι βουλευτές της συμπολίτευσης το πολυνομοσχέδιο την Πέμπτη 20 Οκτωβρίου. Αν το ψηφίσουν, θα μάθουμε τι σκέφτονται για μας οι εταίροι και δανειστές μας. Αν όχι, δεν θα το μάθουμε ποτέ, ή -ακριβέστερα- θα μάθουμε τη χειρότερη εκδοχή του σχεδίου τους.
Όσοι πάντως πιστεύουν ότι η ψηφοφορία της 20ής Οκτωβρίου θα εξελιχθεί τελικώς ομαλά για τη συμπολίτευση, καλόν είναι να μη φιλάνε και σταυρό. Και τούτο επειδή από σήμερα και μέχρι την Πέμπτη το κοινωνικό κλίμα θα φορτιστεί επικίνδυνα.
Σήμερα στο Σύνταγμα είναι προγραμματισμένο να ξαναμαζευτούν οι Αγανακτισμένοι, ανταποκρινόμενοι στο πανευρωπαϊκό κάλεσμα. Από τη Δευτέρα οι απεργίες θα πέφτουν σαν το χαλάζι. Την παραμονή της ψήφισης του πολυνομοσχεδίου είναι η συγκέντρωση της ΑΔΕΔΥ και της ΓΣΕΕ, με τους εκπροσώπους ιδιαίτερα της πρώτης να απειλούν ότι θα γίνει, τουλάχιστον στην Αθήνα, της κολάσεως.
Ήδη τις τελευταίες ημέρες, από την πλευρά των αντιδρώντων στην κυβερνητική πολιτική, έχει γίνει η σχετική «προθέρμανση» εν όψει των συγκεντρώσεων της Τετάρτης και της ψηφοφορίας της Πέμπτης. Οι «καταδρομικές» δυνάμεις της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ υπό τον Φωτόπουλο, οι καταλήψεις δημόσιων κτιρίων και υπουργείων με πρωτεργάτες στελέχη του ΠΑΜΕ, οι «κίτρινες σφήκες» του Θύμιου Λυμπερόπουλου που μαρσάρουν τις μηχανές των ταξί, οι αντιδράσεις της ΠΟΕ-ΟΤΑ και η άρνηση να μαζευτούν τα σκουπίδια έχουν προσθέσει αρκετά «φρύγανα» στην κοινωνική ανάφλεξη.
Αν σ’ αυτά προσθέσουμε και τις τυχοδιωκτικές έως προβοκατόρικες προσεγγίσεις ορισμένων ακραίων κύκλων που θα ήθελαν να κηλιδώσουν και την Κεντροαριστερά με αίμα, ώστε να εξισωθεί στο λαϊκό θυμικό με τη Δεξιά, τότε καταλαβαίνει κανείς ότι όντως μπορεί μια σπίθα να βάλει φωτιά στον κάμπο.
Πηγαίνοντας λοιπόν οι βουλευτές την Πέμπτη για να ψηφίσουν, το κοινωνικό κλίμα ενδέχεται να είναι εντελώς διαφορετικό από το σημερινό, που -παρά την ένταση- συνεχίζει να βρίσκεται υπό έλεγχο, παρ’ ότι η κυβέρνηση εμφανίζει έντονα σημάδια πολιτικής κόπωσης και λειτουργικής παραλυσίας.
Και βέβαια ουδόλως θα πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ θα προσέλθουν να ψηφίσουν υπό την ασφυκτική πίεση είτε κομματικών στελεχών, κομματαρχών και ψηφοφόρων που τους προτρέπουν να αρνηθούν ψήφο στο πολυνομοσχέδιο εάν θέλουν να (ξανα)δουν τη δική τους ψήφο στις κάλπες, είτε υπό τη διάχυτη και ανεύθυνη κοινωνική ζύμωση περί μελλοντικού «Γουδίου».
Το ένα, λοιπόν, πρόβλημα είναι η ψήφιση ή όχι του πολυνομοσχεδίου. Αν δεν ψηφιστεί, «τετέλεσται» – τουλάχιστον η κυβέρνηση, αν όχι και η χώρα. Αν ψηφιστεί, δεν σημαίνει ότι αποφεύγονται οπωσδήποτε οι εκλογές. Θα πρέπει να είναι πολύ καλή η απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής για την Ελλάδα και να δημιουργεί όντως όρους και εδραία πεποίθηση για υπέρβαση -στο προβλεπτό μέλλον- της κρίσης ώστε η κυβέρνηση και ο Γ. Παπανδρέου να παραμείνουν αταλάντευτα στον δρόμο που ορίζει η ρήση «όχι εκλογές, όχι συγκυβέρνηση».
Αν η 23η Οκτωβρίου δείχνει όντως «φως στην άκρη του τούνελ», τότε ο Γ. Παπανδρέου δεν έχει κανέναν λόγο ν’ αλλάξει τη στρατηγική του. Θα προσπαθήσει να κριθεί το 2013, στο τέλος της τετραετίας, και με βάση τα αποτελέσματα που θα έχουν παραχθεί.
Στην περίπτωση όμως που τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής είναι μεν θετικά, αλλά δεν εγγυώνται οπωσδήποτε μια θετική έκβαση ειμή μόνον εάν οι δεσμεύσεις που θα έχουν αναληφθεί υλοποιηθούν με συνέπεια και μέχρι κεραίας, τότε λίαν πιθανόν να εκτιμηθεί από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς του ότι είναι προτιμότερο το νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, που πρέπει να εγκριθεί επί τη βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου Κορυφής, να πρέπει να ψηφιστεί όχι με απλή, αλλά με αυξημένη πλειοψηφία από τη Βουλή.
Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι σαφές ότι η απόφαση για προσφυγή ή όχι στις κάλπες είναι ευθύνη της αντιπολίτευσης, και ιδιαίτερα της μείζονος, η οποία -εφόσον είναι αυτή, όπως πιθανολογείται, που θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας- θα πρέπει να διαχειριστεί στη συνέχεια από θέση ευθύνης και την κρίση.
Εκτός κι αν όλοι, πράγμα μάλλον απίθανο, αναλογιστούν τα επερχόμενα και αναζητήσουν άλλες λύσεις, συναινετικές ή και υπερβατικές, που θα έπρεπε από μακρού χρόνου να έχουν πραγματωθεί.
Εν κατακλείδι, Μέρκελ και Σαρκοζί μπορεί να έχουν ακόμα οκτώ ημέρες για να δουν τι θα πράξουν με το μέλλον του ευρώ και της Ευρώπης, όμως ο Γ. Παπανδρέου έχει πέντε μέρες για να διασφαλίσει ότι στο ραντεβού της 23ης Οκτωβρίου θα πάει όρθιος ή με φορείο.
Δεν ξέρω τίνι τρόπω θα πείσει τους βουλευτές του να ψηφίσουν το πολυνομοσχέδιο, αλλά εάν δεν το καταφέρει πολιτικά ή δεν εισακουστεί, από τον Άγιο Γεράσιμο, η προσευχή του, υπάρχουν και οι Rolling Stones.
Πριν από 38 χρόνια, το 1973, στις 20 Οκτωβρίου, το τραγούδι του Μικ Τζάγκερ και του Κιθ Ρίτσαρντς «Angie» ανέβηκε στο Νο1 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών. Θα μπορούσε λοιπόν ο πρωθυπουργός, που είναι και λάτρης της ροκ μουσικής, να ψιθυρίσει υπό τους ήχους της κιθάρας του στη Λ. Κατσέλη, τη Β. Παπανδρέου, την Ά. Νταλάρα, τη Σ. Γιαννακά, την Κ. Μπατζελή και τ’ άλλα κορίτσια της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ «Μισώ τη θλίψη στα μάτια σας, αλλά Angie, Angie, δεν είναι καιρός να πούμε αντίο χωρίς αγάπη στις ψυχές μας και χωρίς χρήματα στα παλτά μας... δεν μπορούν να πουν ποτέ ότι δεν προσπαθήσαμε, Angie, Angie».
Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρει, αλλά η φωνή του Μικ και η κιθάρα του Κιθ ακούγονται καλύτερα από τα «nein» της Άνγκελα και τα «σόλο» του Νικολά...
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα πρέπει να αποφασίσει εκ νέου για το σχέδιο στο οποίο κατέληξε, πριν από τρεις μήνες, την 21η Ιουλίου. Θα ισχύσει ή όχι; Θα αλλάξει, και σε τι; Θα προστεθούν καινούργια κεφάλαια; Θ’ αλλάξουν, και προς ποια κατεύθυνση, οι προηγούμενες Συνθήκες; Θα πάμε προς οικονομική διακυβέρνηση; Θα ενισχυθεί με νέα κεφάλαια ο EFSF; Η Ελλάδα θα κουρευτεί με την «ψιλή», τη «χοντρή», ή θα την αφήσουν μακρυμαλλούσα μέχρι να πιάσει «ψείρες» για να την «αποστειρώσουν» ώστε να μη μολυνθούν και οι ίδιοι;
Ουδείς γνωρίζει μετά βεβαιότητος το τι θα συμβεί. Ιδέες, προτάσεις, σχέδια κατατίθενται. Άλλα σε πρωτόλεια μορφή, άλλα περισσότερον επεξεργασμένα. Με τη Μέρκελ και τον Σαρκοζί να διαπραγματεύονται κατ’ αρχήν για τις δικές τους εθνικές προτεραιότητες και τον Ομπάμα να παρέχει συμβουλές είτε άμεσα είτε διά του Τίμοθι Γκάιτνερ -ο οποίος σε διάστημα 20 ημερών επισκέπτεται για τρίτη φορά τη Γηραιά Ήπειρο- επειδή φοβάται ότι η κρίση στην Ευρωζώνη θα μεταναστεύσει εκείθεν του Ατλαντικού. Με τις αγορές, τις τράπεζες και τα μεγάλα funds να πιέζουν προς διάφορες κατευθύνσεις ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
Πλούσιο και σκοτεινό το παρασκήνιο, με μια έντονη αίσθηση όμως κακοφωνίας που δεν ξέρεις αν συνιστά οργανωμένο και σοβαρό όμιλο εχεφρόνων ανθρώπων-εκπροσώπων κυβερνήσεων ή φθινοπωρινή σύναξη χωροφυλάκων των λαών ή, ακόμα χειρότερα, μια αγέλη ουραγκοτάγκων που δεν μπορούν να αποφασίσουν τι θα κάνουν με τις μαϊμούδες και τους μπαμπουίνους.
Σ’ αυτό το αλισβερίσι συμφερόντων ο Γ. Παπανδρέου προσπαθεί να διασφαλίσει ότι οι δεσμεύσεις της 21ης Ιουλίου θα τηρηθούν για την Ελλάδα και οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής θα (επι)λύσουν το ελληνικό πρόβλημα, και δεν θα το περιπλέξουν έτι περαιτέρω, καθιστώντας τελεσίδικα τη χώρα «μαύρο πρόβατο», που κάποια στιγμή θα πρέπει να «σφαγιαστεί».
Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούν οι συναντήσεις με Μέρκελ και Σαρκοζί την προηγούμενη εβδομάδα, με Ρομπάι και Γιούνκερ αυτή, καθώς και οι (τηλεφωνικές ή δι’ αντιπροσώπων) συζητήσεις με Μπαρόζο, Λαγκάρντ, άλλους Ευρωπαίους ομολόγους του και διεθνείς παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τις επικείμενες αποφάσεις του Συμβουλίου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το νέο πολιτικο-διπλωματικό σπριντ του Γ. Παπανδρέου δεν είναι σίγουρον, όμως, ότι θα αποδώσει τα αναμενόμενα. Η κούρσα μετ’ εμποδίων που τρέχει ο Έλληνας πρωθυπουργός μπορεί να τερματιστεί απότομα. Μπορεί να μη φτάσει ποτέ στις Βρυξέλλες στις 23 Οκτωβρίου ή να μεταβεί τραυματισμένος, ζητώντας επειγόντως... ιατρική βοήθεια.
Ο Γ. Παπανδρέου, για να είναι συνεπής (με τις υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις που έχει δώσει στους εταίρους - δανειστές μας) στο ραντεβού της 23ης Οκτωβρίου, θα πρέπει να υπερπηδήσει το εμπόδιο της 20ής Οκτωβρίου. Και το εμπόδιο αυτό ακούει στο όνομα «πολυνομοσχέδιο» (νέο μισθολόγιο, εργασιακή εφεδρεία, μίνι συνταξιοδοτικό κ.ά.).
Αν η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ δεν υπερψηφίσει το νομοσχέδιο, η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου θα πέσει, η έκτη δόση του δανείου δεν θα δοθεί, η χώρα θα οδηγηθεί σε στάση πληρωμών και εκλογές, οι οποίες όμως είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να διενεργηθούν ομαλά, αφού η χώρα θα αναρτά ταυτόχρονα την πινακίδα «χρεοστάσιο». Μπορεί αυτό να συμβεί; Μπορεί οι βουλευτές της συμπολίτευσης να υπογράψουν την οικονομική κατάρρευση της χώρας, την εκλογική συντριβή της παράταξής τους, αλλά και την πολιτική αυτοκτονία των ίδιων; Μια πολιτικώς ορθή προσέγγιση λέει όχι.
Όμως στους καιρούς της πολιτικής και κοινωνικής παραζάλης που ζούμε, τίποτε δεν αποκλείεται. Ήδη η πρώην υπουργός Λούκα Κατσέλη έχει δηλώσει ρητά ότι θα καταψηφίσει το άρθρο 37 του πολυνομοσχεδίου. Με την ιδέα αυτή φλερτάρουν -όπως δηλώνουν, υπονοούν ή διαμηνύουν- κι άλλοι βουλευτές.
Η κυβέρνηση και το γραφείο του πρωθυπουργού πιστεύουν ότι τελικώς «η κατάσταση θα ελεγχθεί» και δεν θα υπάρξουν τέσσερις βουλευτές που θα αρνηθούν ψήφο. Αυτό θα διαπιστωθεί την Πέμπτη 20 Οκτωβρίου, ανήμερα του Αγίου Γερασίμου. Αν θα τους φωτίσει ο άγιος και μεταβάλουν γνώμη, κανείς δεν το ξέρει, ούτε βέβαια μια σοβαρή κυβέρνηση μπορεί να ελπίζει σε... άνωθεν (από το υπερπέραν) βοήθεια.
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να βάλει το χέρι του ο Γεράσιμος Αρσένης. Ο σύζυγος της Λούκας Κατσέλη να ζητήσει από τη σύντροφό του να μην υποπέσει κι αυτή στο σφάλμα που έκανε το 1985 ο ίδιος, αποχωρώντας από το ΠΑΣΟΚ με μερίδα συνδικαλιστών. Εκτός κι αν η Λούκα θέλει να πάρει αναδρομικά εκδίκηση από τον γιο του Ανδρέα Παπανδρέου για τον Γεράσιμο. Να ’ναι το δώρο της για τη γιορτή του με περιτύλιγμα πάλι το «δίκιο των εργαζομένων και των συνδικαλιστών».
Προϋπόθεση, λοιπόν, για να δούμε αν οι «27» της Ε.Ε. θα αποφασίσουν και τι για την Ελλάδα την Κυριακή 23 Οκτωβρίου είναι να υπερψηφίσουν οι βουλευτές της συμπολίτευσης το πολυνομοσχέδιο την Πέμπτη 20 Οκτωβρίου. Αν το ψηφίσουν, θα μάθουμε τι σκέφτονται για μας οι εταίροι και δανειστές μας. Αν όχι, δεν θα το μάθουμε ποτέ, ή -ακριβέστερα- θα μάθουμε τη χειρότερη εκδοχή του σχεδίου τους.
Όσοι πάντως πιστεύουν ότι η ψηφοφορία της 20ής Οκτωβρίου θα εξελιχθεί τελικώς ομαλά για τη συμπολίτευση, καλόν είναι να μη φιλάνε και σταυρό. Και τούτο επειδή από σήμερα και μέχρι την Πέμπτη το κοινωνικό κλίμα θα φορτιστεί επικίνδυνα.
Σήμερα στο Σύνταγμα είναι προγραμματισμένο να ξαναμαζευτούν οι Αγανακτισμένοι, ανταποκρινόμενοι στο πανευρωπαϊκό κάλεσμα. Από τη Δευτέρα οι απεργίες θα πέφτουν σαν το χαλάζι. Την παραμονή της ψήφισης του πολυνομοσχεδίου είναι η συγκέντρωση της ΑΔΕΔΥ και της ΓΣΕΕ, με τους εκπροσώπους ιδιαίτερα της πρώτης να απειλούν ότι θα γίνει, τουλάχιστον στην Αθήνα, της κολάσεως.
Ήδη τις τελευταίες ημέρες, από την πλευρά των αντιδρώντων στην κυβερνητική πολιτική, έχει γίνει η σχετική «προθέρμανση» εν όψει των συγκεντρώσεων της Τετάρτης και της ψηφοφορίας της Πέμπτης. Οι «καταδρομικές» δυνάμεις της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ υπό τον Φωτόπουλο, οι καταλήψεις δημόσιων κτιρίων και υπουργείων με πρωτεργάτες στελέχη του ΠΑΜΕ, οι «κίτρινες σφήκες» του Θύμιου Λυμπερόπουλου που μαρσάρουν τις μηχανές των ταξί, οι αντιδράσεις της ΠΟΕ-ΟΤΑ και η άρνηση να μαζευτούν τα σκουπίδια έχουν προσθέσει αρκετά «φρύγανα» στην κοινωνική ανάφλεξη.
Αν σ’ αυτά προσθέσουμε και τις τυχοδιωκτικές έως προβοκατόρικες προσεγγίσεις ορισμένων ακραίων κύκλων που θα ήθελαν να κηλιδώσουν και την Κεντροαριστερά με αίμα, ώστε να εξισωθεί στο λαϊκό θυμικό με τη Δεξιά, τότε καταλαβαίνει κανείς ότι όντως μπορεί μια σπίθα να βάλει φωτιά στον κάμπο.
Πηγαίνοντας λοιπόν οι βουλευτές την Πέμπτη για να ψηφίσουν, το κοινωνικό κλίμα ενδέχεται να είναι εντελώς διαφορετικό από το σημερινό, που -παρά την ένταση- συνεχίζει να βρίσκεται υπό έλεγχο, παρ’ ότι η κυβέρνηση εμφανίζει έντονα σημάδια πολιτικής κόπωσης και λειτουργικής παραλυσίας.
Και βέβαια ουδόλως θα πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ θα προσέλθουν να ψηφίσουν υπό την ασφυκτική πίεση είτε κομματικών στελεχών, κομματαρχών και ψηφοφόρων που τους προτρέπουν να αρνηθούν ψήφο στο πολυνομοσχέδιο εάν θέλουν να (ξανα)δουν τη δική τους ψήφο στις κάλπες, είτε υπό τη διάχυτη και ανεύθυνη κοινωνική ζύμωση περί μελλοντικού «Γουδίου».
Το ένα, λοιπόν, πρόβλημα είναι η ψήφιση ή όχι του πολυνομοσχεδίου. Αν δεν ψηφιστεί, «τετέλεσται» – τουλάχιστον η κυβέρνηση, αν όχι και η χώρα. Αν ψηφιστεί, δεν σημαίνει ότι αποφεύγονται οπωσδήποτε οι εκλογές. Θα πρέπει να είναι πολύ καλή η απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής για την Ελλάδα και να δημιουργεί όντως όρους και εδραία πεποίθηση για υπέρβαση -στο προβλεπτό μέλλον- της κρίσης ώστε η κυβέρνηση και ο Γ. Παπανδρέου να παραμείνουν αταλάντευτα στον δρόμο που ορίζει η ρήση «όχι εκλογές, όχι συγκυβέρνηση».
Αν η 23η Οκτωβρίου δείχνει όντως «φως στην άκρη του τούνελ», τότε ο Γ. Παπανδρέου δεν έχει κανέναν λόγο ν’ αλλάξει τη στρατηγική του. Θα προσπαθήσει να κριθεί το 2013, στο τέλος της τετραετίας, και με βάση τα αποτελέσματα που θα έχουν παραχθεί.
Στην περίπτωση όμως που τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής είναι μεν θετικά, αλλά δεν εγγυώνται οπωσδήποτε μια θετική έκβαση ειμή μόνον εάν οι δεσμεύσεις που θα έχουν αναληφθεί υλοποιηθούν με συνέπεια και μέχρι κεραίας, τότε λίαν πιθανόν να εκτιμηθεί από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς του ότι είναι προτιμότερο το νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, που πρέπει να εγκριθεί επί τη βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου Κορυφής, να πρέπει να ψηφιστεί όχι με απλή, αλλά με αυξημένη πλειοψηφία από τη Βουλή.
Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι σαφές ότι η απόφαση για προσφυγή ή όχι στις κάλπες είναι ευθύνη της αντιπολίτευσης, και ιδιαίτερα της μείζονος, η οποία -εφόσον είναι αυτή, όπως πιθανολογείται, που θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας- θα πρέπει να διαχειριστεί στη συνέχεια από θέση ευθύνης και την κρίση.
Εκτός κι αν όλοι, πράγμα μάλλον απίθανο, αναλογιστούν τα επερχόμενα και αναζητήσουν άλλες λύσεις, συναινετικές ή και υπερβατικές, που θα έπρεπε από μακρού χρόνου να έχουν πραγματωθεί.
Εν κατακλείδι, Μέρκελ και Σαρκοζί μπορεί να έχουν ακόμα οκτώ ημέρες για να δουν τι θα πράξουν με το μέλλον του ευρώ και της Ευρώπης, όμως ο Γ. Παπανδρέου έχει πέντε μέρες για να διασφαλίσει ότι στο ραντεβού της 23ης Οκτωβρίου θα πάει όρθιος ή με φορείο.
Δεν ξέρω τίνι τρόπω θα πείσει τους βουλευτές του να ψηφίσουν το πολυνομοσχέδιο, αλλά εάν δεν το καταφέρει πολιτικά ή δεν εισακουστεί, από τον Άγιο Γεράσιμο, η προσευχή του, υπάρχουν και οι Rolling Stones.
Πριν από 38 χρόνια, το 1973, στις 20 Οκτωβρίου, το τραγούδι του Μικ Τζάγκερ και του Κιθ Ρίτσαρντς «Angie» ανέβηκε στο Νο1 του αμερικανικού πίνακα επιτυχιών. Θα μπορούσε λοιπόν ο πρωθυπουργός, που είναι και λάτρης της ροκ μουσικής, να ψιθυρίσει υπό τους ήχους της κιθάρας του στη Λ. Κατσέλη, τη Β. Παπανδρέου, την Ά. Νταλάρα, τη Σ. Γιαννακά, την Κ. Μπατζελή και τ’ άλλα κορίτσια της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ «Μισώ τη θλίψη στα μάτια σας, αλλά Angie, Angie, δεν είναι καιρός να πούμε αντίο χωρίς αγάπη στις ψυχές μας και χωρίς χρήματα στα παλτά μας... δεν μπορούν να πουν ποτέ ότι δεν προσπαθήσαμε, Angie, Angie».
Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρει, αλλά η φωνή του Μικ και η κιθάρα του Κιθ ακούγονται καλύτερα από τα «nein» της Άνγκελα και τα «σόλο» του Νικολά...
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 23, 2011
Oι 154 Μοϊκανοί του ΠΑΣΟΚ (24-09-2011)
Ενα ερώτημα πλανάται τις τελευταίες ημέρες πάνω από το ελληνικό Κοινοβούλιο. Θα ψηφίσουν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ τα νέα μέτρα που προτείνονται από την κυβέρνηση, προκειμένου να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι του 2011; Αν δεν τα ψηφίσουν, η έκτη δόση του δανείου από την τρόικα δεν θα μας δοθεί, η συμφωνία της 21ης Ιουλίου της Συνόδου Κορυφής των μελών της Ευρωζώνης θα τιναχτεί στον αέρα, η κυβέρνηση θα πέσει, η χώρα θα χρεοκοπήσει. Τόσο απλά.
Το δίλημμα σαφέστατα και υφίσταται. Και σίγουρα είναι εκβιαστικό. Και οπωσδήποτε τίθεται επειδή σε μεγάλο βαθμό η κυβέρνηση επέδειξε αβελτηρία και ολιγωρία στην υλοποίηση μέτρων και αποφάσεων που είχαν υπερψηφιστεί από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Τυχόν αρνητική ψήφος στο νέο πακέτο μέτρων θα πιστοποιεί και θα καταδικάζει την κυβερνητική ανεπάρκεια. Ταυτόχρονα, όμως, θα οδηγήσει αφενός σε διάλυση το ΠΑΣΟΚ, αφού στις εκλογές που θα ακολουθήσουν η συντριβή του θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, και αφετέρου -αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τη χώρα- σε πτώχευση και μαρασμό για πολλά χρόνια.
Πλανώνται οικτρά λοιπόν όσοι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ νομίζουν ότι, μη ψηφίζοντας, πρώτον, θα λυτρώσουν τη χώρα από μια κακή κυβέρνηση, δεύτερον, θα απαλλάξουν το κόμμα τους από το άχθος μέτρων που το φέρνoυν σε αντίθεση με τη φυσιογνωμία, την ιδεολογία και την πολιτική ιδιοσυστασία του και, τρίτον, θα γλιτώσουν τους ίδιους από την οργή και την απαρέσκεια των ψηφοφόρων τους.
Αν υπάρχει μια πιθανότητα και ελπίδα να διασωθούν η χώρα, η κυβέρνηση και οι ίδιοι οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, αυτή περνά μέσα από την υπερψήφιση των μέτρων. Όλα όσα ακούγονται περί εκλογών, συγκυβέρνησης, δημοκρατικής νομιμοποίησης, εθνικών συμπράξεων σωτηρίας μπορούν να συμβούν ή και να μη συμβούν μετά, αφού προηγουμένως ψηφιστούν τα μέτρα.
Την ίδια γνώμη, υποθέτω, έχουν και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, και πρωτίστως η αξιωματική. Αν χρεοκοπήσει -και μάλιστα ανεξέλεγκτα- η χώρα, όλα όσα έχουν ειπωθεί ως εναλλακτικές προτάσεις δεν θα έχουν καμία αξία. Το νέο τοπίο που θα δημιουργήσει μια πτωχευμένη χώρα θα χρειάζεται νέες προσεγγίσεις, αναλύσεις και προτάσεις.
Από αυτή την άποψη, οι 154 «Μοϊκανοί» της συμπολίτευσης βρίσκονται σε τραγική θέση. Σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους της αντιπολίτευσης, δεν έχουν το ευτελές (για τις ώρες που ζει η χώρα) προνόμιο της άνεσης και της πολυτέλειας να ασκούν κριτική εκ του ασφαλούς. Είναι αυτοί που θα αποφασίσουν με την ψήφο τους αν θα οδηγήσουν τη χώρα, την παράταξη και τους εαυτούς τους στην καταστροφή ή θα τους δώσουν μια ευκαιρία στην ελπίδα.
Αν τα μέτρα ψηφιστούν, η έκτη δόση θα μας δοθεί, οι αποφάσεις της 21ης Ιουλίου θα συνεχίσουν να βρίσκονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και η Ελλάδα θα παραμείνει ζωντανή – με αυτήν ή με άλλη κυβέρνηση, με ή χωρίς εκλογές.
Στο χέρι, λοιπόν, των 154 βουλευτών είναι το τι από τούδε και στο εξής θα συμβεί. Η κοινωνία μπορεί να μην αντέχει τα μέτρα. Μπορεί να ’ναι άδικα, λάθος, ατελή ή και να αποδειχθούν ατελέσφορα. Όμως η ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της χώρας είναι μεγαλύτερο λάθος. Είναι έγκλημα.
Δικαίως κάποιος από τους 154 βουλευτές θα αναρωτηθεί και μαζί του σχεδόν όλοι οι Έλληνες: Εντάξει, να ληφθούν αυτά τα μέτρα, αλλά τι θα γίνει; Κάθε φορά που είναι να πάρουμε μια νέα δόση, θα πρέπει να παίρνουμε και καινούργια μέτρα; Να ψηφιστούν τα μέτρα, αλλά υπάρχει ελπίδα διάσωσης; Μήπως κάθε φορά τίθεται το δίλημμα «ή μέτρα ή χρεοκοπία»;
Όποιος πει ότι μπορεί να δώσει σίγουρη απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα απλώς κοροϊδεύει. Ουδείς γνωρίζει μετά βεβαιότητος τι τέξεται η επομένη. Και δεν γνωρίζει επειδή, στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα, η διάσωση ή η καταστροφή της δεν εξαρτώνται από την ίδια. Είναι σε συνάρτηση με το διεθνές και πρωτίστως το ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Το μόνο όπλο που διαθέτει η Ελλάδα έναντι των εταίρων και δανειστών της είναι η τήρηση των υποχρεώσεών της. Να τους αφαιρέσει, δηλαδή, το δικαίωμα και το επιχείρημα να την καταστήσουν υπεύθυνη για ό,τι ήθελε συμβεί. Όσο η χώρα τηρεί τις δεσμεύσεις της, τόσο αφοπλίζονται οι αντίπαλοί της.
Αν λοιπόν οι 154 βουλευτές ψηφίσουν τα μέτρα, η υποχρέωση μεταφέρεται στην άλλη πλευρά. Οι εταίροι και δανειστές μας θα πρέπει εφεξής να σκεφτούν πολύ σοβαρά τι θα κάνουν με το πρόβλημα της υπερχρέωσης. Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, με τη συναίνεση και των αντιπολιτεύσεών τους, υλοποιούν με μεγαλύτερη συνέπεια τα μνημόνιά τους και βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα από μας.
Η Μέρκελ και ο Σαρκοζί, εφόσον εμείς βρεθούμε εντός των δημοσιονομικών στόχων που μας έχουν τεθεί, θα πρέπει, καθώς το πρόβλημα διογκώνεται, να αποφασίσουν αν θα αντιμετωπίσουν ριζικά το πρόβλημα της περιφέρειας της Ευρωζώνης, αλλά και συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πριν από δύο χρόνια το πρόβλημα ήταν ελληνικό, πριν από έναν χρόνο ήταν πρόβλημα των PΙGs. Τώρα το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό.
Ο κίνδυνος ανεξέλεγκτης πιστωτικής κρίσης και βαθιάς ύφεσης οδηγεί όλους σε αναστοχασμό. Πλέον, ωριμάζει η ιδέα μιας συνολικής διευθέτησης του προβλήματος. Αυτά που χθες έμοιαζαν εξωπραγματικά σήμερα βρίσκονται, υπό την πίεση και των Αμερικανών, στην ατζέντα των συζητήσεων των Γερμανών και των Γάλλων.
Η επαναγορά χρέους, το ευρωομόλογο, το «κούρεμα» χωρίς πιστωτικό γεγονός και με παραμονή στο ευρώ αναφέρονται σε επίσημες δηλώσεις Ευρωπαίων και άλλων αξιωματούχων, ενώ πληθαίνουν και τα σχετικά δημοσιεύματα.
Πλέον, η αίσθηση και οι πληροφορίες που υπάρχουν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι θέμα λίγου χρόνου η ηγεσία της Ευρώπης να λάβει γενναίες αποφάσεις που θα καθιστούν βιώσιμο και διαχειρίσιμο το ελληνικό χρέος. Εάν η Ελλάδα, όντως, με τα μέτρα που θα λάβει, βρεθεί εντός των δημοσιονομικών στόχων, ενδέχεται να υπάρξει απόφαση για γενναίο «κούρεμα» των ομολόγων της, με ταυτόχρονη προστασία των ασφαλιστικών ταμείων και των τραπεζών.
Ενδέχεται, δηλαδή, να εγκαταλειφθεί η ιδέα σύναψης ενός νέου δανείου της Ελλάδας και να της δοθεί η δυνατότητα να «κουρέψει» τα ομόλογά της σε ποσοστό 50%-70%, παραμένοντας όμως στο ευρώ. Αν αυτό συμβεί, το χρέος θα πέσει κάτω από το 100% του ΑΕΠ και θα καταστεί διαχειρίσιμο.
Αν μάλιστα η χώρα καταφέρει, όπως λέει η κυβέρνηση, να έχει από το 2012 και πρωτογενή πλεονάσματα, να μπορεί δηλαδή να εξυπηρετεί από μόνη της τις ανάγκες λειτουργίας του κράτους, τότε το τοπίο αλλάζει εντυπωσιακά. Χωρίς πρωτογενή ελλείμματα και με τοκοχρεολύσια 8-9 δισ. ευρώ (μειωμένα δηλαδή στο μισό), που θα μπορούν να πληρωθούν μέσω του EFSF, δεν θα έχει ανάγκη τις αγορές, ακόμη κι αν αυτές μας τιμωρήσουν, θέτοντάς μας εκτός για 5 ή και 10 χρόνια.
Εξάλλου, εάν αυτά ήθελαν συμβούν, είναι προφανές ότι η χώρα θα γίνει ελκυστική στους επενδυτές, οπότε και τα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου θα προχωρήσουν. Εάν προχωρήσουν αυτά τα προγράμματα, σε συνδυασμό με το ΕΣΠΑ, τη μείωση του Δημοσίου και τις άλλες τομές που προβλέπονται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, θα ξεπεράσουμε και τον σκόπελο της ύφεσης, που είναι η μεγαλύτερη απειλή.
Αν αυτά δεν γίνουν, ακόμα και τα νέα μέτρα να ψηφιστούν, πρωτογενή πλεονάσματα δεν πρόκειται να υπάρξουν. Η ύφεση στο οκτάμηνο, παρά τα όσα λέγονται, φτάνει, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, στο 7,1%, οπότε στο τέλος του έτους θα κλείσει περίπου στο 6,5%-7%.
Αν μπούμε με τέτοια ύφεση στο 2012, όχι πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αύξηση των ελλειμμάτων θα έχουμε, καθώς τα δημόσια έσοδα θα μειωθούν δραματικά. Αυτό οι εταίροι και δανειστές μας το γνωρίζουν, οπότε είναι και γι’ αυτούς σχεδόν μονόδρομος μια ριζική λύση στο ελληνικό πρόβλημα.
Διαφορετικά, και τα λεφτά τους θα χάσουν και η πτώχευση της Ελλάδας θα μολύνει ολόκληρη την Ευρωζώνη, στέλνοντας στα Τάρταρα το ευρώ, και η κρίση θα καταστεί παγκόσμια, καθώς το πιστωτικό σύστημα θα δεχθεί πλήγμα χειρότερο απ’ αυτό της Lehman Brothers.
Eίναι λοιπόν περισσότερον και από απαραίτητο, είναι θεμελιώδους σημασίας για το πώς θα πορευθεί εφεξής η χώρα, να υπερψηφιστούν τα νέα μέτρα, παρ’ ότι μπορεί να είναι επώδυνα, επαχθή, άδικα και αποτέλεσμα ολιγωρίας και αβελτηρίας της κυβέρνησης. Αν ψηφιστούν, υπάρχει μια πιθανότητα και ελπίδα έστω και μόνοι μας, με εκλογές, με άλλη κυβέρνηση με υπερκομματικά σχήματα, με άλλο μείγμα πολιτικής, να διαχειριστούμε το μέλλον μας.
Αν μάλιστα επιλέξουν και οι εταίροι-δανειστές μας να υπερβούν τη στενοκεφαλιά και την κακοφωνία που τους διακρίνουν, τότε τα πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμη καλύτερα. Οι πιθανότητες να γυρίσει ο τροχός αυξάνονται. Αν τα μέτρα καταψηφιστούν, ακόμα και αυτή η μία, η ισχνή, η πιθανολογούμενη ελπίδα εκλείπει. Το έρεβος θα καλύψει τα πάντα και οι μικροί και μεγάλοι κοινωνικοί εμφύλιοι που θα ξεσπάσουν θα πληγώσουν καίρια τη χώρα της... δραχμής και της μίζερης πατριδογνωσίας.
Οι 154 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ έχουν λοιπόν την ευκαιρία να ψηφίσουν αν θα υπάρξει έστω μια πιθανότητα και ελπίδα να γυρίσει η τύχη της χώρας, της παράταξής τους και των ιδίων. Καταψηφίζοντας, αυτοκτονούν πρώτα απ’ όλους οι ίδιοι. Τραγικό, απάνθρωπο, εκβιαστικό, πολιτικά εξευτελιστικό, αλλά έτσι είναι. Οι ίδιοι ανέλαβαν την ευθύνη να μη βουλιάξει η χώρα, αυτοί ψήφισαν το μνημόνιο, τα διορθωτικά μέτρα, το Μεσοπρόθεσμο. Αυτοί έδωσαν την προηγούμενη ψήφο τους. Είναι αφελείς αν νομίζουν ότι μπορούν να μην πιουν το πικρό ποτήρι μέχρι τέλους. Πρέπει να πιουν και την τελευταία σταγόνα.
