Πέμπτη, Δεκεμβρίου 23, 2010

 

Υποτίμηση του ευρώ, η λύση (24-12-2010)

H Σύνοδος Κορυφής την προηγούμενη εβδομάδα πιστοποίησε για μία εισέτι φορά την αδυναμία, άμα και ανικανότητα, της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων απέφυγαν και πάλι να κοιταχτούν στον καθρέφτη, φοβούμενοι προφανώς να αντιμετωπίσουν αυτό που θα έβλεπαν: Το φθισικό πρόσωπο της Ενωμένης Ευρώπης να ψυχορραγεί χτυπημένο από την ωχρά σπειροχαίτη των ελλειμμάτων και του χρέους των περιφερειακών κρατών-μελών της.

Για μία ακόμη φορά, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέδειξαν ότι είναι κατώτεροι των περιστάσεων, δικαιώνοντας πλήρως τον Χέλμουτ Σμιτ, αλλά και όλους όσοι ασκούν κριτική στην καγκελάριο Μέρκελ, τον πρόεδρο Σαρκοζί και τους ομολόγους τους. Για μία ακόμα φορά έδειξαν ότι δεν διαθέτουν το θάρρος και τα ανακλαστικά που απαιτούνται για να αντιμετωπιστεί με ρηξικέλευθο και ριζοσπαστικό τρόπο η δημοσιονομική κρίση.

Για μία ακόμα φορά κατέφυγαν στις διαπιστώσεις και τις περιοριστικές προτροπές, αποφεύγοντας να πιάσουν τον ταύρο από τα κέρατα. Για μία ακόμη φορά κατέδειξαν ότι οι έννοιες της αλληλεγγύης και της ενότητας παραμένουν ερμητικά κλειδωμένες έξω από την αίθουσα όπου συσκέπτονται στις Βρυξέλλες.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση μόνον ένωση δεν είναι. Παραμένει μια πολιτική συνομοσπονδία ετεροκαθοριζόμενων συμφερόντων, επιδιώξεων και εθνικών στρατηγικών. Τρία χρόνια έχουν περάσει από τότε που η κρίση χτύπησε την πόρτα της Ε.Ε., και η ηγεσία της μετεωρίζεται ως προς τις κατάλληλες πολιτικές που απαιτούνται για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.

Τρία χρόνια κρατάει ο δημοσιονομικός πυρετός και, πρωτοστατούσης της Άνγκελα Μέρκελ, οι Ευρωπαίοι ηγέτες επιμένουν να χορηγούν ασπιρίνες στα ασθενικά κράτη-μέλη. Ακόμη κι αυτά που αποφασίζονται λαμβάνονται με εξοργιστική καθυστέρηση. «Too late, too little», υπερβολικά αργά, υπερβολικά λίγο, είναι ο τίτλος που ταιριάζει γάντι στην ευρωπαϊκή ηγεσία.

Καθυστέρησε να λάβει την απόφαση για την Ελλάδα και, όταν την πήρε, τσιγκουνεύτηκε υπερβολικά στη βοήθεια που της παρασχέθηκε, με αποτέλεσμα ο ιός να εξαπλωθεί. Ένα διαχειρίσιμο, στην αρχή, πρόβλημα, που ο Μιτεράν, ο Κολ και ο Ανδ. Παπανδρέου θα το έλυναν στο άψε-σβήσε, έγινε σάρκωμα στο κορμί ολόκληρης της Ευρώπης.

Το ίδιο λάθος συνεχίζεται και τώρα με την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, και αύριο πιθανώς με το Βέλγιο, την Ισπανία και την Ιταλία. Θα αποφασιστεί τώρα η επιμήκυνση της αποπληρωμής του δανείου που έλαβε η Ελλάδα, και όχι όταν υπογραφόταν το συμβόλαιο με την τρόικα. Το έκαναν γιατί δεν μας εμπιστεύονταν, γιατί μας βρήκαν στην ανάγκη, επειδή εμείς οι ίδιοι δεν το διαπραγματευτήκαμε; Αδιάφορο.

