Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 24, 2007

 

Το δέντρο και το δάσος... (22-9-2007)

Μετά τις εκλογές ασχολούμαστε όχι με αυτόν που κέρδισε, αλλά με αυτόν που έχασε. Αντί να συζητάμε για τη σύνθεση της νέας κυβερνήσεως, αναλισκόμαστε σε διαξιφισμούς για το αν πρέπει να παραμείνει αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ο Γ. Παπανδρέου ή να αναλάβει τα ηνία ο Ευάγγ. Βενιζέλος.

Αντί να συζητάμε για το πού βρέθηκαν, ξαφνικά, στην Ελλάδα 1.000.000 κομμουνιστές ψηφοφόροι, διχαζόμαστε για την ημερομηνία που θα βγει ο νέος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ.

Αντί να συζητάμε για την είσοδο στη Βουλή ενός ακροδεξιού κόμματος, βρίσκουμε πιο ενδιαφέρον το γεγονός ότι η λεγόμενη «χωματερή του σημιτισμού» επανεμφανίζεται και μάλιστα στο πλευρό αυτού που φιλοδοξεί να ηγηθεί της νέας προσπάθειας για ανανέωση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Αντί να συζητάμε για το εύθραυστο της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ερίζουμε, από τηλεοπτικών παραθύρων, αν ο Κ. Σημίτης μπορεί να εγγυηθεί ή όχι την ενότητα του ΠΑΣΟΚ. Αντί να αναγνώθουμε το νέο πολιτικό τοπίο, αναζητούμε τα αίτια της εκλογικής συρρίκνωσης της Χαριλάου Τρικούπη. Αντί να διαπληκτιζόμαστε για το μέλλον της χώρας, συγκρουόμαστε για το παρελθόν του ΠΑΣΟΚ. Αν δηλαδή η ρίζα της κακοδαιμονίας του βρίσκεται στο 1996, στο 2000 ή στο 2004.

Όσο δεν συζητάμε όλοι -και δεν συζητούν και στο ΠΑΣΟΚ- για το νέο σκηνικό που στήνεται στην πολιτική, την οικονομία και την κοινωνία, μετά την «αυγουστιάτικη καταστροφή» της χώρας και το πρόσφατο αποτέλεσμα της κάλπης, θα συνεχίσουμε να βουλιάζουμε στην αφασία και θα επιβεβαιώνουμε τον επαρχιωτισμό μας.

Τίποτα δεν θα λυθεί και τίποτα δεν θα αλλάξει αν ο δημόσιος διάλογος γίνεται με μοναδικό φόντο την εμπλοκή της λεγόμενης διαπλοκής συμφερόντων στις πολιτικές εξελίξεις.

Ας δούμε, λοιπόν, τα νέα δεδομένα και υπό το πρίσμα αυτών θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε και την ενσκήψασα κρίση στο ΠΑΣΟΚ.

Η νέα κυβέρνηση έχει αυτοδυναμία, αλλά δεν είναι, κοινοβουλευτικά τουλάχιστον, ισχυρή. Η εντολή που ζήτησε ο Κ. Καραμανλής δεν είναι τόσον καθαρή για να προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές, τομές και μεταρρυθμίσεις. Πιθανότατα, θα περιοριστεί σε ήπιες διαχειριστικές μεταβολές. Η πλειοψηφία των δυο βουλευτών που διαθέτει καθιστά τη νέα κυβέρνηση ευάλωτη σε πιέσεις ποικιλώνυμων συμφερόντων, αλλά και την κρατά αιχμάλωτη σε πιθανές εσωκομματικές ανατροπές της ισορροπίας που έχει επιτευχθεί μετά το 2004.

Η ανάγκη για αλλαγές στο Ασφαλιστικό, την παιδεία, τις εργασιακές σχέσεις, τη δημόσια διοίκηση, τη φορολογία, το εύρος του κράτους, στο επιχειρείν είναι και αδήριτη και διακηρυγμένη πρόθεση της κυβερνήσεως.