Εξάλλου, μόνον έτσι μπορούν να ελπίζουν ότι ίσως και στο εγγύς μέλλον θα... ξεδιψάσουν, αφήνοντας μάλιστα «διψασμένους» τους αντιπάλους τους, που ορέγονται την εξουσία και τον διαμοιρασμό των ιματίων τους.
Το δίλημμα σαφέστατα και υφίσταται. Και σίγουρα είναι εκβιαστικό. Και οπωσδήποτε τίθεται επειδή σε μεγάλο βαθμό η κυβέρνηση επέδειξε αβελτηρία και ολιγωρία στην υλοποίηση μέτρων και αποφάσεων που είχαν υπερψηφιστεί από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Τυχόν αρνητική ψήφος στο νέο πακέτο μέτρων θα πιστοποιεί και θα καταδικάζει την κυβερνητική ανεπάρκεια. Ταυτόχρονα, όμως, θα οδηγήσει αφενός σε διάλυση το ΠΑΣΟΚ, αφού στις εκλογές που θα ακολουθήσουν η συντριβή του θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, και αφετέρου -αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τη χώρα- σε πτώχευση και μαρασμό για πολλά χρόνια.
Πλανώνται οικτρά λοιπόν όσοι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ νομίζουν ότι, μη ψηφίζοντας, πρώτον, θα λυτρώσουν τη χώρα από μια κακή κυβέρνηση, δεύτερον, θα απαλλάξουν το κόμμα τους από το άχθος μέτρων που το φέρνoυν σε αντίθεση με τη φυσιογνωμία, την ιδεολογία και την πολιτική ιδιοσυστασία του και, τρίτον, θα γλιτώσουν τους ίδιους από την οργή και την απαρέσκεια των ψηφοφόρων τους.
Αν υπάρχει μια πιθανότητα και ελπίδα να διασωθούν η χώρα, η κυβέρνηση και οι ίδιοι οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, αυτή περνά μέσα από την υπερψήφιση των μέτρων. Όλα όσα ακούγονται περί εκλογών, συγκυβέρνησης, δημοκρατικής νομιμοποίησης, εθνικών συμπράξεων σωτηρίας μπορούν να συμβούν ή και να μη συμβούν μετά, αφού προηγουμένως ψηφιστούν τα μέτρα.
Την ίδια γνώμη, υποθέτω, έχουν και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, και πρωτίστως η αξιωματική. Αν χρεοκοπήσει -και μάλιστα ανεξέλεγκτα- η χώρα, όλα όσα έχουν ειπωθεί ως εναλλακτικές προτάσεις δεν θα έχουν καμία αξία. Το νέο τοπίο που θα δημιουργήσει μια πτωχευμένη χώρα θα χρειάζεται νέες προσεγγίσεις, αναλύσεις και προτάσεις.
Από αυτή την άποψη, οι 154 «Μοϊκανοί» της συμπολίτευσης βρίσκονται σε τραγική θέση. Σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους της αντιπολίτευσης, δεν έχουν το ευτελές (για τις ώρες που ζει η χώρα) προνόμιο της άνεσης και της πολυτέλειας να ασκούν κριτική εκ του ασφαλούς. Είναι αυτοί που θα αποφασίσουν με την ψήφο τους αν θα οδηγήσουν τη χώρα, την παράταξη και τους εαυτούς τους στην καταστροφή ή θα τους δώσουν μια ευκαιρία στην ελπίδα.
Αν τα μέτρα ψηφιστούν, η έκτη δόση θα μας δοθεί, οι αποφάσεις της 21ης Ιουλίου θα συνεχίσουν να βρίσκονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και η Ελλάδα θα παραμείνει ζωντανή – με αυτήν ή με άλλη κυβέρνηση, με ή χωρίς εκλογές.
Στο χέρι, λοιπόν, των 154 βουλευτών είναι το τι από τούδε και στο εξής θα συμβεί. Η κοινωνία μπορεί να μην αντέχει τα μέτρα. Μπορεί να ’ναι άδικα, λάθος, ατελή ή και να αποδειχθούν ατελέσφορα. Όμως η ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της χώρας είναι μεγαλύτερο λάθος. Είναι έγκλημα.
Δικαίως κάποιος από τους 154 βουλευτές θα αναρωτηθεί και μαζί του σχεδόν όλοι οι Έλληνες: Εντάξει, να ληφθούν αυτά τα μέτρα, αλλά τι θα γίνει; Κάθε φορά που είναι να πάρουμε μια νέα δόση, θα πρέπει να παίρνουμε και καινούργια μέτρα; Να ψηφιστούν τα μέτρα, αλλά υπάρχει ελπίδα διάσωσης; Μήπως κάθε φορά τίθεται το δίλημμα «ή μέτρα ή χρεοκοπία»;
Όποιος πει ότι μπορεί να δώσει σίγουρη απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα απλώς κοροϊδεύει. Ουδείς γνωρίζει μετά βεβαιότητος τι τέξεται η επομένη. Και δεν γνωρίζει επειδή, στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα, η διάσωση ή η καταστροφή της δεν εξαρτώνται από την ίδια. Είναι σε συνάρτηση με το διεθνές και πρωτίστως το ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Το μόνο όπλο που διαθέτει η Ελλάδα έναντι των εταίρων και δανειστών της είναι η τήρηση των υποχρεώσεών της. Να τους αφαιρέσει, δηλαδή, το δικαίωμα και το επιχείρημα να την καταστήσουν υπεύθυνη για ό,τι ήθελε συμβεί. Όσο η χώρα τηρεί τις δεσμεύσεις της, τόσο αφοπλίζονται οι αντίπαλοί της.
Αν λοιπόν οι 154 βουλευτές ψηφίσουν τα μέτρα, η υποχρέωση μεταφέρεται στην άλλη πλευρά. Οι εταίροι και δανειστές μας θα πρέπει εφεξής να σκεφτούν πολύ σοβαρά τι θα κάνουν με το πρόβλημα της υπερχρέωσης. Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, με τη συναίνεση και των αντιπολιτεύσεών τους, υλοποιούν με μεγαλύτερη συνέπεια τα μνημόνιά τους και βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα από μας.
Η Μέρκελ και ο Σαρκοζί, εφόσον εμείς βρεθούμε εντός των δημοσιονομικών στόχων που μας έχουν τεθεί, θα πρέπει, καθώς το πρόβλημα διογκώνεται, να αποφασίσουν αν θα αντιμετωπίσουν ριζικά το πρόβλημα της περιφέρειας της Ευρωζώνης, αλλά και συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πριν από δύο χρόνια το πρόβλημα ήταν ελληνικό, πριν από έναν χρόνο ήταν πρόβλημα των PΙGs. Τώρα το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό.
Ο κίνδυνος ανεξέλεγκτης πιστωτικής κρίσης και βαθιάς ύφεσης οδηγεί όλους σε αναστοχασμό. Πλέον, ωριμάζει η ιδέα μιας συνολικής διευθέτησης του προβλήματος. Αυτά που χθες έμοιαζαν εξωπραγματικά σήμερα βρίσκονται, υπό την πίεση και των Αμερικανών, στην ατζέντα των συζητήσεων των Γερμανών και των Γάλλων.
Η επαναγορά χρέους, το ευρωομόλογο, το «κούρεμα» χωρίς πιστωτικό γεγονός και με παραμονή στο ευρώ αναφέρονται σε επίσημες δηλώσεις Ευρωπαίων και άλλων αξιωματούχων, ενώ πληθαίνουν και τα σχετικά δημοσιεύματα.
Πλέον, η αίσθηση και οι πληροφορίες που υπάρχουν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι θέμα λίγου χρόνου η ηγεσία της Ευρώπης να λάβει γενναίες αποφάσεις που θα καθιστούν βιώσιμο και διαχειρίσιμο το ελληνικό χρέος. Εάν η Ελλάδα, όντως, με τα μέτρα που θα λάβει, βρεθεί εντός των δημοσιονομικών στόχων, ενδέχεται να υπάρξει απόφαση για γενναίο «κούρεμα» των ομολόγων της, με ταυτόχρονη προστασία των ασφαλιστικών ταμείων και των τραπεζών.
Ενδέχεται, δηλαδή, να εγκαταλειφθεί η ιδέα σύναψης ενός νέου δανείου της Ελλάδας και να της δοθεί η δυνατότητα να «κουρέψει» τα ομόλογά της σε ποσοστό 50%-70%, παραμένοντας όμως στο ευρώ. Αν αυτό συμβεί, το χρέος θα πέσει κάτω από το 100% του ΑΕΠ και θα καταστεί διαχειρίσιμο.
Αν μάλιστα η χώρα καταφέρει, όπως λέει η κυβέρνηση, να έχει από το 2012 και πρωτογενή πλεονάσματα, να μπορεί δηλαδή να εξυπηρετεί από μόνη της τις ανάγκες λειτουργίας του κράτους, τότε το τοπίο αλλάζει εντυπωσιακά. Χωρίς πρωτογενή ελλείμματα και με τοκοχρεολύσια 8-9 δισ. ευρώ (μειωμένα δηλαδή στο μισό), που θα μπορούν να πληρωθούν μέσω του EFSF, δεν θα έχει ανάγκη τις αγορές, ακόμη κι αν αυτές μας τιμωρήσουν, θέτοντάς μας εκτός για 5 ή και 10 χρόνια.
Εξάλλου, εάν αυτά ήθελαν συμβούν, είναι προφανές ότι η χώρα θα γίνει ελκυστική στους επενδυτές, οπότε και τα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου θα προχωρήσουν. Εάν προχωρήσουν αυτά τα προγράμματα, σε συνδυασμό με το ΕΣΠΑ, τη μείωση του Δημοσίου και τις άλλες τομές που προβλέπονται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, θα ξεπεράσουμε και τον σκόπελο της ύφεσης, που είναι η μεγαλύτερη απειλή.
Αν αυτά δεν γίνουν, ακόμα και τα νέα μέτρα να ψηφιστούν, πρωτογενή πλεονάσματα δεν πρόκειται να υπάρξουν. Η ύφεση στο οκτάμηνο, παρά τα όσα λέγονται, φτάνει, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, στο 7,1%, οπότε στο τέλος του έτους θα κλείσει περίπου στο 6,5%-7%.
Αν μπούμε με τέτοια ύφεση στο 2012, όχι πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αύξηση των ελλειμμάτων θα έχουμε, καθώς τα δημόσια έσοδα θα μειωθούν δραματικά. Αυτό οι εταίροι και δανειστές μας το γνωρίζουν, οπότε είναι και γι’ αυτούς σχεδόν μονόδρομος μια ριζική λύση στο ελληνικό πρόβλημα.
Διαφορετικά, και τα λεφτά τους θα χάσουν και η πτώχευση της Ελλάδας θα μολύνει ολόκληρη την Ευρωζώνη, στέλνοντας στα Τάρταρα το ευρώ, και η κρίση θα καταστεί παγκόσμια, καθώς το πιστωτικό σύστημα θα δεχθεί πλήγμα χειρότερο απ’ αυτό της Lehman Brothers.
Eίναι λοιπόν περισσότερον και από απαραίτητο, είναι θεμελιώδους σημασίας για το πώς θα πορευθεί εφεξής η χώρα, να υπερψηφιστούν τα νέα μέτρα, παρ’ ότι μπορεί να είναι επώδυνα, επαχθή, άδικα και αποτέλεσμα ολιγωρίας και αβελτηρίας της κυβέρνησης. Αν ψηφιστούν, υπάρχει μια πιθανότητα και ελπίδα έστω και μόνοι μας, με εκλογές, με άλλη κυβέρνηση με υπερκομματικά σχήματα, με άλλο μείγμα πολιτικής, να διαχειριστούμε το μέλλον μας.
Αν μάλιστα επιλέξουν και οι εταίροι-δανειστές μας να υπερβούν τη στενοκεφαλιά και την κακοφωνία που τους διακρίνουν, τότε τα πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμη καλύτερα. Οι πιθανότητες να γυρίσει ο τροχός αυξάνονται. Αν τα μέτρα καταψηφιστούν, ακόμα και αυτή η μία, η ισχνή, η πιθανολογούμενη ελπίδα εκλείπει. Το έρεβος θα καλύψει τα πάντα και οι μικροί και μεγάλοι κοινωνικοί εμφύλιοι που θα ξεσπάσουν θα πληγώσουν καίρια τη χώρα της... δραχμής και της μίζερης πατριδογνωσίας.
Οι 154 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ έχουν λοιπόν την ευκαιρία να ψηφίσουν αν θα υπάρξει έστω μια πιθανότητα και ελπίδα να γυρίσει η τύχη της χώρας, της παράταξής τους και των ιδίων. Καταψηφίζοντας, αυτοκτονούν πρώτα απ’ όλους οι ίδιοι. Τραγικό, απάνθρωπο, εκβιαστικό, πολιτικά εξευτελιστικό, αλλά έτσι είναι. Οι ίδιοι ανέλαβαν την ευθύνη να μη βουλιάξει η χώρα, αυτοί ψήφισαν το μνημόνιο, τα διορθωτικά μέτρα, το Μεσοπρόθεσμο. Αυτοί έδωσαν την προηγούμενη ψήφο τους. Είναι αφελείς αν νομίζουν ότι μπορούν να μην πιουν το πικρό ποτήρι μέχρι τέλους. Πρέπει να πιουν και την τελευταία σταγόνα.
Εξάλλου, μόνον έτσι μπορούν να ελπίζουν ότι ίσως και στο εγγύς μέλλον θα... ξεδιψάσουν, αφήνοντας μάλιστα «διψασμένους» τους αντιπάλους τους, που ορέγονται την εξουσία και τον διαμοιρασμό των ιματίων τους.
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 16, 2011
Τρικούπης και Δηλιγιάννης (17-09-2011)
Σ’ έναν πόλεμο, κερδίζεις και χάνεις μάχες. Το σημαντικό είναι να κερδίσεις την τελευταία. Αυτή που κρίνει οριστικά την έκβαση του πολέμου. Το ίδιο ισχύει και στην πολιτική. Σημασία δεν έχει ποιος κερδίζει τις εντυπώσεις στις κοινοβουλευτικές, κοινωνικές, συνδικαλιστικές, αυτοδιοικητικές ή και τις δημοσκοπικές μάχες που γίνονται στο διάστημα μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων, αλλά ποιος θα κερδίσει την αποφασιστική μάχη. Τη μάχη της κάλπης. Η τελική μάχη που θα δοθεί για το ποιος θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας έχει σημασία.
Γιώργος Παπανδρέου και Αντώνης Σαμαράς, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, εκεί θα κάνουν ταμείο. Εκεί θα κριθεί ποιος κέρδισε και ποιος έχασε. Η λαϊκή ετυμηγορία, όπως θα εκφραστεί την ημέρα των εκλογών (όποτε αυτές γίνουν, είτε σε δύο μήνες είτε σε δύο χρόνια), είναι αυτή που θα αποφανθεί τελεσίδικα ποια από τις δύο στρατηγικές των δύο κομμάτων εξουσίας είναι η ορθή για να αντιμετωπιστεί η κρίση.
Σίγουρα τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση σχεδόν καθημερινά υφίσταται μικρές ή μεγαλύτερες ήττες, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση κερδίζει τις εντυπώσεις. Σ’ έναν βαθμό, αυτό είναι φυσικό να συμβαίνει, καθώς οι μεν έχουν την ευθύνη διαχείρισης των δημοσίων υποθέσεων, που λόγω κρίσης είναι εκρηκτικές, ενώ οι δε έχουν την ασφάλεια και την άνεση που τους παρέχει η θέση κριτικής και σχολιασμού των κυβερνητικών πεπραγμένων.
Αυτά βεβαίως συμβαίνουν σε συνήθεις κοινοβουλευτικές περιόδους, όταν οι πολιτικές εξελίξεις είναι ομαλές και το διακύβευμα της κάλπης είναι ποιος, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, θα αναλάβει την ευθύνη της διακυβέρνησης. Η κατάσταση σήμερα, όμως, είναι έκτακτη και δραματική για τη χώρα. Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι ο κομματικός συσχετισμός δύναμης, αλλά η διάσωση της πατρίδας. Κι αυτή -λόγω της φύσης και της έκτασης της κρίσης- δεν μπορεί να την πετύχει μόνο του ένα κόμμα.
Ακόμη και αυτοδυναμία να πετύχει η Ν.Δ. στις επόμενες εκλογές, είναι σίγουρο ότι θα ταλαιπωρηθεί ίσως και περισσότερο απ’ ό,τι ταλαιπωρείται σήμερα το ΠΑΣΟΚ. Αν ο Γ. Παπανδρέου άντεξε -μέχρι σήμερα- δύο χρόνια, δεν είναι σίγουρο ότι αύριο ο Αντ. Σαμαράς θ’ αντέξει δύο μήνες, αφού θα πρέπει να αποδεχθεί την πραγματικότητα που έχει επιβληθεί από την τρόικα, τα μνημόνια και την υπερχρέωση της χώρας.
Αυτό ο Αντ. Σαμαράς το ξέρει, και -παρά τα όσα λέει- είναι σίγουρο ότι αυτό που επιθυμεί ως εξαγόμενο από την κάλπη είναι να έρθει το κόμμα του πρώτο και να επιβάλει αυτός και με τους δικούς του όρους την ευρύτερη συνεννόηση με τη μορφή είτε κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας είτε συγκυβέρνησης των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας.
Αυτό που αρνήθηκε και αρνείται στον Γ. Παπανδρέου θα το επιδιώξει ο ίδιος, και πιθανότατα θα το κερδίσει, αφού θα είναι δύσκολο στο ΠΑΣΟΚ να αρνηθεί κάτι το οποίο σήμερα επιδιώκει. Μάλιστα, σε μια τέτοια περίπτωση, ο Αντ. Σαμαράς θα βγει διπλά ωφελημένος, αφού θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι τμήματα του ΠΑΣΟΚ, ιδίως τα αριστερόστροφα, θα διαφωνήσουν και θα αποχωρήσουν.
Η στρατηγική Σαμαρά, λοιπόν, είναι πολύ απλή. Δεν πιέζουμε υπερβολικά το ΠΑΣΟΚ, του δίνουμε χρόνο να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά για να υφίσταται τη φθορά, σταδιακά αποχωρούμε από το αντιμνημονιακό τόξο και στις εκλογές στόχος είναι να βγούμε πρώτο κόμμα ώστε να υπάρξει συγκυβέρνηση με όρους ηγεμονίας δικούς μας. Ακόμη και αν κερδίσει την αυτοδυναμία η Ν.Δ., είναι σίγουρον ότι ο Αντ. Σαμαράς θα επιδιώξει να σχηματίσει κυβέρνηση που να έχει χαρακτηριστικά ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων και συμπτώσεων.
Το πρόβλημα, λοιπόν, το έχει ο Γ. Παπανδρέου. Βρέθηκε και βρίσκεται με τον «μουντζούρη» στο χέρι. Είναι παγιδευμένος ανάμεσα στο καθήκον, ως κυβερνήτης, να διασώσει τη χώρα και την υποχρέωση, ως αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, να διατηρήσει ενωμένη και ισχυρή την παράταξή του.
Προσώρας έχει επιλέξει τον δρόμο του καθήκοντος, τη διάσωση δηλαδή της χώρας. Αυτό τού παρέχει και το πλεονέκτημα της προσωπικής διάσωσης, την οποίαν ρητορικά μπορεί να αρνείται, όμως είναι σίγουρο ότι επιδιώκει να του αναγνωριστεί ότι αυτός έθεσε υπεράνω προσωπικών και κομματικών προτεραιοτήτων το εθνικό συμφέρον.
Μέχρι πρότινος, αυτό είναι αλήθεια ότι απέδιδε. Όμως το τελευταίο διάστημα, και όσο η κρίση βαθαίνει, αυτό που οι πολίτες αναγνώριζαν στον Γ. Παπανδρέου ως ευγενική προσπάθεια αρχίζει να αλλάζει, όπως επίσης και η εικόνα ως του μόνου πολιτικού που μπορεί να χειριστεί ικανοποιητικά το διεθνές προφίλ της χώρας.
Ταυτόχρονα, αναπτύσσεται ραγδαία το ένστικτο αυτοσυντήρησης των βουλευτών, αλλά και των στελεχών του κόμματός του. Όσο υπερτερούσε η ελπίδα ότι η παρτίδα σώζεται, η στρατηγική Παπανδρέου ήταν ορθή, αφ’ ης στιγμής όμως αρχίζει και κυριαρχεί η εκτίμηση ότι η χώρα οδηγείται στα βράχια, η στρατηγική αυτή γίνεται ζημιογόνα και αδιέξοδη. Και για τη χώρα και για το ΠΑΣΟΚ και για τον ίδιο τον Γ. Παπανδρέου.
Ο χρόνος πλέον δεν είναι σύμμαχος του Γ. Παπανδρέου, αλλά του Αντ. Σαμαρά. Αν ο Γ. Παπανδρέου συνεχίζει να πιστεύει ότι τα μέτρα και οι πολιτικές του θα αποδώσουν μέχρι το 2013 σε βαθμό που να τον καταστήσουν ξανά κυρίαρχο, απλώς αυταπατάται. Αν, μάλιστα, αποδώσουν σε υπερθετικό βαθμό και οι Έλληνες αισθανθούν ότι η παρτίδα σώθηκε, τότε είναι σίγουρο ότι οι πολίτες θα τον τιμωρήσουν για τις θυσίες που υπέστησαν. Κινδυνεύει, δηλαδή, να πάθει ό,τι και ο Ελευθ. Βενιζέλος, ο οποίος διπλασίασε την Ελλάδα και έχασε τις εκλογές.
Η στρατηγική Παπανδρέου, για να αποδώσει, πρέπει να είναι ένα κράμα φόβου και ελπίδας. Πρέπει να έχει ισχυρά διλημματικά στοιχεία. Μέχρι πριν από λίγους μήνες είχε. Τώρα, όχι. Πρέπει, λοιπόν, να τα ξαναεφεύρει.
Αυτό που δεν αποτόλμησε τον Μάιο ίσως πρέπει να το κάνει τον Νοέμβριο. Αν τον Μάιο είχε προσφύγει στις κάλπες με σύνθημα και δίλημμα την τότε απόφαση των Ευρωπαίων εταίρων μας, η οποία επικυρώθηκε στις 21 Ιουλίου, αλλά και την άρνηση του Αντ. Σαμαρά να υπάρξει συγκυβέρνηση, είναι σίγουρο ότι θα διεκδικούσε βασίμως να είναι το ΠΑΣΟΚ πρώτο κόμμα και να επιβάλει την εθνική συνεννόηση με τους δικούς του όρους. Σε κάθε δε περίπτωση, θα είχε στερήσει τη δυνατότητα στον Σαμαρά να εδραιώσει την παρουσία του στο πολιτικό σκηνικό και να εμφανίζεται ως ο «ερχόμενος».
Μπορεί αυτό που δεν έγινε τον Μάιο να γίνει τον Νοέμβριο; Ναι, αν και συγκεντρώνει μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας. Από τον Μάιο συνέβησαν πολλά που επιβάρυναν το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό κλίμα, και σαφέστατα έφεραν την κυβέρνηση σε δυσχερέστερη θέση.
Γιατί, όμως, τον Νοέμβριο; Επειδή τότε είναι η τελευταία ευκαιρία να θέσει ένα ισχυρό πολιτικό δίλημμα: Ή παίρνουμε το δεύτερο δάνειο ή οδηγούμαστε σε ανεξέλεγκτη χρεοκοπία και πτώχευση.
Πώς μπορεί να συμβεί αυτό; Να ζητήσει να επικυρωθεί η δεύτερη δανειακή σύμβαση με αυξημένη πλειοψηφία. Αυτό, δηλαδή, που δεν έκανε το 2010 με το πρώτο μνημόνιο. Αν η Ν.Δ. αρνηθεί, ας αναλάβει αυτή το βάρος των όσων ήθελαν συμβεί μετά. Και για να κάνει πιο ισχυρό το δίλημμα, ας περιμένει να επικυρωθεί τελευταία από την ελληνική Βουλή η απόφαση της 21ης Ιουλίου, αφού πρώτα την επικυρώσουν όλα τα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια. Αν την επικυρώσουν όλοι, αυτοί δηλαδή που μας δανείζουν τα χρήματα, θα είναι παράδοξο και εγκληματικό να αρνηθεί η Βουλή της Ελλάδας, της χώρας δηλαδή που δέχεται τη βοήθεια, να την επικυρώσει.
Η αξιωματική αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι δεν θα παράσχει τη συναίνεσή της. Τρία πράγματα, λοιπόν, μπορούν να συμβούν. Είτε θα αναγκαστεί η Ν.Δ. ν’ αλλάξει τη θέση της και να γίνει έν τινι τρόπω συνυπεύθυνη, οπότε θα χάσει βασικά επιχειρήματα από την αντιπολιτευτική της ρητορική, είτε να διαφωνήσουν κάποιοι βουλευτές της, οπότε το πρόβλημα θα μεταφερθεί στον αντίπαλο, είτε να οδηγηθούμε στις κάλπες, με κίνδυνο να μη μας δοθεί νέο δάνειο, κάτι που ισοδυναμεί με εθνική καταστροφή.
Στην τρίτη περίπτωση, είναι προφανές ότι η Ν.Δ. δύσκολα θα μπορέσει να αντέξει ένα τέτοιο βάρος χωρίς επιπτώσεις για τη συνοχή και την ύπαρξη και της ίδιας, και πάντως είναι σίγουρο ότι το ΠΑΣΟΚ θα συγκρατήσει δυνάμεις, καθώς το δίλημμα για τους πολίτες θα είναι ισχυρό.
Με απλά λόγια, ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να τροποποιήσει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού βάζοντας αυξημένο βαθμό δυσκολίας στην αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία μέχρι τώρα τα βρίσκει όλα εύκολα.
Ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να δυσκολέψει ακόμη περισσότερο τη Ν.Δ., αν ζητήσει ο νέος προϋπολογισμός -που θα κατατεθεί και θα ψηφιστεί φέτος για πρώτη φορά τον Οκτώβριο- να είναι καρπός κοινής επεξεργασίας και πρόταση όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά και των δύο κομμάτων εξουσίας. Να προσπαθήσει να επιβάλει, δηλαδή, τη συγκυβέρνηση στην πράξη, ακόμη κι αν η Ν.Δ. δεν μετέχει στην κυβέρνηση. Η δεύτερη δανειακή σύμβαση της χώρας είναι το τελευταίο ισχυρό χαρτί του Γ. Παπανδρέου και της κυβέρνησής του. Αν το παίξει, μπορεί και να κερδίσει.
Aν δεν το παίξει, θα συνεχίσει να χάνει δυνάμεις σ’ ένα παιχνίδι λήψης συνεχών μέτρων, που το μόνο που κάνουν είναι να οδηγούν την οικονομία στην ύφεση, την κοινωνία στην κατάθλιψη, τη χώρα στο περιθώριο και το ΠΑΣΟΚ στη διάλυση.
Αν το PSI, δηλαδή η εθελοντική συμμετοχή των ιδιωτών στην ανταλλαγή ομολόγων, πάει καλά, που -όπως όλα δείχνουν- θα πάει καλά, ακόμη κι αν δεν συγκεντρωθεί το επιθυμητό 90% της συμμετοχής, αν μας δοθεί η έκτη δόση του πρώτου δανείου, που -απ’ ό,τι φαίνεται- θα μας δοθεί, κι αν τα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια επικυρώσουν την απόφαση της 21ης Ιουλίου, η κυβερνητική στρατηγική, ίσως για τελευταία φορά μέχρι την εξάντληση της τετραετίας, εάν καταφέρει να την εξαντλήσει, θα συγκεράζει τον φόβο με την ελπίδα.
Θα είναι μάλλον η τελευταία φορά που ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να θέσει ισχυρά διλήμματα και να μεταβιβάσει μέρος της ευθύνης για ό,τι συμβαίνει και μέλλει να συμβεί στην αξιωματική αντιπολίτευση. Ίσως τώρα είναι ο χρόνος που ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να δώσει στη μάχη που θα δοθεί στο Κοινοβούλιο τα χαρακτηριστικά της τελευταίας μάχης που μπορεί να κρίνει την έκβαση του πολέμου.
Θα το αποτολμήσει; Δύσκολο. Πιθανότατα, θα συνεχίσει την πολιτική τού πολύ υψηλού ρίσκου που ακολουθεί. Εάν τα καταφέρει και σώσει τη χώρα, ο ίδιος θα δικαιωθεί. Αν όχι, ίσως κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον η Ιστορία να του απονείμει εύσημα, όπως στον Χαρ. Τρικούπη.
Βέβαια, όσοι εντρυφούν στην πολιτική ιστορία γνωρίζουν ότι οι αρετές του Χαρ. Τρικούπη αναγνωρίστηκαν από τους Έλληνες δεκαετίες μετά. Στην εποχή του, όταν είπε το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», εξαφανίστηκε πολιτικά. Σε αντίθεση με τον Δηλιγιάννη, ο οποίος -αν και προετοίμασε τη χρεοκοπία- επανήλθε, μετά από έξι χρόνια, στην πρωθυπουργία.
Αν ο Παπανδρέου διαλέξει να γίνει Δηλιγιάννης, θα καταστήσει πολιτικά και περίπου αναπόφευκτα τον Αντ. Σαμαρά Χαρ. Τρικούπη. Στη ζωή είναι τι διαλέγεις...
Γιώργος Παπανδρέου και Αντώνης Σαμαράς, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, εκεί θα κάνουν ταμείο. Εκεί θα κριθεί ποιος κέρδισε και ποιος έχασε. Η λαϊκή ετυμηγορία, όπως θα εκφραστεί την ημέρα των εκλογών (όποτε αυτές γίνουν, είτε σε δύο μήνες είτε σε δύο χρόνια), είναι αυτή που θα αποφανθεί τελεσίδικα ποια από τις δύο στρατηγικές των δύο κομμάτων εξουσίας είναι η ορθή για να αντιμετωπιστεί η κρίση.
Σίγουρα τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση σχεδόν καθημερινά υφίσταται μικρές ή μεγαλύτερες ήττες, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση κερδίζει τις εντυπώσεις. Σ’ έναν βαθμό, αυτό είναι φυσικό να συμβαίνει, καθώς οι μεν έχουν την ευθύνη διαχείρισης των δημοσίων υποθέσεων, που λόγω κρίσης είναι εκρηκτικές, ενώ οι δε έχουν την ασφάλεια και την άνεση που τους παρέχει η θέση κριτικής και σχολιασμού των κυβερνητικών πεπραγμένων.
Αυτά βεβαίως συμβαίνουν σε συνήθεις κοινοβουλευτικές περιόδους, όταν οι πολιτικές εξελίξεις είναι ομαλές και το διακύβευμα της κάλπης είναι ποιος, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, θα αναλάβει την ευθύνη της διακυβέρνησης. Η κατάσταση σήμερα, όμως, είναι έκτακτη και δραματική για τη χώρα. Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι ο κομματικός συσχετισμός δύναμης, αλλά η διάσωση της πατρίδας. Κι αυτή -λόγω της φύσης και της έκτασης της κρίσης- δεν μπορεί να την πετύχει μόνο του ένα κόμμα.
Ακόμη και αυτοδυναμία να πετύχει η Ν.Δ. στις επόμενες εκλογές, είναι σίγουρο ότι θα ταλαιπωρηθεί ίσως και περισσότερο απ’ ό,τι ταλαιπωρείται σήμερα το ΠΑΣΟΚ. Αν ο Γ. Παπανδρέου άντεξε -μέχρι σήμερα- δύο χρόνια, δεν είναι σίγουρο ότι αύριο ο Αντ. Σαμαράς θ’ αντέξει δύο μήνες, αφού θα πρέπει να αποδεχθεί την πραγματικότητα που έχει επιβληθεί από την τρόικα, τα μνημόνια και την υπερχρέωση της χώρας.
Αυτό ο Αντ. Σαμαράς το ξέρει, και -παρά τα όσα λέει- είναι σίγουρο ότι αυτό που επιθυμεί ως εξαγόμενο από την κάλπη είναι να έρθει το κόμμα του πρώτο και να επιβάλει αυτός και με τους δικούς του όρους την ευρύτερη συνεννόηση με τη μορφή είτε κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας είτε συγκυβέρνησης των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας.
Αυτό που αρνήθηκε και αρνείται στον Γ. Παπανδρέου θα το επιδιώξει ο ίδιος, και πιθανότατα θα το κερδίσει, αφού θα είναι δύσκολο στο ΠΑΣΟΚ να αρνηθεί κάτι το οποίο σήμερα επιδιώκει. Μάλιστα, σε μια τέτοια περίπτωση, ο Αντ. Σαμαράς θα βγει διπλά ωφελημένος, αφού θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι τμήματα του ΠΑΣΟΚ, ιδίως τα αριστερόστροφα, θα διαφωνήσουν και θα αποχωρήσουν.
Η στρατηγική Σαμαρά, λοιπόν, είναι πολύ απλή. Δεν πιέζουμε υπερβολικά το ΠΑΣΟΚ, του δίνουμε χρόνο να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά για να υφίσταται τη φθορά, σταδιακά αποχωρούμε από το αντιμνημονιακό τόξο και στις εκλογές στόχος είναι να βγούμε πρώτο κόμμα ώστε να υπάρξει συγκυβέρνηση με όρους ηγεμονίας δικούς μας. Ακόμη και αν κερδίσει την αυτοδυναμία η Ν.Δ., είναι σίγουρον ότι ο Αντ. Σαμαράς θα επιδιώξει να σχηματίσει κυβέρνηση που να έχει χαρακτηριστικά ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων και συμπτώσεων.
Το πρόβλημα, λοιπόν, το έχει ο Γ. Παπανδρέου. Βρέθηκε και βρίσκεται με τον «μουντζούρη» στο χέρι. Είναι παγιδευμένος ανάμεσα στο καθήκον, ως κυβερνήτης, να διασώσει τη χώρα και την υποχρέωση, ως αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, να διατηρήσει ενωμένη και ισχυρή την παράταξή του.
Προσώρας έχει επιλέξει τον δρόμο του καθήκοντος, τη διάσωση δηλαδή της χώρας. Αυτό τού παρέχει και το πλεονέκτημα της προσωπικής διάσωσης, την οποίαν ρητορικά μπορεί να αρνείται, όμως είναι σίγουρο ότι επιδιώκει να του αναγνωριστεί ότι αυτός έθεσε υπεράνω προσωπικών και κομματικών προτεραιοτήτων το εθνικό συμφέρον.
Μέχρι πρότινος, αυτό είναι αλήθεια ότι απέδιδε. Όμως το τελευταίο διάστημα, και όσο η κρίση βαθαίνει, αυτό που οι πολίτες αναγνώριζαν στον Γ. Παπανδρέου ως ευγενική προσπάθεια αρχίζει να αλλάζει, όπως επίσης και η εικόνα ως του μόνου πολιτικού που μπορεί να χειριστεί ικανοποιητικά το διεθνές προφίλ της χώρας.
Ταυτόχρονα, αναπτύσσεται ραγδαία το ένστικτο αυτοσυντήρησης των βουλευτών, αλλά και των στελεχών του κόμματός του. Όσο υπερτερούσε η ελπίδα ότι η παρτίδα σώζεται, η στρατηγική Παπανδρέου ήταν ορθή, αφ’ ης στιγμής όμως αρχίζει και κυριαρχεί η εκτίμηση ότι η χώρα οδηγείται στα βράχια, η στρατηγική αυτή γίνεται ζημιογόνα και αδιέξοδη. Και για τη χώρα και για το ΠΑΣΟΚ και για τον ίδιο τον Γ. Παπανδρέου.
