Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 20, 2010

 

Το διπλό λάθος Σαμαρά (18-09-2010)

Η ώρα της κρίσης για τον Αντώνη Σαμαρά έφτασε. Σήμερα, ενώπιον των παραγωγικών τάξεων, θα πρέπει, με την ομιλία του στη ΔΕΘ, να λύσει έναν γρίφο. Τον γρίφο του μνημονίου.

Θα πρέπει να εξηγήσει, ιδιαίτερα στον επιχειρηματικό κόσμο, πώς μπορεί ένα αστικό κόμμα, όπως η Ν.Δ., να καταγγέλλει το μνημόνιο και η ρητορική του εν πολλοίς να ταυτίζεται με τον συνήθη λαϊκισμό της κομμουνιστογενούς Αριστεράς. Θα πρέπει να αποδείξει ότι όντως υπήρχε άλλος ρεαλιστικός και εφικτός δρόμος από αυτόν της συμφωνίας με την τρόικα. Θα πρέπει να παρουσιάσει σοβαρά επιχειρήματα άσκησης διαφορετικής δημοσιονομικής πολιτικής σε συνθήκες ουσιαστικής πτώχευσης της χώρας. Και, βέβαια, θα πρέπει με σαφήνεια και πειθώ να εξηγήσει γιατί επέλεξε τις αυτοδιοικητικές εκλογές ως πεδίο μετωπικής σύγκρουσης με την κυβέρνηση στη βάση του μνημονίου.

Ο Αντ. Σαμαράς έκανε ένα βασικό πολιτικό λάθος καταψηφίζοντας το μνημόνιο. Και το συνεχίζει, ανεβάζοντας συνεχώς τους καταγγελτικούς τόνους. Η στρατηγική που επέλεξε προσιδιάζει περισσότερο σε κόμμα διαμαρτυρίας παρά σε κυβερνητική παράταξη. Η Ν.Δ. έπρεπε να έχει ψηφίσει στη Βουλή το μνημόνιο, προβάλλοντας ταυτόχρονα μια σειρά από ενστάσεις. Έτσι, και αξιόπιστη θα ήταν σήμερα στην κριτική της και συνεπής στις αρχές και τη φιλοσοφία της ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς. Αντί να διορθώσει το πρώτο της λάθος, θέλει και να το επιβεβαιώσει στην κάλπη του Νοεμβρίου.

Ας πούμε ότι το αντιμνημονιακό μέτωπο επικρατεί στις εκλογές του Νοεμβρίου. Τι θα συμβεί; Το ακραίο σενάριο είναι να μην αντέξει η κυβέρνηση την πολιτική πίεση και να οδηγηθούμε σε εκλογές.

Στην περίπτωση αυτή, τρία τινά μπορεί να συμβούν. Είτε ο Γ. Παπανδρέου θα ξανακερδίσει τις εκλογές και θα σχηματίσει εκ νέου, έστω και «ψαλιδισμένη», αυτοδύναμη κυβέρνηση, είτε δεν θα υπάρξει για κανέναν αυτοδυναμία, οπότε είναι καλύτερα να το κλείσουμε το «μαγαζί», είτε θα κερδίσει τις εκλογές ο Αντ. Σαμαράς.

Στην τελευταία περίπτωση, όχι το υπάρχον μνημόνιο, αλλά κι ακόμη ένα θα υποχρεωθεί να υπογράψει η κυβέρνησή του. Εκτός κι αν θεωρεί ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο τα παρουσιάζει η κυβέρνηση.

Το ήπιο σενάριο είναι να ηττηθεί το ΠΑΣΟΚ στις περιφερειακές εκλογές, αλλά ο Γ. Παπανδρέου να μη λάβει υπ’ όψιν του το αποτέλεσμα και να συνεχίσει την πολιτική που έχει επιλέξει.