Πώς μπορεί, όμως, να το επιτύχει όταν εφεξής ο αντίπαλός της δεν θα είναι κυρίως στα έδρανα της Βουλής, αλλά στους δρόμους; Η αναπτυσσόμενη κοινωνική και κινηματική «Αριστερά του πεζοδρομίου» θα ενισχυθεί και από τη διαφαινόμενη αριστερή στροφή του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ξεπεράσει την κρίση στην οποίαν έχει εισέλθει. Αν μάλιστα η αξιωματική αντιπολίτευση δεν καταφέρει να παραμείνει ενωμένη υπό την αναβαπτισμένη ή νέα ηγεσία της, τότε το κοινωνικό εκκρεμές που ήδη κινείται προς τα αριστερά θα τροφοδοτηθεί με νέα πολιτική -πιθανότατα «τυφλή»- δυναμική.

Η δυνάμει κυβερνητική αστάθεια -και με την αξιωματική αντιπολίτευση σπαρασσόμενη- προσδίδει αυξημένη ισχύ σε εξωθεσμικά κέντρα, εξωπολιτικούς παράγοντες και κλειστές ομάδες συμφερόντων να παρεμβαίνουν και να διαμορφώνουν κατά το δοκούν και συμφέρον τις εξελίξεις. Η ενδυνάμωση των άκρων (ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ -ΛΑΟΣ) αδυνατίζει τη δυνατότητα συγκλίσεων στο κέντρο των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας.

Προκειμένου να αντέξουν τις πιέσεις των άκρων, ίσως αναγκαστούν να μειώσουν την πολυσυλλεκτική φυσιογνωμία τους. Αυτό, διαγενομένου του χρόνου, είναι πολύ πιθανό, βοηθούντος του εκλογικού νόμου, αλλά και άλλων παραγόντων, να αναδείξει πιεστικά την ανάγκη να δημιουργηθεί ένα ενδιάμεσο, γκενσερικού τύπου, κόμμα. Αυτή τη στιγμή οι μεγαλύτερες πιθανότητες να γεννηθεί κάτι τέτοιο είναι από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο σ’ αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αναπτύξει ισχυρές κεντρομόλες δυνάμεις, εάν δεν θέλει να μπει σε διαδικασία εκφυλισμού, όπως το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.

Τούτων δοθέντων, όντως το ΠΑΣΟΚ βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο. Αντί να περάσει μια επώδυνη διαδικασία διαλόγου, αυτοκριτικής, επαναξιολόγησης πολιτικών και επανοριοθέτησης της φυσιογνωμίας του, σπεύδει κατά ακατανόητο τρόπο να αλλάξει ή να επιβεβαιώσει την ηγεσία του με μεθόδους «ρεσάλτο», όπως προσφυώς είπε ο τέως υπουργός Γιάννης Καψής.

Οι φιλοδοξίες όλων -και πρωτίστως του Ευάγγ. Βενιζέλου που τα προηγούμενα χρόνια καθιερώθηκε ως ο αδιαφιλονίκητος δελφίνος- είναι θεμιτές, ιδιαίτερα τη στιγμή που ο Γ. Παπανδρέου δεν κατάφερε την πρώτη φορά (2004) να διατηρήσει το κόμμα του στην εξουσία και τη δεύτερη (2007) να το επαναφέρει.

