Δευτέρα, Ιανουαρίου 11, 2010

 

Με τη σοφία του Χότζα (09-01-2010)

Οι γιορτές τελείωσαν. Τα ύδατα αγιάσθηκαν, τα παγανά φεύγουν. Από τη Δευτέρα και πάλι στο μαγκανοπήγαδο. Πάλι στη σφενδόνη. Στις μυλόπετρες της καθημερινότητας. Στην πέτρα της υπομονής.

Δικαιούμαι, λοιπόν, νομίζω, για μία έστω φορά, να αποδράσω κι εγώ από το εβδομαδιαίο στύψιμο του εγκεφάλου και να σας πω τα πολιτικά προλεγόμενα με τη σοφία του Χότζα μπας και γελάσει λίγο το χειλάκι μας.

Βλέπετε, δεν πρόλαβε να μπει ο νέος χρόνος και το χαμόγελό μας πάγωσε, αφού μας ήρθαν οι ελεγκτές της Κομισιόν για να μας περάσουν από δημοσιονομικό τεστ στο οποίο θα υποβαλλόμαστε άπαξ μηνιαίως. Πάρτε αυτά τα μέτρα μας έλεγαν χθες, κόψτε ετούτα τα έξοδα μας λένε τώρα, κάντε εκείνο θα μας πουν αύριο. Ό,τι ακριβώς έγινε και με τον Χότζα στην πρώτη ιστορία μας.

Κάποτε ο Χότζας πήρε μαζί του τον γιο του και τον γάιδαρό του για να πάνε στο διπλανό χωριό. Τους έπιασε όμως το μεσημέρι κι ο ήλιος έκαιγε ντάλα. Ο Χότζας έβαλε τον γιο του πάνω στον γάιδαρο κι αυτός πεζολατώντας έσερνε τα βήματά του πίσω τους.

Καθώς προχωρούσαν συνάντησαν δυο-τρεις χωριάτες που, σαν είδαν το παιδί καβάλα και τον γερο-Χότζα πίσω πεζό, είπαν: «Πέρασαν τα χρόνια που τα παιδιά σέβονταν τους γονείς τους. Πού να δεις στον καιρό μας ένα τζόβενο σαν και τούτο να ’ναι καβάλα στον γάιδαρο και ν’ αφήνει τον γεροπατέρα του να τσακίζεται στον ποδαρόδρομο!».
Το παιδί, σαν άκουσε αυτά τα λόγια, ντράπηκε κι είπε στον πατέρα του: «Πατέρα, εγώ σου τα ’λεγα. Έλα τώρα, καβάλησε εσύ τον γάιδαρο».

Κατέβηκε το παιδί κι ανέβηκε ο Χότζας. Αφού πήραν λίγο δρόμο, συνάντησαν κάτι άλλους χωρικούς. Δημοσιά ήταν, οι περαστικοί δεν έλειπαν. Όταν σίμωσαν κοντά, ένας απ’ τους χωρικούς στάθηκε και κούνησε το κεφάλι του: «Κρίμα που είσαι και Χότζας», είπε. «Έτσι φροντίζεις το παιδί σου; Τέτοια διδάγματα του δίνεις; Ολόκληρος μαντράχαλος καβαλίκεψες τον γάιδαρο κι άφησες αυτό το τρυφερούδι να πνίγεται στη ζέστη, στον ιδρώτα και στη σκόνη. Κρίμα και πάλι κρίμα!».

Ο Χότζας άκουσε τα λόγια αυτά και ντράπηκε. Αυτός έκανε πάντα του κεφαλιού του και δεν άκουγε τους άλλους, τούτη τη φορά όμως ένα φίδι τρύπωσε στην καρδιά του και τον δάγκωσε. Σταμάτησε τον γάιδαρο και βοήθησε τον γιο του να καβαλήσει στα καπούλια του ζώου. Τώρα πια κανένας δεν θα ’χε να πει τίποτα.