Ο χρόνος πλέον δεν είναι σύμμαχος του Γ. Παπανδρέου, αλλά του Αντ. Σαμαρά. Αν ο Γ. Παπανδρέου συνεχίζει να πιστεύει ότι τα μέτρα και οι πολιτικές του θα αποδώσουν μέχρι το 2013 σε βαθμό που να τον καταστήσουν ξανά κυρίαρχο, απλώς αυταπατάται. Αν, μάλιστα, αποδώσουν σε υπερθετικό βαθμό και οι Έλληνες αισθανθούν ότι η παρτίδα σώθηκε, τότε είναι σίγουρο ότι οι πολίτες θα τον τιμωρήσουν για τις θυσίες που υπέστησαν. Κινδυνεύει, δηλαδή, να πάθει ό,τι και ο Ελευθ. Βενιζέλος, ο οποίος διπλασίασε την Ελλάδα και έχασε τις εκλογές.
Η στρατηγική Παπανδρέου, για να αποδώσει, πρέπει να είναι ένα κράμα φόβου και ελπίδας. Πρέπει να έχει ισχυρά διλημματικά στοιχεία. Μέχρι πριν από λίγους μήνες είχε. Τώρα, όχι. Πρέπει, λοιπόν, να τα ξαναεφεύρει.
Αυτό που δεν αποτόλμησε τον Μάιο ίσως πρέπει να το κάνει τον Νοέμβριο. Αν τον Μάιο είχε προσφύγει στις κάλπες με σύνθημα και δίλημμα την τότε απόφαση των Ευρωπαίων εταίρων μας, η οποία επικυρώθηκε στις 21 Ιουλίου, αλλά και την άρνηση του Αντ. Σαμαρά να υπάρξει συγκυβέρνηση, είναι σίγουρο ότι θα διεκδικούσε βασίμως να είναι το ΠΑΣΟΚ πρώτο κόμμα και να επιβάλει την εθνική συνεννόηση με τους δικούς του όρους. Σε κάθε δε περίπτωση, θα είχε στερήσει τη δυνατότητα στον Σαμαρά να εδραιώσει την παρουσία του στο πολιτικό σκηνικό και να εμφανίζεται ως ο «ερχόμενος».
Μπορεί αυτό που δεν έγινε τον Μάιο να γίνει τον Νοέμβριο; Ναι, αν και συγκεντρώνει μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας. Από τον Μάιο συνέβησαν πολλά που επιβάρυναν το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό κλίμα, και σαφέστατα έφεραν την κυβέρνηση σε δυσχερέστερη θέση.
Γιατί, όμως, τον Νοέμβριο; Επειδή τότε είναι η τελευταία ευκαιρία να θέσει ένα ισχυρό πολιτικό δίλημμα: Ή παίρνουμε το δεύτερο δάνειο ή οδηγούμαστε σε ανεξέλεγκτη χρεοκοπία και πτώχευση.
Πώς μπορεί να συμβεί αυτό; Να ζητήσει να επικυρωθεί η δεύτερη δανειακή σύμβαση με αυξημένη πλειοψηφία. Αυτό, δηλαδή, που δεν έκανε το 2010 με το πρώτο μνημόνιο. Αν η Ν.Δ. αρνηθεί, ας αναλάβει αυτή το βάρος των όσων ήθελαν συμβεί μετά. Και για να κάνει πιο ισχυρό το δίλημμα, ας περιμένει να επικυρωθεί τελευταία από την ελληνική Βουλή η απόφαση της 21ης Ιουλίου, αφού πρώτα την επικυρώσουν όλα τα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια. Αν την επικυρώσουν όλοι, αυτοί δηλαδή που μας δανείζουν τα χρήματα, θα είναι παράδοξο και εγκληματικό να αρνηθεί η Βουλή της Ελλάδας, της χώρας δηλαδή που δέχεται τη βοήθεια, να την επικυρώσει.
Η αξιωματική αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι δεν θα παράσχει τη συναίνεσή της. Τρία πράγματα, λοιπόν, μπορούν να συμβούν. Είτε θα αναγκαστεί η Ν.Δ. ν’ αλλάξει τη θέση της και να γίνει έν τινι τρόπω συνυπεύθυνη, οπότε θα χάσει βασικά επιχειρήματα από την αντιπολιτευτική της ρητορική, είτε να διαφωνήσουν κάποιοι βουλευτές της, οπότε το πρόβλημα θα μεταφερθεί στον αντίπαλο, είτε να οδηγηθούμε στις κάλπες, με κίνδυνο να μη μας δοθεί νέο δάνειο, κάτι που ισοδυναμεί με εθνική καταστροφή.
Στην τρίτη περίπτωση, είναι προφανές ότι η Ν.Δ. δύσκολα θα μπορέσει να αντέξει ένα τέτοιο βάρος χωρίς επιπτώσεις για τη συνοχή και την ύπαρξη και της ίδιας, και πάντως είναι σίγουρο ότι το ΠΑΣΟΚ θα συγκρατήσει δυνάμεις, καθώς το δίλημμα για τους πολίτες θα είναι ισχυρό.
Με απλά λόγια, ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να τροποποιήσει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού βάζοντας αυξημένο βαθμό δυσκολίας στην αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία μέχρι τώρα τα βρίσκει όλα εύκολα.
Ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να δυσκολέψει ακόμη περισσότερο τη Ν.Δ., αν ζητήσει ο νέος προϋπολογισμός -που θα κατατεθεί και θα ψηφιστεί φέτος για πρώτη φορά τον Οκτώβριο- να είναι καρπός κοινής επεξεργασίας και πρόταση όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά και των δύο κομμάτων εξουσίας. Να προσπαθήσει να επιβάλει, δηλαδή, τη συγκυβέρνηση στην πράξη, ακόμη κι αν η Ν.Δ. δεν μετέχει στην κυβέρνηση. Η δεύτερη δανειακή σύμβαση της χώρας είναι το τελευταίο ισχυρό χαρτί του Γ. Παπανδρέου και της κυβέρνησής του. Αν το παίξει, μπορεί και να κερδίσει.
Aν δεν το παίξει, θα συνεχίσει να χάνει δυνάμεις σ’ ένα παιχνίδι λήψης συνεχών μέτρων, που το μόνο που κάνουν είναι να οδηγούν την οικονομία στην ύφεση, την κοινωνία στην κατάθλιψη, τη χώρα στο περιθώριο και το ΠΑΣΟΚ στη διάλυση.
Αν το PSI, δηλαδή η εθελοντική συμμετοχή των ιδιωτών στην ανταλλαγή ομολόγων, πάει καλά, που -όπως όλα δείχνουν- θα πάει καλά, ακόμη κι αν δεν συγκεντρωθεί το επιθυμητό 90% της συμμετοχής, αν μας δοθεί η έκτη δόση του πρώτου δανείου, που -απ’ ό,τι φαίνεται- θα μας δοθεί, κι αν τα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια επικυρώσουν την απόφαση της 21ης Ιουλίου, η κυβερνητική στρατηγική, ίσως για τελευταία φορά μέχρι την εξάντληση της τετραετίας, εάν καταφέρει να την εξαντλήσει, θα συγκεράζει τον φόβο με την ελπίδα.
Θα είναι μάλλον η τελευταία φορά που ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να θέσει ισχυρά διλήμματα και να μεταβιβάσει μέρος της ευθύνης για ό,τι συμβαίνει και μέλλει να συμβεί στην αξιωματική αντιπολίτευση. Ίσως τώρα είναι ο χρόνος που ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να δώσει στη μάχη που θα δοθεί στο Κοινοβούλιο τα χαρακτηριστικά της τελευταίας μάχης που μπορεί να κρίνει την έκβαση του πολέμου.
Θα το αποτολμήσει; Δύσκολο. Πιθανότατα, θα συνεχίσει την πολιτική τού πολύ υψηλού ρίσκου που ακολουθεί. Εάν τα καταφέρει και σώσει τη χώρα, ο ίδιος θα δικαιωθεί. Αν όχι, ίσως κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον η Ιστορία να του απονείμει εύσημα, όπως στον Χαρ. Τρικούπη.
Βέβαια, όσοι εντρυφούν στην πολιτική ιστορία γνωρίζουν ότι οι αρετές του Χαρ. Τρικούπη αναγνωρίστηκαν από τους Έλληνες δεκαετίες μετά. Στην εποχή του, όταν είπε το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», εξαφανίστηκε πολιτικά. Σε αντίθεση με τον Δηλιγιάννη, ο οποίος -αν και προετοίμασε τη χρεοκοπία- επανήλθε, μετά από έξι χρόνια, στην πρωθυπουργία.
Αν ο Παπανδρέου διαλέξει να γίνει Δηλιγιάννης, θα καταστήσει πολιτικά και περίπου αναπόφευκτα τον Αντ. Σαμαρά Χαρ. Τρικούπη. Στη ζωή είναι τι διαλέγεις...
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 09, 2011
Άγγελος εξάγγελος (10-09-2011)
Ορισμένοι θεωρούν ότι ο πρωθυπουργός, αυτό το Σαββατοκύριακο, στη Θεσσαλονίκη, θα περάσει δύσκολες ώρες. Μάλιστα, κάποιοι «προφητεύουν» ότι η φετινή ΔΕΘ θα ’ναι για τον Γ. Παπανδρέου ό,τι ήταν για τον Κ. Καραμανλή αυτή του 2008. Η αρχή του τέλους του, δηλαδή. Λάθος, και μάλιστα μέγα.
Τότε, ο Καραμανλής προσπάθησε ανεπιτυχώς να καλύψει σκάνδαλα και ανήθικες συμπεριφορές υπουργών του. Σήμερα, ο Παπανδρέου πρέπει να δικαιολογήσει πολιτικές της κυβέρνησής του στις οποίες αντιτίθενται σφόδρα τα συνδικάτα, το σύνολο της αντιπολίτευσης, μεγάλο τμήμα του ΠΑΣΟΚ και οι περισσότερες κοινωνικές ομάδες.
Το 2008 υπήρξε ηθική απονομιμοποίηση του τότε πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του. Το 2011 για τον νυν πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του το πρόβλημα είναι η πολιτική νομιμοποίησή τους, ήτις αμφισβητείται έντονα λόγω των μέτρων που ελήφθησαν και λαμβάνονται καθ’ υπαγόρευσιν της τρόικας και προς υλοποίησιν των μνημονίων που υπεγράφησαν προκειμένου να μην πτωχεύσει η χώρα.
Η αρχή του τέλους για τον Καραμανλή ξεκίνησε μ’ αυτά που είπε στη συνέντευξη Τύπου για τον Βουλγαράκη, τον Ρουσόπουλο, τον Εφραίμ, τον Ζαχόπουλο, τους «κουμπάρους». Αρχή του τέλους για τον Παπανδρέου θα έχουμε όχι για όσα τυχόν πει ή δεν πει για τον Ραγκούση, τον Ρέππα, τον Παπακωνσταντίνου, τον Βενιζέλο, αλλά εάν όσα συμβούν έξω από τις αίθουσες της ΔΕΘ πυροδοτήσουν παρατεταμένες βίαιες κοινωνικές συγκρούσεις που θα επιταχύνουν πολιτικές εξελίξεις και θα επιβαρύνουν έτι περαιτέρω το κλίμα δυσπιστίας και αμφισβήτησης των αγορών και των εταίρων-δανειστών της χώρας.
Εάν η Θεσσαλονίκη δεν γίνει, όπως κάποιοι την ετοιμάζουν, «Γένοβα», τότε το Σαββατοκύριακο δεν θα ’ναι δύσκολο για τον Γ. Παπανδρέου. Όχι πως θα περάσει τον κάβο. Όχι. Απλώς δεν θα ’ναι δύσκολες η ομιλία του στις παραγωγικές τάξεις και η συνέντευξή του στους δημοσιογράφους. Θα ειπωθούν πράγματα αναμενόμενα, σε δραματικούς τόνους, με μία πρέζα αισιοδοξίας και με περισσότερα ή καλύτερα απ’ ό,τι μέχρι τώρα επιχειρήματα. Λόγοι υποστηρικτικοί της αναγκαιότητας να συναισθανθεί η κοινωνία τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται και δικαιολογητικοί των μέτρων που αλλάζουν βίαια και εκ βάθρων την Ελλάδα και τη ζωή μας.
Άλλωστε, ουδείς περιμένει να πει κάτι διαφορετικό από αυτά που ήδη ξέρουμε. Καλά νέα ή ευχάριστες ειδήσεις δεν υπάρχουν. Το γνωρίζουμε. Όλοι. Η αγωνία είναι μην υπάρξουν κι άλλες δυσάρεστες εξαγγελίες. Αυτό είναι και το ουσιαστικό πρόβλημα για την παρούσα κυβέρνηση. Το ακροατήριό της έχει συρρικνωθεί υπερβολικά ή, ακόμη χειρότερα γι’ αυτήν, καθημερινά γίνεται όλο και πιο εχθρικό απέναντί της. Εν τινι τρόπω περιέρχεται στην κατάσταση του άγγελου εξάγγελου του Σαββόπουλου, ο οποίος, αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μη μας πει κανένα.
Γίνεται δε ακόμη μεγαλύτερο το πρόβλημα όχι τόσον γιατί τα νέα δεν είναι ευχάριστα, αλλά επειδή τα κακά μαντάτα συνεχώς ανακυκλώνονται. Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει για τους δημοσίους υπαλλήλους, το νέο μισθολόγιο, τα κλειστά επαγγέλματα, τις εργασιακές σχέσεις, τη φοροδιαφυγή, τις καταργήσεις και συγχωνεύσεις οργανισμών, τις αποκρατικοποιήσεις; Άπειρες. Συνεχώς ακούμε τα ίδια και τα ίδια, αλλά κάθε φορά με κάτι επιπλέον, πιο επαχθές και δυσάρεστο.
Κι αυτό είναι που εξοργίζει. Επειδή αυτό το κάθε φορά επιπλέον είναι απότοκο της επιδειχθείσας ολιγωρίας της κυβέρνησης. Η κοινωνία φορτώνεται επιπλέον βάρη επειδή δεν έγιναν εγκαίρως και όπως έπρεπε οι αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις που είχαν ειπωθεί, αποφασιστεί και νομοθετηθεί. Μέχρι κάποιο σημείο έλεγες ότι για το κακό που μας βρήκε φταίνε οι ξένοι, οι εταίροι μας, που είναι κι αυτοί μπουρδέλο, με ηγεσίες ιδιοτελείς και κατώτερες των περιστάσεων. Έτσι ήταν και έτσι συνεχίζει να είναι.
Όμως για τις καθυστερήσεις, τις αδυναμίες και τις παλινωδίες που σημειώνονται, καθώς και την ανακύκλωση των νομοθετημάτων, δεν φταίνε οι ξένοι. Η κυβέρνηση φταίει. Για τις αλλαγές στην πολιτική όταν αλλάζουν οι υπουργοί δεν φταίνε οι τροϊκανοί. Η κυβέρνηση φταίει. Για τις κυβερνητικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις δεν φταίει η Μέρκελ. Ο Παπανδρέου φταίει. Για τη σχιζοφρένεια της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ και την ποιότητα της συμπολίτευσης δεν φταίει ο Τρισέ. Το ΠΑΣΟΚ φταίει. Για τον λαϊκισμό και την άρνηση εθνικής συνεννόησης ή και κυβερνητικής συνεργασίας δεν φταίει το ΔΝΤ. Η αντιπολίτευση φταίει. Και ούτω καθεξής.
Προχθές, ο υπουργός Οικονομικών μάς είπε, και αυτό το Σαββατοκύριακο θα το επαναλάβει ο πρωθυπουργός, ότι αυτά τελείωσαν. Εφεξής ό,τι λένε θα το εννοούν και ό,τι αποφασίζουν θα το υλοποιούν. Να το δούμε και να μην το πιστέψουμε. Όμως τόσον ο Γ. Παπανδρέου όσον και ο Ευάγγ. Βενιζέλος, αλλά και οι άλλοι υπουργοί που πήραν προ ημερών την απόφαση στο Υπουργικό Συμβούλιο ότι τα ψέματα τελείωσαν, πρέπει να έχουν υπ’ όψιν τους ένα πράγμα. Αυτοί μπορεί να αποφάσισαν ότι τα ψέματα τελείωσαν, αλλά έχει αλλάξει και η κατάσταση. Αυτό που χθες ήταν νωρίς σήμερα είναι αργά.
Όλες τις ρήξεις, τις τομές, τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που τώρα ανακάλυψαν ότι είναι αδήριτη ανάγκη να γίνουν θα πρέπει να τις κάνουν σχεδόν μόνοι τους, με ελάχιστους συμμάχους και σε μια διεθνή οικονομική συγκυρία που επιδεινώνεται. Τα όσα θα πει ο πρωθυπουργός θα μπορούσαν να τελεσφορήσουν πριν από δύο ή και έναν χρόνο, όταν η κυβέρνηση είχε ακόμη νωπή τη λαϊκή εντολή, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ήταν ισχυρή, το ΠΑΣΟΚ πολιτικά και δημοσκοπικά κυριαρχούσε, η αξιωματική αντιπολίτευση θαλασσοδερνόταν, τα συνδικάτα ήταν αποδυναμωμένα και η κοινωνία φοβισμένη.
Τώρα, η κοινωνία είναι απελπισμένη, τα συνδικάτα ριζοσπαστικοποιήθηκαν, τα κόμματα της Αριστεράς έγιναν επιθετικά, η αξιωματική αντιπολίτευση ανασυγκροτήθηκε και το ΠΑΣΟΚ, το κομματικό και κοινοβουλευτικό δηλαδή υποστύλωμα της κυβέρνησης, διαλύεται, εισερχόμενο στη φάση του φατριασμού, των βαρονιών και της «επόμενης μέρας».
Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς πώς μπορεί να επιχειρηθεί μια κοινωνική αλλαγή -γιατί περί αυτού πρόκειται, αν αναλογιστούμε τις αλλαγές που θα συντελεστούν, εφόσον βεβαίως υλοποιηθούν οι αποφάσεις- χωρίς ισχυρό πολιτικό υποκείμενο, δίχως κοινωνικές συμμαχίες, με απουσία ευρύτερων πολιτικών συμπτώσεων, με την οικονομία να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην ύφεση, μ’ ένα διεθνές περιβάλλον ασταθές και εχθρικό; Πώς μπορούν να στηριχθούν ριζικές αλλαγές και σοβαρές μεταρρυθμίσεις, όταν οι δοκοί αντιστήριξης απουσιάζουν; Πώς μπορεί να κερδηθεί ένας πόλεμος, όταν το επιτελείο είναι διχασμένο και το στράτευμα διαλυμένο;
Όλα όσα θα υποστηρίξει στη ΔΕΘ ο Γ. Παπανδρέου θα μπορούσαν, με μεγάλο κόπο, πολλές δυσκολίες, αρκετές θυσίες, να γίνουν, εάν υπήρχαν ένα νέο συνεγερτικό εθνικό αφήγημα, ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο με μετρήσιμους στόχους και σαφείς ιεραρχήσεις και μια ικανή, ενωμένη και αποφασισμένη ηγετική ομάδα. Εάν υπήρχαν αυτά, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν και νέο πολιτικό υποκείμενο, αφήνοντας στην άκρη τα κομματικά σάβανα του παρελθόντος.
Ένα νέο πολιτικό υποκείμενο που θα εκφράσει το ανοργάνωτο και διάσπαρτο κοινωνικό ρεύμα που τάσσεται υπέρ των αναγκαιοτήτων που απλώς περιγράφει και διαπιστώνει ο Γ. Παπανδρέου. Αν μάλιστα αυτό το υποκείμενο αναζητούσε και επεξεργαζόταν μαζί με άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις μια προοδευτική απάντηση στην κρίση, θα μπορούσε και κοινωνικές συμμαχίες να συγκροτήσει και ευρύτερες πολιτικές συνεργασίες να επιτύχει.
Δυστυχώς για τον Γ. Παπανδρέου, είναι πολλά τα «αν» των προϋποθέσεων ευδοκίμησης των όσων θα πει στη Θεσσαλονίκη αυτό το Σαββατοκύριακο. Αν κοιτάξει γύρω του, θα δει τον Σαμαρά, την Παπαρήγα, τον Καρατζαφέρη, τον Τσίπρα, τον Κουβέλη, την Μπακογιάννη, τους Αγανακτισμένους, τον Βενιζέλο, τη Διαμαντοπούλου, τον Χρυσοχοΐδη, τον Παπουτσή, τον Λοβέρδο, τον Σκανδαλίδη, τον Ραγκούση, τον Παναγιωτακόπουλο, τον Φλωρίδη, τον Τζουμάκα, όλους, τον καθένα από το πόστο του -και ανάλογα με τις δυνάμεις και τα «κονέ» του-, να ετοιμάζονται όχι για τη «νέα Ελλάδα», για την οποία λαμβάνονται τα μέτρα, αλλά για την «επόμενη μέρα». Χωρίς αυτόν.
Αυτό ίσως είναι και το μοναδικό πλεονέκτημα που έχει ο πρωθυπουργός. Όχι ως πρόεδρος της κυβερνήσεως ή αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, αλλά ως πολιτικός, και μάλιστα μιας οικογένειας που τα τελευταία 50 χρόνια καθορίζει τις εξελίξεις στη Δημοκρατική Παράταξη. Μόνον που, για να αξιοποιηθεί αυτό το πλεονέκτημα και να αποδώσει, χρειάζεται να τροποποιηθεί η σχέση του Γ. Παπανδρέου με τον λαό.
Τόσον ο πατέρας του όσον και ο παππούς του πολιτεύτηκαν ως λαοφιλείς, ενίοτε και λαοπλάνοι ηγέτες. Έγιναν πρωθυπουργοί και κυβέρνησαν τον τόπο έχοντας έντονη την υποστήριξη κυρίως από τις λαϊκές τάξεις. Σήμερα, ο Γ. Παπανδρέου διαθέτει ερείσματα όχι στον λεγόμενο απλό λαό, αλλά σε νουνεχή, παραγωγικά, πεφωτισμένα και δυναμικά στρώματα της κοινωνίας, οι πολιτικοϊδεολογικές αναφορές των οποίων είναι πέραν των σημερινών κομματικών σχηματισμών.
Αυτά τα στρώματα σήμερα, όμως, είναι πολιτική και εκλογική μειοψηφία. Για να γίνουν πλειοψηφία, χρειάζονται άλλες πολιτικές και διαφορετική στρατηγική, «άλλα κόλπα», που θα ’λεγε και ο αξέχαστος Βλάσης Μπονάτσος. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία, την οποία θα διηγηθούμε προσεχώς.
Ίσως δε και λίαν προσεχώς, με την αρχή της αφήγησης να είναι κάπως έτσι: Ο Γεώργιος Παπανδρέου δημιούργησε την Ένωση Κέντρου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου διέλυσε την Ένωση Κέντρου και ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ. Επί εποχής Γιώργου Παπανδρέου το ΠΑΣΟΚ μετετράπη σε Ένωση Κέντρου και…
Τότε, ο Καραμανλής προσπάθησε ανεπιτυχώς να καλύψει σκάνδαλα και ανήθικες συμπεριφορές υπουργών του. Σήμερα, ο Παπανδρέου πρέπει να δικαιολογήσει πολιτικές της κυβέρνησής του στις οποίες αντιτίθενται σφόδρα τα συνδικάτα, το σύνολο της αντιπολίτευσης, μεγάλο τμήμα του ΠΑΣΟΚ και οι περισσότερες κοινωνικές ομάδες.
Το 2008 υπήρξε ηθική απονομιμοποίηση του τότε πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του. Το 2011 για τον νυν πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του το πρόβλημα είναι η πολιτική νομιμοποίησή τους, ήτις αμφισβητείται έντονα λόγω των μέτρων που ελήφθησαν και λαμβάνονται καθ’ υπαγόρευσιν της τρόικας και προς υλοποίησιν των μνημονίων που υπεγράφησαν προκειμένου να μην πτωχεύσει η χώρα.
Η αρχή του τέλους για τον Καραμανλή ξεκίνησε μ’ αυτά που είπε στη συνέντευξη Τύπου για τον Βουλγαράκη, τον Ρουσόπουλο, τον Εφραίμ, τον Ζαχόπουλο, τους «κουμπάρους». Αρχή του τέλους για τον Παπανδρέου θα έχουμε όχι για όσα τυχόν πει ή δεν πει για τον Ραγκούση, τον Ρέππα, τον Παπακωνσταντίνου, τον Βενιζέλο, αλλά εάν όσα συμβούν έξω από τις αίθουσες της ΔΕΘ πυροδοτήσουν παρατεταμένες βίαιες κοινωνικές συγκρούσεις που θα επιταχύνουν πολιτικές εξελίξεις και θα επιβαρύνουν έτι περαιτέρω το κλίμα δυσπιστίας και αμφισβήτησης των αγορών και των εταίρων-δανειστών της χώρας.
Εάν η Θεσσαλονίκη δεν γίνει, όπως κάποιοι την ετοιμάζουν, «Γένοβα», τότε το Σαββατοκύριακο δεν θα ’ναι δύσκολο για τον Γ. Παπανδρέου. Όχι πως θα περάσει τον κάβο. Όχι. Απλώς δεν θα ’ναι δύσκολες η ομιλία του στις παραγωγικές τάξεις και η συνέντευξή του στους δημοσιογράφους. Θα ειπωθούν πράγματα αναμενόμενα, σε δραματικούς τόνους, με μία πρέζα αισιοδοξίας και με περισσότερα ή καλύτερα απ’ ό,τι μέχρι τώρα επιχειρήματα. Λόγοι υποστηρικτικοί της αναγκαιότητας να συναισθανθεί η κοινωνία τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται και δικαιολογητικοί των μέτρων που αλλάζουν βίαια και εκ βάθρων την Ελλάδα και τη ζωή μας.
Άλλωστε, ουδείς περιμένει να πει κάτι διαφορετικό από αυτά που ήδη ξέρουμε. Καλά νέα ή ευχάριστες ειδήσεις δεν υπάρχουν. Το γνωρίζουμε. Όλοι. Η αγωνία είναι μην υπάρξουν κι άλλες δυσάρεστες εξαγγελίες. Αυτό είναι και το ουσιαστικό πρόβλημα για την παρούσα κυβέρνηση. Το ακροατήριό της έχει συρρικνωθεί υπερβολικά ή, ακόμη χειρότερα γι’ αυτήν, καθημερινά γίνεται όλο και πιο εχθρικό απέναντί της. Εν τινι τρόπω περιέρχεται στην κατάσταση του άγγελου εξάγγελου του Σαββόπουλου, ο οποίος, αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μη μας πει κανένα.
Γίνεται δε ακόμη μεγαλύτερο το πρόβλημα όχι τόσον γιατί τα νέα δεν είναι ευχάριστα, αλλά επειδή τα κακά μαντάτα συνεχώς ανακυκλώνονται. Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει για τους δημοσίους υπαλλήλους, το νέο μισθολόγιο, τα κλειστά επαγγέλματα, τις εργασιακές σχέσεις, τη φοροδιαφυγή, τις καταργήσεις και συγχωνεύσεις οργανισμών, τις αποκρατικοποιήσεις; Άπειρες. Συνεχώς ακούμε τα ίδια και τα ίδια, αλλά κάθε φορά με κάτι επιπλέον, πιο επαχθές και δυσάρεστο.
Κι αυτό είναι που εξοργίζει. Επειδή αυτό το κάθε φορά επιπλέον είναι απότοκο της επιδειχθείσας ολιγωρίας της κυβέρνησης. Η κοινωνία φορτώνεται επιπλέον βάρη επειδή δεν έγιναν εγκαίρως και όπως έπρεπε οι αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις που είχαν ειπωθεί, αποφασιστεί και νομοθετηθεί. Μέχρι κάποιο σημείο έλεγες ότι για το κακό που μας βρήκε φταίνε οι ξένοι, οι εταίροι μας, που είναι κι αυτοί μπουρδέλο, με ηγεσίες ιδιοτελείς και κατώτερες των περιστάσεων. Έτσι ήταν και έτσι συνεχίζει να είναι.
Όμως για τις καθυστερήσεις, τις αδυναμίες και τις παλινωδίες που σημειώνονται, καθώς και την ανακύκλωση των νομοθετημάτων, δεν φταίνε οι ξένοι. Η κυβέρνηση φταίει. Για τις αλλαγές στην πολιτική όταν αλλάζουν οι υπουργοί δεν φταίνε οι τροϊκανοί. Η κυβέρνηση φταίει. Για τις κυβερνητικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις δεν φταίει η Μέρκελ. Ο Παπανδρέου φταίει. Για τη σχιζοφρένεια της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ και την ποιότητα της συμπολίτευσης δεν φταίει ο Τρισέ. Το ΠΑΣΟΚ φταίει. Για τον λαϊκισμό και την άρνηση εθνικής συνεννόησης ή και κυβερνητικής συνεργασίας δεν φταίει το ΔΝΤ. Η αντιπολίτευση φταίει. Και ούτω καθεξής.
Προχθές, ο υπουργός Οικονομικών μάς είπε, και αυτό το Σαββατοκύριακο θα το επαναλάβει ο πρωθυπουργός, ότι αυτά τελείωσαν. Εφεξής ό,τι λένε θα το εννοούν και ό,τι αποφασίζουν θα το υλοποιούν. Να το δούμε και να μην το πιστέψουμε. Όμως τόσον ο Γ. Παπανδρέου όσον και ο Ευάγγ. Βενιζέλος, αλλά και οι άλλοι υπουργοί που πήραν προ ημερών την απόφαση στο Υπουργικό Συμβούλιο ότι τα ψέματα τελείωσαν, πρέπει να έχουν υπ’ όψιν τους ένα πράγμα. Αυτοί μπορεί να αποφάσισαν ότι τα ψέματα τελείωσαν, αλλά έχει αλλάξει και η κατάσταση. Αυτό που χθες ήταν νωρίς σήμερα είναι αργά.
Όλες τις ρήξεις, τις τομές, τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που τώρα ανακάλυψαν ότι είναι αδήριτη ανάγκη να γίνουν θα πρέπει να τις κάνουν σχεδόν μόνοι τους, με ελάχιστους συμμάχους και σε μια διεθνή οικονομική συγκυρία που επιδεινώνεται. Τα όσα θα πει ο πρωθυπουργός θα μπορούσαν να τελεσφορήσουν πριν από δύο ή και έναν χρόνο, όταν η κυβέρνηση είχε ακόμη νωπή τη λαϊκή εντολή, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ήταν ισχυρή, το ΠΑΣΟΚ πολιτικά και δημοσκοπικά κυριαρχούσε, η αξιωματική αντιπολίτευση θαλασσοδερνόταν, τα συνδικάτα ήταν αποδυναμωμένα και η κοινωνία φοβισμένη.
Τώρα, η κοινωνία είναι απελπισμένη, τα συνδικάτα ριζοσπαστικοποιήθηκαν, τα κόμματα της Αριστεράς έγιναν επιθετικά, η αξιωματική αντιπολίτευση ανασυγκροτήθηκε και το ΠΑΣΟΚ, το κομματικό και κοινοβουλευτικό δηλαδή υποστύλωμα της κυβέρνησης, διαλύεται, εισερχόμενο στη φάση του φατριασμού, των βαρονιών και της «επόμενης μέρας».
Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς πώς μπορεί να επιχειρηθεί μια κοινωνική αλλαγή -γιατί περί αυτού πρόκειται, αν αναλογιστούμε τις αλλαγές που θα συντελεστούν, εφόσον βεβαίως υλοποιηθούν οι αποφάσεις- χωρίς ισχυρό πολιτικό υποκείμενο, δίχως κοινωνικές συμμαχίες, με απουσία ευρύτερων πολιτικών συμπτώσεων, με την οικονομία να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην ύφεση, μ’ ένα διεθνές περιβάλλον ασταθές και εχθρικό; Πώς μπορούν να στηριχθούν ριζικές αλλαγές και σοβαρές μεταρρυθμίσεις, όταν οι δοκοί αντιστήριξης απουσιάζουν; Πώς μπορεί να κερδηθεί ένας πόλεμος, όταν το επιτελείο είναι διχασμένο και το στράτευμα διαλυμένο;
Όλα όσα θα υποστηρίξει στη ΔΕΘ ο Γ. Παπανδρέου θα μπορούσαν, με μεγάλο κόπο, πολλές δυσκολίες, αρκετές θυσίες, να γίνουν, εάν υπήρχαν ένα νέο συνεγερτικό εθνικό αφήγημα, ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο με μετρήσιμους στόχους και σαφείς ιεραρχήσεις και μια ικανή, ενωμένη και αποφασισμένη ηγετική ομάδα. Εάν υπήρχαν αυτά, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν και νέο πολιτικό υποκείμενο, αφήνοντας στην άκρη τα κομματικά σάβανα του παρελθόντος.
Ένα νέο πολιτικό υποκείμενο που θα εκφράσει το ανοργάνωτο και διάσπαρτο κοινωνικό ρεύμα που τάσσεται υπέρ των αναγκαιοτήτων που απλώς περιγράφει και διαπιστώνει ο Γ. Παπανδρέου. Αν μάλιστα αυτό το υποκείμενο αναζητούσε και επεξεργαζόταν μαζί με άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις μια προοδευτική απάντηση στην κρίση, θα μπορούσε και κοινωνικές συμμαχίες να συγκροτήσει και ευρύτερες πολιτικές συνεργασίες να επιτύχει.
Δυστυχώς για τον Γ. Παπανδρέου, είναι πολλά τα «αν» των προϋποθέσεων ευδοκίμησης των όσων θα πει στη Θεσσαλονίκη αυτό το Σαββατοκύριακο. Αν κοιτάξει γύρω του, θα δει τον Σαμαρά, την Παπαρήγα, τον Καρατζαφέρη, τον Τσίπρα, τον Κουβέλη, την Μπακογιάννη, τους Αγανακτισμένους, τον Βενιζέλο, τη Διαμαντοπούλου, τον Χρυσοχοΐδη, τον Παπουτσή, τον Λοβέρδο, τον Σκανδαλίδη, τον Ραγκούση, τον Παναγιωτακόπουλο, τον Φλωρίδη, τον Τζουμάκα, όλους, τον καθένα από το πόστο του -και ανάλογα με τις δυνάμεις και τα «κονέ» του-, να ετοιμάζονται όχι για τη «νέα Ελλάδα», για την οποία λαμβάνονται τα μέτρα, αλλά για την «επόμενη μέρα». Χωρίς αυτόν.
Αυτό ίσως είναι και το μοναδικό πλεονέκτημα που έχει ο πρωθυπουργός. Όχι ως πρόεδρος της κυβερνήσεως ή αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, αλλά ως πολιτικός, και μάλιστα μιας οικογένειας που τα τελευταία 50 χρόνια καθορίζει τις εξελίξεις στη Δημοκρατική Παράταξη. Μόνον που, για να αξιοποιηθεί αυτό το πλεονέκτημα και να αποδώσει, χρειάζεται να τροποποιηθεί η σχέση του Γ. Παπανδρέου με τον λαό.
Τόσον ο πατέρας του όσον και ο παππούς του πολιτεύτηκαν ως λαοφιλείς, ενίοτε και λαοπλάνοι ηγέτες. Έγιναν πρωθυπουργοί και κυβέρνησαν τον τόπο έχοντας έντονη την υποστήριξη κυρίως από τις λαϊκές τάξεις. Σήμερα, ο Γ. Παπανδρέου διαθέτει ερείσματα όχι στον λεγόμενο απλό λαό, αλλά σε νουνεχή, παραγωγικά, πεφωτισμένα και δυναμικά στρώματα της κοινωνίας, οι πολιτικοϊδεολογικές αναφορές των οποίων είναι πέραν των σημερινών κομματικών σχηματισμών.
Αυτά τα στρώματα σήμερα, όμως, είναι πολιτική και εκλογική μειοψηφία. Για να γίνουν πλειοψηφία, χρειάζονται άλλες πολιτικές και διαφορετική στρατηγική, «άλλα κόλπα», που θα ’λεγε και ο αξέχαστος Βλάσης Μπονάτσος. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία, την οποία θα διηγηθούμε προσεχώς.
Ίσως δε και λίαν προσεχώς, με την αρχή της αφήγησης να είναι κάπως έτσι: Ο Γεώργιος Παπανδρέου δημιούργησε την Ένωση Κέντρου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου διέλυσε την Ένωση Κέντρου και ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ. Επί εποχής Γιώργου Παπανδρέου το ΠΑΣΟΚ μετετράπη σε Ένωση Κέντρου και…
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 02, 2011
Τα 13 SOS της κρίσης (03-09-2011)
H διακοπή των διαπραγματεύσεων, που ο Ευάγγ. Βενιζέλος για λόγους τακτικής τη βαφτίζει «συμπεφωνημένη διαδικασία», του υπουργείου Οικονομικών με την τρόικα ήταν, για τους γνωρίζοντες, αναμενόμενη. Κάποια στιγμή, επρόκειτο να συμβεί. Συνέβη τώρα επειδή τώρα συνειδητοποιείται και από τις δύο πλευρές ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει. Και δεν βγαίνει γιατί οι αριθμοί δεν βγαίνουν.
