Δευτέρα, Ιουλίου 21, 2008

 

Κολέγια και ΜΟΝΤΙ ΠΑΪΘΟΝΣ (19-07-2008)

Tο δίλημμα «δημόσια ή ιδιωτική ανώτατη παιδεία» επανέρχεται με αφορμή το νομοσχέδιο που κατέθεσε προχθές ο υπουργός Ευρ. Στυλιανίδης και με το οποίο ρυθμίζεται το εκπαιδευτικό καθεστώς των (υπαρχόντων και μελλοντικών) κολεγίων.

Τα κόμματα της Αριστεράς, αλλά και ένα τμήμα του ΠΑΣΟΚ, απειλούν από το φθινόπωρο να ξανακάνουν δύσκολη τη ζωή της κυβέρνησης, αλλά και ημών των πολιτών, μέσω κινητοποιήσεων και συλλαλητηρίων. Ήδη ορισμένοι καθ’ έξιν φασαριόζοι πολιτικοί άρχισαν να εκφωνούν επαναστατικούς δεκάρικους, ενώ κάποιοι κατ’ επάγγελμα συνδικαλιστές των αμφιθεάτρων φαντασιώνονται ένα νέο γύρο καταλήψεων και αναταραχής στα πανεπιστήμια. Και γιατί όλα αυτά; Επειδή η πολιτεία με καθυστέρηση, τουλάχιστον δεκαετίας, προσπαθεί αφενός να βάλει κανόνες στη ζούγκλα της παραπαιδείας και αφετέρου να κατοχυρώσει θεσμικά, περιβάλλοντας και με νομική ισχύ, μια πραγματικότητα. Αυτή των ιδιωτικών κολεγίων.

Το θέμα που απειλεί να διχάσει εκ νέου τη χώρα, την κοινωνία, την εκπαιδευτική κοινότητα και να ρίξει νερό στον μύλο της στείρας κομματικής αντιπαράθεσης έχει, δυστυχώς για εμάς, λυθεί εδώ και χρόνια από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τις προηγμένες. Αυτές της Δύσης, που υποτίθεται θέλουμε μαζί τους να συγκλίνουμε – υποθέτω, όχι μόνον οικονομικά.

Τη στιγμή που οι συζητήσεις στο εξωτερικό με χρονικό ορίζοντα το 2020 περιστρέφονται στη νέα φυσιογνωμία του πανεπιστημίου, στο πώς θα αντιμετωπισθεί η διεθνοποίηση, στις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης που ανατρέπουν τα επιστημονικά στεγανά και τα προγράμματα σπουδών, εμείς εδώ περί άλλα τυρβάζουμε. Αν, δηλαδή, «το μόνο κόκκινο πανεπιστήμιο είναι αυτό που καίγεται» και αν μπορούν και πρέπει όσοι εισάγονται στα πανεπιστήμια να φέρουν εφ’ όρου ζωής την ιδιότητα του φοιτητή ή να τη χάνουν έπειτα από κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα και αφού αποδεδειγμένα δεν τους ενδιαφέρει το... σπορ της μάθησης.

Αντί να προσπαθούμε να βρούμε τρόπους, μεθόδους, δομές και διαδικασίες που θα εφοδιάσουν με καλύτερη, περισσότερη και πιο χρήσιμη γνώση τους νέους μας επιστήμονες ώστε να αντεπεξέλθουν στο ανταγωνιστικό, εγχώριο και διεθνές περιβάλλον εργασίας, ερίζουμε για το πώς μπορεί ο (κομματικός) συνδικαλισμός να συνταιριάξει με την ήσσονα μορφωτική και εκπαιδευτική προσπάθεια.