Στην περίπτωση αυτή, τα πράγματα θα δυσκολέψουν για τη χώρα, καθώς θα φουντώσει το διεκδικητικό κίνημα και θα οξυνθεί ο λαϊκισμός. Τα μηνύματα που θα λάβουν οι εταίροι μας, η τρόικα και οι διεθνείς αγορές θα είναι αρνητικά και θα αυξηθεί η επιφυλακτικότητά τους, καθώς θα εκτιμήσουν, και ορθώς, ότι η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα τίθεται εν αμφιβόλω, οπότε κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα το εγχείρημα της εξυγίανσης της οικονομίας. Και, το κυριότερο, θα αισθανθούν ότι μπορεί να χάσουν τα λεφτά που μας δάνεισαν.

Στην περίπτωση της πολιτικής αστάθειας, είναι προφανές ότι οι διεθνείς αγορές θα παραμείνουν κλειστές για το ελληνικό Δημόσιο, τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις. Αν, όμως, η χώρα μέχρι να γίνουν οι επόμενες εκλογές δεν έχει καταφέρει να ξαναβγεί για δανεισμό στις διεθνείς αγορές, τότε η επόμενη κυβέρνηση όχι ένα, αλλά δέκα μνημόνια θα πρέπει να υπογράψει.

Και, βέβαια, υπάρχει το σενάριο στις περιφερειακές εκλογές να πρασινίσει ο χάρτης. Στην περίπτωση αυτή ο Αντ. Σαμαράς θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Έχοντας δύο χαίνουσες πληγές, τον Καρατζαφέρη και την Μπακογιάννη, η κεντροδεξιά παράταξη θα δοκιμαστεί σκληρά, καθώς σε μια τέτοια εξέλιξη θα ζητήσουν τον λόγο και οι καραμανλικοί, που αισθάνονται περιθωριοποιημένοι σε μια παράταξη της οποίας σε μεγάλο βαθμό η συγκολλητική ουσία είναι ο καραμανλισμός, όπως αντίστοιχα για το ΠΑΣΟΚ είναι ο παπανδρεϊσμός.

Γι’ αυτό ήταν λάθος του Αντ. Σαμαρά η καταψήφιση του μνημονίου και είναι διπλό λάθος που συνεχίζει τον αντιμνημονιακό αγώνα.

Η Ν.Δ., λόγω και του βεβαρημένου πρόσφατου κυβερνητικού παρελθόντος της, έπρεπε να στήνει κοινωνικά μέτωπα που να αποδομούν την κυβερνητική πολιτική και όχι να πολώνει τις δημόσιες υποθέσεις μεταξύ «μνημόνων» και «αμνημόνων». Μόνον έτσι θα εισέπραττε πολιτικά και εκλογικά την κοινωνική δυσφορία. Αν είχε αποδεχθεί εξαρχής το σχέδιο διάσωσης της χώρας, θα μπορούσαν να γίνουν πιστευτές σήμερα οι ενστάσεις και οι αντιρρήσεις της.

Ταυτόχρονα, η νέα ηγεσία θα είχε επιδείξει υπευθυνότητα, σε αντιδιαστολή με την ανευθυνότητα της διακυβέρνησης Καραμανλή, η οποία σε σημαντικό βαθμό είναι υπαίτια για την κατάσταση που βρίσκεται η χώρα. Τώρα εμφανίζεται ως «κλασικό» κόμμα που άλλα πράττει ως κυβέρνηση και άλλα λέει ως αντιπολίτευση. Μόνον που αυτό το μοντέλο κόμματος είναι παρωχημένο. Γι’ αυτό άλλωστε η Ν.Δ. δεν εισπράττει σχεδόν τίποτε από τη φθορά του ΠΑΣΟΚ.

Επίσης, είναι για γέλια και για πολιτικά νήπια η θεωρία ότι οδηγήθηκε στην αντιμνημονιακή στρατηγική επειδή δήθεν δεν ήθελε να αφήσει το πεδίο ελεύθερο στην Αριστερά. Αυτά μόνον πολιτικά μύωπες ή αριστεριστές μπορούν να τα λένε ή να τα πλασάρουν ως πολιτική στρατηγική εξουσίας για ένα κυβερνητικό κόμμα.