Η τρόικα θεωρεί ότι αυτό οφείλεται, πρώτον, στην ολιγωρία και την ανεπάρκεια της κυβέρνησης να υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα, δεύτερον, στην αδυναμία του πολιτικού προσωπικού της χώρας να συμφωνήσει σ’ ένα συναινετικό και συνεργατικό δρόμο αντιμετώπισης της κρίσης και, τρίτον, στην ιδιαιτερότητα του ελληνικού προβλήματος, που δεν επιτρέπει μια συνταγή-καρμπόν, ανάλογη δηλαδή μ’ αυτή που χρησιμοποίησε το ΔΝΤ σε όσες χώρες παρενέβη.
Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, πρώτον, θεωρεί ότι τα χρονοδιαγράμματα που έχουν τεθεί είναι ασφυκτικά, δεύτερον, εκτιμά ότι μερίδιο ευθύνης για τις επιπλοκές που εμφανίζονται ανήκει στους εταίρους-δανειστές μας, καθώς οι ευρωπαϊκές ηγεσίες αποδεικνύονται κατώτερες των περιστάσεων, τρίτον, διαπιστώνει τώρα ότι συστατικά της θεραπευτικής αγωγής που μας έχει παρασχεθεί ήταν εξαρχής λάθος, τέταρτον, βλέπει ότι η αντοχή των πολιτών εξαντλείται και πλέον ο κίνδυνος γενικευμένης κοινωνικής ανάφλεξης βρίσκεται επί θύραις, πέμπτον, αρχίζει και σκέφτεται ότι το πολιτικό κόστος για τη δημοκρατική παράταξη είναι καταστροφικό, αφού ο κίνδυνος πτώσης της κυβέρνησης και πολιτικο-εκλογικής διάλυσης του ΠΑΣΟΚ είναι πιθανό και όχι θεωρητικό ενδεχόμενο και, έκτον, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι η τελευταία ευκαιρία της Ελλάδας να εκβιάσει πολιτικά τους εταίρους της, αφού αύριο -όταν το κόστος των τραπεζών τους θα είναι μικρότερο από το κόστος διάσωσης της χώρας, ίσως μας υποδειχθεί η έξοδός μας από το ευρώ- αυτό το χαρτί θα το έχουν οι δανειστές της.
Ας δούμε, όμως, ποια είναι η πραγματικότητα που οδήγησε το κλιμάκιο της τρόικας και τον υπουργό Οικονομικών να σηκωθούν από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να μεταθέσουν τις συνομιλίες σε ανώτερο επίπεδο, στο Eurogroup και το Συμβούλιο Κορυφής δηλαδή.
1 Το χρέος καλπάζει προς το 180% του ΑΕΠ. Μπορεί σ’ αυτό να υπολογίζονται, κάπως υπερβολικά, τα χρήματα που θα δοθούν από τον EFSF ως δάνειο και για ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Ένα χρέος 180% δεν είναι όντως διαχειρίσιμο, όσοι υπολογισμοί, εκπτώσεις ή αλχημείες κι αν γίνουν.
2 Για να βγει το πρόγραμμα με χρέος 180% χρειάζεται -σύμφωνα με τους ειδήμονες- να υπάρχουν επί 10 συνεχή χρόνια ανάπτυξη της τάξεως του 4% και πρωτογενή πλεονάσματα 6%. Όπερ απίθανο.
3 Με αυτό το χρέος, ακόμη και ευρωομόλογο να υπήρχε, αυτό θα κάλυπτε μόνον το 60%. Το ερώτημα είναι πώς θα καλυπτόταν το υπόλοιπο, όταν θα έπρεπε ταυτόχρονα το έλλειμμα να είναι μηδενικό. Άρα και η λύση του ευρωομολόγου, σ’ αυτή τη φάση και όπως είμαστε, δεν λύνει το πρόβλημα. Σίγουρα το ανακουφίζει, αλλά δεν το λύνει.
4 Μέχρι τις 9 Σεπτεμβρίου είναι απίθανο να συγκεντρωθεί το 90% των ιδιωτών που θα συμμετάσχει στην εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων. Τα 135 δισ. ευρώ του ΡSΙ είναι, λοιπόν, δύσκολο να ανευρεθούν σ’ αυτή τη φάση. Δύσκολο είναι να συγκεντρωθούν και στις 12 ή τις 14 Σεπτεμβρίου εάν υπάρξει η παράταση, όπως λέγεται. Βέβαια, αυτό μπορεί να ξεπεραστεί και να υπάρξει συμφωνία ώστε το PSI να σπάσει. Σε πρώτη φάση, να συγκεντρωθούν τα ομόλογα που λήγουν μέχρι το 2014 και σε δεύτερη αυτά που λήγουν μέχρι το 2020. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να ζητηθεί από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να διευρύνουν τις λίστες τους με όσους θέλουν να συμμετάσχουν στο εθελοντικό «κούρεμα» του 21% που προβλέπει η απόφαση της 21ης Ιουλίου. Αυτή η καθυστέρηση οδηγεί, όμως, τουλάχιστον σε καθυστέρηση της σύναψης του νέου δανείου.
5 Η έκτη δόση θα καθυστερήσει να εκταμιευθεί, αφού το ΔΝΤ δεν πρόκειται να λάβει απόφαση πριν από την 27η Σεπτεμβρίου. Λογικά, έστω καθυστερημένα και εκτός δραματικού απροόπτου, η συγκατάθεση του ΔΝΤ θα δοθεί, σε κάθε όμως περίπτωση θα δοθεί με τους όρους του πρώτου δανείου, και όχι με του δεύτερου, που έχει καλύτερους όρους, όπως αναμενόταν.
6 Η εμπλοκή με τη Φινλανδία ως προς τις εγγυήσεις, η καθυστέρηση του PSI, η μη επικύρωση της απόφασης της 21ης Ιουλίου από τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια (ούτε το ελληνικό δεν την έχει επικυρώσει, παρ’ ότι ήταν προγραμματισμένο αυτό να γίνει την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου ή την πρώτη του Σεπτέμβρη) μεταθετούν για αργότερα την υπογραφή της απόφασης για το νέο, και ευνοϊκότερο ως προς το επιτόκιο και τον χρόνο αποπληρωμής, δάνειο. Η προχθεσινή εμπλοκή των διαπραγματεύσεων με την τρόικα θέτει εξ αντικειμένου νέα εμπόδια, και πλέον, εφόσον όλα εξελιχθούν ομαλά, η νέα δανειακή σύμβαση πάει για τον Δεκέμβριο.
7 Το έλλειμμα το 2011 είναι σίγουρον ότι δεν θα κλείσει στο 7,6%, όπως είχε προϋπολογιστεί. Ο εκτροχιασμός των δημοσιονομικών μεγεθών είναι πρωτοφανής. Λέγεται ότι υπάρχει διχογνωμία ως προς το ύψος της απόκλισης. Η κυβέρνηση υπολογίζει ότι θα είναι της τάξης του 0,6%, άρα θα πάει στο 8,2%, και θεωρεί ότι επειδή αυτό οφείλεται στη μεγαλύτερη απ’ ό,τι είχε εκτιμηθεί ύφεση, δεν πρέπει να λάβει πρόσθετα μέτρα. Αντίθετα, η τρόικα πιστεύει ότι η απόκλιση είναι μεγαλύτερη και το έλλειμμα θα ανέλθει στο 8,6-8,7%. Η αλήθεια είναι το έλλειμμα υπολογίζεται να φτάσει το 9,1%, ενώ κατ’ άλλους δεν αποκλείεται να είναι και διψήφιο. Αν η υπέρβαση, όπερ και το πιθανότερο, είναι 1,5%, τότε θα πρέπει να εξευρεθούν επιπλέον 3,6 δισ. ευρώ. Η τρόικα θεωρεί ότι το 0,6% οφείλεται στην ύφεση και συμφωνεί να εξαιρεθεί, αλλά για το υπόλοιπο 0,8% πρέπει να ληφθούν νέα μέτρα, απόδοσης 1,92 δισ. ευρώ. Νέα μέτρα, όμως, είναι δύσκολο να πάρει η κυβέρνηση. Όσο κι αν περικόψει περαιτέρω το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, όπως εισηγούνται ορισμένοι, τα νέα μέτρα δεν μπορούν να αποφευχθούν.
8 Οι τροϊκανοί επιμένουν ότι χρειάζεται περιστολή δαπανών και υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Θεωρούν ότι μπορούν να περικοπούν δαπάνες από την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τα νοσοκομεία, ενώ και το νέο μισθολόγιο, το οποίο καθυστερεί αδικαιολόγητα, δεν είναι γενναίο στις προβλέψεις του και δεν επεκτείνεται στο σύνολο του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Πιστεύουν ότι δεν τηρήθηκαν οι δεσμεύσεις για συγχωνεύσεις και καταργήσεις οργανισμών, δεν έχουν ανοίξει τα λεγόμενα κλειστά επαγγέλματα, ενώ υπάρχει καθυστέρηση και εμπλοκή στα εργασιακά, και ιδιαίτερα τις επιχειρησιακές συμβάσεις. Η αλήθεια είναι ότι έχουν δίκιο. Δεν τηρήσαμε τα συμπεφωνημένα. Υπήρξαν και υπάρχουν ολιγωρίες και καθυστερήσεις, πολλές φορές απαράδεκτες και εξοργιστικές.
9 Η κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν μπορεί να επιβάλει νέους φόρους, είτε άμεσους είτε έμμεσους, ενώ έχει εξαντλήσει και τις έκτακτες εισφορές. Η αλήθεια είναι αυτή. Επίσης, όμως, είναι αλήθεια ότι εξαρχής οι τροϊκανοί επέμεναν στην περικοπή δαπανών, ενώ εμείς επιμέναμε στην αύξηση των εσόδων επειδή θεωρούσαμε ότι υπάρχει «λίπος» στον τομέα της φοροδιαφυγής. Τα αποτελέσματα, όμως, και σ’ αυτό το επίπεδο είναι πενιχρά. Οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί εδώ και δύο χρόνια είναι σε διάλυση, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές δεν εισπράττονται, το ίδιο και οι καταλογισμοί του ΣΔΟΕ, ενώ η φοροδιαφυγή θα λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις εάν επικρατήσει η «γραμμή» της μη απόδοσης του ΦΠΑ.
10 Δεσμευθήκαμε ότι θα τηρήσουμε αυτά που συμφωνήσαμε και υπογράψαμε. Η κυβέρνηση σε επίπεδο ρητορικής επιμένει σ’ αυτή τη γραμμή. Στην πράξη αποδεικνύεται ότι υπάρχουν αποκλίσεις. Αν δεν πρόκειται να τα κάνουμε, το ορθόν είναι να πούμε στους τροϊκανούς, αλλά και δημόσια, τι θέλουμε, τι μπορούμε να κάνουμε και τι όχι. Ο δυϊσμός αυτός πρέπει να σταματήσει. Είναι εύκολο να κατηγορούμε τους άλλους, που ναι, έχουν ευθύνες, όμως μην ξεχνάμε ότι και οι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν Κοινοβούλια, από τα οποία πρέπει να πάρουν εγκρίσεις. Δεν μπορεί να εμφανίζεται το φαινόμενο να ψηφίζονται νόμοι, να λαμβάνονται μέτρα και αυτά είτε να μην εφαρμόζονται είτε να καθυστερεί η υλοποίησή τους είτε στην πράξη να γίνεται κάτι άλλο. Tρανό παράδειγμα ο πρόεδρος της επιτροπής αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου, ο οποίος ενώ ορίστηκε για να φέρει εις πέρας μια συγκεκριμένη δουλειά, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να δηλώσει ότι η δουλειά που ανέλαβε δεν μπορεί να γίνει. Αποτέλεσμα να μην έχει γίνει καμία αποκρατικοποίηση, ενώ ελέγετο μετ’ επιτάσεως, έστω και καθ’ υπερβολήν, ότι θα γίνεται μια αποκρατικοποίηση την εβδομάδα. Και, βέβαια, είναι αστείος ο ισχυρισμός ότι δεν γίνονται επειδή είναι χαμηλές οι αποτιμήσεις στο Χρηματιστήριο. Αν το Χρηματιστήριο συνεχίσει, για 5-10 χρόνια, τις «χαμηλές πτήσεις», αυτό σημαίνει ότι δεν θα γίνει καμία αποκρατικοποίηση; Και εκτός από τις αποκρατικοποιήσεις υπάρχει και η ακίνητη περιουσία του Δημοσίου. Είδατε μήπως εκεί να γίνεται τίποτε; Το χειρότερο, μάλιστα, για την κυβέρνηση είναι ότι, ενώ με τα μέτρα που λαμβάνει και τους νόμους που ψηφίζει εισπράττει το πολιτικό κόστος, εντούτοις δεν έχει τα οφέλη, στο δημοσιονομικό τουλάχιστον επίπεδο, που θα ’πρεπε να έχει.
11 Τούτο συμβαίνει επειδή στην κυβέρνηση υπάρχουν δύο γραμμές. Η μία των εκλογών και η άλλη των αλλαγών. Η μία της συγκυβέρνησης και η άλλη της αυτοδύναμης διαχείρισης.
Επίσης έχουν αναπτυχθεί λογικές «επόμενης μέρας». Κορυφαία στελέχη, βουλευτές και στελέχη έχουν σε προτεραιότητα την προσωπική διάσωση ή τη διαδοχή του Παπανδρέου, και ήκιστα τους ενδιαφέρει η υλοποίηση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος και των μνημονίων, αφού έχουν καταλήξει ότι αυτά δεν βγαίνουν. Η ψυχολογία της συμπολίτευσης είναι στο ναδίρ, με αποτέλεσμα οι φυγόκεντρες τάσεις που αναπτύσσονται να τραυματίζουν την κυβερνητική συνοχή, να καθιστούν εύθραυστη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να αυξάνουν κατακόρυφα την κοινωνική ανησυχία για το προσωπικό και συλλογικό μέλλον. Όταν μάλιστα η ανησυχία και ο φόβος γίνονται πεποίθηση ότι η χώρα οδεύει στα βράχια, είναι λογικό κανένα πρόγραμμα, ακόμη κι αν υπάρχει απόθεμα κοινωνικής ανοχής ή και συναίνεσης, να μην μπορεί να ευδοκιμήσει.
12 Συνέπεια τούτων είναι να αναπτύσσονται -και επ’ εσχάτων να ενδυναμώνονται- λογικές είτε εξόδου από το ευρώ είτε αποθανέτω (ημείς) μετά των αλλοφύλων (των Ευρωπαίων εταίρων μας). Οι λογικές αυτές δεν είναι μόνον επικίνδυνες, είναι και καταστροφικές για το ίδιο το έθνος. Και τούτο επειδή έξοδος από το ευρώ σημαίνει και έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσοι θεωρούν ότι αρκούν η επιστροφή στη δραχμή και η υποτίμηση για να αποκτήσουμε εργαλεία δημοσιονομικής διαχείρισης της οικονομίας πλανώνται πλάνην οικτρά. Δεν θα αναφερθούμε στις αυτονόητες δραματικές επιπτώσεις, όπως ο σχεδόν τριπλασιασμός του χρέους, η άνοδος του πληθωρισμού σε δυσθεώρητα ύψη ή η αύξηση των επιτοκίων σε ποσοστά 50-60%. Για να μπορέσει να τελεσφορήσει, αν το δεχτούμε ως υπόθεση εργασίας, μια πολιτική επιστροφής στη δραχμή θα πρέπει, για να πούμε τα δύο πιο απλά και κατανοητά παραδείγματα και παραβλέποντας τις νομικές και θεσμικές δυσκολίες, να συνοδεύεται από επιδότηση εξαγωγών (με τι, άραγε, χρήματα;) και από πλαφόν και δασμούς στις εισαγωγές. Αυτά αντίκεινται στις κοινοτικές νόρμες, άρα για να τα κάνουμε, θα πρέπει να βγούμε και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπάρχει κανείς, εκτός από το ΚΚΕ, που το θέλει ή το προτείνει αυτό;
13 Έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και μάλιστα από μια χώρα που δεν έχει παραγωγική βάση και πρωτογενείς βιομηχανικές ύλες, σημαίνει ακύρωση μιας πορείας 50 χρόνων. Σημαίνει απουσία ασπίδας στα εθνικά θέματα. Απαιτεί εξεύρεση νέων συμμάχων στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Ένας ολόκληρος τομέας της ελληνικής οικονομίας, κοινωνίας, επιστήμης, τέχνης που συντηρείται και αναπαράγεται από την ώσμωση και την ένταξη στις κοινοτικές διαδικασίες και τα προγράμματα θα αφανιστεί. Το δυναμικό που απασχολείται θα πρέπει να βγει εκτός αγοράς εργασίας. Το αντέχουμε αυτό; Το θέλουμε; Η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση -με τα σημερινά δεδομένα- ισοδυναμεί με καταστροφή χειρότερη και από τη Μικρασιατική. Έξοδος, λοιπόν, από την Ευρωζώνη ίσον έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ίσον καταστροφή του ηθικού και της προοπτικής ενός ολόκληρου λαού και έθνους.
Αντί λοιπόν να αμπελοφιλοσοφούμε, να διχαζόμαστε και να εξεγειρόμεθα, να δούμε πώς μπορούμε να είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας, να ομονοήσουμε και οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις να συνεργαστούν για να βγούμε από την κρίση. Αυτό που διακυβεύεται αυτή την περίοδο δεν είναι οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι κομματικές στρατηγικές, οι επιχειρηματικές ανάγκες, η κοινωνική σταθερότητα, είναι κάτι πολύ ευρύτερο• αφορά κυριολεκτικά την επιβίωση της χώρας και του έθνους.
Αν αυτό δεν γίνει κατανοητό, ναι, θα πέσουμε στα βράχια, και είναι αμφίβολο αν θα διασωθεί κάποιος, αφού οι καρχαρίες στον ωκεανό της εθνικής μοναξιάς είναι πολλοί και διψούν για αίμα. Το δικό μας αίμα. Το πρώτο αίμα στην κρίση υπερχρέωσης που μαστίζει την Ευρώπη και απειλεί τον πλανήτη…
Η τρόικα θεωρεί ότι αυτό οφείλεται, πρώτον, στην ολιγωρία και την ανεπάρκεια της κυβέρνησης να υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα, δεύτερον, στην αδυναμία του πολιτικού προσωπικού της χώρας να συμφωνήσει σ’ ένα συναινετικό και συνεργατικό δρόμο αντιμετώπισης της κρίσης και, τρίτον, στην ιδιαιτερότητα του ελληνικού προβλήματος, που δεν επιτρέπει μια συνταγή-καρμπόν, ανάλογη δηλαδή μ’ αυτή που χρησιμοποίησε το ΔΝΤ σε όσες χώρες παρενέβη.
Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, πρώτον, θεωρεί ότι τα χρονοδιαγράμματα που έχουν τεθεί είναι ασφυκτικά, δεύτερον, εκτιμά ότι μερίδιο ευθύνης για τις επιπλοκές που εμφανίζονται ανήκει στους εταίρους-δανειστές μας, καθώς οι ευρωπαϊκές ηγεσίες αποδεικνύονται κατώτερες των περιστάσεων, τρίτον, διαπιστώνει τώρα ότι συστατικά της θεραπευτικής αγωγής που μας έχει παρασχεθεί ήταν εξαρχής λάθος, τέταρτον, βλέπει ότι η αντοχή των πολιτών εξαντλείται και πλέον ο κίνδυνος γενικευμένης κοινωνικής ανάφλεξης βρίσκεται επί θύραις, πέμπτον, αρχίζει και σκέφτεται ότι το πολιτικό κόστος για τη δημοκρατική παράταξη είναι καταστροφικό, αφού ο κίνδυνος πτώσης της κυβέρνησης και πολιτικο-εκλογικής διάλυσης του ΠΑΣΟΚ είναι πιθανό και όχι θεωρητικό ενδεχόμενο και, έκτον, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι η τελευταία ευκαιρία της Ελλάδας να εκβιάσει πολιτικά τους εταίρους της, αφού αύριο -όταν το κόστος των τραπεζών τους θα είναι μικρότερο από το κόστος διάσωσης της χώρας, ίσως μας υποδειχθεί η έξοδός μας από το ευρώ- αυτό το χαρτί θα το έχουν οι δανειστές της.
Ας δούμε, όμως, ποια είναι η πραγματικότητα που οδήγησε το κλιμάκιο της τρόικας και τον υπουργό Οικονομικών να σηκωθούν από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να μεταθέσουν τις συνομιλίες σε ανώτερο επίπεδο, στο Eurogroup και το Συμβούλιο Κορυφής δηλαδή.
1 Το χρέος καλπάζει προς το 180% του ΑΕΠ. Μπορεί σ’ αυτό να υπολογίζονται, κάπως υπερβολικά, τα χρήματα που θα δοθούν από τον EFSF ως δάνειο και για ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Ένα χρέος 180% δεν είναι όντως διαχειρίσιμο, όσοι υπολογισμοί, εκπτώσεις ή αλχημείες κι αν γίνουν.
2 Για να βγει το πρόγραμμα με χρέος 180% χρειάζεται -σύμφωνα με τους ειδήμονες- να υπάρχουν επί 10 συνεχή χρόνια ανάπτυξη της τάξεως του 4% και πρωτογενή πλεονάσματα 6%. Όπερ απίθανο.
3 Με αυτό το χρέος, ακόμη και ευρωομόλογο να υπήρχε, αυτό θα κάλυπτε μόνον το 60%. Το ερώτημα είναι πώς θα καλυπτόταν το υπόλοιπο, όταν θα έπρεπε ταυτόχρονα το έλλειμμα να είναι μηδενικό. Άρα και η λύση του ευρωομολόγου, σ’ αυτή τη φάση και όπως είμαστε, δεν λύνει το πρόβλημα. Σίγουρα το ανακουφίζει, αλλά δεν το λύνει.
4 Μέχρι τις 9 Σεπτεμβρίου είναι απίθανο να συγκεντρωθεί το 90% των ιδιωτών που θα συμμετάσχει στην εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων. Τα 135 δισ. ευρώ του ΡSΙ είναι, λοιπόν, δύσκολο να ανευρεθούν σ’ αυτή τη φάση. Δύσκολο είναι να συγκεντρωθούν και στις 12 ή τις 14 Σεπτεμβρίου εάν υπάρξει η παράταση, όπως λέγεται. Βέβαια, αυτό μπορεί να ξεπεραστεί και να υπάρξει συμφωνία ώστε το PSI να σπάσει. Σε πρώτη φάση, να συγκεντρωθούν τα ομόλογα που λήγουν μέχρι το 2014 και σε δεύτερη αυτά που λήγουν μέχρι το 2020. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να ζητηθεί από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να διευρύνουν τις λίστες τους με όσους θέλουν να συμμετάσχουν στο εθελοντικό «κούρεμα» του 21% που προβλέπει η απόφαση της 21ης Ιουλίου. Αυτή η καθυστέρηση οδηγεί, όμως, τουλάχιστον σε καθυστέρηση της σύναψης του νέου δανείου.
5 Η έκτη δόση θα καθυστερήσει να εκταμιευθεί, αφού το ΔΝΤ δεν πρόκειται να λάβει απόφαση πριν από την 27η Σεπτεμβρίου. Λογικά, έστω καθυστερημένα και εκτός δραματικού απροόπτου, η συγκατάθεση του ΔΝΤ θα δοθεί, σε κάθε όμως περίπτωση θα δοθεί με τους όρους του πρώτου δανείου, και όχι με του δεύτερου, που έχει καλύτερους όρους, όπως αναμενόταν.
6 Η εμπλοκή με τη Φινλανδία ως προς τις εγγυήσεις, η καθυστέρηση του PSI, η μη επικύρωση της απόφασης της 21ης Ιουλίου από τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια (ούτε το ελληνικό δεν την έχει επικυρώσει, παρ’ ότι ήταν προγραμματισμένο αυτό να γίνει την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου ή την πρώτη του Σεπτέμβρη) μεταθετούν για αργότερα την υπογραφή της απόφασης για το νέο, και ευνοϊκότερο ως προς το επιτόκιο και τον χρόνο αποπληρωμής, δάνειο. Η προχθεσινή εμπλοκή των διαπραγματεύσεων με την τρόικα θέτει εξ αντικειμένου νέα εμπόδια, και πλέον, εφόσον όλα εξελιχθούν ομαλά, η νέα δανειακή σύμβαση πάει για τον Δεκέμβριο.
7 Το έλλειμμα το 2011 είναι σίγουρον ότι δεν θα κλείσει στο 7,6%, όπως είχε προϋπολογιστεί. Ο εκτροχιασμός των δημοσιονομικών μεγεθών είναι πρωτοφανής. Λέγεται ότι υπάρχει διχογνωμία ως προς το ύψος της απόκλισης. Η κυβέρνηση υπολογίζει ότι θα είναι της τάξης του 0,6%, άρα θα πάει στο 8,2%, και θεωρεί ότι επειδή αυτό οφείλεται στη μεγαλύτερη απ’ ό,τι είχε εκτιμηθεί ύφεση, δεν πρέπει να λάβει πρόσθετα μέτρα. Αντίθετα, η τρόικα πιστεύει ότι η απόκλιση είναι μεγαλύτερη και το έλλειμμα θα ανέλθει στο 8,6-8,7%. Η αλήθεια είναι το έλλειμμα υπολογίζεται να φτάσει το 9,1%, ενώ κατ’ άλλους δεν αποκλείεται να είναι και διψήφιο. Αν η υπέρβαση, όπερ και το πιθανότερο, είναι 1,5%, τότε θα πρέπει να εξευρεθούν επιπλέον 3,6 δισ. ευρώ. Η τρόικα θεωρεί ότι το 0,6% οφείλεται στην ύφεση και συμφωνεί να εξαιρεθεί, αλλά για το υπόλοιπο 0,8% πρέπει να ληφθούν νέα μέτρα, απόδοσης 1,92 δισ. ευρώ. Νέα μέτρα, όμως, είναι δύσκολο να πάρει η κυβέρνηση. Όσο κι αν περικόψει περαιτέρω το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, όπως εισηγούνται ορισμένοι, τα νέα μέτρα δεν μπορούν να αποφευχθούν.
8 Οι τροϊκανοί επιμένουν ότι χρειάζεται περιστολή δαπανών και υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Θεωρούν ότι μπορούν να περικοπούν δαπάνες από την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τα νοσοκομεία, ενώ και το νέο μισθολόγιο, το οποίο καθυστερεί αδικαιολόγητα, δεν είναι γενναίο στις προβλέψεις του και δεν επεκτείνεται στο σύνολο του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Πιστεύουν ότι δεν τηρήθηκαν οι δεσμεύσεις για συγχωνεύσεις και καταργήσεις οργανισμών, δεν έχουν ανοίξει τα λεγόμενα κλειστά επαγγέλματα, ενώ υπάρχει καθυστέρηση και εμπλοκή στα εργασιακά, και ιδιαίτερα τις επιχειρησιακές συμβάσεις. Η αλήθεια είναι ότι έχουν δίκιο. Δεν τηρήσαμε τα συμπεφωνημένα. Υπήρξαν και υπάρχουν ολιγωρίες και καθυστερήσεις, πολλές φορές απαράδεκτες και εξοργιστικές.
9 Η κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν μπορεί να επιβάλει νέους φόρους, είτε άμεσους είτε έμμεσους, ενώ έχει εξαντλήσει και τις έκτακτες εισφορές. Η αλήθεια είναι αυτή. Επίσης, όμως, είναι αλήθεια ότι εξαρχής οι τροϊκανοί επέμεναν στην περικοπή δαπανών, ενώ εμείς επιμέναμε στην αύξηση των εσόδων επειδή θεωρούσαμε ότι υπάρχει «λίπος» στον τομέα της φοροδιαφυγής. Τα αποτελέσματα, όμως, και σ’ αυτό το επίπεδο είναι πενιχρά. Οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί εδώ και δύο χρόνια είναι σε διάλυση, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές δεν εισπράττονται, το ίδιο και οι καταλογισμοί του ΣΔΟΕ, ενώ η φοροδιαφυγή θα λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις εάν επικρατήσει η «γραμμή» της μη απόδοσης του ΦΠΑ.
10 Δεσμευθήκαμε ότι θα τηρήσουμε αυτά που συμφωνήσαμε και υπογράψαμε. Η κυβέρνηση σε επίπεδο ρητορικής επιμένει σ’ αυτή τη γραμμή. Στην πράξη αποδεικνύεται ότι υπάρχουν αποκλίσεις. Αν δεν πρόκειται να τα κάνουμε, το ορθόν είναι να πούμε στους τροϊκανούς, αλλά και δημόσια, τι θέλουμε, τι μπορούμε να κάνουμε και τι όχι. Ο δυϊσμός αυτός πρέπει να σταματήσει. Είναι εύκολο να κατηγορούμε τους άλλους, που ναι, έχουν ευθύνες, όμως μην ξεχνάμε ότι και οι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν Κοινοβούλια, από τα οποία πρέπει να πάρουν εγκρίσεις. Δεν μπορεί να εμφανίζεται το φαινόμενο να ψηφίζονται νόμοι, να λαμβάνονται μέτρα και αυτά είτε να μην εφαρμόζονται είτε να καθυστερεί η υλοποίησή τους είτε στην πράξη να γίνεται κάτι άλλο. Tρανό παράδειγμα ο πρόεδρος της επιτροπής αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου, ο οποίος ενώ ορίστηκε για να φέρει εις πέρας μια συγκεκριμένη δουλειά, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να δηλώσει ότι η δουλειά που ανέλαβε δεν μπορεί να γίνει. Αποτέλεσμα να μην έχει γίνει καμία αποκρατικοποίηση, ενώ ελέγετο μετ’ επιτάσεως, έστω και καθ’ υπερβολήν, ότι θα γίνεται μια αποκρατικοποίηση την εβδομάδα. Και, βέβαια, είναι αστείος ο ισχυρισμός ότι δεν γίνονται επειδή είναι χαμηλές οι αποτιμήσεις στο Χρηματιστήριο. Αν το Χρηματιστήριο συνεχίσει, για 5-10 χρόνια, τις «χαμηλές πτήσεις», αυτό σημαίνει ότι δεν θα γίνει καμία αποκρατικοποίηση; Και εκτός από τις αποκρατικοποιήσεις υπάρχει και η ακίνητη περιουσία του Δημοσίου. Είδατε μήπως εκεί να γίνεται τίποτε; Το χειρότερο, μάλιστα, για την κυβέρνηση είναι ότι, ενώ με τα μέτρα που λαμβάνει και τους νόμους που ψηφίζει εισπράττει το πολιτικό κόστος, εντούτοις δεν έχει τα οφέλη, στο δημοσιονομικό τουλάχιστον επίπεδο, που θα ’πρεπε να έχει.
11 Τούτο συμβαίνει επειδή στην κυβέρνηση υπάρχουν δύο γραμμές. Η μία των εκλογών και η άλλη των αλλαγών. Η μία της συγκυβέρνησης και η άλλη της αυτοδύναμης διαχείρισης.
Επίσης έχουν αναπτυχθεί λογικές «επόμενης μέρας». Κορυφαία στελέχη, βουλευτές και στελέχη έχουν σε προτεραιότητα την προσωπική διάσωση ή τη διαδοχή του Παπανδρέου, και ήκιστα τους ενδιαφέρει η υλοποίηση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος και των μνημονίων, αφού έχουν καταλήξει ότι αυτά δεν βγαίνουν. Η ψυχολογία της συμπολίτευσης είναι στο ναδίρ, με αποτέλεσμα οι φυγόκεντρες τάσεις που αναπτύσσονται να τραυματίζουν την κυβερνητική συνοχή, να καθιστούν εύθραυστη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να αυξάνουν κατακόρυφα την κοινωνική ανησυχία για το προσωπικό και συλλογικό μέλλον. Όταν μάλιστα η ανησυχία και ο φόβος γίνονται πεποίθηση ότι η χώρα οδεύει στα βράχια, είναι λογικό κανένα πρόγραμμα, ακόμη κι αν υπάρχει απόθεμα κοινωνικής ανοχής ή και συναίνεσης, να μην μπορεί να ευδοκιμήσει.
12 Συνέπεια τούτων είναι να αναπτύσσονται -και επ’ εσχάτων να ενδυναμώνονται- λογικές είτε εξόδου από το ευρώ είτε αποθανέτω (ημείς) μετά των αλλοφύλων (των Ευρωπαίων εταίρων μας). Οι λογικές αυτές δεν είναι μόνον επικίνδυνες, είναι και καταστροφικές για το ίδιο το έθνος. Και τούτο επειδή έξοδος από το ευρώ σημαίνει και έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσοι θεωρούν ότι αρκούν η επιστροφή στη δραχμή και η υποτίμηση για να αποκτήσουμε εργαλεία δημοσιονομικής διαχείρισης της οικονομίας πλανώνται πλάνην οικτρά. Δεν θα αναφερθούμε στις αυτονόητες δραματικές επιπτώσεις, όπως ο σχεδόν τριπλασιασμός του χρέους, η άνοδος του πληθωρισμού σε δυσθεώρητα ύψη ή η αύξηση των επιτοκίων σε ποσοστά 50-60%. Για να μπορέσει να τελεσφορήσει, αν το δεχτούμε ως υπόθεση εργασίας, μια πολιτική επιστροφής στη δραχμή θα πρέπει, για να πούμε τα δύο πιο απλά και κατανοητά παραδείγματα και παραβλέποντας τις νομικές και θεσμικές δυσκολίες, να συνοδεύεται από επιδότηση εξαγωγών (με τι, άραγε, χρήματα;) και από πλαφόν και δασμούς στις εισαγωγές. Αυτά αντίκεινται στις κοινοτικές νόρμες, άρα για να τα κάνουμε, θα πρέπει να βγούμε και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπάρχει κανείς, εκτός από το ΚΚΕ, που το θέλει ή το προτείνει αυτό;
13 Έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και μάλιστα από μια χώρα που δεν έχει παραγωγική βάση και πρωτογενείς βιομηχανικές ύλες, σημαίνει ακύρωση μιας πορείας 50 χρόνων. Σημαίνει απουσία ασπίδας στα εθνικά θέματα. Απαιτεί εξεύρεση νέων συμμάχων στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Ένας ολόκληρος τομέας της ελληνικής οικονομίας, κοινωνίας, επιστήμης, τέχνης που συντηρείται και αναπαράγεται από την ώσμωση και την ένταξη στις κοινοτικές διαδικασίες και τα προγράμματα θα αφανιστεί. Το δυναμικό που απασχολείται θα πρέπει να βγει εκτός αγοράς εργασίας. Το αντέχουμε αυτό; Το θέλουμε; Η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση -με τα σημερινά δεδομένα- ισοδυναμεί με καταστροφή χειρότερη και από τη Μικρασιατική. Έξοδος, λοιπόν, από την Ευρωζώνη ίσον έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ίσον καταστροφή του ηθικού και της προοπτικής ενός ολόκληρου λαού και έθνους.
Αντί λοιπόν να αμπελοφιλοσοφούμε, να διχαζόμαστε και να εξεγειρόμεθα, να δούμε πώς μπορούμε να είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας, να ομονοήσουμε και οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις να συνεργαστούν για να βγούμε από την κρίση. Αυτό που διακυβεύεται αυτή την περίοδο δεν είναι οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι κομματικές στρατηγικές, οι επιχειρηματικές ανάγκες, η κοινωνική σταθερότητα, είναι κάτι πολύ ευρύτερο• αφορά κυριολεκτικά την επιβίωση της χώρας και του έθνους.