Εξίσου θεμιτή είναι και η φιλοδοξία του Γ. Παπανδρέου να παραμείνει στην ηγεσία του κόμματος, εφόσον πιστεύει ότι μπορεί να διορθώσει τα λάθη που έκανε, να τα αλλάξει όλα τώρα, όπως τον προέτρεπε η συντριπτική πλειονότητα των μελών και οπαδών του, και με μια νέα στρατηγική να κερδίσει την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να αλλάξει και τον εαυτό του. Γιατί αυτό είναι το ερώτημα που έχουν σχεδόν όλοι στα χείλη. Από τα κομματικά στελέχη μέχρι τη βάση του κόμματός του, αλλά και την περιρρέουσα άποψη της κοινωνίας. Οι γνώμες εδώ διίστανται. Οι μεν απαντούν αρνητικά και οι δε ότι η ιστορία έχει αποδείξει ότι οι ηγέτες, πολλές φορές, αναδεικνύονται στις κρίσεις.

Μέχρι τώρα η πορεία του Γ. Παπανδρέου, λόγω του ονόματος της οικογένειάς του, αλλά και επειδή η πολιτική του άνδρωση έγινε με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ήταν μια ήρεμη, σχεδόν προδιαγεγραμμένη, πριγκιπική πολιτική πορεία.

Δεν δοκιμάστηκε σε σκληρές πολιτικές συνθήκες, ακόμα και την ηγεσία την ανέλαβε με τη μέθοδο του «δαχτυλιδιού». Τώρα, για πρώτη φορά, δοκιμάζεται σε αντίξοες συνθήκες. Μπορεί να μεταμορφωθεί; Μπορεί να γεννηθεί ένας άλλος, απ’ ό,τι γνωρίζουμε, ηγέτης; Την απάντηση ίσως δεν τη μάθουμε ποτέ αν χάσει τη μάχη για την ηγεσία. Ίσως τη μάθουμε, αν του δοθεί μια νέα ευκαιρία.

Το ίδιο ισχύει και για τον Ευάγγ. Βενιζέλο. Εμφανίζεται ως ο άνθρωπος που μπορεί να νικήσει τον Καραμανλή. Προσόν η ευφυΐα, η ευστροφία, η ευφράδεια και το πληθωρικό του χαρακτήρα του. Αρκούν αυτά; Δικαιούται επειδή είναι ευφραδής να είναι αρχηγός του κόμματος; Σαφέστατα όχι. Αν λάβουμε αυτά ως κριτήρια, ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής που είχε προβλήματα στην άρθρωση του λόγου και την ακοή δεν έπρεπε ποτέ να γίνει πρωθυπουργός. Σίγουρα τα προσόντα του Ευάγγ. Βενιζέλου ανταποκρίνονται καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον στη μιντιακή εποχή που ζούμε. Το θέμα είναι ότι το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ δεν είναι μιντιακό. Είναι βαθύτατα ιδεολογικό και πολιτικό. Είναι θέμα στρατηγικής, φυσιογνωμίας και εκ νέου ορισμού των σχέσεών του με τις κοινωνικές δυνάμεις, αλλά και συμμαχιών με τις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς.

Για να εκλέξει, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ τη νέα ηγεσία του, πρέπει να μάθει πού και πώς θέλει να πάει το καράβι ο τιμονιέρης. Πρέπει να ορίσει το αζιμούθιο για τη νέα πορεία. Πρέπει να δεσμεύσει σε νέες αρχές το ΠΑΣΟΚ και να δεσμεύεται και ο ίδιος ότι η συμπεφωνημένη ρότα θα ακολουθηθεί.

Ήταν λάθος λοιπόν το «ρεσάλτο» που επιχειρήθηκε, ή δόθηκε η εντύπωση ότι επιχειρείται, για υφαρπαγή της εξουσίας και μάλιστα με τη βοήθεια ή τη συνεννόηση με εξωθεσμικά κέντρα και συμφέροντα. Είναι μάλιστα μεγαλύτερο λάθος το ότι επανήλθαν στην επικαιρότητα και γίνονται πεδίο αντιπαράθεσης ορισμένα μυθολογικά στοιχεία της πολιτικής, που συνδέονται με τη δημοκρατική παράταξη. Και αυτά τα μυθολογικά στοιχεία δεν είναι άλλα από τα πρωτοσέλιδα του συγκροτήματος Λαμπράκη, που οδήγησαν το 1965 στο κάψιμο εφημερίδων, και της εφημερίδας «Έθνος» του Γ. Μπόμπολα, που μετά τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Πέφτει ο φαύλος» (ο Ανδρέας Παπανδρέου), το 1989, κατρακύλησε κυκλοφοριακά και δεν μπόρεσε ποτέ να πιάσει τα μυθικά νούμερα κυκλοφορίας που είχε.