Οι αρνητές των αλλαγών στην εκπαίδευση, και της συγκεκριμένης με τα κολέγια, θέλουν τα πανεπιστήμια πρωτίστως να βγάζουν «κοινωνικούς αγωνιστές» και ήκιστα τούς απασχολεί η επιστημονική τους επάρκεια. Δεν αντιδρούν -πολλές φορές με άναρθρες κραυγές, στα πηγαδάκια και τα τηλεοπτικά παράθυρα- στο όνομα δήθεν της υπεράσπισης του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης όπως υποστηρίζουν. Αντιδρούν στην έλευση του ιδιωτικού. Δεν έχουν σκεφθεί ότι μπορεί δημόσιο και ιδιωτικό σ’ ένα συμπεφωνημένο κανονιστικό πλαίσιο να συνυπάρξουν όπως σε τόσες άλλες περιπτώσεις και εκφράσεις του κοινωνικο-οικονομικού γίγνεσθαι, αλλά και της εκπαίδευσης στις χαμηλότερες βαθμίδες. Και, βέβαια, αρνούνται ακόμη και να σκεφθούν ότι μπορεί η έλευση του ιδιωτικού, υπό προϋποθέσεις, να εξυγιάνει και να καλυτερεύσει το δημόσιο πανεπιστήμιο. Να το αναβαθμίσει και να το καταστήσει πιο ελκυστικό και πιο χρήσιμο για όσους φοιτούν και εργάζονται σ’ αυτό.

Αντί να συζητήσουν τις προϋποθέσεις γόνιμης σύζευξης δημόσιου και ιδιωτικού και να εξασφαλίσουν τις δεσμεύσεις του κράτους προς τούτο, κάνουν οτιδήποτε προκειμένου να μην «μολυνθεί» από τον ξένο ιό ο εγχώριος ασθενής. Γιατί ακόμη και αυτοί που δημοσίως αντιδρούν, κατ’ ιδίαν συμφωνούν πως η ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας χειρότερα δεν θα μπορούσε να είναι.

Ας επανέλθουμε, όμως, στο επίμαχο θέμα των κολεγίων. Η θεσμική οριοθέτηση της γκρίζας ζώνης της μεταλυκειακής εκπαίδευσης έπρεπε να είχε γίνει την περασμένη δεκαετία. Ο σημερινός αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου σε άρθρο του στα «Νέα», το 1998, έγραφε τα εξής προφητικά:

«Η άποψη ότι το σημερινό σύνταγμα διασφαλίζει τον εθνικό και κρατικό χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι λάθος. Το άρθρο 16, προσπαθώντας να αποκλείσει νομικά κάθε άλλη μορφή εκπαίδευσης, ευνούχισε την ελληνική πολιτεία, η οποία σήμερα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις οικονομικές, κοινωνικές και ευρωπαϊκές εξελίξεις στον χώρο της παιδείας. Η ζήτηση για τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν ρυθμίστηκε από την πολιτεία με επακόλουθο τη διόγκωση ενός “παράτυπου” και παράλληλου ιδιωτικού τομέα με τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών με τα εξής χαρακτηριστικά: α) δεν γίνεται κανένας ποιοτικός έλεγχος από την πολιτεία, β) είναι κερδοσκοπικός τομέας και γ) είναι εξαρτημένος για αξιολόγηση από ξένα πανεπιστήμια (μερικά καλά, άλλα όμως με αμφίβολους κερδοσκοπικούς στόχους). Όταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναγκάσει την Ελλάδα να αναγνωρίσει τα πτυχία αυτών των κέντρων, θα έχουμε την εξής παγκόσμια πρωτοτυπία: Θα είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο που θα έχει ιδιωτικά, κερδοσκοπικά πανεπιστήμια των οποίων τα πτυχία θα πιστοποιούνται από ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα, χωρίς καμία αξιολόγηση από τους εκπαιδευτικούς θεσμούς της χώρας στην οποία και λειτουργούν.

Είναι ανάγκη να κάνουμε αυτό που κάνει η Κύπρος (και πολλές άλλες χώρες). Να αναλάβουμε εμείς, μέσω του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, την αξιολόγησή τους με τους δικούς μας όρους και έλεγχο. Αυτό σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε το δικαίωμα σε μη κρατικούς φορείς να παρέχουν τριτοβάθμιες σπουδές, κάτι που πολλοί αμφισβητούν ότι μπορεί να γίνει χωρίς αλλαγή του συντάγματός μας».

Δυστυχώς, οι τόσον σώφρονες, ρεαλιστικές και όντως προφητικές επισημάνσεις του Γ. Παπανδρέου κινδυνεύουν για μια εισέτι φορά να συνθλιβούν, όπως και με το άρθρο 16, στις μυλόπετρες του πολιτικού και κυρίως εσωκομματικού ανταγωνισμού. Ο λόγος του Γ. Παπανδρέου ήταν (και είναι;) προοδευτικός.