Αν αυτό δεν γίνει κατανοητό, ναι, θα πέσουμε στα βράχια, και είναι αμφίβολο αν θα διασωθεί κάποιος, αφού οι καρχαρίες στον ωκεανό της εθνικής μοναξιάς είναι πολλοί και διψούν για αίμα. Το δικό μας αίμα. Το πρώτο αίμα στην κρίση υπερχρέωσης που μαστίζει την Ευρώπη και απειλεί τον πλανήτη…
Παρασκευή, Αυγούστου 26, 2011
Εθνική υπόθεση οι τράπεζες (27-08-2011)
Ένα περίεργο άμα και επικίνδυνο παιχνίδι εξελίσσεται τις τελευταίες ημέρες με επίκεντρο τις ελληνικές τράπεζες. Κρυφίως ή και φανερά, ανεπισήμως ή και επισήμως, διακινούνται φήμες, πληροφορίες και ακριτομυθίες περί επικείμενης κρατικοποίησης των μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών! Εντέχνως διοχετεύονται πληροφορίες ότι στα χαρτοφυλάκιά τους κρύβονται... σκελετοί αξίας έως και 15 δισ. Κι όλα αυτά παρ’ ότι έχουν περάσει επιτυχώς δύο stress tests και μάλιστα το δεύτερο λίαν προσφάτως.
Το αποτέλεσμα είναι οι μετοχές των τραπεζών να υφίστανται καθημερινά μεγάλες απώλειες, σε σημείο που, αν κάποιος ή κάποιοι ήθελαν να ελέγξουν πλήρως το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, να μπορούσαν να το κάνουν καταβάλλοντας ένα ποσό της τάξεως των 4-5 δισ. ευρώ. Ποσό ευτελές και ασήμαντο σε σχέση όχι με την προ ετών μεγάλη κεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αλλά και με την πραγματική αξία και τα ίδια κεφάλαιά τους.
Ακόμη πιο περίεργο είναι ότι η σπερμολογία για τη δήθεν κρατικοποίηση των ελληνικών τραπεζών φέρεται να συνδέεται με δύο εκ του νόμου υπεύθυνους στυλοβάτες του πιστωτικού τομέα. Τον υπουργό Οικονομικών και τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος. Ουδέν αναληθέστερον.
Μόνον ένας ανόητος άμα και ιδιοτελής (ποιων, άραγε, συμφερόντων;) υπουργός ή κεντρικός τραπεζίτης θα μπορούσε να είναι πηγή μιας διακινούμενης τέτοιας φημολογίας, η οποία ζημιώνει τις τράπεζες, τους χιλιάδες μετόχους της και οδηγεί σε κατάρρευση το τραπεζικό σύστημα. Μόνον σχιζοφρενείς θα διοχέτευαν τέτοιες ανοησίες, αφού αυτές πρώτα απ’ όλα πλήττουν τον Ευάγγ. Βενιζέλο και τον Γ. Προβόπουλο, μιας και αυτοί εκ του νόμου έχουν την εποπτεία των ελεγκτικών μηχανισμών.
Αν υπάρχουν «σκελετοί», έπρεπε να τους έχουν εντοπίσει και τα stress tests και οι εκτενείς και σε βάθος έλεγχοι που έχουν πραγματοποιήσει τον τελευταίο χρόνο οι υπάλληλοι της Τραπέζης της Ελλάδος.
Δόξα τω Θεώ, τόσον ο Ευάγγ. Βενιζέλος όσον και ο Γ. Προβόπουλος είναι και σοβαροί και έξυπνοι άνθρωποι και, το κυριότερο, τίποτε από τη μέχρι τώρα συμπεριφορά τους δεν έχει δείξει ότι δεν φυλάττουν τις «Θερμοπύλες» της εθνικής οικονομίας και δεν υπερασπίζονται την προσπάθεια να παραμείνουν όρθιες, υγιείς και σε ελληνικά χέρια οι τράπεζες και οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις.
Γιατί, ουσιαστικά, περί αυτού πρόκειται. Αν οι ελληνικές τράπεζες κρατικοποιηθούν, θα είναι το πρώτο και ουσιαστικό βήμα για να πουληθούν σε δεύτερη φάση μπιρ παρά σε ξένους. Και μέσω αυτού του ξεπουλήματος να περάσουν και οι μεγάλες, αλλά και οι μεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις στα χέρια των ξένων.
Ας δούμε πώς μπορεί να συμβεί αυτό και γιατί συνιστά έγκλημα σε βάρος της εθνικής οικονομίας, των επιχειρήσεων, της πολιτικής εξουσίας και των απλών πολιτών, επενδυτών και καταθετών, ένας αφελληνισμός του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Όλα ξεκίνησαν με την απόφαση της 21ης Ιουλίου, τη συγκρότηση του Μηχανισμού Σταθερότητας, του περίφημου EFSF, και τη δυνατότητα να συνεχίζουν να αντλούν κεφάλαια για τη ρευστότητά τους οι ελληνικές τράπεζες είτε απευθείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή μέσω του Έκτακτου Μηχανισμού Ρευστότητας (ELA), του βραχίονα, δηλαδή, της Τραπέζης της Ελλάδος. Κυρίως, όμως, λόγω της συμμετοχής των εγχώριων τραπεζών στο «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων. Η συμμετοχή τους στην εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων, στο γνωστό και ως PSI, τους οδηγεί στην ανάγκη να προσφύγουν για δανεισμό στον ELA.
Από το σημείο αυτό αρχίζει και η σπερμολογία της κρατικοποίησης, η οποία ενισχύθηκε από την εσφαλμένη δήλωση του υπουργού Οικονομικών ότι το ελληνικό Δημόσιο -σε αντάλλαγμα της βοήθειας, του δανεισμού δηλαδή, που θα προσφέρει στις τράπεζες- θα ζητήσει να λάβει όχι προνομιούχες, αλλά κοινές μετοχές τους.
Ποια είναι η διαφορά κοινών και προνομιούχων μετοχών και γιατί πυροδότησε τη φημολογία περί πιθανής κρατικοποίησης; Τις προνομιούχες μετοχές οι τράπεζες μπορούν να τις επαναγοράσουν. Αυτός που τις εκδίδει εισπράττει ένα τίμημα, τόκο δηλαδή, και μάλιστα πολύ υψηλό (στο 10% τον είχε ορίσει ο Γ. Αλογοσκούφης, όταν επί εποχής του δόθηκε η πρώτη βοήθεια), διορίζει έναν επόπτη στο Δ.Σ. της τράπεζας, αλλά η διοίκηση, η δομή και η μετοχική σύνθεση της τράπεζας δεν επηρεάζονται.
Και βέβαια, σε περίπτωση αρνητικών εξελίξεων ή και χρεοκοπίας της τράπεζας, οι προνομιούχες μετοχές αποζημιώνονται πρώτες. Ορθότατα, λοιπόν, για λόγους προστασίας του δημόσιου συμφέροντος αυτό προβλέπεται και στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που συμφωνήθηκε με την τρόικα.
Αν αντί για προνομιούχες μετοχές το Δημόσιο, έναντι της βοήθειας, του δανείου ουσιαστικά, που θα παράσχει στις τράπεζες, λάβει κοινές μετοχές, χάνει ένα σημαντικό έσοδο, αυτό του τόκου 10%, που μπορεί να ανέλθει ακόμη και σε 500 εκατ. ευρώ ετησίως, αν οι τράπεζες αντλήσουν από τον μηχανισμό στήριξης 5 δισ. ευρώ.
Δεύτερον, απεμπολεί το προτιμησιακό καθεστώς της αποζημίωσης σε περίπτωση χρεοκοπίας, άρα η ζημία που υφίσταται το Δημόσιο είναι μεγάλη. Και, τρίτον και πιο σημαντικό, οι κοινές μετοχές μπορούν να πουληθούν ανά πάσα στιγμή αν ο νέος μέτοχος, δηλαδή το Δημόσιο, δεν καταφέρει να εξυγιάνει και να διοικήσει με ορθό τρόπο και επάρκεια τις τράπεζες.
Και δυστυχώς στη χώρα μας, εξαιρουμένης της ΕΤΕ, έχουμε δει τι έχει γίνει με τις υπό κρατικό έλεγχο τράπεζες. Τα παραδείγματα της Εμπορικής, της ΑΤΕ, του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και παλαιότερα της ΕΤΒΑ μόνον υπέρ της εξυγίανσης, της ορθής και χρηστής διαχείρισης και διοίκησης δεν συνηγορούν.
Είναι εύκολο να πιθανολογήσει κάποιος ότι ύστερα από δύο χρόνια οι τράπεζες θα έχουν μετατραπεί σε προβληματικές επιχειρήσεις. Με δεδομένη, μάλιστα, την κρίση, μπορεί άνετα κάποιος να στοιχηματίσει ότι αυτό θα συμβεί γρήγορα, αφού θα επανέλθουν τα θαλασσοδάνεια, οι πολίτες -λόγω του δημόσιου χαρακτήρα των τραπεζών- θα βρίσκουν τρόπο, μέσω και του πελατειακού συστήματος, να μην πληρώνουν. Και τότε θα πρέπει να πουληθούν ή, καλύτερα, να «σκοτωθούν» μισοτιμής.
Στην περίπτωση αυτή, οι ξένοι θα τις αγοράσουν αντί πινακίου φακής. Και αγοράζοντας τις τράπεζες, τον νευρώνα δηλαδή της οικονομίας, θα αγοράσουν ή θα κλείσουν όσες ελληνικές επιχειρήσεις έχουν δάνεια. Είτε γιατί θα θέλουν να εξυπηρετήσουν ανταγωνιστές, είτε γιατί δεν θα τους ενδιαφέρει η ελληνική επιχειρηματική πραγματικότητα, είτε γιατί θα θέλουν οι ίδιες ή τα συμφέροντα που εξυπηρετούν να καταλάβουν τις καίριες και κερδοφόρες θέσεις της ελληνικής παραγωγικής δραστηριότητας.
Αν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αλωθεί, είναι σίγουρο ότι σε δεύτερη φάση θα αλωθεί και η ελληνική επιχειρηματικότητα. Εκτός από τα «ασημικά» της δημόσιας περιουσίας, θα έχουμε πουλήσει ή και ξεπουλήσει και την παραγωγική βάση της χώρας. Και βέβαια θα χάσουμε οποιοδήποτε έρεισμα έχουμε αποκτήσει τις δύο τελευταίες δεκαετίες, στις χώρες ιδίως της Βαλκανικής και ευρύτερα της περιοχής που μας ενδιαφέρει και για γεωστρατηγικούς λόγους.
Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι είναι αστειότητες που εξισούνται με έγκλημα οι φήμες και οι πληροφορίες περί δήθεν κρατικοποίησης των μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών.
Ο πρωθυπουργός δεν το θέλει, η κυβέρνηση δεν το θέλει. Δεν μπορεί, λοιπόν, να λέγεται δήθεν με σοβαρότητα ότι αυτό είναι κάτι που επιθυμούν ο υπουργός Οικονομικών και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος. Ο Ευάγγ. Βενιζέλος είναι μέλος της κυβερνήσεως, σοβαρός πολιτικός και έξυπνος άνθρωπος ώστε να γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον τις επιπτώσεις ακόμη και στην άσκηση πολιτικής εξουσίας που μπορεί να έχει μια τέτοια ολέθρια επιλογή.
Το ίδιο ισχύει και για τον κορυφαίο θεσμικό παράγοντα του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας, τον Γ. Προβόπουλο. Είναι δε αστεία η άποψη ότι η κρατικοποίηση των τραπεζών θα ωφελήσει τους πολίτες, επειδή δήθεν θα ενισχυθεί η ρευστότητα και έτσι θα ανοίξει η κάνουλα των δανείων και των επιδοτήσεων. Το κράτος είναι βυθισμένο στα ελλείμματα και στα χρέη, και η ύπαρξή του εξαρτάται από το αν θα υπάρξει συνέχεια της δανειοδότησης από την τρόικα.
Μόνον ιδεοληπτικοί και κρατικιστές μπορούν να ονειρεύονται την επιστροφή στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Οι τράπεζες πρέπει να εξυγιανθούν, να κάνουν αυξήσεις κεφαλαίων, να βάλουν οι μεγαλομέτοχοι το χέρι στην τσέπη, να κόψουν τα μπόνους των στελεχών, να αυξήσουν όσο μπορούν τη ρευστότητα στην αγορά, να γίνουν συγχωνεύσεις, αλλά όχι και να κρατικοποιηθούν. Να υπάρξει -αν χρειάζεται και είναι μπορετό- ισχυρός δημόσιος πυλώνας, αλλά όχι να αναλάβει το εν πολλοίς ανίκανο και διεφθαρμένο κράτος να ελέγξει και να διοικήσει το σύνολο του τραπεζικού συστήματος.
Αυτό, πέραν των άλλων, είναι επικίνδυνο και για το δημοκρατικό παιχνίδι εξουσίας. Στο τέλος τέλος, γιατί θα πρέπει το Δημόσιο να κρατικοποιήσει για μία εισέτι φορά τα χρέη ιδιωτών; Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι το PSI, η εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων, δεν εξελίσσεται όπως θα έπρεπε (αντί για το 90%, μόνο το 50% από τα 135 δισ. ευρώ που πρέπει να εξευρεθούν έχει δηλώσει συμμετοχή), τότε είναι φανερό ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να ρίξει εκεί το βάρος και να μην πυροβολεί η ίδια τα πόδια της, αφήνοντας να κυκλοφορούν τέτοιες ανεύθυνες φήμες.
Η σπερμολογία αποσταθεροποιεί την κατάσταση, με αποτέλεσμα να εντείνονται οι φήμες περί πιθανής ακύρωσης του δεύτερου δανείου και επικείμενης πτώχευσης. Θα πρέπει, λοιπόν, και ο υπουργός Οικονομικών και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος να τις κόψουν με το μαχαίρι. Να μην υποκύψουν σε πιθανές πιέσεις ιδιοτελών συμφερόντων. Και, κυρίως, να μη συνηγορήσουν υπέρ της άποψης που εκπορεύεται από δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από την τρόικα και την ΕΚΤ να αγοράσουν με την ευκαιρία της κρίσης -εκτός από τη δημόσια περιουσία- και το σύνολο της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας της Ελλάδας.
Ο κίνδυνος αφελληνισμού ελλοχεύει και πρέπει να αποτραπεί. Ο κ. Τρισέ μπορεί να αισθάνεται πιο ασφαλής αν βρίσκονται στα χέρια της BNP Paribas και της Deutsche Bank οι εγγυήσεις που έχουν δοθεί στις ελληνικές τράπεζες για τη ρευστότητα που άντλησαν από την ΕΚΤ ή θα δοθούν μέσω του EFSF, όμως οι Έλληνες θα πρέπει να αισθάνονται ανασφαλείς αν αυτό ήθελε συμβεί.
Το αποτέλεσμα είναι οι μετοχές των τραπεζών να υφίστανται καθημερινά μεγάλες απώλειες, σε σημείο που, αν κάποιος ή κάποιοι ήθελαν να ελέγξουν πλήρως το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, να μπορούσαν να το κάνουν καταβάλλοντας ένα ποσό της τάξεως των 4-5 δισ. ευρώ. Ποσό ευτελές και ασήμαντο σε σχέση όχι με την προ ετών μεγάλη κεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αλλά και με την πραγματική αξία και τα ίδια κεφάλαιά τους.
Ακόμη πιο περίεργο είναι ότι η σπερμολογία για τη δήθεν κρατικοποίηση των ελληνικών τραπεζών φέρεται να συνδέεται με δύο εκ του νόμου υπεύθυνους στυλοβάτες του πιστωτικού τομέα. Τον υπουργό Οικονομικών και τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος. Ουδέν αναληθέστερον.
Μόνον ένας ανόητος άμα και ιδιοτελής (ποιων, άραγε, συμφερόντων;) υπουργός ή κεντρικός τραπεζίτης θα μπορούσε να είναι πηγή μιας διακινούμενης τέτοιας φημολογίας, η οποία ζημιώνει τις τράπεζες, τους χιλιάδες μετόχους της και οδηγεί σε κατάρρευση το τραπεζικό σύστημα. Μόνον σχιζοφρενείς θα διοχέτευαν τέτοιες ανοησίες, αφού αυτές πρώτα απ’ όλα πλήττουν τον Ευάγγ. Βενιζέλο και τον Γ. Προβόπουλο, μιας και αυτοί εκ του νόμου έχουν την εποπτεία των ελεγκτικών μηχανισμών.
Αν υπάρχουν «σκελετοί», έπρεπε να τους έχουν εντοπίσει και τα stress tests και οι εκτενείς και σε βάθος έλεγχοι που έχουν πραγματοποιήσει τον τελευταίο χρόνο οι υπάλληλοι της Τραπέζης της Ελλάδος.
Δόξα τω Θεώ, τόσον ο Ευάγγ. Βενιζέλος όσον και ο Γ. Προβόπουλος είναι και σοβαροί και έξυπνοι άνθρωποι και, το κυριότερο, τίποτε από τη μέχρι τώρα συμπεριφορά τους δεν έχει δείξει ότι δεν φυλάττουν τις «Θερμοπύλες» της εθνικής οικονομίας και δεν υπερασπίζονται την προσπάθεια να παραμείνουν όρθιες, υγιείς και σε ελληνικά χέρια οι τράπεζες και οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις.
Γιατί, ουσιαστικά, περί αυτού πρόκειται. Αν οι ελληνικές τράπεζες κρατικοποιηθούν, θα είναι το πρώτο και ουσιαστικό βήμα για να πουληθούν σε δεύτερη φάση μπιρ παρά σε ξένους. Και μέσω αυτού του ξεπουλήματος να περάσουν και οι μεγάλες, αλλά και οι μεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις στα χέρια των ξένων.
Ας δούμε πώς μπορεί να συμβεί αυτό και γιατί συνιστά έγκλημα σε βάρος της εθνικής οικονομίας, των επιχειρήσεων, της πολιτικής εξουσίας και των απλών πολιτών, επενδυτών και καταθετών, ένας αφελληνισμός του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Όλα ξεκίνησαν με την απόφαση της 21ης Ιουλίου, τη συγκρότηση του Μηχανισμού Σταθερότητας, του περίφημου EFSF, και τη δυνατότητα να συνεχίζουν να αντλούν κεφάλαια για τη ρευστότητά τους οι ελληνικές τράπεζες είτε απευθείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή μέσω του Έκτακτου Μηχανισμού Ρευστότητας (ELA), του βραχίονα, δηλαδή, της Τραπέζης της Ελλάδος. Κυρίως, όμως, λόγω της συμμετοχής των εγχώριων τραπεζών στο «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων. Η συμμετοχή τους στην εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων, στο γνωστό και ως PSI, τους οδηγεί στην ανάγκη να προσφύγουν για δανεισμό στον ELA.
Από το σημείο αυτό αρχίζει και η σπερμολογία της κρατικοποίησης, η οποία ενισχύθηκε από την εσφαλμένη δήλωση του υπουργού Οικονομικών ότι το ελληνικό Δημόσιο -σε αντάλλαγμα της βοήθειας, του δανεισμού δηλαδή, που θα προσφέρει στις τράπεζες- θα ζητήσει να λάβει όχι προνομιούχες, αλλά κοινές μετοχές τους.
Ποια είναι η διαφορά κοινών και προνομιούχων μετοχών και γιατί πυροδότησε τη φημολογία περί πιθανής κρατικοποίησης; Τις προνομιούχες μετοχές οι τράπεζες μπορούν να τις επαναγοράσουν. Αυτός που τις εκδίδει εισπράττει ένα τίμημα, τόκο δηλαδή, και μάλιστα πολύ υψηλό (στο 10% τον είχε ορίσει ο Γ. Αλογοσκούφης, όταν επί εποχής του δόθηκε η πρώτη βοήθεια), διορίζει έναν επόπτη στο Δ.Σ. της τράπεζας, αλλά η διοίκηση, η δομή και η μετοχική σύνθεση της τράπεζας δεν επηρεάζονται.
Και βέβαια, σε περίπτωση αρνητικών εξελίξεων ή και χρεοκοπίας της τράπεζας, οι προνομιούχες μετοχές αποζημιώνονται πρώτες. Ορθότατα, λοιπόν, για λόγους προστασίας του δημόσιου συμφέροντος αυτό προβλέπεται και στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που συμφωνήθηκε με την τρόικα.
Αν αντί για προνομιούχες μετοχές το Δημόσιο, έναντι της βοήθειας, του δανείου ουσιαστικά, που θα παράσχει στις τράπεζες, λάβει κοινές μετοχές, χάνει ένα σημαντικό έσοδο, αυτό του τόκου 10%, που μπορεί να ανέλθει ακόμη και σε 500 εκατ. ευρώ ετησίως, αν οι τράπεζες αντλήσουν από τον μηχανισμό στήριξης 5 δισ. ευρώ.
Δεύτερον, απεμπολεί το προτιμησιακό καθεστώς της αποζημίωσης σε περίπτωση χρεοκοπίας, άρα η ζημία που υφίσταται το Δημόσιο είναι μεγάλη. Και, τρίτον και πιο σημαντικό, οι κοινές μετοχές μπορούν να πουληθούν ανά πάσα στιγμή αν ο νέος μέτοχος, δηλαδή το Δημόσιο, δεν καταφέρει να εξυγιάνει και να διοικήσει με ορθό τρόπο και επάρκεια τις τράπεζες.
Και δυστυχώς στη χώρα μας, εξαιρουμένης της ΕΤΕ, έχουμε δει τι έχει γίνει με τις υπό κρατικό έλεγχο τράπεζες. Τα παραδείγματα της Εμπορικής, της ΑΤΕ, του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και παλαιότερα της ΕΤΒΑ μόνον υπέρ της εξυγίανσης, της ορθής και χρηστής διαχείρισης και διοίκησης δεν συνηγορούν.
Είναι εύκολο να πιθανολογήσει κάποιος ότι ύστερα από δύο χρόνια οι τράπεζες θα έχουν μετατραπεί σε προβληματικές επιχειρήσεις. Με δεδομένη, μάλιστα, την κρίση, μπορεί άνετα κάποιος να στοιχηματίσει ότι αυτό θα συμβεί γρήγορα, αφού θα επανέλθουν τα θαλασσοδάνεια, οι πολίτες -λόγω του δημόσιου χαρακτήρα των τραπεζών- θα βρίσκουν τρόπο, μέσω και του πελατειακού συστήματος, να μην πληρώνουν. Και τότε θα πρέπει να πουληθούν ή, καλύτερα, να «σκοτωθούν» μισοτιμής.
Στην περίπτωση αυτή, οι ξένοι θα τις αγοράσουν αντί πινακίου φακής. Και αγοράζοντας τις τράπεζες, τον νευρώνα δηλαδή της οικονομίας, θα αγοράσουν ή θα κλείσουν όσες ελληνικές επιχειρήσεις έχουν δάνεια. Είτε γιατί θα θέλουν να εξυπηρετήσουν ανταγωνιστές, είτε γιατί δεν θα τους ενδιαφέρει η ελληνική επιχειρηματική πραγματικότητα, είτε γιατί θα θέλουν οι ίδιες ή τα συμφέροντα που εξυπηρετούν να καταλάβουν τις καίριες και κερδοφόρες θέσεις της ελληνικής παραγωγικής δραστηριότητας.
Αν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αλωθεί, είναι σίγουρο ότι σε δεύτερη φάση θα αλωθεί και η ελληνική επιχειρηματικότητα. Εκτός από τα «ασημικά» της δημόσιας περιουσίας, θα έχουμε πουλήσει ή και ξεπουλήσει και την παραγωγική βάση της χώρας. Και βέβαια θα χάσουμε οποιοδήποτε έρεισμα έχουμε αποκτήσει τις δύο τελευταίες δεκαετίες, στις χώρες ιδίως της Βαλκανικής και ευρύτερα της περιοχής που μας ενδιαφέρει και για γεωστρατηγικούς λόγους.
Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι είναι αστειότητες που εξισούνται με έγκλημα οι φήμες και οι πληροφορίες περί δήθεν κρατικοποίησης των μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών.
Ο πρωθυπουργός δεν το θέλει, η κυβέρνηση δεν το θέλει. Δεν μπορεί, λοιπόν, να λέγεται δήθεν με σοβαρότητα ότι αυτό είναι κάτι που επιθυμούν ο υπουργός Οικονομικών και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος. Ο Ευάγγ. Βενιζέλος είναι μέλος της κυβερνήσεως, σοβαρός πολιτικός και έξυπνος άνθρωπος ώστε να γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον τις επιπτώσεις ακόμη και στην άσκηση πολιτικής εξουσίας που μπορεί να έχει μια τέτοια ολέθρια επιλογή.
Το ίδιο ισχύει και για τον κορυφαίο θεσμικό παράγοντα του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας, τον Γ. Προβόπουλο. Είναι δε αστεία η άποψη ότι η κρατικοποίηση των τραπεζών θα ωφελήσει τους πολίτες, επειδή δήθεν θα ενισχυθεί η ρευστότητα και έτσι θα ανοίξει η κάνουλα των δανείων και των επιδοτήσεων. Το κράτος είναι βυθισμένο στα ελλείμματα και στα χρέη, και η ύπαρξή του εξαρτάται από το αν θα υπάρξει συνέχεια της δανειοδότησης από την τρόικα.
Μόνον ιδεοληπτικοί και κρατικιστές μπορούν να ονειρεύονται την επιστροφή στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Οι τράπεζες πρέπει να εξυγιανθούν, να κάνουν αυξήσεις κεφαλαίων, να βάλουν οι μεγαλομέτοχοι το χέρι στην τσέπη, να κόψουν τα μπόνους των στελεχών, να αυξήσουν όσο μπορούν τη ρευστότητα στην αγορά, να γίνουν συγχωνεύσεις, αλλά όχι και να κρατικοποιηθούν. Να υπάρξει -αν χρειάζεται και είναι μπορετό- ισχυρός δημόσιος πυλώνας, αλλά όχι να αναλάβει το εν πολλοίς ανίκανο και διεφθαρμένο κράτος να ελέγξει και να διοικήσει το σύνολο του τραπεζικού συστήματος.
Αυτό, πέραν των άλλων, είναι επικίνδυνο και για το δημοκρατικό παιχνίδι εξουσίας. Στο τέλος τέλος, γιατί θα πρέπει το Δημόσιο να κρατικοποιήσει για μία εισέτι φορά τα χρέη ιδιωτών; Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι το PSI, η εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων, δεν εξελίσσεται όπως θα έπρεπε (αντί για το 90%, μόνο το 50% από τα 135 δισ. ευρώ που πρέπει να εξευρεθούν έχει δηλώσει συμμετοχή), τότε είναι φανερό ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να ρίξει εκεί το βάρος και να μην πυροβολεί η ίδια τα πόδια της, αφήνοντας να κυκλοφορούν τέτοιες ανεύθυνες φήμες.
Η σπερμολογία αποσταθεροποιεί την κατάσταση, με αποτέλεσμα να εντείνονται οι φήμες περί πιθανής ακύρωσης του δεύτερου δανείου και επικείμενης πτώχευσης. Θα πρέπει, λοιπόν, και ο υπουργός Οικονομικών και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος να τις κόψουν με το μαχαίρι. Να μην υποκύψουν σε πιθανές πιέσεις ιδιοτελών συμφερόντων. Και, κυρίως, να μη συνηγορήσουν υπέρ της άποψης που εκπορεύεται από δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από την τρόικα και την ΕΚΤ να αγοράσουν με την ευκαιρία της κρίσης -εκτός από τη δημόσια περιουσία- και το σύνολο της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας της Ελλάδας.
Ο κίνδυνος αφελληνισμού ελλοχεύει και πρέπει να αποτραπεί. Ο κ. Τρισέ μπορεί να αισθάνεται πιο ασφαλής αν βρίσκονται στα χέρια της BNP Paribas και της Deutsche Bank οι εγγυήσεις που έχουν δοθεί στις ελληνικές τράπεζες για τη ρευστότητα που άντλησαν από την ΕΚΤ ή θα δοθούν μέσω του EFSF, όμως οι Έλληνες θα πρέπει να αισθάνονται ανασφαλείς αν αυτό ήθελε συμβεί.
Δευτέρα, Αυγούστου 22, 2011
Μυαλά ερμητικά κλειστά (20-08-2011)
Την επομένη της επίσημης κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, στον Λευκό Οίκο έγινε ευρεία σύσκεψη επιτελικών στελεχών, προκειμένου οι ΗΠΑ να αναλύσουν τα νέα δεδομένα και να δουν πώς θα πορευτούν στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Μεταξύ αυτών που εκλήθησαν στη σύσκεψη ήταν και ένας ζωολόγος, κορυφαίος στο είδος του και αυθεντία στη συμπεριφορά των μαϊμούδων, των χιμπατζήδων και των γοριλών. Η άποψη που ανέπτυξε ο επιστήμων ήταν ότι η κοινωνία αυτών των ζώων είναι συσπειρωμένη και ενωμένη όσο αισθάνεται την απειλή ενός εξωτερικού εχθρού. Όταν ο κίνδυνος εκλείπει, αρχίζουν οι μεταξύ τους έριδες.
Υπέρ των απόψεων του ζωολόγου τάχθηκε ένας κοινωνικός ψυχολόγος, ενώ οι υπόλοιποι έδιναν μεγαλύτερη σημασία στις οικονομικές, στρατιωτικές και διπλωματικές επιπτώσεις. Γράφουμε αυτή την ιστορία για να καταδείξουμε όχι τόσον την ορθότητα των απόψεων του ζωολόγου σχετικά με την αντιστοίχηση της ανθρώπινης κοινωνίας με αυτή των ζώων όσο για να αναφερθούμε στον διαφορετικό τρόπο σκέψης και δράσης των ΗΠΑ σε σχέση με την Ευρώπη, και ειδικότερα με την Ελλάδα.
Οι Αμερικανοί είναι υπερδύναμη επειδή, μεταξύ άλλων, έχουν οργανώσει διαφορετικά το σύστημα ανάγνωσης και ανάλυσης των εξελίξεων. Σκέφτονται ανοιχτά και εξετάζουν τα πάντα χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα. Πριν λάβουν οποιαδήποτε στρατηγικού χαρακτήρα απόφαση, αφήνουν όλα τα λουλούδια ν’ ανθίσουν. Μελετούν ακόμη και την παραμικρή λεπτομέρεια, ακούν και την πιο τρελή ιδέα. Οι ελίτ τους είναι σ’ ένα συνεχές brain storming. Δεν υποστηρίζουμε ότι έχουν πάντα δίκιο στις αποφάσεις που λαμβάνουν. Κάθε άλλο. Πολλές φορές οι ενέργειές τους είναι βλαπτικές για τα συμφέροντα των άλλων λαών. Όμως, για τα πάντα έχουν ένα, δύο, τρία ή και περισσότερα σενάρια.
Κάτι που δεν συμβαίνει στη Γηραιά Ήπειρο και κατεξοχήν στην Ελλάδα. Τρανό παράδειγμα, η κρίση που βιώνει το έθνος μας. Ενώ σχεδόν ουδείς μπορεί να προβλέψει το τι θα συμβεί, εντούτοις οι πολιτικές, επιχειρηματικές, διανοητικές, συνδικαλιστικές ελίτ της χώρας είναι μονοδρομικές. Η κάθε μία, ανάλογα με τη θέση που κατέχει στη δημόσια σφαίρα και με βάση τις ιδιωτικές της προτεραιότητες, έχει τη δική της θεώρηση των πραγμάτων, η οποία ούτε καν τέμνεται με τις θεωρήσεις των άλλων και πόρρω απέχει από την πραγματικότητα.
Ο καθένας κατηγορεί τον άλλο και όλοι μαζί οικτίρουν το κακό που μας βρήκε και σιχτιρίζουν τους ξένους. Ουδεμία προσπάθεια συνεργασίας, ούτε καν συνεννόησης για εξεύρεση κοινών τόπων και κυρίως προσδιορισμού εναλλακτικών σεναρίων αντιμετώπισης της κρίσης.
Αυτό που δεν κάνουν τα κόμματα, οι επιχειρηματίες, τα συνδικάτα, οι διανοητές, οι κοινωνικές οργανώσεις και οι επαγγελματικοί φορείς ως οντότητες καθορισμού των εξελίξεων δεν το κάνει -κι αυτό είναι το πιο εξοργιστικό και ανησυχητικό- ούτε η κυβέρνηση, που όφειλε να το κάνει ως υπέρτατη Αρχή διεύθυνσης της χώρας.
Όταν δεν γνωρίζουμε τι θα συμβεί την επομένη, αν θα είμαστε μέσα ή έξω από το ευρώ, αν θα πτωχεύσουμε ή όχι, αν θα μπορέσουμε να δανειστούμε, αν η ζωή μας θα γυρίσει δεκαετίες πίσω, δεν θα έπρεπε η κυβέρνηση να έχει εναλλακτικά σενάρια για την κάθε περίπτωση; Δεν θα έπρεπε να έχουν γίνει συσκέψεις, να έχουν κληθεί ειδικοί και ειδήμονες για να εκπονήσουν σχέδια διαφορετικά για κάθε εξέλιξη;
Θα έπρεπε, αλλά δεν γίνεται. Και δεν γίνεται γιατί το ελληνικό κράτος, με πρώτες και καλύτερες τις θεσμικές του εκφράσεις, δεν είναι σοβαρό. Τυρβάζει περί άλλα. Εξαντλεί τις δυνάμεις και τις δυνατότητές του στο πώς θα τη σκαπουλάρει. Πώς θα μεταθέσει το πρόβλημα για αργότερα. Είμαστε παραδομένοι στον μύθο τού από μηχανής θεού, σύμφωνα με τον οποίο όλο κάτι γίνεται στο τέλος και τη γλιτώνουμε.
Αυτό βεβαίως μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι είναι καλό, δείχνει ότι υπάρχουν ελπίδα και αισιοδοξία. Όμως εγώ, κοιτάζοντας γύρω μου, μόνο ελπίδα και αισιοδοξία δεν βλέπω. Αντίθετα, η εδραία πεποίθηση που μου δημιουργείται είναι ότι σύμπασα η χώρα βρίσκεται σε μια black hole, αυτού του είδους τη νεροτσουλήθρα που κατεβαίνεις με ταχύτητα στα σκοτεινά.
Και επανέρχομαι. Δεν θα έπρεπε η κυβέρνηση να έχει συζητήσει και επεξεργαστεί λύσεις για όλα τα πιθανά σενάρια; Αν, παρ’ ελπίδα, δεν της βγει το σχέδιο διάσωσης που λέει ότι έχει και προσπαθεί να υλοποιήσει, τι θα συμβεί; Θα σηκώσουμε τα χέρια όλοι ψηλά και θα κλαίμε στο Σύνταγμα, στην Αριστοτέλους, στην πλατεία Μπέλλου του Αγρινίου, στη Σπιανάδα της Κέρκυρας για το κακό που μας βρήκε; Ποια είναι η ευθύνη της κυβέρνησης για το μέλλον των πολιτών; Για τη νέα γενιά; Για τους ανήμπορους και αναξιοπαθούντες; Αν το δεύτερο δάνειο δεν εγκριθεί, τι θα γίνει; Θα κηρύξουμε στάση πληρωμών και θα γυρίσουμε στη δραχμή;
Αν αυτό συμβεί, το κόστος για εισαγωγές καυσίμων και φαρμάκων, για να αναφερθώ σ’ ένα εύκολο και απλό παράδειγμα, θα εκτιναχθεί στα ύψη. Πώς θα προστατευτούν οι έχοντες άμεση χρείαν τούτων;
Ναι, ξέρω, θα μου πείτε αυτό δεν θα συμβεί. Αλλά εγώ επιμένω: Εάν συμβεί, τι κάνουμε; Υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο; Εκτός από την αβελτηρία, την καθυστέρηση, την ανικανότητα της κυβέρνησης και των κάθε ελίτ που επηρεάζουν τη δημόσια ζωή, ένας σοβαρός λόγος για τον οποίο δεν εκπονούνται εναλλακτικά σχέδια είναι ο φόβος των μέσων ενημέρωσης και του τρόπου με τον οποίο θα τα «σερβίρουν» στους πολίτες.
Αν, για παράδειγμα, γινόταν μια σύσκεψη που θα εξέταζε με σοβαρότητα και με κάθε λεπτομέρεια εναλλακτικά σενάρια για την κρίση, θα γινόταν χαλασμός. «Φεύγουμε από τη δραχμή;», θα κραύγαζαν από τηλεοράσεως και ραδιοφώνου και θα επήρχετο πανικός εάν συνεζητείτο κάτι τέτοιο.