Στη χώρα μας, παρά τα όσα λέγονται για τον δικομματισμό, όταν έχουμε εκλογές οι Έλληνες επιλέγουν μία από τις δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις. Κι αυτό επειδή είναι οι μόνες που έχουν σχέδιο, βούληση και πρόγραμμα διακυβέρνησης. Στο ενδιάμεσο των εκλογών οι Έλληνες μπορούν να αγαπούν τον Τσίπρα, τον Καρατζαφέρη, την Παπαρήγα, τους Οικολόγους, αλλά, όταν έρθει η στιγμή της απόφασης για το ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα, λογικό είναι να κατευθύνουν την ψήφο τους σ’ αυτούς που θέλουν να την κυβερνήσουν και όχι στα κόμματα γενικής διαμαρτυρίας.

Αντί λοιπόν η Ν.Δ. -έχοντας αποκαθάρει με το με αστερίσκους «ναι» στο μνημόνιο το αμαρτωλό της παρελθόν- να ετοιμάζεται να γίνει ο υποδοχέας της λαϊκής δυσφορίας, ως υπεύθυνη κυβερνητική παράταξη, μπαίνει σε περιπέτειες ως «αντιμνημονιακό» κόμμα.

Δεν είναι τυχαίο ότι, ενώ πριν από πέντε μήνες η οικονομική της πολιτική είχε, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, αποδοχή 40%, τώρα περιορίζεται στο ισχνότατο 15%. Δεν είναι τυχαίο ότι στερείται ερεισμάτων στον ευρωπαϊκό, αλλά και στον διεθνή χώρο, καθώς οι ξένοι, ακόμη και τα συντηρητικά κόμματα, εξεπλάγησαν άμα και ενοχλήθηκαν από τη στάση της Ν.Δ. έναντι του μνημονίου. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, ότι χάνει τον λεγόμενο μεσαίο χώρο, τους ψύχραιμους δηλαδή και νηφάλιους πολίτες που είχε κερδίσει ο Σημίτης με τον εκσυγχρονισμό και ο Καραμανλής με την επανίδρυση του κράτους.

Αυτή τη στιγμή αυτός ο χώρος, στον οποίο περιλαμβάνεται ένα σημαντικό τμήμα της Κεντροδεξιάς, δυσφορεί με τη στρατηγική αντίθεσης στο μνημόνιο. Εκτός κι αν ο Αντ. Σαμαράς πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει κόσμο από την Αριστερά. Αυτό όμως έρχεται σε πλήρη αντίφαση με τις διακηρύξεις του περί Δεξιάς, για την οποία οι οπαδοί της πρέπει να είναι, όπως λέει, υπερήφανοι. Είναι δύσκολο να φανταστώ κάποιον αριστερό να ψηφίζει κάποιον που θέλει, και ορθώς για τις ιδέες και τη φιλοσοφία του, να εμφανίζεται ως αυθεντικός δεξιός. Ούτε ο Σημίτης, ούτε ο Καραμανλής, ούτε ο Γ. Παπανδρέου προσέλκυσαν ψήφους από αντίπαλους χώρους διαλαλώντας την αυθεντικότητά τους. Το αντίθετο. Έκαναν γενναία ανοίγματα και υπέστειλαν την ιδεολογική τους σημαία.

Η στρατηγική της αυθεντικής Δεξιάς ήταν ορθή για να κερδίσει τις εσωκομματικές εκλογές. Δεν προσφέρεται, όμως, για τις γενικές πολιτικές εκλογές. Όσο σωστή είναι ως εσωκομματική στρατηγική η ιδεολογική καθαρότητα, εξίσου λάθος είναι ως πολιτική στρατηγική ενός πολυσυλλεκτικού κόμματος εξουσίας. Είναι προφανές ότι ο Αντ. Σαμαράς πάσχει από την ίδια «παιδική ασθένεια» που έπασχε ο Κ. Καραμανλής το 1997 ή ο Γ. Παπανδρέου το 2004 με τους Μάνο και Ανδριανόπουλο. Πειραματίζεται. Μόνον που η εποχή δεν είναι για πειραματισμούς, ενώ και ο ίδιος δεν έχει το πλεονέκτημα του ονόματος που είχαν οι άλλοι δύο.