Είναι, όμως, εξίσου λάθος το ότι επιχειρείται να διογκωθεί ο ρόλος των εκδοτικών παρεμβάσεων για να δικαιολογηθούν αδυναμίες ή να αναπτυχθούν άμυνες. Η εκδοτική λειτουργία και παρέμβαση είναι συνυφασμένες με την πολιτική δράση και τις εξελίξεις. Πρόβλημα υπάρχει όταν γίνεται άκομψα, απροκάλυπτα και με πατερναλιστική διάθεση. Όπως προβληματική είναι η επιχειρηματολογία που κάνει δεκτές τις εκδοτικές παρεμβάσεις όταν ωφελούν και τις δαιμονοποιεί όταν δεν συμφέρουν.

Είναι σωστό ότι οι εξελίξεις δρομολογούνται με βάση τις καταστατικές διαδικασίες και με κάποια σχετική άνεση χρόνου, ώστε να αποφορτιστεί το εμφυλιοπολεμικό κλίμα.

Είναι σωστό που επικρατούν οι συνετές και ψύχραιμες φωνές. Ήταν λάθος και έβλαψε τον Ευάγγ. Βενιζέλο η ταύτισή του με τον Κ. Σημίτη και την ομάδα των υπουργών και στελεχών που ηττήθηκε το 2004. Όλοι γνωρίζουν ότι το ΠΑΣΟΚ θα έχανε τότε τις εκλογές με σχεδόν διπλάσια διαφορά, αν έμενε ο Κ. Σημίτης. Όλοι συνομολογούν ότι το μεγάλο λάθος του Γ. Παπανδρέου, που «στιγμάτισε» και τη μετέπειτα πορεία των παραλυτικών ισορροπιών που ακολούθησε, έγινε το 2004. Στη ζωή, όμως, τα σφάλματα πληρώνονται και πληρώνονται διπλά όταν έχεις τη δυνατότητα να τα διορθώσεις και δεν το κάνεις.

Αυτήν τη στιγμή και εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, το πρόβλημα είναι αν μπορεί η λεγόμενη Προοδευτική Δημοκρατική Παράταξη να παραμείνει ενωμένη και μεγάλο κόμμα εξουσίας, ώστε να ενσωματώνει θετικά και σε επίπεδο εξουσίας το σύνολο των δυνάμεων και των αιτημάτων της Κεντροαριστεράς.

Χωρίς μια Νέα Συμφωνία στη φυσιογνωμία, τις πολιτικές, τις κοινωνικές αντιστοιχίσεις, τις πολιτικές συμμαχίες και την κομματική δομή δεν μπορεί να επιτευχθεί. Όποιος και να εκλεγεί την 11η Νοεμβρίου, εάν δεν έχει αυτά τα εφόδια, όσο και να μεταμορφωθεί ή να είναι μάγκας, δεν θα μπορέσει να κρατήσει τη Δημοκρατική Παράταξη ενωμένη και κυρίως να την επαναφέρει σε τροχιά εξουσίας.

Υπάρχει, όμως, μια βασική συνιστώσα που δεν μπορεί να παραγνωριστεί, η οποία εξισορροπεί τα μειονεκτήματα του Γ. Παπανδρέου έναντι του Ευάγγ. Βενιζέλου και η οποία είναι απαραίτητη στον βουλευτή Θεσσαλονίκης για να διεκδικήσει με αξιώσεις την εκλογική νίκη.