Αυτό που κάθε στοιχειωδώς σοβαρή χώρα οφείλει να πράττει, εμείς το κάνουμε αντικείμενο διαμάχης, και κυρίως φωνή τηλεβόα. Μάλιστα ζητάμε και τα ρέστα και την κεφαλή επί πίνακι εάν ήθελε κάτι αρνητικό συμβεί και δεν μας είχαν προετοιμάσει γι’ αυτό. Βλέπετε, προτιμάμε να στήνουμε στρατοδικεία και ειδικά δικαστήρια παρά να εδραιώνουμε θεσμούς και λειτουργίες αποτροπής καταστροφών. Προτιμάμε την καταστολή από την πρόληψη. Ηδονιζόμαστε με το θέαμα και αποφεύγουμε όπως ο διάολος το λιβάνι την ουσία.
Θα μου πείτε, και γιατί δεν το κάνουν οι κυβερνώντες; Επειδή την ίδια στιγμή θα διαρρεύσει. Τόσο απλό. Βλέπετε, οι υπουργοί και οι κρατικοί αξιωματούχοι προτεραιότητα έχουν τη σχέση τους με τα μέσα ενημέρωσης, και όχι την εκ του νόμου και του συντάγματος εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Ουδείς σ’ αυτή τη χώρα μπορεί να κρατήσει μυστικό. Ή, ακόμη χειρότερα, έχουμε αναγάγει σε μυστικό κάτι που θα έπρεπε να είναι μια φυσιολογική λειτουργία της πολιτείας. Πολλοί από εσάς, ω αναγνώστες μου, θα σκεφτείτε: Μα καλά, τι έπαθε ο Φελέκης; Δεν πρόλαβε να γυρίσει από διακοπές και βρήκε ένα καινούργιο θέμα για να γκρινιάξει; Όχι, δεν είναι έτσι.
Ερχόμενος από την ανάπαυλα ενός εικοσαήμερου διακοπών έπεσα πάνω στα δραματικά γεγονότα των τελευταίων ημερών με τη «μαύρη Πέμπτη» των χρηματιστηρίων, την αδιέξοδη συνάντηση Μέρκελ - Σαρκοζί, τις εμπράγματες εγγυήσεις (ή την παροχή ασφάλειας, όπως τις ονοματίζει ο Ευάγγ. Βενιζέλος) στη Φινλανδία και τις ενστάσεις Ολλανδών, Αυστριακών και Σλοβάκων για το δεύτερο δάνειο στην Ελλάδα που συμφωνήθηκε στις 21 Ιουλίου στις Βρυξέλλες.
Και επειδή είμαι βέβαιος ότι η έκτη δόση του παλαιού δανείου δεν θα είναι η πρώτη του νέου, όπως ανεμένετο, με χαμηλότερο δηλαδή επιτόκιο και καλύτερους όρους αποπληρωμής, με έζωσαν τα φίδια.
Αφ’ ης στιγμής τα επιτόκια δανεισμού ανεβαίνουν σχεδόν για όλες τις χώρες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας, είναι λογικό να τίθεται εν αμφιβόλω και η απόφαση της 21ης Ιουλίου για τη χώρα μας. Όταν Ιταλία, Ισπανία και άλλοι δανείζονται με 6%, είναι περίπου βέβαιον ότι θα αρνηθούν να δανείσουν την Ελλάδα με 3,5%. Κάτι άλλο λοιπόν πρέπει να συμβεί για να μην τιναχτεί η απόφαση-σωσίβιο για τη χώρα μας στον αέρα και μείνουμε πεντάρφανοι στους πέντε δρόμους.
Κι αυτό δεν είναι ευθύνη μόνον της κυβέρνησης Παπανδρέου, αλλά και όλων των άλλων κομμάτων και δυνάμεων. Αν διακοπεί το πρόγραμμα δανειοδότησης, το να διαφωνούμε για το μείγμα οικονομικής πολιτικής είναι σαν να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας. Θα χρειαστούν δραματικές και ριζικές αλλαγές πιθανώς ακόμη και προτεραιοτήτων και προσανατολισμού της χώρας.
Επειδή, όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στην Ευρώπη οι ηγεσίες είναι κατώτερες των περιστάσεων και πάντα ένα βήμα πίσω από τις εξελίξεις, βλέπω -παρά την παραδοσιακή και έμφυτη αισιοδοξία που διαθέτω- την καταστροφή ολοένα και να πλησιάζει. Επειδή η Ευρώπη και οι ΗΠΑ εισέρχονται, όπως όλα δείχνουν, σε ύφεση που θα παροξύνει την κρίση υπερχρέωσης, θυμήθηκα τον ζωολόγο και μελαγχόλησα για το ότι, εκτός από την Ελλάδα, στερείται και η υπόλοιπη Ευρώπη το ανοιχτό μυαλό.
Ανίκανοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες να προβλέψουν και να επεξεργαστούν σχέδια κοινής διάσωσης των κρατών-μελών της Ε.Ε. και εναλλακτικά σενάρια αντιμετώπισης της κρίσης, αντί να μας βοηθούν, μας βυθίζουν ολοένα και περισσότερο στην υπανάπτυξη, την ανεργία, τα ελλείμματα και το χρέος.
Δυστυχώς, τα σύννεφα πυκνώνουν και κάνουν πιο πιθανό έναν επερχόμενο οικονομικό και κοινωνικό κατακλυσμό. Αντί Έλληνες και Ευρωπαίοι να συναισθανθούν την ανάγκη να φτιαχτεί μια νέα κιβωτός, προτιμούν να ερίζουν για τα ελάσσονα, για το ποιος δηλαδή φταίει, ποιος θα πληρώσει φτηνότερα το μάρμαρο της κρίσης και ποιος θα βγει πρώτος από το ευρώ.
Στα καθ’ ημάς πάντως, δεν χρειάζεται κατακλυσμός για να πνιγούμε. Τον Σεπτέμβριο που έρχεται θα αποδειχτεί ότι μας αρκούν και τα ψιλόβροχα. Εδώ είμαστε και θα το δούμε...
Υπέρ των απόψεων του ζωολόγου τάχθηκε ένας κοινωνικός ψυχολόγος, ενώ οι υπόλοιποι έδιναν μεγαλύτερη σημασία στις οικονομικές, στρατιωτικές και διπλωματικές επιπτώσεις. Γράφουμε αυτή την ιστορία για να καταδείξουμε όχι τόσον την ορθότητα των απόψεων του ζωολόγου σχετικά με την αντιστοίχηση της ανθρώπινης κοινωνίας με αυτή των ζώων όσο για να αναφερθούμε στον διαφορετικό τρόπο σκέψης και δράσης των ΗΠΑ σε σχέση με την Ευρώπη, και ειδικότερα με την Ελλάδα.
Οι Αμερικανοί είναι υπερδύναμη επειδή, μεταξύ άλλων, έχουν οργανώσει διαφορετικά το σύστημα ανάγνωσης και ανάλυσης των εξελίξεων. Σκέφτονται ανοιχτά και εξετάζουν τα πάντα χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα. Πριν λάβουν οποιαδήποτε στρατηγικού χαρακτήρα απόφαση, αφήνουν όλα τα λουλούδια ν’ ανθίσουν. Μελετούν ακόμη και την παραμικρή λεπτομέρεια, ακούν και την πιο τρελή ιδέα. Οι ελίτ τους είναι σ’ ένα συνεχές brain storming. Δεν υποστηρίζουμε ότι έχουν πάντα δίκιο στις αποφάσεις που λαμβάνουν. Κάθε άλλο. Πολλές φορές οι ενέργειές τους είναι βλαπτικές για τα συμφέροντα των άλλων λαών. Όμως, για τα πάντα έχουν ένα, δύο, τρία ή και περισσότερα σενάρια.
Κάτι που δεν συμβαίνει στη Γηραιά Ήπειρο και κατεξοχήν στην Ελλάδα. Τρανό παράδειγμα, η κρίση που βιώνει το έθνος μας. Ενώ σχεδόν ουδείς μπορεί να προβλέψει το τι θα συμβεί, εντούτοις οι πολιτικές, επιχειρηματικές, διανοητικές, συνδικαλιστικές ελίτ της χώρας είναι μονοδρομικές. Η κάθε μία, ανάλογα με τη θέση που κατέχει στη δημόσια σφαίρα και με βάση τις ιδιωτικές της προτεραιότητες, έχει τη δική της θεώρηση των πραγμάτων, η οποία ούτε καν τέμνεται με τις θεωρήσεις των άλλων και πόρρω απέχει από την πραγματικότητα.
Ο καθένας κατηγορεί τον άλλο και όλοι μαζί οικτίρουν το κακό που μας βρήκε και σιχτιρίζουν τους ξένους. Ουδεμία προσπάθεια συνεργασίας, ούτε καν συνεννόησης για εξεύρεση κοινών τόπων και κυρίως προσδιορισμού εναλλακτικών σεναρίων αντιμετώπισης της κρίσης.
Αυτό που δεν κάνουν τα κόμματα, οι επιχειρηματίες, τα συνδικάτα, οι διανοητές, οι κοινωνικές οργανώσεις και οι επαγγελματικοί φορείς ως οντότητες καθορισμού των εξελίξεων δεν το κάνει -κι αυτό είναι το πιο εξοργιστικό και ανησυχητικό- ούτε η κυβέρνηση, που όφειλε να το κάνει ως υπέρτατη Αρχή διεύθυνσης της χώρας.
Όταν δεν γνωρίζουμε τι θα συμβεί την επομένη, αν θα είμαστε μέσα ή έξω από το ευρώ, αν θα πτωχεύσουμε ή όχι, αν θα μπορέσουμε να δανειστούμε, αν η ζωή μας θα γυρίσει δεκαετίες πίσω, δεν θα έπρεπε η κυβέρνηση να έχει εναλλακτικά σενάρια για την κάθε περίπτωση; Δεν θα έπρεπε να έχουν γίνει συσκέψεις, να έχουν κληθεί ειδικοί και ειδήμονες για να εκπονήσουν σχέδια διαφορετικά για κάθε εξέλιξη;
Θα έπρεπε, αλλά δεν γίνεται. Και δεν γίνεται γιατί το ελληνικό κράτος, με πρώτες και καλύτερες τις θεσμικές του εκφράσεις, δεν είναι σοβαρό. Τυρβάζει περί άλλα. Εξαντλεί τις δυνάμεις και τις δυνατότητές του στο πώς θα τη σκαπουλάρει. Πώς θα μεταθέσει το πρόβλημα για αργότερα. Είμαστε παραδομένοι στον μύθο τού από μηχανής θεού, σύμφωνα με τον οποίο όλο κάτι γίνεται στο τέλος και τη γλιτώνουμε.
Αυτό βεβαίως μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι είναι καλό, δείχνει ότι υπάρχουν ελπίδα και αισιοδοξία. Όμως εγώ, κοιτάζοντας γύρω μου, μόνο ελπίδα και αισιοδοξία δεν βλέπω. Αντίθετα, η εδραία πεποίθηση που μου δημιουργείται είναι ότι σύμπασα η χώρα βρίσκεται σε μια black hole, αυτού του είδους τη νεροτσουλήθρα που κατεβαίνεις με ταχύτητα στα σκοτεινά.
Και επανέρχομαι. Δεν θα έπρεπε η κυβέρνηση να έχει συζητήσει και επεξεργαστεί λύσεις για όλα τα πιθανά σενάρια; Αν, παρ’ ελπίδα, δεν της βγει το σχέδιο διάσωσης που λέει ότι έχει και προσπαθεί να υλοποιήσει, τι θα συμβεί; Θα σηκώσουμε τα χέρια όλοι ψηλά και θα κλαίμε στο Σύνταγμα, στην Αριστοτέλους, στην πλατεία Μπέλλου του Αγρινίου, στη Σπιανάδα της Κέρκυρας για το κακό που μας βρήκε; Ποια είναι η ευθύνη της κυβέρνησης για το μέλλον των πολιτών; Για τη νέα γενιά; Για τους ανήμπορους και αναξιοπαθούντες; Αν το δεύτερο δάνειο δεν εγκριθεί, τι θα γίνει; Θα κηρύξουμε στάση πληρωμών και θα γυρίσουμε στη δραχμή;
Αν αυτό συμβεί, το κόστος για εισαγωγές καυσίμων και φαρμάκων, για να αναφερθώ σ’ ένα εύκολο και απλό παράδειγμα, θα εκτιναχθεί στα ύψη. Πώς θα προστατευτούν οι έχοντες άμεση χρείαν τούτων;
Ναι, ξέρω, θα μου πείτε αυτό δεν θα συμβεί. Αλλά εγώ επιμένω: Εάν συμβεί, τι κάνουμε; Υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο; Εκτός από την αβελτηρία, την καθυστέρηση, την ανικανότητα της κυβέρνησης και των κάθε ελίτ που επηρεάζουν τη δημόσια ζωή, ένας σοβαρός λόγος για τον οποίο δεν εκπονούνται εναλλακτικά σχέδια είναι ο φόβος των μέσων ενημέρωσης και του τρόπου με τον οποίο θα τα «σερβίρουν» στους πολίτες.
Αν, για παράδειγμα, γινόταν μια σύσκεψη που θα εξέταζε με σοβαρότητα και με κάθε λεπτομέρεια εναλλακτικά σενάρια για την κρίση, θα γινόταν χαλασμός. «Φεύγουμε από τη δραχμή;», θα κραύγαζαν από τηλεοράσεως και ραδιοφώνου και θα επήρχετο πανικός εάν συνεζητείτο κάτι τέτοιο.
Αυτό που κάθε στοιχειωδώς σοβαρή χώρα οφείλει να πράττει, εμείς το κάνουμε αντικείμενο διαμάχης, και κυρίως φωνή τηλεβόα. Μάλιστα ζητάμε και τα ρέστα και την κεφαλή επί πίνακι εάν ήθελε κάτι αρνητικό συμβεί και δεν μας είχαν προετοιμάσει γι’ αυτό. Βλέπετε, προτιμάμε να στήνουμε στρατοδικεία και ειδικά δικαστήρια παρά να εδραιώνουμε θεσμούς και λειτουργίες αποτροπής καταστροφών. Προτιμάμε την καταστολή από την πρόληψη. Ηδονιζόμαστε με το θέαμα και αποφεύγουμε όπως ο διάολος το λιβάνι την ουσία.
Θα μου πείτε, και γιατί δεν το κάνουν οι κυβερνώντες; Επειδή την ίδια στιγμή θα διαρρεύσει. Τόσο απλό. Βλέπετε, οι υπουργοί και οι κρατικοί αξιωματούχοι προτεραιότητα έχουν τη σχέση τους με τα μέσα ενημέρωσης, και όχι την εκ του νόμου και του συντάγματος εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Ουδείς σ’ αυτή τη χώρα μπορεί να κρατήσει μυστικό. Ή, ακόμη χειρότερα, έχουμε αναγάγει σε μυστικό κάτι που θα έπρεπε να είναι μια φυσιολογική λειτουργία της πολιτείας. Πολλοί από εσάς, ω αναγνώστες μου, θα σκεφτείτε: Μα καλά, τι έπαθε ο Φελέκης; Δεν πρόλαβε να γυρίσει από διακοπές και βρήκε ένα καινούργιο θέμα για να γκρινιάξει; Όχι, δεν είναι έτσι.
Ερχόμενος από την ανάπαυλα ενός εικοσαήμερου διακοπών έπεσα πάνω στα δραματικά γεγονότα των τελευταίων ημερών με τη «μαύρη Πέμπτη» των χρηματιστηρίων, την αδιέξοδη συνάντηση Μέρκελ - Σαρκοζί, τις εμπράγματες εγγυήσεις (ή την παροχή ασφάλειας, όπως τις ονοματίζει ο Ευάγγ. Βενιζέλος) στη Φινλανδία και τις ενστάσεις Ολλανδών, Αυστριακών και Σλοβάκων για το δεύτερο δάνειο στην Ελλάδα που συμφωνήθηκε στις 21 Ιουλίου στις Βρυξέλλες.
Και επειδή είμαι βέβαιος ότι η έκτη δόση του παλαιού δανείου δεν θα είναι η πρώτη του νέου, όπως ανεμένετο, με χαμηλότερο δηλαδή επιτόκιο και καλύτερους όρους αποπληρωμής, με έζωσαν τα φίδια.
Αφ’ ης στιγμής τα επιτόκια δανεισμού ανεβαίνουν σχεδόν για όλες τις χώρες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας, είναι λογικό να τίθεται εν αμφιβόλω και η απόφαση της 21ης Ιουλίου για τη χώρα μας. Όταν Ιταλία, Ισπανία και άλλοι δανείζονται με 6%, είναι περίπου βέβαιον ότι θα αρνηθούν να δανείσουν την Ελλάδα με 3,5%. Κάτι άλλο λοιπόν πρέπει να συμβεί για να μην τιναχτεί η απόφαση-σωσίβιο για τη χώρα μας στον αέρα και μείνουμε πεντάρφανοι στους πέντε δρόμους.
Κι αυτό δεν είναι ευθύνη μόνον της κυβέρνησης Παπανδρέου, αλλά και όλων των άλλων κομμάτων και δυνάμεων. Αν διακοπεί το πρόγραμμα δανειοδότησης, το να διαφωνούμε για το μείγμα οικονομικής πολιτικής είναι σαν να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας. Θα χρειαστούν δραματικές και ριζικές αλλαγές πιθανώς ακόμη και προτεραιοτήτων και προσανατολισμού της χώρας.
Επειδή, όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στην Ευρώπη οι ηγεσίες είναι κατώτερες των περιστάσεων και πάντα ένα βήμα πίσω από τις εξελίξεις, βλέπω -παρά την παραδοσιακή και έμφυτη αισιοδοξία που διαθέτω- την καταστροφή ολοένα και να πλησιάζει. Επειδή η Ευρώπη και οι ΗΠΑ εισέρχονται, όπως όλα δείχνουν, σε ύφεση που θα παροξύνει την κρίση υπερχρέωσης, θυμήθηκα τον ζωολόγο και μελαγχόλησα για το ότι, εκτός από την Ελλάδα, στερείται και η υπόλοιπη Ευρώπη το ανοιχτό μυαλό.
Ανίκανοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες να προβλέψουν και να επεξεργαστούν σχέδια κοινής διάσωσης των κρατών-μελών της Ε.Ε. και εναλλακτικά σενάρια αντιμετώπισης της κρίσης, αντί να μας βοηθούν, μας βυθίζουν ολοένα και περισσότερο στην υπανάπτυξη, την ανεργία, τα ελλείμματα και το χρέος.
Δυστυχώς, τα σύννεφα πυκνώνουν και κάνουν πιο πιθανό έναν επερχόμενο οικονομικό και κοινωνικό κατακλυσμό. Αντί Έλληνες και Ευρωπαίοι να συναισθανθούν την ανάγκη να φτιαχτεί μια νέα κιβωτός, προτιμούν να ερίζουν για τα ελάσσονα, για το ποιος δηλαδή φταίει, ποιος θα πληρώσει φτηνότερα το μάρμαρο της κρίσης και ποιος θα βγει πρώτος από το ευρώ.
Στα καθ’ ημάς πάντως, δεν χρειάζεται κατακλυσμός για να πνιγούμε. Τον Σεπτέμβριο που έρχεται θα αποδειχτεί ότι μας αρκούν και τα ψιλόβροχα. Εδώ είμαστε και θα το δούμε...
Παρασκευή, Ιουλίου 22, 2011
Η παρτίδα σώθηκε, ο πόλεμος συνεχίζεται (23-07-2011)
Ούτε εκ φύσεως γκρινιάρης είμαι ούτε καθ’ έξιν παράδοξος. Μάλλον έξω καρδιά, αισιόδοξο και ορθολογιστή με θεωρούν οι φίλοι μου. Ότι συνηθίζω να πηγαίνω κόντρα στο ρεύμα και να μην είμαι τρέντι, είναι αλήθεια. Μέχρι χθες, που σχεδόν όλοι ήταν απαισιόδοξοι ως προς τη λύση του ελληνικού προβλήματος, εγώ παρέμενα αισιόδοξος. Πίστευα ότι ο πρωθυπουργός, η κυβέρνησή του και η χώρα μπορούν να τα καταφέρουν.
Από σήμερα, που οι κατσούφηδες ξαναγίνονται χαμογελαστοί, νιώθω την ανάγκη να μαζευτώ, να γίνω επιφυλακτικός. Όχι επειδή θεωρώ ότι η απόφαση του έκτακτου Συμβουλίου Κορυφής των χωρών της Ευρωζώνης δεν είναι καλή. Κάθε άλλο, άριστη είναι. Καλύτερη δεν μπορούσε να υπάρξει. Πήραμε ίσως και περισσότερα απ’ όσα πιστεύαμε ότι μπορούν να μας δοθούν.
Αισθάνομαι την ανάγκη να κουμπωθώ, γιατί φοβάμαι μήπως κλοτσήσουμε τη μεγάλη ευκαιρία που μας δίνεται. Μήπως υπάρξει χαλάρωση ως προς αυτά που πρέπει πάση θυσία να γίνουν για να σωθεί η χώρα οριστικά, να γυρίσει σελίδα και να βαδίσει τον δρόμο της παραγωγικής ανασυγκρότησης, της κοινωνικής μεταρρύθμισης και της πολιτικής αναμόρφωσης, που εντέλει είναι και τα μεγάλα αιτούμενα.
Ναι, η απόφαση των Βρυξελλών ήταν ιστορικής σημασίας για την Ελλάδα, αλλά, αν δεν τη χειριστούμε με την απαραίτητη σωφροσύνη και μείνουμε στη θριαμβολογία και τους πανηγυρισμούς, μπορεί να μετατραπεί σε ιστορικό εφιάλτη.
Μας δόθηκαν αυτά που ζητούσαμε, αλλά όλα είναι υπό την αίρεση ότι θα ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις που αναλάβαμε, ότι θα τηρήσουμε και θα τιμήσουμε την υπογραφή μας. Κερδήθηκε μια σημαντική και αποφασιστική μάχη, αλλά όχι ο πόλεμος για να εξαλειφθούν οι αγκυλώσεις και να θεραπευθούν οι χρόνιες δυσπλασίες που οδήγησαν τη χώρα στην κρίση, το περιθώριο και τον μαρασμό.
Σώθηκε η παρτίδα, αλλά το παιχνίδι συνεχίζεται και παραμένει αμφίρροπο. Αν τηρήσουμε το μνημόνιο, το Μεσοπρόθεσμο και τη νέα δανειακή σύμβαση που θα υπογράψουμε, μπορούμε να ελπίζουμε ότι σε δύο-τρία χρόνια θα φθάσουμε κοντά στην άκρη του τούνελ.
Αν οι «ροκιές» της Αθήνας με τους ταξιτζήδες, την κυβερνητική αμφισημία, τις υπουργικές παλινωδίες, τις χασμωδίες και καθυστερήσεις στο μεταρρυθμιστικό πλάνο, τον κοινωνικό και πολιτικό λαϊκισμό της αντιπολίτευσης συνεχιστούν, τότε το «ροκέ» που κάναμε στις Βρυξέλλες δεν θα αποδειχθεί σοφή, μελετημένη και τελεσφόρα ελληνική κίνηση στην ευρωπαϊκή σκακιέρα. Ξεφύγαμε από το συνεχές σαχ των αγορών, αλλά δεν αποφύγαμε το ματ.
Την απόφαση των Βρυξελλών θα πρέπει να την εκλάβουμε ως το άνοιγμα μιας προοπτικής σ’ έναν δύσκολο δρόμο με πολλά καθήκοντα, και όχι ως το τέλος μιας δύσβατης πορείας. Σίγουρα τα πράγματα γίνονται ευκολότερα, αρκεί να μην τα ξανακάνουμε εμείς δύσκολα, χαλαρώνοντας τα γκέμια.
Η μεγαλύτερη παγίδα είναι η κυβέρνηση και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης να προβάλουν μόνο το θετικό του αποτελέσματος της Συνόδου των Βρυξελλών και να υποβαθμιστεί η ανάγκη να συνεχιστεί και να ενταθεί η προσπάθεια.
Είναι κατανοητό η κυβέρνηση να θέλει να πάρει μια ανάσα. Τόσους μήνες σφυροκοπείται ανελέητα, όμως ένας σοφός ηγέτης και μια σοβαρή κυβέρνηση τώρα πρέπει να πουν ολόκληρη την αλήθεια στον λαό, να του δείξουν τον δρόμο της αρετής και να τον στρατεύσουν σ’ ένα όραμα και ένα σχέδιο εθνικής επαναθεμελίωσης σε οικονομικό, κοινωνικό, αξιακό και πολιτικό πεδίο.
Τώρα που δημιουργούνται οι χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις, η κυβέρνηση πρέπει να οικοδομήσει μέσα από κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις το νέο μπλοκ εξουσίας που μπορεί να επαναφέρει τη χώρα στον δρόμο της ανάπτυξης. Μετά την προχθεσινή απόφαση επείγει να συγκροτηθεί το μέτωπο των μνημόνων στον χώρο της πολιτικής, του επιχειρείν, της εργασίας, της διανόησης.
Τώρα πρέπει να γίνει η μεγάλη προσπάθεια, ώστε το κίνημα των «αγανακτισμένων» να αποκτήσει δημιουργική διέξοδο και να γίνει πολλαπλασιαστής των μεταρρυθμίσεων και των αλλαγών. Τώρα πρέπει να καταβληθεί κόπος, πολιτικός και οργανωτικός, ώστε οι «ανησυχούντες» ν’ αλλάξουν στρατόπεδο και να γίνουν «νηφάλιοι συνοδοιπόροι».
Τώρα πρέπει να γίνει η διανοητική και ιδεολογική αντεπίθεση στους αμνήμονες, στους στείρους και αντιπαραγωγικούς λαϊκιστές. Μόνον έτσι μπορεί ν’ αλλάξει και ο πολιτικός και δημοσκοπικός εκλογικός συσχετισμός που διαμορφώνεται, ο οποίος οδηγεί στην πόλωση, στον κατακερματισμό και στα άκρα.
Η «αρπαγή» των «αγανακτισμένων» από τα νύχια των αμνημόνων και των ιδιοτελών θα δράσει σταθεροποιητικά για το σύστημα και θα ενισχύσει τον διπολισμό, αλλά και τον δικομματισμό. Εκτός από την κυβέρνηση, συμφέρει και την αξιωματική αντιπολίτευση, την οιονεί δηλαδή κυβέρνηση, να αποκτήσει ισχυρή φωνή και το νουνεχές, παραγωγικό και ψύχραιμο κομμάτι της κοινωνίας.
Η μετατροπή των «αγανακτισμένων» σε διεκδικητική και δημιουργική δύναμη υπέρ των μεταρρυθμίσεων μπορεί ν’ αλλάξει άρδην το κλίμα. Η ήρεμη συνεύρεση των μνημόνων με τους «αγανακτισμένους» σε μια εθνική μεταρρυθμιστική πλατφόρμα μπορεί όντως να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία για τη χώρα, τους θεσμούς και το μέλλον ημών και των παιδιών μας.
Τώρα που, ύστερα από πολλούς μήνες κακοφωνίας και παλινωδιών, έγινε το πρώτο θετικό βήμα εκ μέρους της ευρωπαϊκής ηγεσίας, πρέπει η ελληνική πολιτική τάξη να αρθεί στο ύψος των ιστορικών ευθυνών της και να μετατρέψει αυτό το βήμα σε οδικό χάρτη του έθνους.
Αφ’ ης στιγμής διασφαλίζεται η ρευστότητα στην οικονομία και τις τράπεζες και τα τοκοχρεολύσια γίνονται συμβατά με τις αντοχές της οικονομίας, πρέπει να ενταθεί η εγχώρια προσπάθεια ώστε να κερδηθεί η διεθνής αξιοπιστία, προκειμένου η χώρα το αργότερο σε δύο-τρία χρόνια να ξαναβγεί για δανεισμό στις αγορές.
Μπορεί οι Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές μας να μας παρέχουν ασπίδα προστασίας μέχρι το 2020, όμως εμείς πρέπει να επιμείνουμε στον όντως εθνικό στόχο να επιστρέψουμε στις αγορές το αργότερο έως το 2015.
Και για να πετύχουμε αυτόν τον στόχο, θα πρέπει το Μεσοπρόθεσμο να τελεσφορήσει, να παραγάγει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, οι μεταρρυθμίσεις να αποδώσουν, το έλλειμμα να μειωθεί, η ύφεση να αποκλιμακωθεί, οι επόμενοι προϋπολογισμοί, εξαιρουμένων των τόκων, να είναι πλεονασματικοί.
Αν δεν ευδοκιμήσει η δημοσιονομική προσαρμογή, η ύφεση θα συνεχιστεί και η προσπάθεια όχι μόνον θα πάει στράφι, αλλά και θα αποβεί καταστροφική για την κοινωνική συνοχή. Οι «σταυρωμένοι» πολίτες -και ιδίως οι μισθοσυντήρητοι, οι χαμηλοσυνταξιούχοι, η μικρή και μεσαία τάξη- θα γδαρθούν και θα τελευτήσουν, παραδίδοντας μαζί με το σώμα τους και το κορμί της Ελλάδας στον θάνατο.
Τα στοιχήματα της παραγωγικής αναδιάρθρωσης, της ανάπτυξης, της αύξησης των εσόδων, της συρρίκνωσης του κράτους και της μείωσης των δαπανών, μετά την προχθεσινή απόφαση των ηγετών της Ευρωζώνης, πρέπει οπωσδήποτε να κερδηθούν, αν θέλουμε αυτή η απόφαση να αποβεί όντως ευλογία για τη χώρα.
Αν συνεχίσουμε να αποκλίνουμε από τους στόχους, η 21η Ιουλίου μπορεί να αποδειχτεί κατάρα και Ματζικέρτ για τον ελληνισμό. Άλλο σκόντο οι εταίροι και δανειστές μας δεν θα μας κάνουν• αντίθετα, θα μας ξωπετάξουν με τις κλοτσιές από το ευρώ, και τότε δεν θα φταίνε οι αιμοδιψείς αγορές, οι διεθνείς τοκογλύφοι, η φράου Μέρκελ και τα συμφέροντα, αλλά μόνοι μας θα ’χουμε βγάλει τα μάτια μας.
Μπορεί να είμαστε η πρώτη αναπτυγμένη δυτική χώρα που έστω και καλυμμένα ουσιαστικά χρεοκοπεί, όμως αυτό δεν πρέπει να μας ανησυχεί, αφού οι εταίροι και δανειστές μας δεσμεύτηκαν και εγγράφως ότι θα παραμείνουν πλάι μας και αρωγοί στην προσπάθειά μας να σβήσουμε γρήγορα αυτή τη «ρετσινιά».
Εξάλλου το selective default μόνον τον ιστορικό του μέλλοντος θα απασχολήσει, προσθέτοντας στη χώρα μας την 5η ή 6η χρεοκοπία από τότε που γίναμε ανεξάρτητο κράτος. Τους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες του παρόντος, τους επενδυτές και τις αγορές ήκιστα, νομίζω, τους επηρεάζουν οι «ρετσινιές». Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να γίνεται η δουλειά.
Για παράδειγμα, ουδόλως τους ενδιαφέρει αν πριν από μερικά χρόνια η Τουρκία προσέφυγε στο ΔΝΤ. Αυτό που τους αφορά και ερεθίζει το επενδυτικό τους ενδιαφέρον είναι ότι η Τουρκία είναι σήμερα μέλος του G20, έχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, εκσυγχρονίζεται και προσφέρει μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες.
Ας μην αντιμετωπίσουμε, λοιπόν, την προχθεσινή συμφωνία με φιλολογικές διαμάχες περί τη «ρετσινιά» και υπό την επήρεια ιδεολογικής ρετσίνας, αλλά με τους πραγματικούς όρους που διαμορφώνει η συμφωνία στο πεδίο της οικονομίας και της πολιτικής. Αν αρχίσουν πάλι η μεμψιμοιρία και η διελκυστίνδα για τις αποκρατικοποιήσεις, ο δημόσιος πλούτος θα διαρπαγεί και θα εκποιηθεί αντί πινακίου φακής.
Αντίθετα, αν εκμεταλλευτούμε την προστασία που μας παρέχει η ευρωπαϊκή ομπρέλα, η αξιοποίηση του δημόσιου και σχολάζοντος δημόσιου πλούτου μπορεί να αποδειχθεί κινητήριος δύναμη για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Η διαφαινόμενη επενδυτική αύρα μπορεί να μετατραπεί σε πολύχρονο μελτέμι, αν υπάρξει ένα σταθερό φορολογικό πλαίσιο.
Ουσιαστικά αυτό είναι που ζητούν οι επενδυτές για να επενδύσουν στη χώρα μας τα κεφάλαιά τους. Κι αυτό μπορεί να γίνει μ’ έναν πολύ απλό τρόπο. Να προστεθεί στον φορολογικό νόμο ένα απλό και βραχύλογο άρθρο. Το φορολογικό καθεστώς, για όσους επενδύσουν τώρα, παραμένει το ίδιο ακόμη κι αν στο μέλλον υπάρξουν φορολογικές αλλαγές. Αλλάζει μόνον αν ο ίδιος ο επενδυτής θέλει να ενταχθεί, εφόσον είναι ευνοϊκό γι’ αυτόν, στο όποιο νέο και μελλοντικό σύστημα.
Αν υπάρξει αυτή η πρόβλεψη, οι ασχολούμενοι με τις επενδύσεις γνωρίζουν ότι θα προστρέξουν και πολλοί επενδυτές και με μεγάλα προς επένδυσιν κεφάλαια. Και υπάρχουν επενδυτές, γιατί όντως στην Ελλάδα υπάρχουν επενδυτικές ευκαιρίες συγκριτικά με άλλες χώρες.
Απλώς πρέπει να σταματήσει η γκρίνια να βλέπουμε τους επενδυτές σαν αποικιοκράτες που θέλουν να μας αρπάξουν για ένα κομμάτι ψωμί τον πλούτο και την περιουσία. Οι επενδύσεις είναι επενδύσεις, και όχι αγαθοεργίες. Και οι επενδυτές είναι επενδυτές που επιδιώκουν το κέρδος, και όχι φιλεύσπλαχνοι ελεήμονες.
Η ανοησία να θέλουμε τα λεφτά τους, να κερδίσουμε εμείς και να χάσουν αυτοί κάποτε πρέπει να σταματήσει. Τρόποι να κερδίσουμε και εμείς και αυτοί υπάρχουν. Η παγκόσμια οικονομική ιστορία βρίθει από ανάλογα παραδείγματα, όπως βεβαίως βρίθει και από ληστείες και πλιάτσικο. Στο χέρι μας είναι μια επένδυση να αποβεί ωφέλιμη και για τα δύο μέρη.
Μάλιστα, αν σε εταιρείες ή σε υπηρεσίες στρατηγικού χαρακτήρα θέλουμε να διατηρήσουμε το μάνατζμεντ, υπάρχει τρόπος να το πετύχουμε. Πολλοί, οι περισσότεροι, είναι οι επενδυτές που θέλουν να αποκομίσουν υπεραξίες, και όχι να μπλέξουν με ευθύνες διοίκησης.
Μπορούν λοιπόν να γίνουν συμφωνίες στις οποίες το τίμημα να συμφωνηθεί για μελλοντικό χρόνο, όταν αποκτήσουν μεγαλύτερες υπεραξίες. Αυτά βεβαίως είναι δουλειές των ειδημόνων, και σ’ αυτούς πρέπει να προστρέξουν το Δημόσιο και όσοι έχουν την ευθύνη των αποκρατικοποιήσεων.
Δίδω μεγάλη -και ίσως δυσανάλογη με την έκταση του παρόντος σημειώματος- έμφαση στις επενδύσεις, επειδή συνδέονται με την ανάπτυξη, εκεί δηλαδή που θα κριθεί το αν θα χαθεί ή θα κερδηθεί το στοίχημα της χώρας και της παρούσης, αλλά και των μελλοντικών κυβερνήσεων. Εξάλλου σ’ αυτό στοχεύει και το ευρωπαϊκό «Σχέδιο Μάρσαλ» που αποφασίστηκε να τεθεί σε ισχύ από το φθινόπωρο.
Η γενναιόδωρη βοήθεια που σχεδιάζεται να μας δοθεί για έργα, απασχόληση και κοινωνικές δράσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιδίωξη να βγει η χώρα από την ύφεση και να μπει σε αναπτυξιακή τροχιά. Έστω και με καθυστέρηση, οι εταίροι και δανειστές μας κατανόησαν ότι όσα δάνεια και να δοθούν στην Ελλάδα, αυτά θα πηγαίνουν χαμένα όσο βαθαίνει η ύφεση.