Σε μια στροφή, συνάντησαν κάτι άλλους διαβάτες. Όταν είδαν αυτοί δυο ανθρώπους καβάλα σ’ ένα ζώο, άρχισαν να διαμαρτύρονται: «Στ’ όνομα του Θεού, Χότζα εφέντη. Τι πράγμα είναι αυτό; Άσπλαχνος θα ’σαι κι άθρησκος. Γίνεται δυο ανθρώποι καβάλα σ’ αυτό το δύσμοιρο το ζώο; Νισάφι, μωρέ! Ντροπή δεν έχεις! Είσαι και Χότζας!».

Ο Χότζας δεν μπορούσε να κάμει αλλιώς. Κατέβηκε απ’ τον γάιδαρο βλαστημώντας, κατέβασε και τον γιο του και ξεκίνησαν πάλι με τα πόδια και οι τρεις. Τέλος, κοντά στο χωριό, είδαν πάλι κάτι περαστικούς που, μόλις τους πρόσεξαν, είπαν δυνατά μεταξύ τους: «Ποιος να το φανταστεί πως υπάρχουν ακόμα τέτοιοι άνθρωποι στην εποχή μας! Ολάκερος γάιδαρος πάει ξεφόρτωτος κι αυτοί οι απτάληδες τον ακολουθούν πεζή μέσα σ’ αυτή την κάψα και τον κουρνιαχτό. Σίγουρα ή χαζοί είναι ή βλαμμένοι!».

Ο Χότζας άκουσε τα λόγια αυτά, κοκκίνισε σαν παντζάρι απ’ την αγανάκτηση, κι είπε στο παιδί του: «Μπράβο σ’ εκείνον που θα καταφέρει να σώσει τον εαυτό του απ’ τη γλώσσα και τη γνώμη των ανθρώπων!».

Πολύς λόγος έγινε και γίνεται για την «γαλάζια πολυκατοικία», τη συνεύρεση δηλαδή της Δεξιάς με την Ακροδεξιά, της Ν.Δ. με το ΛΑΟΣ, του Καρατζαφέρη με τον Καραμανλή παλιότερα και τώρα με τον Σαμαρά. Αυτή η «πολυκατοικία» θυμίζει το κρεβάτι του Χότζα στη δεύτερη ιστορία μας.

Όταν πέθανε η γυναίκα του Χότζα, τον πάντρεψαν με μια άλλη, που ήταν χήρα κι αυτή. Η γυναίκα ήταν καλή, αλλά είχε ένα κουσούρι: από την πρώτη κιόλας νύχτα άρχισε να μιλάει συνέχεια για τον μακαρίτη τον άντρα της, για τα καλά του φυσικά, για τις μύριες χάρες του. Τον πρώτο καιρό ο Χότζας δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Όσο περνούσαν όμως οι μέρες, η γυναίκα γινόταν όλο και πιο ενοχλητική και ανυπόφορη. Μόλις πέφτανε στο κρεβάτι, άνοιγε το στόμα της και δεν έλεγε να το κλείσει.

Ο Χότζας σκέφτηκε να κάνει κι αυτός το ίδιο και ν’ αρχίσει να παινεύει τη μακαρίτισσα την πρώτη γυναίκα του. Σκεφτόταν πως έτσι τα πράγματα θα έσιαχναν κι η γυναίκα του θα το βούλωνε. Η ενέργειά του όμως έφερε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Τώρα είχε αρχίσει ένας ατέλειωτος συναγωνισμός γεμάτος επαίνους, ύμνους και καβγάδες.

Ένα βράδυ που το πράγμα παράγινε, ο Χότζας έδωσε μια σκουντιά στη γυναίκα του και την έριξε κάτω απ’ το κρεβάτι. Στον θόρυβο και στις τσιρίδες της έτρεξαν οι γείτονες να δουν τι συμβαίνει.

«Τι να συμβαίνει;» τους είπε ο Χότζας. «Τέσσερις άνθρωποι, αυτή, εγώ, ο άντρας της και η γυναίκα μου, δεν καταφέραμε να χωρέσουμε στο ίδιο κρεβάτι. Τούτη εδώ απόμεινε απέξω κι έπεσε στο πάτωμα!».