Και η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ έχουν έντονο το στοιχείο των γεννητόρων τους. Του Καραμανλή και του Παπανδρέου, που στο φαντασιακό και στο συλλογικό ασυνείδητο των δύο παρατάξεων μεταφέρεται και στους επιγόνους τους. Σ’ αυτούς συγχωρούνται λάθη. Στους «κατακτητές», όπως ο Αντ. Σαμαράς, αλλά και ο Κ. Σημίτης, όχι. Και ο μεν Κ. Σημίτης είχε την ευτυχία να αναλάβει το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο δε Αντ. Σαμαράς έχει τη δυστυχία να αναλάβει τη Ν.Δ. στην αντιπολίτευση, μετά μάλιστα από μια ταπεινωτική ήττα στις εκλογές και έπειτα από μια σκληρή αναμέτρηση με την Ντόρα Μπακογιάννη, που δίχασε και συνεχίζει να διχάζει το κόμμα του.

Βεβαίως, ο Αντ. Σαμαράς έχει το απόλυτο δικαίωμα να καθορίζει αυτός τη στρατηγική του κόμματός του. Αυτός είναι αρχηγός, αυτόν εμπιστεύτηκαν οι φίλοι, τα μέλη και τα στελέχη της Ν.Δ. για να επανιδρύσει την παράταξή τους.

Όμως, θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του ότι ηγείται μιας μεγάλης κυβερνητικής παράταξης, ενός πολυσυλλεκτικού κόμματος εξουσίας, το οποίο είναι τοποθετημένο στον κεντροδεξιό χώρο, του οποίου βασικός καθοδηγητικός πυρήνας είναι ο αστικός κόσμος. Η λαϊκή Δεξιά δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τις ιδέες, τα πρότυπα, τη φιλοσοφία, τις αξίες του αστικού φιλελεύθερου κόσμου. Αν χάσει αυτό τον χώρο, χάνει την κυβερνητική προοπτική. Σταδιακά, θα αφυδατωθεί και θα συρρικνωθεί.

Είναι λοιπόν περίεργο που ένας πράγματι φιλελεύθερος αστός πολιτικός, όπως ο Αντ. Σαμαράς, που θα μπορούσε να αναγεννήσει την παράταξή του, κάνει σημαία το αντι-μνημόνιο, που είναι σημαία ευκαιρίας, καθώς, παρά τα όσα ανέξοδα λέγονται, η χώρα όντως αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει ένα οξύ υπαρξιακό πρόβλημα: ή να δανειστεί από την τρόικα ή να πτωχεύσει. Μπορούσε ο δανεισμός να γίνει με καλύτερους όρους, μπορούσε να γίνει ενωρίτερον από τις αγορές, μπορούσε να μην είχαν γίνει λάθη και από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου.

Ναι, πολλά θα μπορούσαν να μην έχουν γίνει με τον τρόπο που έγιναν. Όμως, η προδιαγεγραμμένη πορεία της χώρας δεν θα άλλαζε. Αν δεν γινόταν το 2010, θα γινόταν το 2011, και τότε θα ήταν αμφίβολο αν θα μπορούσε να διαχειριστεί το πρόβλημα μια κυβέρνηση που θα είχε ήδη 12 ή 16 μήνες κυβερνητικής θητείας. Όλοι γνωρίζουμε ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα ήταν αξεπέραστο, ότι οι μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και στην κοινωνία ήταν υπέρ το δέον αναγκαίες, ότι η χώρα δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει πάνω από τις δυνάμεις της και να τρώει τις σάρκες της.