Το θέμα είναι ότι στραγγάλισαν μια χώρα και τη βύθισαν στην ύφεση, ενώ αυτό που τώρα θα υιοθετήσουν έπρεπε να το έχουν κάνει οκτώ μήνες πριν. Το ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες ιδέες. Είτε αυτές αφορούν την έκδοση ευρωομολόγου είτε την ενίσχυση με διπλάσιο ποσό του «κουμπαρά» του Μηχανισμού Στήριξης. Κάποια στιγμή αυτά θα γίνουν, σχεδόν νομοτελειακά, αλλά, όταν υιοθετηθούν, θα είναι και αργά και ήκιστα αποτελεσματικά. Θα χρειάζονται άλλα, πιο δραστικά μέτρα.

Από αυτή την άποψη, καλή είναι η πρωτοβουλία που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός ότι αναλαμβάνει η Ελλάδα να συγκεντρωθούν 1.000.000 υπογραφές για να ζητηθεί η έκδοση ευρωομολόγου. Μόνον που δεν είναι η λύση. Όταν και αν αυτή τελεσφορήσει, θα έχουν περάσει τουλάχιστον 18 μήνες. Χρόνος απαγορευτικός για ίαση του σημερινού προβλήματος. Ως πολιτική πρωτοβουλία μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα και να φανερώνει τη διάθεση του Γ. Παπανδρέου είτε να καταδείξει την ανεπάρκεια της Ε.Ε. είτε να συγκρουστεί -διαγενομένων του χρόνου και των εξελίξεων- με την τρόικα.

Είναι μια πρωτοβουλία που αφενός προσθέτει πόντους στο ηγετικό διεθνές προφίλ του πρωθυπουργού και αφετέρου δημιουργεί τους όρους για τη συγκρότηση μελλοντικών συμμαχιών στους κόλπους της Ευρώπης. Όμως είναι μια πρωτοβουλία που επί του «πρακτέου», επί του οικονομικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα, ελάχιστα εισφέρει.

Το ευρωομόλογο μπορεί να ήταν μια λύση για το χθες. Όταν ξεκινούσε η κρίση. Όταν έπρεπε να υψωθεί τείχος στους κερδοσκόπους. Όταν χρειαζόταν να μπει φραγμός στις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης. Όταν τα spreads των μελών της Ευρωζώνης δεν είχαν τέτοιες, όπως οι σημερινές, διαφορές μεταξύ τους. Σήμερα το ευρωομόλογο δεν αποτελεί λύση. Ούτε είναι λύση στο πρόβλημα το ευρωομόλογο κλιμακωτού επιτοκίου.

Αυτή τη στιγμή, χρειάζεται ένα ενιαίο χρηματοδοτικό εργαλείο, το οποίο όλες οι χώρες θα μπορούν να αξιοποιήσουν με τους ίδιους όρους. Ένα χρηματοδοτικό εργαλείο ίδιο και για τη Γερμανία και για την Ελλάδα και για την Ισπανία και για την Ολλανδία.

Για να ξεπεραστούν οι αντιθέσεις και οι δικαιολογημένες ενστάσεις των ισχυρών κρατών για το ευρωομόλογο, ίσως θα πρέπει οι τεχνοκράτες της Ε.Ε. να προτείνουν μια διαφορετική λύση στους πολιτικούς, ώστε και αυτοί να μην αισθάνονται ριγμένοι έναντι των πολιτών τους και μονίμως φιλόπτωχοι έναντι των αδύναμων χωρών.

Και μια τέτοια λύση μπορεί να είναι η υποτίμηση, το «κούρεμα» -ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το- του ευρώ. Το καλύτερο στην παρούσα συγκυρία θα ήταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εκδώσει «πληθωριστικό χρήμα» και να διανεμηθεί στα κράτη-μέλη, σύμφωνα με τη συμβολή ενός εκάστου στο κοινοτικό ΑΕΠ. Να κάνει, δηλαδή, ό,τι κάνουν ο Ομπάμα και η Fed στις ΗΠΑ.

Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσε όποιο κράτος-μέλος ήθελε να εκδώσει ένα ομόλογο το οποίο να αγοράσει η EKT μ’ ένα μικρό και κλιμακωτό επιτόκιο. Η κλίμακα του επιτοκίου να είναι από 0,25% (για τη Γερμανία) έως 1,25% (για την Ελλάδα). Ο χρόνος αποπληρωμής αυτού του ομολόγου να είναι 20 έως και 30 χρόνια.

Αυτό το ομόλογο να μπορούν να το εκδίδουν με τους ίδιους όρους και κράτη που δεν είναι μέλη της Ευρωζώνης, όπως, π.χ., η Μεγάλη Βρετανία. Το ύψος του ομολόγου που θα εκδώσει η κάθε χώρα να είναι συνάρτηση του ποσοστού συμμετοχής της στο κοινοτικό ΑΕΠ.

Για παράδειγμα, αν συμφωνηθεί κάτι τέτοιο και η ΕΚΤ αποφασίσει να απορροφήσει 3 τρισ. ευρώ, η Ελλάδα με ποσοστό συμμετοχής στο κοινοτικό ΑΕΠ 2% θα μπορούσε να εκδώσει ομόλογο αξίας 60 δισ. ευρώ. Η Γερμανία με ποσοστό 19,8% θα μπορούσε, εφόσον το επιθυμεί, να πάρει από την ΕΚΤ σχεδόν 600 δισ. ευρώ. Η Βρετανία με ποσοστό 15,3% 460 δισ. ευρώ. Η Πορτογαλία με 1,3% 39 δισ. ευρώ και ούτω καθεξής. Αν η κλίμακα του επιτοκίου ήταν από το 0,25% έως το 1,25%, το ποσό που θα πλήρωνε η Γερμανία για τα 600 δισ. ευρώ θα ήταν 1,25 δισ. ευρώ και η Ελλάδα για τα 60 δισ. ευρώ 750 εκατ. ευρώ.

Αν αναλογιστούμε ότι σήμερα η Ελλάδα πληρώνει πέντε φορές μεγαλύτερο επιτόκιο στο δάνειο της τρόικας, ενώ η έξοδος στις αγορές είναι απαγορευτική, καταλαβαίνετε τι ανακούφιση θα ήταν αυτό για τη χώρα μας. Την ίδια ανακούφιση θα ένιωθαν και οι άλλες περιφερειακές χώρες ή όσες τέλος πάντων δανείζονται με υψηλότερη απ’ ό,τι θα μπορούσαν διαφορά επιτοκίου.

Ένα τέτοιο χρηματοδοτικό εργαλείο θα ήταν ευχάριστο όμως και για τις άλλες χώρες, ακόμη και για τη Γερμανία, η οποία αυτή τη στιγμή δανείζεται από τις αγορές με 2,5%. Το να δανειστεί 600 δισ. με 10 φορές μικρότερο επιτόκιο και με χρόνο αποπληρωμής τα 20 ή τα 30 χρόνια νομίζω ότι δεν θα ήταν καθόλου άσχημα για την Μέρκελ. Το ίδιο και για τον Σαρκοζί, τον Θαπατέρο, τον Γκονζάλες και τους άλλους ηγέτες. Καλό θα έκαναν στη χώρα τους.

Θα αντιτείνει κάποιος ότι αυτό μπορεί να έχει επίπτωση στον πληθωρισμό. Ναι, θα έχει, μόνον που θα είναι μικρή, και μάλλον θα κάνει καλό στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Εξάλλου, το ποσό που θα ελάμβανε η κάθε χώρα θα μπορούσε να το διαθέσει όπως αυτή ήθελε. Είτε για να μειώσει ελλείμματα, είτε για να ασκήσει κοινωνική πολιτική, είτε για να τονώσει την ανάπτυξή της, είτε για να αυξήσει την κατανάλωση, είτε για να διεισδύσει σε ξένες αγορές και να μεγαλώσει τα εκεί μερίδια αγοράς της. Είναι σίγουρον ότι διαφορετικά θα το χρησιμοποιήσει η Ελλάδα, διαφορετικά η Γερμανία και διαφορετικά η Βρετανία.