Ο αντίλογος που του επιβάλλεται, για άλλους ιδιοτελείς λόγους, από τους πολιτικά και μορφωτικά ανεπαρκείς, αν όχι αντιδραστικούς αντιπάλους του, είναι λαϊκιστικός και εντέλει εχθρικός προς τα συμφέροντα ακόμη και των παιδιών των φτωχών και λαϊκών στρωμάτων που αναγκάζονται να στερούνται των πλεονεκτημάτων της γνώσης, και δη της εξειδίκευσης, αφού (εν αντιθέσει με τα παιδιά των εύπορων οικογενειών που έχουν την πολυτέλεια της «απόδρασης») φοιτούν στις ελληνικές σχολές-παρωδίες ανάλογες με τις ταινίες των Μόντι Πάιθονς.

Σε ποια άραγε ευρωπαϊκή χώρα πέρασαν έντεκα χρόνια (1989-2000) για να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο μια κοινοτική οδηγία; Μιλάμε για την παλαιότερη και πιο ήπια οδηγία (89/48), που αφορούσε το γενικό σύστημα αναγνώρισης διπλωμάτων και η οποία δεν θα είχε εφαρμοσθεί από την κυβέρνηση Σημίτη εάν δεν πρόβαλλε απειλητικά ο πέλεκυς ενός υπέρογκου προστίμου, πρωτοφανούς στα ευρωπαϊκά χρονικά.

Ουδείς αρνήθηκε ποτέ την επιβολή μέτρων, όρων και προϋποθέσεων, κανόνων, κυρώσεων, τη δυνατότητα εντέλει να ελέγχει τα του οίκου της. Αντ’ αυτού, η γκρίζα ζώνη της μεταλυκειακής εκπαίδευσης αφέθηκε στην τύχη της, στο υπουργείο... Εμπορίου χωρίς κανέναν ουσιαστικό έλεγχο.

Συνέπεια; Οι πολίτες έμειναν απροστάτευτοι, έρμαια σε κάθε είδους παραπλάνηση, στα χέρια και τα νύχια κάθε επιτήδειου που μπορούσε να πουλά πτυχία και να διαφημίζει ελπίδες διεξόδου και επαγγελματικής προοπτικής. Ταυτόχρονα, ο χώρος αυτός διογκώθηκε με άναρχο, ως είθισται, τρόπο.

Αυτή είναι -δυστυχώς- η πραγματικότητα που υπάρχει σήμερα και την οποίαν (συν)διαμόρφωσαν οι (και προοδευτικοί) αρνητές των θέσεων που εξέφραζε με το παραπάνω άρθρο του, το 1998, ο Γ. Παπανδρέου και το οποίο έβρισκε σύμφωνους και πολλούς άλλους, που όμως, όπως πάντα, τη «δεδομένη στιγμή», την «κρίσιμη περίοδο» που χρειάζονται να γίνουν οι αλλαγές, είναι μειοψηφία στον καταραμένο τούτο τόπο.

Η θεσμική όμως κατοχύρωση αυτού του χώρου, των κολεγίων, ήταν κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη. Οι διεθνείς εξελίξεις θα μας παρέσυραν -θέλαμε, δεν θέλαμε- είτε από τους Έλληνες είτε από αλλοδαπούς αποφοίτους και εργαζομένους. Το υπουργείο Παιδείας, η κυβέρνηση, με το προχθεσινό νομοσχέδιο, κάνει το πρώτο βήμα. Ωστόσο αυτό που μετράει είναι η πράξη, η εφαρμογή. Εκεί θα κριθούν όλα. Και οι προθέσεις, κυβερνητικές και επιχειρηματικές, και το ίδιο το εγχείρημα.

Η διασφάλιση της ποιότητας των προγραμμάτων σπουδών, η επάρκεια στις υποδομές και τον εξοπλισμό, το επίπεδο του διδακτικού προσωπικού, η προφύλαξη από τους επιτήδειους που θα θελήσουν να εκμεταλλευτούν τη «χρυσή ευκαιρία» και στη συνέχεια να εξαφανισθούν. Επιπροσθέτως υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας νέων συνθηκών ανισότητας. Να ιδρυθούν δύο ταχυτήτων κολέγια, οπότε θα πρέπει να προωθηθούν και ειδικότερα μέτρα και κίνητρα ώστε να αποφευχθεί μια τέτοια δυσάρεστη εξέλιξη.