Για τον ΣΥΡΙΖΑ με τα πολλά «παιδιά», τις συνιστώσες, τον Αλαβάνο και τον Τσίπρα, νομίζω ότι ταιριάζει γάντι η τρίτη ιστορία του Χότζα.

Η γυναίκα του Χότζα ήταν σε ενδιαφέρουσα. Μια νύχτα τον ξύπνησε και του ’πε να τρέξει στη μαμή γιατί την είχαν πιάσει οι πόνοι. Ο Χότζας σηκώθηκε αμέσως, πήρε το φαναράκι του και βγήκε στους σκοτεινούς δρόμους. Σαν έφτασε στην πόρτα της μαμής φώναξε:
«Κατέβα γρήγορα, εμπέ ντουντού (θεια-μαμή), τη γυναίκα μου την πιάσαν οι πόνοι».

Σε λίγη ώρα βρίσκονταν και οι δυο στο σπίτι. Η μαμή μπήκε στην κάμαρα της γυναίκας του κι άφησε τον Χότζα απέξω να τον τρώει η αγωνία. Σε λίγο ακούστηκαν από μέσα δυνατές φωνές. Η καρδιά του Χότζα πήδησε απ’ τον τόπο της. Χλόμιασε. Τι φωνές ήταν αυτές; Σε λίγο όμως άκουσε ένα βογκητό ανακούφισης κι αμέσως πρόβαλε η μαμή στην πόρτα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά:
«Τα συχαρίκια μου, Χότζα», του είπε, «είναι αγοράκι, να σας ζήσει!».

Μονάχα που δεν την αγκάλιασε να τη φιλήσει. Τόση ήταν η χαρά του που είχε γίνει μπαμπάς.

Σε λίγο όμως ακούστηκαν πάλι δυνατές φωνές και μια ανάσα ανακούφισης. Ο Χότζας πήγε να κρεπάρει. Μήπως πέθανε η γυναίκα του; Πριν προλάβει να τελειώσει τη σκέψη του όμως, πρόβαλε πάλι η μαμή μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά:
«Χότζα μου», του είπε, «ένα δεύτερο αγοράκι. Τα συχαρίκια μου!».

Ο Χότζας συνήλθε τότε απ’ την αγωνία του και γέλασε απ’ τη χαρά του. Δυο αγόρια από κει που δεν είχε κανένα ήταν δώρο Θεού. Πριν προλάβει όμως να χαρεί το γεγονός, ακούστηκαν πάλι βογκητά και στεναγμοί από μέσα. Τον Χότζα τον έζωσαν τα φίδια. Δεν χάνει καιρό, δίνει ένα σάλτο και μπουκάρει στην κάμαρη. Και πριν ξεφυσήσει πάλι η γυναίκα του, κάνει ένα: πουφ! Και σβήνει το λυχνάρι.
«Αμάν, τι έκανες εκεί, Χότζα;», του ’πε η μαμή.
«Αμάν, ζαμάν, δεν έχει, εμπέ ντουντού», αποκρίθηκε ο Χότζας. «Δε νογάς; Όποιο μωρό βλέπει το φως πετιέται και βγαίνει έξω!».

Δεν ξέρω αν η τέταρτη ιστορία του Χότζα ταιριάζει στον Περισσό της Αλέκας Παπαρήγα ή σε ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, που θεωρεί ότι μπορούμε να συνεχίζουμε την αμεριμνησία και την αφασία και πως τα νέα δεδομένα της οικονομικής κρίσης και του καπιταλισμού σηκώνουν ανυποταξία και πλάκα.