Το ευρωπαϊκό «Σχέδιο Μάρσαλ» είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα της δανειοδότησης, προκειμένου η χώρα να αναπνεύσει, αλλά και οι ίδιοι να μη χάσουν τα λεφτά τους. Χθες ίσως να ήταν νωρίς να το κατανοήσουν, ή μπορεί να ήθελαν να μας δώσουν να καταλάβουμε ότι το αμαρτωλό παρελθόν τελείωσε, ή ακόμη -που είναι και το πιθανότερο- να ήθελαν τώρα που μας βρήκαν στην ανάγκη να μας ξεζουμίσουν και να επωφεληθούν από την ανημποριά μας.
Διαγενομένων του χρόνου, των εξελίξεων, αλλά και της κυβερνητικής προσπάθειας, και ιδιαίτερα του πρωθυπουργού, τόσο το προηγούμενο διάστημα, με τις συμμαχίες που έχτισε, αλλά και στη διάρκεια της Συνόδου με την τακτική που ακολούθησε, κατανόησαν ότι, αν χθες ήταν νωρίς, αύριο θα ήταν αργά.
Αν η θεραπεία που μας είχε δοθεί δεν άλλαζε, ο ασθενής θα πέθαινε. Και την άλλαξαν όχι γιατί δεν θα είχαν τι να κάνουν το πτώμα, αλλά γιατί δεν μπορούσαν να ακρωτηριάσουν το ελληνικό πόδι, χωρίς τον κίνδυνο να πάθει σηψαιμία το ευρωπαϊκό σώμα, με συνέπειες ανυπολόγιστες για την παγκόσμια οικονομία και τις γεωστρατηγικές ισορροπίες του πλανήτη. Αυτή ήταν η σημαντικότερη ίσως παράμετρος που μέτρησε στο να παρθεί η απόφαση της 21ης Ιουλίου.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η Ελλάδα απέσπασε μια σημαντική απόφαση, κι αυτό πρέπει να πιστωθεί στην κυβέρνηση και προσωπικά στον πρωθυπουργό, που αποκρυπτογράφησε ικανοποιητικά τα μηνύματα και ιδιαίτερα τις πιέσεις των Αμερικανών και το άγχος Γερμανίας και Γαλλίας να μην «λιώσει» το ευρώ.
Η απόφαση είναι ένα καλό πλαίσιο, που θα αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο και μπορεί να βγάλει τη χώρα στο προβλεπτό μέλλον από την κρίση, εφόσον η προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή, μεταρρυθμίσεις και αποκρατικοποιήσεις συνεχιστεί και ενταθεί.
Αν επικρατήσει η αμεριμνησία και υπάρξει χαλάρωση, το αποτέλεσμα θα ’ναι καταστροφικό. Η κυβέρνηση, εάν επιμείνει χωρίς εκπτώσεις στην υλοποίηση των στόχων του Μεσοπρόθεσμου, μπορεί να γυρίσει το αρνητικό γι’ αυτήν κλίμα και στο τέλος της τετραετίας να δώσει την εκλογική μάχη από καλύτερες, απ’ ό,τι σήμερα που όλα είναι εναντίον της, θέσεις.
Πλέον, ο Γ. Παπανδρέου, έστω και σε επίπεδο ρητορικής, αλλά πιθανώς και ουσίας, μπορεί να θέσει ένα ισχυρό δίλημμα: Ή με την κυβέρνηση για να βγούμε σε δύο-τρία χρόνια οριστικά από την κρίση, ή με την αντιπολίτευση για να συνεχιστούν η περιπέτεια και η αβεβαιότητα. Το δίλημμα, άρα και το εκλογικό διακύβευμα, μπορεί όντως να είναι ισχυρό, καθώς η εντύπωση που είχε αρχίσει να σχηματίζεται μέχρι τώρα είναι ότι έχουμε μπει σ’ ένα «λούκι» που για να βγούμε ίσως χρειαστεί μία και δύο δεκαετίες.
Αν αλλάξει η εντύπωση, άρα και η ψυχολογία της αγοράς και των πολιτών, ότι οι δύο δεκαετίες μπορεί να είναι δύο χρόνια, τότε η πολιτική τράπουλα μπορεί να ξαναμοιραστεί. Βεβαίως, η αντιπολίτευση συνεχίζει να έχει στα χέρια της καλύτερο χαρτί, αυτό της κυβερνητικής φθοράς και της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Το τι θα συμβεί πάντως εξαρτάται, αφενός, από τη διαχείριση των χαρτιών που θα κάνουν οι δύο μεγάλοι παίχτες της εξουσίας στο εν εξελίξει παιχνίδι και, αφετέρου, από τα νέα χαρτιά που θ’ ανοίξουν στο τραπέζι. Το χαρτί που άνοιξε προχθές στις Βρυξέλλες δίνει ελπίδες στο ΠΑΣΟΚ και στον Γ. Παπανδρέου να παραμείνουν στο παιχνίδι και να μην πάνε πάσο.
Η ευρωπαϊκή ηγεσία για πρώτη φορά τα τελευταία δύο χρόνια έδειξε ενότητα, αποφασιστικότητα και διάθεση να υψώσει ανάχωμα στις αγορές. Το έκανε όταν είδε ότι ο ιός του χρέους χτύπησε και την Ιταλία. Έπρεπε να το κάνει από την αρχή όταν «αρρώστησε» η Ελλάδα. Έστω και την ύστατη στιγμή κατανόησε τον κίνδυνο για το ευρώ και την υπόσταση της ευρωπαϊκής οικογένειας και αντέδρασε. Ίσως και πάλι όχι τόσο τολμηρά και ριζοσπαστικά όσο έπρεπε, αλλά αντέδρασε. Κι αυτό είναι θετικό.
Το μήνυμα που εστάλη στις αγορές είναι ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν να συμπεριφέρονται αλαζονικά και ασύδοτα απέναντι στην πολιτική εξουσία. Η απόφαση σίγουρα δεν είναι μια νίκη της πολιτικής έναντι των αγορών, είναι όμως μια προειδοποίηση.
Το τι θα συμβεί στο μέλλον θα εξαρτηθεί από την αντίδραση των αγορών. Αν και μετά τις προχθεσινές αποφάσεις «χτυπήσουν» την Ιταλία, είναι προφανές ότι πρέπει να ληφθούν πιο ριζικές και σοβαρές αποφάσεις, που θα θέτουν ξεκάθαρα τους κανόνες του παιχνιδιού και των σχέσεων κρατών και αγορών.
Η πρώτη αντίδραση, προχτές, ήταν συγκρατημένα θετική. Το ευρώ ενισχύθηκε, τα spreads των ομολόγων και των CDS υποχώρησαν, τα χρηματιστήρια ενισχύθηκαν. Αν αυτό συνεχιστεί, σίγουρα θα δημιουργηθεί ένα πιο εύκρατο κλίμα.
Σημαντικός ήταν, τέλος, ο ρόλος των Αμερικανών στο να ληφθεί η προχθεσινή απόφαση των Ευρωπαίων. Αν Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί, εν όψει της 2ας Αυγούστου, καταφέρουν να συνεννοηθούν και να αυξήσουν το πλαφόν του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ, τότε οι Αμερικανοί θα ανταποδώσουν το «δώρο» των Ευρωπαίων στους ίδιους, αφού τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα θα υπάρξει ανακωχή στον δημοσιονομικό και χρηματοοικονομικό πόλεμο που διεξάγεται και ο οποίος μπορεί, υπό προϋποθέσεις και με κατάλληλους χειρισμούς, να μετατραπεί σε ειρήνη, αν και κάτι τέτοιο μάλλον δεν συγκεντρώνει προσώρας μεγάλες πιθανότητες.
Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, οι Έλληνες μπορούμε να επαιρόμεθα ότι, έστω και αρνητικά, λόγω της αδυναμίας και της αβελτηρίας μας, γίναμε οι πρωταγωνιστές ώστε η Ευρώπη να ξανασκεφτεί το μέλλον της και να κάνει ένα βήμα προς την εμβάθυνση και την οικονομική και πολιτική ενοποίησή της. Μπορεί να αποδειχθεί μετέωρο, αλλά το βήμα έγινε.
Η πίεση εφεξής των ευρωπαϊκών κοινωνιών προς τις κυβερνήσεις της Ευρώπης θα ’ναι για ένα διαφορετικό μέλλον• κοινωνικά πιο δίκαιο, οικονομικά πιο ισόρροπο, θεσμικά πιο στέρεο, πολιτικά πιο δημοκρατικό και γεωπολιτικά, μέσω και του κοινού νομίσματος, πιο ελπιδοφόρο.
Μετά το Μάαστριχτ και τη Λισσαβώνα, μετά τη δημοσιονομική και νομισματική περίοδό της, η Ευρώπη καλείται να πάει σ’ έναν νέο σταθμό, γιατί όχι των Αθηνών, που θα εγκαινιάσει εν είδει διακήρυξης της Πνύκας την αμφικτιονική ευρωπαϊκή εποχή, η οποία θα εμπεριέχει την οικονομική και πολιτική διακυβέρνηση ως νέο αζιμούθιο...
Από σήμερα, που οι κατσούφηδες ξαναγίνονται χαμογελαστοί, νιώθω την ανάγκη να μαζευτώ, να γίνω επιφυλακτικός. Όχι επειδή θεωρώ ότι η απόφαση του έκτακτου Συμβουλίου Κορυφής των χωρών της Ευρωζώνης δεν είναι καλή. Κάθε άλλο, άριστη είναι. Καλύτερη δεν μπορούσε να υπάρξει. Πήραμε ίσως και περισσότερα απ’ όσα πιστεύαμε ότι μπορούν να μας δοθούν.
Αισθάνομαι την ανάγκη να κουμπωθώ, γιατί φοβάμαι μήπως κλοτσήσουμε τη μεγάλη ευκαιρία που μας δίνεται. Μήπως υπάρξει χαλάρωση ως προς αυτά που πρέπει πάση θυσία να γίνουν για να σωθεί η χώρα οριστικά, να γυρίσει σελίδα και να βαδίσει τον δρόμο της παραγωγικής ανασυγκρότησης, της κοινωνικής μεταρρύθμισης και της πολιτικής αναμόρφωσης, που εντέλει είναι και τα μεγάλα αιτούμενα.
Ναι, η απόφαση των Βρυξελλών ήταν ιστορικής σημασίας για την Ελλάδα, αλλά, αν δεν τη χειριστούμε με την απαραίτητη σωφροσύνη και μείνουμε στη θριαμβολογία και τους πανηγυρισμούς, μπορεί να μετατραπεί σε ιστορικό εφιάλτη.
Μας δόθηκαν αυτά που ζητούσαμε, αλλά όλα είναι υπό την αίρεση ότι θα ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις που αναλάβαμε, ότι θα τηρήσουμε και θα τιμήσουμε την υπογραφή μας. Κερδήθηκε μια σημαντική και αποφασιστική μάχη, αλλά όχι ο πόλεμος για να εξαλειφθούν οι αγκυλώσεις και να θεραπευθούν οι χρόνιες δυσπλασίες που οδήγησαν τη χώρα στην κρίση, το περιθώριο και τον μαρασμό.
Σώθηκε η παρτίδα, αλλά το παιχνίδι συνεχίζεται και παραμένει αμφίρροπο. Αν τηρήσουμε το μνημόνιο, το Μεσοπρόθεσμο και τη νέα δανειακή σύμβαση που θα υπογράψουμε, μπορούμε να ελπίζουμε ότι σε δύο-τρία χρόνια θα φθάσουμε κοντά στην άκρη του τούνελ.
Αν οι «ροκιές» της Αθήνας με τους ταξιτζήδες, την κυβερνητική αμφισημία, τις υπουργικές παλινωδίες, τις χασμωδίες και καθυστερήσεις στο μεταρρυθμιστικό πλάνο, τον κοινωνικό και πολιτικό λαϊκισμό της αντιπολίτευσης συνεχιστούν, τότε το «ροκέ» που κάναμε στις Βρυξέλλες δεν θα αποδειχθεί σοφή, μελετημένη και τελεσφόρα ελληνική κίνηση στην ευρωπαϊκή σκακιέρα. Ξεφύγαμε από το συνεχές σαχ των αγορών, αλλά δεν αποφύγαμε το ματ.
Την απόφαση των Βρυξελλών θα πρέπει να την εκλάβουμε ως το άνοιγμα μιας προοπτικής σ’ έναν δύσκολο δρόμο με πολλά καθήκοντα, και όχι ως το τέλος μιας δύσβατης πορείας. Σίγουρα τα πράγματα γίνονται ευκολότερα, αρκεί να μην τα ξανακάνουμε εμείς δύσκολα, χαλαρώνοντας τα γκέμια.
Η μεγαλύτερη παγίδα είναι η κυβέρνηση και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης να προβάλουν μόνο το θετικό του αποτελέσματος της Συνόδου των Βρυξελλών και να υποβαθμιστεί η ανάγκη να συνεχιστεί και να ενταθεί η προσπάθεια.
Είναι κατανοητό η κυβέρνηση να θέλει να πάρει μια ανάσα. Τόσους μήνες σφυροκοπείται ανελέητα, όμως ένας σοφός ηγέτης και μια σοβαρή κυβέρνηση τώρα πρέπει να πουν ολόκληρη την αλήθεια στον λαό, να του δείξουν τον δρόμο της αρετής και να τον στρατεύσουν σ’ ένα όραμα και ένα σχέδιο εθνικής επαναθεμελίωσης σε οικονομικό, κοινωνικό, αξιακό και πολιτικό πεδίο.
Τώρα που δημιουργούνται οι χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις, η κυβέρνηση πρέπει να οικοδομήσει μέσα από κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις το νέο μπλοκ εξουσίας που μπορεί να επαναφέρει τη χώρα στον δρόμο της ανάπτυξης. Μετά την προχθεσινή απόφαση επείγει να συγκροτηθεί το μέτωπο των μνημόνων στον χώρο της πολιτικής, του επιχειρείν, της εργασίας, της διανόησης.
Τώρα πρέπει να γίνει η μεγάλη προσπάθεια, ώστε το κίνημα των «αγανακτισμένων» να αποκτήσει δημιουργική διέξοδο και να γίνει πολλαπλασιαστής των μεταρρυθμίσεων και των αλλαγών. Τώρα πρέπει να καταβληθεί κόπος, πολιτικός και οργανωτικός, ώστε οι «ανησυχούντες» ν’ αλλάξουν στρατόπεδο και να γίνουν «νηφάλιοι συνοδοιπόροι».
Τώρα πρέπει να γίνει η διανοητική και ιδεολογική αντεπίθεση στους αμνήμονες, στους στείρους και αντιπαραγωγικούς λαϊκιστές. Μόνον έτσι μπορεί ν’ αλλάξει και ο πολιτικός και δημοσκοπικός εκλογικός συσχετισμός που διαμορφώνεται, ο οποίος οδηγεί στην πόλωση, στον κατακερματισμό και στα άκρα.
Η «αρπαγή» των «αγανακτισμένων» από τα νύχια των αμνημόνων και των ιδιοτελών θα δράσει σταθεροποιητικά για το σύστημα και θα ενισχύσει τον διπολισμό, αλλά και τον δικομματισμό. Εκτός από την κυβέρνηση, συμφέρει και την αξιωματική αντιπολίτευση, την οιονεί δηλαδή κυβέρνηση, να αποκτήσει ισχυρή φωνή και το νουνεχές, παραγωγικό και ψύχραιμο κομμάτι της κοινωνίας.
Η μετατροπή των «αγανακτισμένων» σε διεκδικητική και δημιουργική δύναμη υπέρ των μεταρρυθμίσεων μπορεί ν’ αλλάξει άρδην το κλίμα. Η ήρεμη συνεύρεση των μνημόνων με τους «αγανακτισμένους» σε μια εθνική μεταρρυθμιστική πλατφόρμα μπορεί όντως να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία για τη χώρα, τους θεσμούς και το μέλλον ημών και των παιδιών μας.
Τώρα που, ύστερα από πολλούς μήνες κακοφωνίας και παλινωδιών, έγινε το πρώτο θετικό βήμα εκ μέρους της ευρωπαϊκής ηγεσίας, πρέπει η ελληνική πολιτική τάξη να αρθεί στο ύψος των ιστορικών ευθυνών της και να μετατρέψει αυτό το βήμα σε οδικό χάρτη του έθνους.
Αφ’ ης στιγμής διασφαλίζεται η ρευστότητα στην οικονομία και τις τράπεζες και τα τοκοχρεολύσια γίνονται συμβατά με τις αντοχές της οικονομίας, πρέπει να ενταθεί η εγχώρια προσπάθεια ώστε να κερδηθεί η διεθνής αξιοπιστία, προκειμένου η χώρα το αργότερο σε δύο-τρία χρόνια να ξαναβγεί για δανεισμό στις αγορές.
Μπορεί οι Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές μας να μας παρέχουν ασπίδα προστασίας μέχρι το 2020, όμως εμείς πρέπει να επιμείνουμε στον όντως εθνικό στόχο να επιστρέψουμε στις αγορές το αργότερο έως το 2015.
Και για να πετύχουμε αυτόν τον στόχο, θα πρέπει το Μεσοπρόθεσμο να τελεσφορήσει, να παραγάγει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, οι μεταρρυθμίσεις να αποδώσουν, το έλλειμμα να μειωθεί, η ύφεση να αποκλιμακωθεί, οι επόμενοι προϋπολογισμοί, εξαιρουμένων των τόκων, να είναι πλεονασματικοί.
Αν δεν ευδοκιμήσει η δημοσιονομική προσαρμογή, η ύφεση θα συνεχιστεί και η προσπάθεια όχι μόνον θα πάει στράφι, αλλά και θα αποβεί καταστροφική για την κοινωνική συνοχή. Οι «σταυρωμένοι» πολίτες -και ιδίως οι μισθοσυντήρητοι, οι χαμηλοσυνταξιούχοι, η μικρή και μεσαία τάξη- θα γδαρθούν και θα τελευτήσουν, παραδίδοντας μαζί με το σώμα τους και το κορμί της Ελλάδας στον θάνατο.
Τα στοιχήματα της παραγωγικής αναδιάρθρωσης, της ανάπτυξης, της αύξησης των εσόδων, της συρρίκνωσης του κράτους και της μείωσης των δαπανών, μετά την προχθεσινή απόφαση των ηγετών της Ευρωζώνης, πρέπει οπωσδήποτε να κερδηθούν, αν θέλουμε αυτή η απόφαση να αποβεί όντως ευλογία για τη χώρα.
Αν συνεχίσουμε να αποκλίνουμε από τους στόχους, η 21η Ιουλίου μπορεί να αποδειχτεί κατάρα και Ματζικέρτ για τον ελληνισμό. Άλλο σκόντο οι εταίροι και δανειστές μας δεν θα μας κάνουν• αντίθετα, θα μας ξωπετάξουν με τις κλοτσιές από το ευρώ, και τότε δεν θα φταίνε οι αιμοδιψείς αγορές, οι διεθνείς τοκογλύφοι, η φράου Μέρκελ και τα συμφέροντα, αλλά μόνοι μας θα ’χουμε βγάλει τα μάτια μας.
Μπορεί να είμαστε η πρώτη αναπτυγμένη δυτική χώρα που έστω και καλυμμένα ουσιαστικά χρεοκοπεί, όμως αυτό δεν πρέπει να μας ανησυχεί, αφού οι εταίροι και δανειστές μας δεσμεύτηκαν και εγγράφως ότι θα παραμείνουν πλάι μας και αρωγοί στην προσπάθειά μας να σβήσουμε γρήγορα αυτή τη «ρετσινιά».
Εξάλλου το selective default μόνον τον ιστορικό του μέλλοντος θα απασχολήσει, προσθέτοντας στη χώρα μας την 5η ή 6η χρεοκοπία από τότε που γίναμε ανεξάρτητο κράτος. Τους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες του παρόντος, τους επενδυτές και τις αγορές ήκιστα, νομίζω, τους επηρεάζουν οι «ρετσινιές». Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να γίνεται η δουλειά.
Για παράδειγμα, ουδόλως τους ενδιαφέρει αν πριν από μερικά χρόνια η Τουρκία προσέφυγε στο ΔΝΤ. Αυτό που τους αφορά και ερεθίζει το επενδυτικό τους ενδιαφέρον είναι ότι η Τουρκία είναι σήμερα μέλος του G20, έχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, εκσυγχρονίζεται και προσφέρει μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες.
Ας μην αντιμετωπίσουμε, λοιπόν, την προχθεσινή συμφωνία με φιλολογικές διαμάχες περί τη «ρετσινιά» και υπό την επήρεια ιδεολογικής ρετσίνας, αλλά με τους πραγματικούς όρους που διαμορφώνει η συμφωνία στο πεδίο της οικονομίας και της πολιτικής. Αν αρχίσουν πάλι η μεμψιμοιρία και η διελκυστίνδα για τις αποκρατικοποιήσεις, ο δημόσιος πλούτος θα διαρπαγεί και θα εκποιηθεί αντί πινακίου φακής.
Αντίθετα, αν εκμεταλλευτούμε την προστασία που μας παρέχει η ευρωπαϊκή ομπρέλα, η αξιοποίηση του δημόσιου και σχολάζοντος δημόσιου πλούτου μπορεί να αποδειχθεί κινητήριος δύναμη για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Η διαφαινόμενη επενδυτική αύρα μπορεί να μετατραπεί σε πολύχρονο μελτέμι, αν υπάρξει ένα σταθερό φορολογικό πλαίσιο.
Ουσιαστικά αυτό είναι που ζητούν οι επενδυτές για να επενδύσουν στη χώρα μας τα κεφάλαιά τους. Κι αυτό μπορεί να γίνει μ’ έναν πολύ απλό τρόπο. Να προστεθεί στον φορολογικό νόμο ένα απλό και βραχύλογο άρθρο. Το φορολογικό καθεστώς, για όσους επενδύσουν τώρα, παραμένει το ίδιο ακόμη κι αν στο μέλλον υπάρξουν φορολογικές αλλαγές. Αλλάζει μόνον αν ο ίδιος ο επενδυτής θέλει να ενταχθεί, εφόσον είναι ευνοϊκό γι’ αυτόν, στο όποιο νέο και μελλοντικό σύστημα.
Αν υπάρξει αυτή η πρόβλεψη, οι ασχολούμενοι με τις επενδύσεις γνωρίζουν ότι θα προστρέξουν και πολλοί επενδυτές και με μεγάλα προς επένδυσιν κεφάλαια. Και υπάρχουν επενδυτές, γιατί όντως στην Ελλάδα υπάρχουν επενδυτικές ευκαιρίες συγκριτικά με άλλες χώρες.
Απλώς πρέπει να σταματήσει η γκρίνια να βλέπουμε τους επενδυτές σαν αποικιοκράτες που θέλουν να μας αρπάξουν για ένα κομμάτι ψωμί τον πλούτο και την περιουσία. Οι επενδύσεις είναι επενδύσεις, και όχι αγαθοεργίες. Και οι επενδυτές είναι επενδυτές που επιδιώκουν το κέρδος, και όχι φιλεύσπλαχνοι ελεήμονες.
Η ανοησία να θέλουμε τα λεφτά τους, να κερδίσουμε εμείς και να χάσουν αυτοί κάποτε πρέπει να σταματήσει. Τρόποι να κερδίσουμε και εμείς και αυτοί υπάρχουν. Η παγκόσμια οικονομική ιστορία βρίθει από ανάλογα παραδείγματα, όπως βεβαίως βρίθει και από ληστείες και πλιάτσικο. Στο χέρι μας είναι μια επένδυση να αποβεί ωφέλιμη και για τα δύο μέρη.
Μάλιστα, αν σε εταιρείες ή σε υπηρεσίες στρατηγικού χαρακτήρα θέλουμε να διατηρήσουμε το μάνατζμεντ, υπάρχει τρόπος να το πετύχουμε. Πολλοί, οι περισσότεροι, είναι οι επενδυτές που θέλουν να αποκομίσουν υπεραξίες, και όχι να μπλέξουν με ευθύνες διοίκησης.
Μπορούν λοιπόν να γίνουν συμφωνίες στις οποίες το τίμημα να συμφωνηθεί για μελλοντικό χρόνο, όταν αποκτήσουν μεγαλύτερες υπεραξίες. Αυτά βεβαίως είναι δουλειές των ειδημόνων, και σ’ αυτούς πρέπει να προστρέξουν το Δημόσιο και όσοι έχουν την ευθύνη των αποκρατικοποιήσεων.
Δίδω μεγάλη -και ίσως δυσανάλογη με την έκταση του παρόντος σημειώματος- έμφαση στις επενδύσεις, επειδή συνδέονται με την ανάπτυξη, εκεί δηλαδή που θα κριθεί το αν θα χαθεί ή θα κερδηθεί το στοίχημα της χώρας και της παρούσης, αλλά και των μελλοντικών κυβερνήσεων. Εξάλλου σ’ αυτό στοχεύει και το ευρωπαϊκό «Σχέδιο Μάρσαλ» που αποφασίστηκε να τεθεί σε ισχύ από το φθινόπωρο.
Η γενναιόδωρη βοήθεια που σχεδιάζεται να μας δοθεί για έργα, απασχόληση και κοινωνικές δράσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιδίωξη να βγει η χώρα από την ύφεση και να μπει σε αναπτυξιακή τροχιά. Έστω και με καθυστέρηση, οι εταίροι και δανειστές μας κατανόησαν ότι όσα δάνεια και να δοθούν στην Ελλάδα, αυτά θα πηγαίνουν χαμένα όσο βαθαίνει η ύφεση.
Το ευρωπαϊκό «Σχέδιο Μάρσαλ» είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα της δανειοδότησης, προκειμένου η χώρα να αναπνεύσει, αλλά και οι ίδιοι να μη χάσουν τα λεφτά τους. Χθες ίσως να ήταν νωρίς να το κατανοήσουν, ή μπορεί να ήθελαν να μας δώσουν να καταλάβουμε ότι το αμαρτωλό παρελθόν τελείωσε, ή ακόμη -που είναι και το πιθανότερο- να ήθελαν τώρα που μας βρήκαν στην ανάγκη να μας ξεζουμίσουν και να επωφεληθούν από την ανημποριά μας.
Διαγενομένων του χρόνου, των εξελίξεων, αλλά και της κυβερνητικής προσπάθειας, και ιδιαίτερα του πρωθυπουργού, τόσο το προηγούμενο διάστημα, με τις συμμαχίες που έχτισε, αλλά και στη διάρκεια της Συνόδου με την τακτική που ακολούθησε, κατανόησαν ότι, αν χθες ήταν νωρίς, αύριο θα ήταν αργά.
Αν η θεραπεία που μας είχε δοθεί δεν άλλαζε, ο ασθενής θα πέθαινε. Και την άλλαξαν όχι γιατί δεν θα είχαν τι να κάνουν το πτώμα, αλλά γιατί δεν μπορούσαν να ακρωτηριάσουν το ελληνικό πόδι, χωρίς τον κίνδυνο να πάθει σηψαιμία το ευρωπαϊκό σώμα, με συνέπειες ανυπολόγιστες για την παγκόσμια οικονομία και τις γεωστρατηγικές ισορροπίες του πλανήτη. Αυτή ήταν η σημαντικότερη ίσως παράμετρος που μέτρησε στο να παρθεί η απόφαση της 21ης Ιουλίου.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η Ελλάδα απέσπασε μια σημαντική απόφαση, κι αυτό πρέπει να πιστωθεί στην κυβέρνηση και προσωπικά στον πρωθυπουργό, που αποκρυπτογράφησε ικανοποιητικά τα μηνύματα και ιδιαίτερα τις πιέσεις των Αμερικανών και το άγχος Γερμανίας και Γαλλίας να μην «λιώσει» το ευρώ.
Η απόφαση είναι ένα καλό πλαίσιο, που θα αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο και μπορεί να βγάλει τη χώρα στο προβλεπτό μέλλον από την κρίση, εφόσον η προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή, μεταρρυθμίσεις και αποκρατικοποιήσεις συνεχιστεί και ενταθεί.
Αν επικρατήσει η αμεριμνησία και υπάρξει χαλάρωση, το αποτέλεσμα θα ’ναι καταστροφικό. Η κυβέρνηση, εάν επιμείνει χωρίς εκπτώσεις στην υλοποίηση των στόχων του Μεσοπρόθεσμου, μπορεί να γυρίσει το αρνητικό γι’ αυτήν κλίμα και στο τέλος της τετραετίας να δώσει την εκλογική μάχη από καλύτερες, απ’ ό,τι σήμερα που όλα είναι εναντίον της, θέσεις.
Πλέον, ο Γ. Παπανδρέου, έστω και σε επίπεδο ρητορικής, αλλά πιθανώς και ουσίας, μπορεί να θέσει ένα ισχυρό δίλημμα: Ή με την κυβέρνηση για να βγούμε σε δύο-τρία χρόνια οριστικά από την κρίση, ή με την αντιπολίτευση για να συνεχιστούν η περιπέτεια και η αβεβαιότητα. Το δίλημμα, άρα και το εκλογικό διακύβευμα, μπορεί όντως να είναι ισχυρό, καθώς η εντύπωση που είχε αρχίσει να σχηματίζεται μέχρι τώρα είναι ότι έχουμε μπει σ’ ένα «λούκι» που για να βγούμε ίσως χρειαστεί μία και δύο δεκαετίες.
Αν αλλάξει η εντύπωση, άρα και η ψυχολογία της αγοράς και των πολιτών, ότι οι δύο δεκαετίες μπορεί να είναι δύο χρόνια, τότε η πολιτική τράπουλα μπορεί να ξαναμοιραστεί. Βεβαίως, η αντιπολίτευση συνεχίζει να έχει στα χέρια της καλύτερο χαρτί, αυτό της κυβερνητικής φθοράς και της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Το τι θα συμβεί πάντως εξαρτάται, αφενός, από τη διαχείριση των χαρτιών που θα κάνουν οι δύο μεγάλοι παίχτες της εξουσίας στο εν εξελίξει παιχνίδι και, αφετέρου, από τα νέα χαρτιά που θ’ ανοίξουν στο τραπέζι. Το χαρτί που άνοιξε προχθές στις Βρυξέλλες δίνει ελπίδες στο ΠΑΣΟΚ και στον Γ. Παπανδρέου να παραμείνουν στο παιχνίδι και να μην πάνε πάσο.
Η ευρωπαϊκή ηγεσία για πρώτη φορά τα τελευταία δύο χρόνια έδειξε ενότητα, αποφασιστικότητα και διάθεση να υψώσει ανάχωμα στις αγορές. Το έκανε όταν είδε ότι ο ιός του χρέους χτύπησε και την Ιταλία. Έπρεπε να το κάνει από την αρχή όταν «αρρώστησε» η Ελλάδα. Έστω και την ύστατη στιγμή κατανόησε τον κίνδυνο για το ευρώ και την υπόσταση της ευρωπαϊκής οικογένειας και αντέδρασε. Ίσως και πάλι όχι τόσο τολμηρά και ριζοσπαστικά όσο έπρεπε, αλλά αντέδρασε. Κι αυτό είναι θετικό.
Το μήνυμα που εστάλη στις αγορές είναι ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν να συμπεριφέρονται αλαζονικά και ασύδοτα απέναντι στην πολιτική εξουσία. Η απόφαση σίγουρα δεν είναι μια νίκη της πολιτικής έναντι των αγορών, είναι όμως μια προειδοποίηση.
Το τι θα συμβεί στο μέλλον θα εξαρτηθεί από την αντίδραση των αγορών. Αν και μετά τις προχθεσινές αποφάσεις «χτυπήσουν» την Ιταλία, είναι προφανές ότι πρέπει να ληφθούν πιο ριζικές και σοβαρές αποφάσεις, που θα θέτουν ξεκάθαρα τους κανόνες του παιχνιδιού και των σχέσεων κρατών και αγορών.
Η πρώτη αντίδραση, προχτές, ήταν συγκρατημένα θετική. Το ευρώ ενισχύθηκε, τα spreads των ομολόγων και των CDS υποχώρησαν, τα χρηματιστήρια ενισχύθηκαν. Αν αυτό συνεχιστεί, σίγουρα θα δημιουργηθεί ένα πιο εύκρατο κλίμα.
Σημαντικός ήταν, τέλος, ο ρόλος των Αμερικανών στο να ληφθεί η προχθεσινή απόφαση των Ευρωπαίων. Αν Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί, εν όψει της 2ας Αυγούστου, καταφέρουν να συνεννοηθούν και να αυξήσουν το πλαφόν του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ, τότε οι Αμερικανοί θα ανταποδώσουν το «δώρο» των Ευρωπαίων στους ίδιους, αφού τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα θα υπάρξει ανακωχή στον δημοσιονομικό και χρηματοοικονομικό πόλεμο που διεξάγεται και ο οποίος μπορεί, υπό προϋποθέσεις και με κατάλληλους χειρισμούς, να μετατραπεί σε ειρήνη, αν και κάτι τέτοιο μάλλον δεν συγκεντρώνει προσώρας μεγάλες πιθανότητες.
Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, οι Έλληνες μπορούμε να επαιρόμεθα ότι, έστω και αρνητικά, λόγω της αδυναμίας και της αβελτηρίας μας, γίναμε οι πρωταγωνιστές ώστε η Ευρώπη να ξανασκεφτεί το μέλλον της και να κάνει ένα βήμα προς την εμβάθυνση και την οικονομική και πολιτική ενοποίησή της. Μπορεί να αποδειχθεί μετέωρο, αλλά το βήμα έγινε.
Η πίεση εφεξής των ευρωπαϊκών κοινωνιών προς τις κυβερνήσεις της Ευρώπης θα ’ναι για ένα διαφορετικό μέλλον• κοινωνικά πιο δίκαιο, οικονομικά πιο ισόρροπο, θεσμικά πιο στέρεο, πολιτικά πιο δημοκρατικό και γεωπολιτικά, μέσω και του κοινού νομίσματος, πιο ελπιδοφόρο.
Μετά το Μάαστριχτ και τη Λισσαβώνα, μετά τη δημοσιονομική και νομισματική περίοδό της, η Ευρώπη καλείται να πάει σ’ έναν νέο σταθμό, γιατί όχι των Αθηνών, που θα εγκαινιάσει εν είδει διακήρυξης της Πνύκας την αμφικτιονική ευρωπαϊκή εποχή, η οποία θα εμπεριέχει την οικονομική και πολιτική διακυβέρνηση ως νέο αζιμούθιο...
Παρασκευή, Ιουλίου 15, 2011
Η αυτοχειρία της Ευρώπης (16-07-2011)
Στις 22/2/2010 γράφτηκε ένα κείμενο το οποίο με καθυστέρηση σχεδόν 17 μηνών βλέπουμε να «υιοθετείται» από την ευρωπαϊκή και παγκόσμια αρθρογραφία. Το αναδημοσιεύουμε για να το συγκρίνετε και να βγάλετε τα συμπεράσματά σας με αυτά που λέγονται σήμερα για «παιδάκια της Ευρώπης που μας κυβερνούν», κατά τον χαρακτηριστικό τίτλο της «Monde», και για τον εφησυχασμό των Ευρωπαίων ηγετών, «που θεωρούν ότι η κρίση μπορεί να περιμένει», σύμφωνα με το σχόλιο των «Financial Times».
Ανθυγιεινή μπορεί να χαρακτηριστεί η κατάσταση στην Ευρωζώνη και νεοπλασματική η σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ της Ελλάδος και των λοιπών εταίρων της. Σε κάθε δε περίπτωση, αναδεικνύεται ένα μείζον πρόβλημα πολιτικής διεύθυνσης της Ε.Ε. Στην Ευρώπη δεν υπάρχουν πλέον μεγάλοι και εμπνευσμένοι ηγέτες, όπως ο Μιτεράν, ο Κολ, η Θάτσερ ή όπως οι δικοί μας Α. Παπανδρέου και Κ. Καραμανλής.
Αυτοί που σήμερα κινούν τα νήματα στην Ευρωζώνη και στους «27» είναι μια υπαλληλική γραφειοκρατία και ένα τεχνοκρατικό στρώμα που έχουν «βάλει στο βρακί» τους τις πολιτικές ηγεσίες των κρατών-μελών, οι οποίες αποδεικνύονται κατώτερες των περιστάσεων, των αναγκών και των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ε.Ε., στις σημερινές συνθήκες κρίσης. Και βέβαια δεν διανοούμαι ότι μπορεί να υπάρχει ιδιοτέλεια, να είναι δηλαδή «διαπλεκόμενοι» με συμφέροντα των κερδοσκόπων-δανειστών.