Αυτή η συνιστώσα δεν είναι άλλη από τον αυτόνομο κοινωνικοπολιτικό συσχετισμό της οικογένειας Παπανδρέου στο εκλογικό σώμα. Ένα κρίσιμο κομμάτι των ψηφοφόρων αναφέρεται κατ’ ευθείαν στο όνομα Παπανδρέου. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στη συντηρητική παράταξη με το όνομα Καραμανλής. Ένα ποσοστό της τάξεως του 10-15% ψηφίζει ανεξάρτητα από τα δύο κόμματα εξουσίας. Δεν ψηφίζουν Ν.Δ. ή ΠΑΣΟΚ, αλλά Καραμανλή ή Παπανδρέου. Αυτό είναι το πλεονέκτημα του Γ. Παπανδρέου έναντι του Ευάγγ. Βενιζέλου, αν τα πράγματα οδηγηθούν στη ρήξη. Αν ο Ευάγγ. Βενιζέλος γίνει αυτός αρχηγός και δεν έχει μαζί του αυτόν τον αυτόνομο κοινωνικοπολιτικό συσχετισμό, είναι σχεδόν απίθανο να κερδίσει εκλογές, όταν μάλιστα αυτή την απώλεια δεν μπορεί για προφανείς λόγους να την εξισορροπήσει με κοινή κάθοδο με τα άλλα κόμματα της Αριστεράς.

Γι’ αυτό είναι λάθος η πόλωση και ο φανατισμός που μπορεί να καταστήσει τις διαφορές αγεφύρωτες. Εν αντιθέσει με τον παπανδρεϊσμό, ο σημιτισμός δεν είναι κοινωνικοπολιτικό ρεύμα. Υπήρξε ένας κρατικοδίαιτος συσχετισμός διαχείρισης της εξουσίας. Πήρε ένα κόμμα στην εξουσία και την παράτησε άρον άρον, όταν κατάλαβε ότι όχι μόνον τέλειωσαν τα ψωμιά του, αλλά θα υφίστατο και συντριβή.

Το διακύβευμα λοιπόν της σύγκρουσης είναι η ενότητα της Δημοκρατικής Παράταξης και η μετεξέλιξή της σε ένα σύγχρονο κόμμα εξουσίας, με συγκεκριμένες κοινωνικές αναφορές, ξεκάθαρη φυσιογνωμία νέα στρατηγική και οργανωτική δομή που να ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες της πολλυσυλλεκτικότητας. Ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κόμμα που μπορεί να ανασυνθέσει με πολιτικούς όρους την αριστερόστροφη κοινωνική πλειοψηφία είναι το ζητούμενο και όχι ένα νέου τύπου μεσσιανικό κίνημα.

Εάν το ΠΑΣΟΚ επικεντρώσει όλες του τις δυνάμεις να γίνει απλώς ένα αντικαραμανλικό κόμμα σε επίπεδο εξουσίας, θ’ αργήσει πολύ να δει την εξουσία. Εάν, αντίθετα, καταφέρει να ελέγξει τον φανατισμό και την πόλωση, που εμφιλοχώρησε μετά την εκλογική ήττα, για την ηγεσία μπορεί να αποφύγει τη διάσπαση. Εάν συζητήσει σε βάθος, εν εκτάσει και με πολιτικούς όρους το μέλλον του, μπορεί με όποια ηγεσία να επανέλθει στην εξουσία. Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση άνοιξε και θα ήταν λάθος να τελειώσει την 11η Νοεμβρίου. Όπως θα είναι λάθος μέχρι τότε να μην υπάρχει συγκροτημένος αντιπολιτευτικός λόγος.

Αυτό το δίμηνο μπορεί να παρουσιαστούν ευκαιρίες, αρχής γενομένης από την αντιπαράθεση στη Βουλή για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβερνήσεως, που μπορούν να αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]