Ακόμη κι αν δεν υπήρχε το μνημόνιο, θα έπρεπε να το εφεύρουμε, για να πειθαναγκαστεί η κοινωνία στην αυτοπειθαρχία και να αναστοχαστεί το μέλλον της.
Τούτων δοθέντων, ο Αντ. Σαμαράς πρέπει να εκμεταλλευτεί τη ΔΕΘ όχι για να δώσει επιπλέον επιχειρήματα στο αντιμνημονιακό μέτωπο, αλλά για να ξεκαθαρίσει τη φιλοσοφία και την οικονομική πολιτική της Ν.Δ. σε συνθήκες μνημονίου. Να καταστήσει σαφείς τις διαφωνίες του με το μείγμα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και να προτείνει κάποιο άλλο, και όχι να καταγγείλει την τρόικα και το μνημόνιο. Να καταδείξει ότι μπορεί ο ίδιος να ασκήσει διαφορετική πολιτική με παραγωγικότερα αποτελέσματα, τιμώντας ταυτόχρονα την υπογραφή της χώρας στη σύμβαση με την τρόικα.

Ο Αντ. Σαμαράς, αν θέλει να γυρίσει το παιχνίδι, θα πρέπει να δείξει ότι είναι καλύτερος διαχειριστής, κοινωνικά πιο ευαίσθητος, οικονομικά πιο αποτελεσματικός, πολιτικά περισσότερον ριζοσπάστης. Αν παραμείνει προσκολλημένος στο αντιμνημονιακό μέτωπο, θα χάσει. Θα ρίχνει νερό στον μύλο της Παπαρήγα, του Καρατζαφέρη, της Ντόρας, και κυρίως του Γ. Παπανδρέου. Εξάλλου, το δίλημμα των επόμενων εκλογών θα είναι ποιος θα ολοκληρώσει τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις και όχι ποιος θα τις ακυρώσει.

Έχοντας υποστεί όλη αυτή την οικονομική αφαίμαξη, οι Έλληνες δεν θα θελήσουν να πάνε οι θυσίες τους χαμένες. Θα θέλουν οι επόμενες εκλογές να είναι το σήμα ότι η χώρα γύρισε οριστικά σελίδα. Ξέφυγε από το παρελθόν και ατενίζει το μέλλον.

Ο Αντ. Σαμαράς δεν έχει κανέναν λόγο να ταυτίζεται με τον κόσμο της Μεταπολίτευσης, που σχηματικά «συμποσούται» στο να διατηρηθούν τα κεκτημένα. Πρέπει να εκφράσει τον κόσμο μετά τη Μεταπολίτευση. Και μπορεί να το καταφέρει, γιατί είναι ένας μαχητής και ακέραιος πολιτικός. Έμεινε σχεδόν 15 χρόνια στο πολιτικό «ψυγείο» και όχι μόνον επιβίωσε, αλλά γενόμενος αρχηγός της συντηρητικής παράταξης έγινε και οιονεί πρωθυπουργός. Ν’ αφήσει λοιπόν πρέπει το στρατόπεδο των «αμνημόνων» και να εκφράσει τη μνήμη του μέλλοντος της Ελλάδας, που σχηματίζεται και με τη δοκιμασία του μνημονίου.

Η ορθή στρατηγική είναι τι θα συμβεί μετά το μνημόνιο και όχι η τωρινή καταγγελία του. Ίσως μάλιστα να έπρεπε να πλαγιοκοπεί τον Γ. Παπανδρέου, προτείνοντάς του και κυβερνητική συνεργασία, προκειμένου οι Έλληνες να βγουν όσο το δυνατόν ταχύτερα από τη χώρα των «μνημόνων».

Συνεργασία σε πέντε βασικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, μέσα από ένα διαφορετικό μείγμα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Αν ο Γ. Παπανδρέου το αρνιόταν, αυτός θα έχανε. Δυστυχώς, πολύ φοβούμαι ότι στη ΔΕΘ ο Αντ. Σαμαράς, ειδικά στη συνέντευξη Τύπου, θα καταναλώσει σχεδόν όλον τον χρόνο του αναφερόμενος στην Ντόρα, στον Καρατζαφέρη, στον Καραμανλή, στη σύζυγο Βουλγαράκη, στον Κικίλια, στον Ψωμιάδη, στο χρώμα του χάρτη των εκλογών του Νοεμβρίου. Υποθέσεις ανούσιες, φθοροποιοί και του παρελθόντος.

Ίσως, λοιπόν, στην ομιλία του θα ’πρεπε να αιφνιδιάσει και να ορίσει αυτός ένα νέο τοπίο...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]