Μια μέρα ο δρόμος του Χότζα τον έφερε μπροστά σ’ ένα κοιμητήρι. Σαν είδε έναν ανοιχτό τάφο, μια σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό του. Τι θα γινόταν αν ερχόταν και ξάπλωνε γυμνός μέσα σε τούτο τον τάφο κι έκαμνε τον πεθαμένο ανάμεσα στους πεθαμένους;

Ίσως να έρχονταν οι αγγέλοι, να τον έπαιρναν και να τον παρουσίαζαν μπροστά στον ύψιστο κριτή για να καθοριστεί ο τόπος της αιώνιας διαμονής του: η κόλαση ή ο παράδεισος. Αν τα κατάφερνε μάλιστα να τους ξεγελάσει, θα ’βλεπε αυτά τα δύο μέρη, κι ύστερα, ώσπου να πέθαινε πραγματικά, θα έπραττε κατάλληλα έτσι ώστε να τον βάλουν μετά θάνατον σ’ εκείνο που θα έβρισκε της αρεσκείας του!

Χωρίς να χάνει καιρό, λοιπόν, έβγαλε όλα τα ρούχα του και ξάπλωσε ολόγυμνος μέσα στον τάφο, μακαρίζοντας την εξυπνάδα του. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι από πάνω ακούστηκαν τροκάνια, κουδούνια, κυπριά, λιλιά.

Μέγας φόβος κυρίεψε τον Χότζα. Λες να ’χαν έρθει οι κολασμένοι να του παίξουν κανένα άσχημο παιχνίδι; Άρχισε να μουρμουρίζει προσευχές, παρακαλώντας το Θεό να τον συγχωρέσει για το θράσος του. Τι ήθελε αυτός να παραπλανήσει τα απαραπλάνητα; Μήπως είχε σημάνει η δεύτερη παρουσία κι έπρεπε να παρουσιαστεί κι αυτός μπροστά στον κριτή του; Αλαφιασμένος απ’ αυτές τις σκέψεις, σκέφτηκε ξαφνικά να βγει έξω απ’ το μνήμα μπας και ξαναγυρίσει στον κόσμο των ζωντανών. Σαν πετάχτηκε όμως έξω έτσι τσίτσιδος, είδε πως βρισκόταν ανάμεσα σ’ ένα μεγάλο καραβάνι.

Τα ζώα, που ήταν φορτωμένα γυαλικά, πρόγκιξαν γεμάτα φόβο σαν τον αντίκρισαν και τράβηξαν άλλα εδώ, άλλα εκεί τσινώντας και γκαρίζοντας. Τα πάντα έγιναν κουλουβάχατα. Τα φορτία έπεσαν καταγής και τα γυαλικά έγιναν όλα θρύψαλα. Τότε πρόβαλαν οι έμποροι και, μόλις είδαν πως αίτιος της καταστροφής ήταν ένας ολόγυμνος άνθρωπος, όρμηξαν επάνω του και τον έκαναν τ’ αλατιού.

Ύστερα τον ρώτησαν τι γύρευε εκεί, αγριεμένοι και βλοσυροί.
«Είμαι απ’ τον άλλο κόσμο», είπε φοβισμένα ο Χότζας, «και βγήκα μια στιγμή έξω να κάνω το νερό μου».
«Το νερό σου, κερατά, ή την καταστροφή;» τον ρώτησαν εκείνοι και τον ξαναπερίλαβαν. Τον άφησαν μονάχα όταν του ’καναν τα πλευρά μαλακά σαν την κοιλιά του. Ύστερα τον παράτησαν κι έφυγαν.

Σε λίγο σηκώθηκε ο Χότζας και τράβηξε κούτσα κούτσα βογκώντας για το σπίτι του. Μόλις τον είδε η γυναίκα του σε τέτοια χάλια, τον ρώτησε:
«Πού ήσαν τόση ώρα, Χότζα μου; Τι χάλια είναι αυτά;».
«Έσμιξα με τους πεθαμένους και βρέθηκα στον άλλο κόσμο», της αποκρίθηκε.
«Και τι έπαθες έτσι;», τον ξαναρώτησε εκείνη. «Πώς είναι στον άλλο κόσμο;».
«Όλα είναι μέλι-γάλα», απάντησε ο Χότζας, «αρκεί να μην τρομάξεις τα ζώα με τα γυαλικά!».

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]