Εκτός από σοβαρούς επιχειρηματίες, θα πρέπει γύρω και δίπλα τους θα βρίσκονται άνθρωποι -που θα συγκροτούν ισχυρά διοικητικά συμβούλια- με όραμα για την παιδεία, γνώσεις για το αντικείμενο που θα αναλάβουν και εξειδίκευση στον τομέα όπου θα απασχοληθούν.

Επίσης, και προκειμένου η ιδιωτική εκπαίδευση να μην γίνει ένα κλειστό κλαμπ προνομιούχων και πλουσίων, θα πρέπει να θεσπιστούν υποχρεωτικά και μέχρις ενός σοβαρού ποσοστού υποτροφίες για τους «μη έχοντες» σπουδαστές.

Το σοκ που θα επιφέρει η αλλαγή θα έχει σίγουρα δραστικές επιπτώσεις στο σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος. Ως εκ τούτου, απαιτούνται διορθωτικές παρεμβάσεις στην κατεύθυνση της ισχυροποίησης και αναβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης, αλλά και στις χαμηλότερες βαθμίδες. Ο κίνδυνος περαιτέρω ερήμωσης της περιφέρειας, στην οποία θα οδηγήσει η πιθανολογούμενη μείωση της ζήτησης, είναι επίσης κάτι που πρέπει να συνυπολογιστεί και να αντιμετωπιστεί. Αντί της αποκέντρωσης να μην οδηγηθούμε σε φαινόμενα συγκέντρωσης.

Εξάλλου τα περίφημα campus, που τόσο θαυμάζουμε και ζηλεύουμε, είναι πιο εύκολο και καλύτερα να δημιουργηθούν εκτός ορίων πρωτευούσης και των άλλων μεγάλων πόλεων. Αυτό συνεπάγεται και αντίστοιχες κυκλοφοριακές και συγκοινωνιακές παρεμβάσεις, που και απαραίτητες είναι και επιθυμητές.

Και, βέβαια, πάνω απ’ όλα απαιτείται συστηματική και υπεύθυνη ενημέρωση των πολιτών, των υποψήφιων σπουδαστών και των οικογενειών τους. Ο επαγγελματικός προσανατολισμός στα σχολεία είναι ένα επιπλέον στοιχείο με το οποίο καλείται, επιτέλους, να ασχοληθεί σοβαρά η πολιτεία και να του δώσει τη βαρύτητα που απαιτείται.

Δεν ξέρω αν η «ανωτατοποίηση» των κολεγίων θα σταματήσει τη φυγή των Ελληνοπαίδων στα πανεπιστήμια της αλλοδαπής. Θα ήταν όμως πολύ ευχάριστο εάν καταφέρναμε να ιδρύσουμε αξιόλογα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τα οποία θα προσήλκυαν ξένους σπουδαστές, ιδίως από τις χώρες της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Εκτός από το εισόδημα που θα έφερναν, θα βοηθούσαν και στην απαραίτητη καλλιέργεια των μεταξύ μας σχέσεων. Ένα ελκυστικό ελληνικό κέντρο παροχής ανώτατης εκπαίδευσης στους νέους της Βαλκανικής, του Ευξείνου Πόντου, της Μέσης Ανατολής θα προσέδιδε πλην των άλλων και σε βάθος χρόνου διπλωματική, πολιτική και μορφωτική ισχύ.

Και κλείνοντας, κάνω μια πρόταση που μπορεί από όσους ενδιαφέρονται να αξιολογηθεί για τη σοβαρότητα και την εφικτότητά της.

Το πρώτο βήμα, αντί να το κάνουν τα εγχώρια κολέγια συνάπτοντας συμβάσεις με ξένα αναγνωρισμένα πανεπιστήμια, να το κάνουν το Καποδιστριακό της Αθήνας και το Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Να συνάψουν συμβάσεις με κολέγια καταρχήν της Κύπρου και στη συνέχεια με κάποια σοβαρά βαλκανικών χωρών. Το πιθανολογούμενο μειονέκτημα για τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια, της «εισαγωγής» ξένων ΑΕΙ στη χώρα μας, να το μετατρέψουν τα ίδια σε πλεονέκτημα «εξαγωγής» τους. Και την καλή φήμη έχουν και το απαραίτητο δυναμικό. Και όλα τα άλλα μπορούν να τα βρουν. Εύκολα.

Αντί να μεμψιμοιρούμε για το κακό που έρχεται, να αδράξουμε την ευκαιρία που μας παρουσιάζεται...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]