Ελάχιστοι αμφιβάλλουν πλέον ότι, εάν υπήρχαν οι λεγόμενοι μεγάλοι πολιτικοί του παρελθόντος, θα είχε δοθεί εξαρχής ικανοποιητική λύση στο «ελληνικό πρόβλημα» και θα είχαν δρομολογηθεί διαδικασίες de facto συγκρότησης μηχανισμού για την απόκρουση των επιθέσεων που δέχεται το κοινό νόμισμα, αλλά και οι οικονομίες των κρατών-μελών, και πρώτα απ’ όλα αυτές του Νότου που έχουν αποκληθεί με το ρατσιστικό αρκτικόλεξο PIΙGS (Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία).
Από κοινού και με αίσθημα αλληλεγγύης θα είχαν αναζητήσει και ανεύρει μια νέα λοκομοτίβα ανάπτυξης για την Ευρώπη, σε συνεργασία αφενός με τις νέες οικονομικές δυνάμεις που αναδύονται στον πλανήτη (Κίνα, Ινδία κ.ά.) και αφετέρου με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, χωρίς όμως να αποκλείεται και η αντίθεση, εφόσον παρίστατο ανάγκη, με την πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμη.
Ακόμη κι αυτά όμως αν δεν είχαν καταφέρει, αποκλείεται να τους έσερνε από τη μύτη ένας Τρισέ ή κάποιος Μπαρόζο. Αυτοί θα ήταν «υπηρέτες» των πολιτικών που το Συμβούλιο Κορυφής θα επέλεγε και σε καμιά περίπτωση δεν θα γίνονταν αποδεκτά «πραξικοπήματα» όπως αυτά του προέδρου της Κομισιόν ή του προέδρου της ΕΚΤ που σημειώθηκαν κατά το πρόσφατο έκτακτο Συμβούλιο Κορυφής, όπου, ενώ μεταξύ των αρχηγών κρατών συζητήθηκε και συμφωνήθηκε η επίλυση του «ελληνικού προβλήματος», στη συνέχεια η απόφαση βραχυκυκλώθηκε από τις παρεμβάσεις των εν λόγω Κοινοτικών αξιωματούχων.
Και σίγουρα θα υπήρχε καθοδηγητικός νους ενοποίησης της Ευρωζώνης και των «27» από έναν ισχυρό άξονα των λεγόμενων μεγάλων κρατών και δεν θα είχαμε το φαινόμενο των πολλαπλών διχασμών και της πανσπερμίας των απόψεων ως προς το δέον γενέσθαι.
Θα πρέπει να θεωρείται υπέρ ή βέβαιον ότι θα είχαν θωρακίσει τις αδύναμες οικονομίες απέναντι στις επιθέσεις των hedge funds και των αγορών είτε παρέχοντας εγγυήσεις ή και ζεστό χρήμα σε περιπτώσεις δανεισμού, είτε εξαναγκάζοντας την ΕΚΤ να δέχεται, για όσο διαρκεί η κρίση, τα ομόλογα των κρατών-μελών ως ενέχυρα, ανεξαρτήτως αξιολογήσεων.
Στη σύγκρουση πολιτικής και αγορών θα υπερίσχυε η πολιτική και δεν θα επέτρεπαν στους διεθνείς τοκογλύφους να γονατίσουν τις οικονομίες κρατών-μελών, να κάνουν το ευρώ βούτυρο, να σμπαραλιάσουν την Ευρωζώνη και να θέσουν εν κινδύνω το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Θα είχαν συμπεριφερθεί ως Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες και όχι ως φοβισμένοι αρχηγοί εθνικών κρατών.
Το πρώτο λοιπόν πρόβλημα, και κατ’ εμέ το σημαντικότερο, είναι το έλλειμμα εμπνευσμένης από το ευρωπαϊκό όραμα πολιτικής ηγεσίας της Ένωσης. Μιας ηγεσίας που εντάσσει και επιλύει τις δημοσιονομικές ανισορροπίες σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο δημοκρατικής νομιμοποίησης, κοινωνικής συνοχής, αλληλεγγύης, κράτους δικαίου και αναπτυξιακού σχεδιασμού.
Μια ηγεσία δημιουργική και όχι φορμαλιστική. Μια ηγεσία ανθρώπων και κοινωνιών, και όχι αριθμών και στατιστικών ποσοστών. Μια ηγεσία αποτελεσματικών πολιτικών και όχι μετρολάγνα. Μια ηγεσία που θα ενδυναμώνει τον ευρωπαϊσμό και όχι μια ηγεσία που πυροδοτεί (άθελά της;) τον ευρωσκεπτικισμό. Γιατί αυτό γίνεται σήμερα με την ανημπόρια της Ευρωζώνης και των «27» να δώσουν ικανοποιητικές και αποτελεσματικές απαντήσεις στα δημοσιονομικά και χρηματοπιστωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα κράτη-μέλη της.
Δεν ξέρω αν ο Μπαρόζο είναι «στημένος» άνθρωπος των Αμερικανών -σίγουρα είναι εκλεκτός τους- ούτε αν το αγγλοσαξονικό λόμπι θέλει σε πρώτη φάση να διαλύσει την Ευρωζώνη και σε δεύτερη να «τεμαχίσει» σε πέντε ή έξι κύκλους κρατών την Ε.Ε.
Ως αποτέλεσμα όμως όλων των ενεργειών της ευρωπαϊκής ελίτ, αυτά που προκύπτουν είναι η ενδυνάμωση του ευρωσκεπτικισμού, η επαναφορά στο προσκήνιο της αντίθεσης Βορρά - Νότου και η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών, μέσω της ύφεσης, της ανεργίας και της βίαιης προλεταριοποίησης μεγάλων τμημάτων πληθυσμού.
Έπειτα από τρεις δεκαετίες άμβλυνσης των ταξικών αντιθέσεων, αυτές επανέρχονται σήμερα με ιδιαίτερη ένταση και απειλούν στο προβλεπτό μέλλον να διαταράξουν την κοινωνική συνοχή και ειρήνη, ενώ δεν είναι μικρός ο κίνδυνος να ξεσπάσει, λόγω και των μεγάλων μεταναστευτικών ροών στη Γηραιά Ήπειρο, ανοιχτός και βίαιος κοινωνικός πόλεμος.
Εάν δεν υπάρξουν νέες ρυθμίσεις που εκτός της νομισματικής θα προχωρήσουν και την οικονομική ενοποίηση της Ευρωζώνης, αλλά και θα εμπλουτίσουν και την πολιτική-θεσμική υπόστασή της, τότε η ευρωπαϊκή ιδέα θα υποχωρήσει και θα γνωρίσουν άνθηση ο ευρωσκεπτικισμός και ο λαϊκιστικός εθνικισμός με απρόβλεπτες παρενέργειες.
Τούτων δοθέντων, η υπεράσπιση της Ελλάδος, αλλά και του συνόλου των PIIGS, είναι πρωταρχικής σημασίας για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Εάν η χώρα μας αναγκαστεί να προσφύγει στο ΔΝΤ, δεν θα δοκιμαστεί πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά μόνον η ίδια, αλλά θα ανοίξει και η κερκόπορτα για να αλωθεί η Ευρωζώνη. Αυτό είναι ευθύνη των ηγεσιών της ίδιας της Ευρωζώνης, και κυρίως της Γαλλίας και της Γερμανίας, να μη συμβεί.
Δεν ξέρω αν οι Γερμανοί ιθύνοντες είναι τόσο κοντόθωροι. Πάντως το να επιθυμούν να υποχωρήσει το ευρώ έναντι του δολαρίου, μέσω της δοκιμασίας της Ελλάδος, προκειμένου να τονωθούν οι εξαγωγές τους είναι σαν να παίζουν με τη φωτιά.
Κοντόθωροι -αν όχι και ηλίθιοι- είναι και όσοι τυχόν άλλοι (Βρετανοί, Σκανδιναβοί, πρώην Ανατολικοευρωπαίοι) θεωρούν ότι η αμφισβήτηση της Ευρωζώνης δεν θα πλήξει και το σύνολο της Ένωσης. Στρατηγική επιδίωξη όλων, ακόμη και της βαυκαλιζόμενης με το αυτοκρατορικό της παρελθόν Βρετανίας, θα έπρεπε να είναι η διεύρυνση της Ευρωζώνης και η θεσμική ολοκλήρωση της Ε.Ε. μέσω της οικονομικής και στρατιωτικής ενοποίησης.
Η πρόσδεσή τους στο αμερικανικό άρμα μπορεί πρόσκαιρα να τους ωφελεί, αλλά στο μέλλον η παγκοσμιοποίηση, και σε καταμερισμό εργασίας και σε κατανομή ισχύος, θα αναφέρεται και θα αφορά σε μεγάλα και ομογενοποιημένα κατά το δυνατόν σύνολα, και όχι σε εθνικές «κουτσουλιές»-δορυφόρους τους.
Εάν η Ελλάδα, αναγκαζόμενη εκ των πραγμάτων, πραγματοποιήσει την απειλή της, και προσφύγει είτε μονομερώς είτε υπό κάποια ευρωπαϊκή δήθεν ομπρέλα στο ΔΝΤ, τότε η Ευρωζώνη και συνολικά η Ε.Ε. εισέρχονται σε μια νέα, εντελώς διαφορετική, φάση, για την οποία κανείς, περιλαμβανομένης και της Γερμανίας, δεν είναι προετοιμασμένος.
Σίγουρα θα είναι προβληματικό για τη χώρα μας να τα «σπάσει» με τους εταίρους της, εξίσου προβληματικό όμως θα είναι και για την Ευρωζώνη, που θα δει να τινάζεται στον αέρα η υπόστασή της.
Από αυτή την άποψη έχει δίκιο ο Γ. Παπανδρέου όταν λέει ότι κάποιοι προσπαθούν να κάνουν την Ελλάδα «πειραματόζωο». Μόνον που αυτοί που το επιχειρούν έχουν ξεχάσει τον Φρανκενστάιν. Ούτε έτοιμη είναι η Ευρωζώνη για ένα τέτοιο πείραμα ούτε είναι σίγουρο ότι δεν θα τρομάξει από το «δημιούργημά» της, και βέβαια ουδείς μπορεί να της εγγυηθεί ότι αυτό δεν θα την κατασπαράξει.
Ας αφήσουν λοιπόν τους εκβιασμούς, τα πειράματα και τις κουτοπονηριές και ας σταματήσουν να κλείνουν το μάτι στην Ελλάδα για προσφυγή της στο ΔΝΤ. Ας σπεύσουν να τη βοηθήσουν γιατί ο ιός μπορεί να εξαπλωθεί και οι ίδιοι, δεν έχουν παρασκευάσει το αντίδοτο. Είναι δε αδαείς όσοι αναλυτές -είτε εγχώριοι είτε της αλλοδαπής- νομίζουν ότι το πρόβλημα το έχει αποκλειστικά η Ελλάδα και πρέπει παντί τρόπω να συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις, παίρνοντας συνεχώς πρόσθετα μέτρα.
Το πρόβλημα έχει δύο όψεις. Σαφέστατα και η Ελλάδα πρέπει με συνέπεια να επιμείνει στη διόρθωση των δημοσιονομικών της ανισορροπιών. Σαφέστατα και πρέπει να υλοποιήσει, χωρίς παρέκκλιση, το Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατέθεσε.
Σαφέστατα και πρέπει, εάν και εφόσον χρειαστεί ή κρίνει ότι χρειάζεται, πριν από τη 15η Μαρτίου να λάβει πρόσθετα μέτρα προκειμένου να μην της επιβληθούν άνωθεν και ερήμην της. Σαφέστατα και πρέπει να προχωρήσει σε τομές, μεταρρυθμίσεις και αλλαγές που θα αντιμετωπίζουν χρόνιες αγκυλώσεις και παθογένειες του κράτους και της οικονομίας της.
Υπάρχει, όμως, και ένα όριο. Η Ελλάδα πρέπει και μπορεί να αναπνέει όσο θα επιχειρεί να φέρει εις πέρας αυτό το δύσκολο έργο. Θα πρέπει να παραμείνει ζωντανή για να τα κάνει όλα αυτά. Και για να παραμείνει ζωντανή και να μη γονατίσει και πτωχεύσει, θα πρέπει οι εταίροι της να τη συνδράμουν, και όχι να την απειλούν ή να της κουνούν απειλητικά το δάκτυλο, εγκαλώντας την για την αναξιοπιστία του παρελθόντος της.
Καλές οι πολιτικές δηλώσεις στήριξης, αλλά με τα λόγια δεν χόρτασε κανείς, ούτε εξασφάλισε τα προς το ζην. Εάν δεν υπάρξει και συγκεκριμένη οικονομική βοήθεια όταν χρειαστεί να βγει για δανεισμό, τότε θα γίνει βορά των αρπακτικών της διεθνούς τοκογλυφίας.
Και δεν πιστεύω ότι υπάρχει έστω ένας πολιτικός, ούτε στα καθ’ ημάς ούτε στον κόσμο ολόκληρο, ο οποίος δεν θα αναζητούσε από οπουδήποτε αλλού βοήθεια προκειμένου να μη χρεοκοπήσει η χώρα του. Και αυτό πρέπει να πράξει και ο Γ. Παπανδρέου.
Αφ’ ης στιγμής έχουμε από τη μια μεριά τους εταίρους μας που μας λένε «πάρτε αυτά τα μέτρα, αλλά χρήμα δεν υπάρχει» και από την άλλη το ΔΝΤ που λέει «πάρτε πάνω-κάτω τα ίδια μέτρα, αλλά πάρτε και 30 δισ.», θα ήταν λάθος να μην επιλέξει το ΔΝΤ, με όποιες συνέπειες μπορεί αυτό να έχει στη χώρα (που θα έχει, αλλά όχι και να μας θέσει εκτός ευρωπαϊκής οικογένειας), αλλά και στην υπόσταση της Ευρωζώνης.
Αυτή τη στιγμή παίζεται ένα πολύ σκληρό πόκερ μεταξύ της Ελλάδος και των χωρών πρωτίστως της Ευρωζώνης. Το ρίσκο είναι μεγάλο και για τους δύο. Το παιχνίδι θα το κερδίσει αυτός που δεν μπλοφάρει. Αυτός που έχει αποφασίσει ότι μπορεί να συνεχίσει να ζει και μετά το παιχνίδι. Οι Γάλλοι και οι Λουξεμβούργιοι δεν θέλουν με τίποτε το ΔΝΤ. Άγγλοι, Σουηδοί και Δανοί μάς προτρέπουν να καταφύγουμε σ’ αυτό. Οι άλλοι επισήμως λένε «Όχι» στο ΔΝΤ, αλλά ανεπισήμως μας ψιθυρίζουν ότι καλόν θα ήταν να το δοκιμάσουμε.
Η παρτίδα εντέλει θα εξαρτηθεί από τη στάση που θα κρατήσει η Γερμανία. Προσώρας επιμένει ότι δεν συναινεί στο να δοθεί στην Ελλάδα οικονομική βοήθεια. Ελπίζω ότι την τελευταία στιγμή, όταν θα χρειαστεί η Ελλάδα να βγει εκ νέου για δανεισμό, θα μεταβάλει γνώμη. Εάν δεν το πράξει, θα θέσει σε ισχυρή δοκιμασία την αξιοπιστία της Ευρωζώνης, καθώς οι ηγέτες της δεσμεύτηκαν ότι -εκτός από την πολιτική δήλωση υποστήριξης προς την Ελλάδα- ετοιμάζεται και ο μηχανισμός πρακτικής ενίσχυσής της, εφόσον αυτό καταστεί αναγκαίο και υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα μας θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της.
Εάν η χώρα μας πράξει τα δέοντα -και μάλλον ουδείς αμφιβάλλει ότι θα το κάνει- και η δέσμευση των αρχηγών-κρατών αποδειχθεί κενή περιεχομένου, τότε έκθετη θα είναι όχι η Ελλάδα, αλλά η Ευρωζώνη και οι «27».
Εξάλλου η Γερμανία της κ. Μέρκελ θα έχει να διαλέξει ανάμεσα στη σωτηρία μιας μικρής χώρας και στη σωτηρία της Ευρωζώνης, που σαφέστατα για την ίδια αποτελεί υπέρτατο αγαθό. Διαφορετικά, θα δικαιώσει αναδρομικά τον χαρακτηρισμό του Θόδ. Πάγκαλου ότι «είναι γίγαντας με μυαλό νάνου».
Το άρθρο γράφτηκε σ’ αυτή εδώ τη στήλη από τον υπογράφοντα. Και το αναδημοσιεύω όχι γιατί θέλω να βλογήσω τα γένια μου, που δεν έχω, αλλά για να καταδείξω τη διανοητική αναπηρία της εγχώριας δημοσιογραφίας, η οποία «ανακάλυψε» με θαυμασμό και δέος τα «παιδάκια» και τα έκανε πρωτοσέλιδα. Παρόμοιες προσεγγίσεις σε ανύποπτο χρόνο, πριν ή και μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου της Ελλάδας με την τρόικα, είχαν γίνει και από άλλες στήλες άλλων ελληνικών εφημερίδων.
Ίσως είναι μια ευκαιρία να συλλεγούν όλα αυτά τα κείμενα και να αποσταλούν στους Ευρωπαίους και άλλους συναδέλφους, με τη σημείωση ότι, όταν εμείς τα γράφαμε, αυτοί περιέπαιζαν τους Έλληνες ως τεμπέληδες, ανίκανους και διεφθαρμένους, ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που με πύρινα άρθρα ζητούσαν από τους ηγέτες (τα «παιδάκια» δηλαδή) της Ε.Ε. να μας τιμωρήσουν παραδειγματικά ή και να μας αποβάλουν από την ευρωζώνη.
Ανθυγιεινή μπορεί να χαρακτηριστεί η κατάσταση στην Ευρωζώνη και νεοπλασματική η σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ της Ελλάδος και των λοιπών εταίρων της. Σε κάθε δε περίπτωση, αναδεικνύεται ένα μείζον πρόβλημα πολιτικής διεύθυνσης της Ε.Ε. Στην Ευρώπη δεν υπάρχουν πλέον μεγάλοι και εμπνευσμένοι ηγέτες, όπως ο Μιτεράν, ο Κολ, η Θάτσερ ή όπως οι δικοί μας Α. Παπανδρέου και Κ. Καραμανλής.
Αυτοί που σήμερα κινούν τα νήματα στην Ευρωζώνη και στους «27» είναι μια υπαλληλική γραφειοκρατία και ένα τεχνοκρατικό στρώμα που έχουν «βάλει στο βρακί» τους τις πολιτικές ηγεσίες των κρατών-μελών, οι οποίες αποδεικνύονται κατώτερες των περιστάσεων, των αναγκών και των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ε.Ε., στις σημερινές συνθήκες κρίσης. Και βέβαια δεν διανοούμαι ότι μπορεί να υπάρχει ιδιοτέλεια, να είναι δηλαδή «διαπλεκόμενοι» με συμφέροντα των κερδοσκόπων-δανειστών.
Ελάχιστοι αμφιβάλλουν πλέον ότι, εάν υπήρχαν οι λεγόμενοι μεγάλοι πολιτικοί του παρελθόντος, θα είχε δοθεί εξαρχής ικανοποιητική λύση στο «ελληνικό πρόβλημα» και θα είχαν δρομολογηθεί διαδικασίες de facto συγκρότησης μηχανισμού για την απόκρουση των επιθέσεων που δέχεται το κοινό νόμισμα, αλλά και οι οικονομίες των κρατών-μελών, και πρώτα απ’ όλα αυτές του Νότου που έχουν αποκληθεί με το ρατσιστικό αρκτικόλεξο PIΙGS (Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία).
Από κοινού και με αίσθημα αλληλεγγύης θα είχαν αναζητήσει και ανεύρει μια νέα λοκομοτίβα ανάπτυξης για την Ευρώπη, σε συνεργασία αφενός με τις νέες οικονομικές δυνάμεις που αναδύονται στον πλανήτη (Κίνα, Ινδία κ.ά.) και αφετέρου με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, χωρίς όμως να αποκλείεται και η αντίθεση, εφόσον παρίστατο ανάγκη, με την πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμη.
Ακόμη κι αυτά όμως αν δεν είχαν καταφέρει, αποκλείεται να τους έσερνε από τη μύτη ένας Τρισέ ή κάποιος Μπαρόζο. Αυτοί θα ήταν «υπηρέτες» των πολιτικών που το Συμβούλιο Κορυφής θα επέλεγε και σε καμιά περίπτωση δεν θα γίνονταν αποδεκτά «πραξικοπήματα» όπως αυτά του προέδρου της Κομισιόν ή του προέδρου της ΕΚΤ που σημειώθηκαν κατά το πρόσφατο έκτακτο Συμβούλιο Κορυφής, όπου, ενώ μεταξύ των αρχηγών κρατών συζητήθηκε και συμφωνήθηκε η επίλυση του «ελληνικού προβλήματος», στη συνέχεια η απόφαση βραχυκυκλώθηκε από τις παρεμβάσεις των εν λόγω Κοινοτικών αξιωματούχων.
Και σίγουρα θα υπήρχε καθοδηγητικός νους ενοποίησης της Ευρωζώνης και των «27» από έναν ισχυρό άξονα των λεγόμενων μεγάλων κρατών και δεν θα είχαμε το φαινόμενο των πολλαπλών διχασμών και της πανσπερμίας των απόψεων ως προς το δέον γενέσθαι.
Θα πρέπει να θεωρείται υπέρ ή βέβαιον ότι θα είχαν θωρακίσει τις αδύναμες οικονομίες απέναντι στις επιθέσεις των hedge funds και των αγορών είτε παρέχοντας εγγυήσεις ή και ζεστό χρήμα σε περιπτώσεις δανεισμού, είτε εξαναγκάζοντας την ΕΚΤ να δέχεται, για όσο διαρκεί η κρίση, τα ομόλογα των κρατών-μελών ως ενέχυρα, ανεξαρτήτως αξιολογήσεων.
Στη σύγκρουση πολιτικής και αγορών θα υπερίσχυε η πολιτική και δεν θα επέτρεπαν στους διεθνείς τοκογλύφους να γονατίσουν τις οικονομίες κρατών-μελών, να κάνουν το ευρώ βούτυρο, να σμπαραλιάσουν την Ευρωζώνη και να θέσουν εν κινδύνω το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Θα είχαν συμπεριφερθεί ως Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες και όχι ως φοβισμένοι αρχηγοί εθνικών κρατών.
Το πρώτο λοιπόν πρόβλημα, και κατ’ εμέ το σημαντικότερο, είναι το έλλειμμα εμπνευσμένης από το ευρωπαϊκό όραμα πολιτικής ηγεσίας της Ένωσης. Μιας ηγεσίας που εντάσσει και επιλύει τις δημοσιονομικές ανισορροπίες σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο δημοκρατικής νομιμοποίησης, κοινωνικής συνοχής, αλληλεγγύης, κράτους δικαίου και αναπτυξιακού σχεδιασμού.
Μια ηγεσία δημιουργική και όχι φορμαλιστική. Μια ηγεσία ανθρώπων και κοινωνιών, και όχι αριθμών και στατιστικών ποσοστών. Μια ηγεσία αποτελεσματικών πολιτικών και όχι μετρολάγνα. Μια ηγεσία που θα ενδυναμώνει τον ευρωπαϊσμό και όχι μια ηγεσία που πυροδοτεί (άθελά της;) τον ευρωσκεπτικισμό. Γιατί αυτό γίνεται σήμερα με την ανημπόρια της Ευρωζώνης και των «27» να δώσουν ικανοποιητικές και αποτελεσματικές απαντήσεις στα δημοσιονομικά και χρηματοπιστωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα κράτη-μέλη της.
Δεν ξέρω αν ο Μπαρόζο είναι «στημένος» άνθρωπος των Αμερικανών -σίγουρα είναι εκλεκτός τους- ούτε αν το αγγλοσαξονικό λόμπι θέλει σε πρώτη φάση να διαλύσει την Ευρωζώνη και σε δεύτερη να «τεμαχίσει» σε πέντε ή έξι κύκλους κρατών την Ε.Ε.
Ως αποτέλεσμα όμως όλων των ενεργειών της ευρωπαϊκής ελίτ, αυτά που προκύπτουν είναι η ενδυνάμωση του ευρωσκεπτικισμού, η επαναφορά στο προσκήνιο της αντίθεσης Βορρά - Νότου και η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών, μέσω της ύφεσης, της ανεργίας και της βίαιης προλεταριοποίησης μεγάλων τμημάτων πληθυσμού.
Έπειτα από τρεις δεκαετίες άμβλυνσης των ταξικών αντιθέσεων, αυτές επανέρχονται σήμερα με ιδιαίτερη ένταση και απειλούν στο προβλεπτό μέλλον να διαταράξουν την κοινωνική συνοχή και ειρήνη, ενώ δεν είναι μικρός ο κίνδυνος να ξεσπάσει, λόγω και των μεγάλων μεταναστευτικών ροών στη Γηραιά Ήπειρο, ανοιχτός και βίαιος κοινωνικός πόλεμος.
Εάν δεν υπάρξουν νέες ρυθμίσεις που εκτός της νομισματικής θα προχωρήσουν και την οικονομική ενοποίηση της Ευρωζώνης, αλλά και θα εμπλουτίσουν και την πολιτική-θεσμική υπόστασή της, τότε η ευρωπαϊκή ιδέα θα υποχωρήσει και θα γνωρίσουν άνθηση ο ευρωσκεπτικισμός και ο λαϊκιστικός εθνικισμός με απρόβλεπτες παρενέργειες.
Τούτων δοθέντων, η υπεράσπιση της Ελλάδος, αλλά και του συνόλου των PIIGS, είναι πρωταρχικής σημασίας για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Εάν η χώρα μας αναγκαστεί να προσφύγει στο ΔΝΤ, δεν θα δοκιμαστεί πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά μόνον η ίδια, αλλά θα ανοίξει και η κερκόπορτα για να αλωθεί η Ευρωζώνη. Αυτό είναι ευθύνη των ηγεσιών της ίδιας της Ευρωζώνης, και κυρίως της Γαλλίας και της Γερμανίας, να μη συμβεί.
Δεν ξέρω αν οι Γερμανοί ιθύνοντες είναι τόσο κοντόθωροι. Πάντως το να επιθυμούν να υποχωρήσει το ευρώ έναντι του δολαρίου, μέσω της δοκιμασίας της Ελλάδος, προκειμένου να τονωθούν οι εξαγωγές τους είναι σαν να παίζουν με τη φωτιά.
Κοντόθωροι -αν όχι και ηλίθιοι- είναι και όσοι τυχόν άλλοι (Βρετανοί, Σκανδιναβοί, πρώην Ανατολικοευρωπαίοι) θεωρούν ότι η αμφισβήτηση της Ευρωζώνης δεν θα πλήξει και το σύνολο της Ένωσης. Στρατηγική επιδίωξη όλων, ακόμη και της βαυκαλιζόμενης με το αυτοκρατορικό της παρελθόν Βρετανίας, θα έπρεπε να είναι η διεύρυνση της Ευρωζώνης και η θεσμική ολοκλήρωση της Ε.Ε. μέσω της οικονομικής και στρατιωτικής ενοποίησης.
Η πρόσδεσή τους στο αμερικανικό άρμα μπορεί πρόσκαιρα να τους ωφελεί, αλλά στο μέλλον η παγκοσμιοποίηση, και σε καταμερισμό εργασίας και σε κατανομή ισχύος, θα αναφέρεται και θα αφορά σε μεγάλα και ομογενοποιημένα κατά το δυνατόν σύνολα, και όχι σε εθνικές «κουτσουλιές»-δορυφόρους τους.
Εάν η Ελλάδα, αναγκαζόμενη εκ των πραγμάτων, πραγματοποιήσει την απειλή της, και προσφύγει είτε μονομερώς είτε υπό κάποια ευρωπαϊκή δήθεν ομπρέλα στο ΔΝΤ, τότε η Ευρωζώνη και συνολικά η Ε.Ε. εισέρχονται σε μια νέα, εντελώς διαφορετική, φάση, για την οποία κανείς, περιλαμβανομένης και της Γερμανίας, δεν είναι προετοιμασμένος.
Σίγουρα θα είναι προβληματικό για τη χώρα μας να τα «σπάσει» με τους εταίρους της, εξίσου προβληματικό όμως θα είναι και για την Ευρωζώνη, που θα δει να τινάζεται στον αέρα η υπόστασή της.
Από αυτή την άποψη έχει δίκιο ο Γ. Παπανδρέου όταν λέει ότι κάποιοι προσπαθούν να κάνουν την Ελλάδα «πειραματόζωο». Μόνον που αυτοί που το επιχειρούν έχουν ξεχάσει τον Φρανκενστάιν. Ούτε έτοιμη είναι η Ευρωζώνη για ένα τέτοιο πείραμα ούτε είναι σίγουρο ότι δεν θα τρομάξει από το «δημιούργημά» της, και βέβαια ουδείς μπορεί να της εγγυηθεί ότι αυτό δεν θα την κατασπαράξει.
Ας αφήσουν λοιπόν τους εκβιασμούς, τα πειράματα και τις κουτοπονηριές και ας σταματήσουν να κλείνουν το μάτι στην Ελλάδα για προσφυγή της στο ΔΝΤ. Ας σπεύσουν να τη βοηθήσουν γιατί ο ιός μπορεί να εξαπλωθεί και οι ίδιοι, δεν έχουν παρασκευάσει το αντίδοτο. Είναι δε αδαείς όσοι αναλυτές -είτε εγχώριοι είτε της αλλοδαπής- νομίζουν ότι το πρόβλημα το έχει αποκλειστικά η Ελλάδα και πρέπει παντί τρόπω να συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις, παίρνοντας συνεχώς πρόσθετα μέτρα.
Το πρόβλημα έχει δύο όψεις. Σαφέστατα και η Ελλάδα πρέπει με συνέπεια να επιμείνει στη διόρθωση των δημοσιονομικών της ανισορροπιών. Σαφέστατα και πρέπει να υλοποιήσει, χωρίς παρέκκλιση, το Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατέθεσε.
Σαφέστατα και πρέπει, εάν και εφόσον χρειαστεί ή κρίνει ότι χρειάζεται, πριν από τη 15η Μαρτίου να λάβει πρόσθετα μέτρα προκειμένου να μην της επιβληθούν άνωθεν και ερήμην της. Σαφέστατα και πρέπει να προχωρήσει σε τομές, μεταρρυθμίσεις και αλλαγές που θα αντιμετωπίζουν χρόνιες αγκυλώσεις και παθογένειες του κράτους και της οικονομίας της.
Υπάρχει, όμως, και ένα όριο. Η Ελλάδα πρέπει και μπορεί να αναπνέει όσο θα επιχειρεί να φέρει εις πέρας αυτό το δύσκολο έργο. Θα πρέπει να παραμείνει ζωντανή για να τα κάνει όλα αυτά. Και για να παραμείνει ζωντανή και να μη γονατίσει και πτωχεύσει, θα πρέπει οι εταίροι της να τη συνδράμουν, και όχι να την απειλούν ή να της κουνούν απειλητικά το δάκτυλο, εγκαλώντας την για την αναξιοπιστία του παρελθόντος της.
Καλές οι πολιτικές δηλώσεις στήριξης, αλλά με τα λόγια δεν χόρτασε κανείς, ούτε εξασφάλισε τα προς το ζην. Εάν δεν υπάρξει και συγκεκριμένη οικονομική βοήθεια όταν χρειαστεί να βγει για δανεισμό, τότε θα γίνει βορά των αρπακτικών της διεθνούς τοκογλυφίας.
Και δεν πιστεύω ότι υπάρχει έστω ένας πολιτικός, ούτε στα καθ’ ημάς ούτε στον κόσμο ολόκληρο, ο οποίος δεν θα αναζητούσε από οπουδήποτε αλλού βοήθεια προκειμένου να μη χρεοκοπήσει η χώρα του. Και αυτό πρέπει να πράξει και ο Γ. Παπανδρέου.
Αφ’ ης στιγμής έχουμε από τη μια μεριά τους εταίρους μας που μας λένε «πάρτε αυτά τα μέτρα, αλλά χρήμα δεν υπάρχει» και από την άλλη το ΔΝΤ που λέει «πάρτε πάνω-κάτω τα ίδια μέτρα, αλλά πάρτε και 30 δισ.», θα ήταν λάθος να μην επιλέξει το ΔΝΤ, με όποιες συνέπειες μπορεί αυτό να έχει στη χώρα (που θα έχει, αλλά όχι και να μας θέσει εκτός ευρωπαϊκής οικογένειας), αλλά και στην υπόσταση της Ευρωζώνης.
Αυτή τη στιγμή παίζεται ένα πολύ σκληρό πόκερ μεταξύ της Ελλάδος και των χωρών πρωτίστως της Ευρωζώνης. Το ρίσκο είναι μεγάλο και για τους δύο. Το παιχνίδι θα το κερδίσει αυτός που δεν μπλοφάρει. Αυτός που έχει αποφασίσει ότι μπορεί να συνεχίσει να ζει και μετά το παιχνίδι. Οι Γάλλοι και οι Λουξεμβούργιοι δεν θέλουν με τίποτε το ΔΝΤ. Άγγλοι, Σουηδοί και Δανοί μάς προτρέπουν να καταφύγουμε σ’ αυτό. Οι άλλοι επισήμως λένε «Όχι» στο ΔΝΤ, αλλά ανεπισήμως μας ψιθυρίζουν ότι καλόν θα ήταν να το δοκιμάσουμε.
Η παρτίδα εντέλει θα εξαρτηθεί από τη στάση που θα κρατήσει η Γερμανία. Προσώρας επιμένει ότι δεν συναινεί στο να δοθεί στην Ελλάδα οικονομική βοήθεια. Ελπίζω ότι την τελευταία στιγμή, όταν θα χρειαστεί η Ελλάδα να βγει εκ νέου για δανεισμό, θα μεταβάλει γνώμη. Εάν δεν το πράξει, θα θέσει σε ισχυρή δοκιμασία την αξιοπιστία της Ευρωζώνης, καθώς οι ηγέτες της δεσμεύτηκαν ότι -εκτός από την πολιτική δήλωση υποστήριξης προς την Ελλάδα- ετοιμάζεται και ο μηχανισμός πρακτικής ενίσχυσής της, εφόσον αυτό καταστεί αναγκαίο και υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα μας θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της.
Εάν η χώρα μας πράξει τα δέοντα -και μάλλον ουδείς αμφιβάλλει ότι θα το κάνει- και η δέσμευση των αρχηγών-κρατών αποδειχθεί κενή περιεχομένου, τότε έκθετη θα είναι όχι η Ελλάδα, αλλά η Ευρωζώνη και οι «27».
Εξάλλου η Γερμανία της κ. Μέρκελ θα έχει να διαλέξει ανάμεσα στη σωτηρία μιας μικρής χώρας και στη σωτηρία της Ευρωζώνης, που σαφέστατα για την ίδια αποτελεί υπέρτατο αγαθό. Διαφορετικά, θα δικαιώσει αναδρομικά τον χαρακτηρισμό του Θόδ. Πάγκαλου ότι «είναι γίγαντας με μυαλό νάνου».
Το άρθρο γράφτηκε σ’ αυτή εδώ τη στήλη από τον υπογράφοντα. Και το αναδημοσιεύω όχι γιατί θέλω να βλογήσω τα γένια μου, που δεν έχω, αλλά για να καταδείξω τη διανοητική αναπηρία της εγχώριας δημοσιογραφίας, η οποία «ανακάλυψε» με θαυμασμό και δέος τα «παιδάκια» και τα έκανε πρωτοσέλιδα. Παρόμοιες προσεγγίσεις σε ανύποπτο χρόνο, πριν ή και μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου της Ελλάδας με την τρόικα, είχαν γίνει και από άλλες στήλες άλλων ελληνικών εφημερίδων.
Ίσως είναι μια ευκαιρία να συλλεγούν όλα αυτά τα κείμενα και να αποσταλούν στους Ευρωπαίους και άλλους συναδέλφους, με τη σημείωση ότι, όταν εμείς τα γράφαμε, αυτοί περιέπαιζαν τους Έλληνες ως τεμπέληδες, ανίκανους και διεφθαρμένους, ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που με πύρινα άρθρα ζητούσαν από τους ηγέτες (τα «παιδάκια» δηλαδή) της Ε.Ε. να μας τιμωρήσουν παραδειγματικά ή και να μας αποβάλουν από την ευρωζώνη.
Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]