Μια δεύτερη ένσταση που μπορεί να υπάρξει είναι ότι μπορεί να υποτιμηθεί το ευρώ έναντι του δολαρίου ή άλλων νομισμάτων. Πιθανώς και να συμβεί. Άντε, να πάει από το 1/1,33 στο 1/1,23, που ήταν πριν από μερικούς μήνες, άντε η ισοτιμία με το δολάριο να πάει 1 προς 1, τι έγινε;

Μάλλον ωφελημένη θα βγει η Ευρώπη. Οι εξαγωγές, οι υπηρεσίες, ο τουρισμός της θα τονωθούν. Τα προϊόντα της θα γίνουν πιο ανταγωνιστικά, κάτι που είναι καλό πρωτίστως για τις οικονομικά ισχυρές χώρες της Ε.Ε., οι οποίες πιθανώς να έχουν και τις μεγαλύτερες αντιρρήσεις για ένα τέτοιο χρηματοδοτικό εργαλείο. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση θα ήταν λίαν ευεργετικό ένα τέτοιο χρηματοδοτικό εργαλείο για τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αφού μπορεί και το κάνει ο Ομπάμα, γιατί να μην το κάνει και η Ευρώπη; Θα μου πείτε, άλλο η Fed και άλλο η ΕΚΤ. Άλλες οι ΗΠΑ και άλλη η Ε.Ε. Ναι, σίγουρα. Σε κρίση όμως είμαστε, και δεν μπορεί η αντίδραση της Ευρώπης να προσκρούει στις σιδηρόφρακτες νόρμες του Μάαστριχτ και της Λισσαβώνας. Εξάλλου, ήδη κάποιοι κανόνες εξ ανάγκης παραβιάζονται.

Και η πρώτη που το κάνει είναι η ΕΚΤ, που συνεχίζει να αγοράζει ομόλογα των προβληματικών κρατών με έκπτωση περίπου 30%. Γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει μία ακόμη παρασπονδία; Μια πολιτική απόφαση χρειάζεται, και τα νομοτεχνικά ζητήματα είναι θέμα 2-3 μηνών να λυθούν.

Μια τέτοια απόφαση θα ήταν όντως ριζοσπαστική, αναμφίβολα αποτελεσματική, και φυσικά θα αποδείκνυε ότι η Ε.Ε. είναι διατεθειμένη στους ταραγμένους καιρούς που ζούμε να συνεχίσει ενωμένη και να φέρει πιο γρήγορα -εκτός από την πολιτική- και την οικονομική της ένωση.

Ίσως κάποιοι αντιτείνουν ότι θα αντιδράσουν οι ΗΠΑ, η Κίνα ή οι αγορές. Ότι θα είχαμε ένα νέο επεισόδιο στον εν εξελίξει νομισματικό πόλεμο. Δεκτό. Γιατί όμως η Κίνα, παρά τις πιέσεις χρόνων, κρατά υπερτιμημένο το γουάν; Γιατί η Fed εκδίδει πληθωριστικό χρήμα για τον Ομπάμα; Ας δείξει και η Ευρώπη, ως μπλοκ, τα δόντια της. Ας λειτουργήσει -τώρα που υπάρχει η κρίση- ως Ένωση.

Αν δεν το κάνει τώρα, πότε θα το κάνει; Όταν θα σκορπιστεί στους πέντε ανέμους και τους έξι (;) ομόσπονδους κύκλους, όπως κάποιοι επιθυμούν;

Αντί λοιπόν να συζητάμε και να μαζεύουμε υπογραφές για το ευρωομόλογο, χωρίς να ξέρουμε ποια ακριβώς μορφή θα έχει, πώς θα είναι η κλίμακα του επιτοκίου και πότε θα εφαρμοστεί, καλόν θα ήταν οι αρμόδιοι παράγοντες της Ε.Ε. να κάνουν την υπέρβαση.

Αντί να τρέχουν πίσω από τα γεγονότα, να βγουν μπροστά και να οδηγήσουν αυτοί τις εξελίξεις. Με την υιοθέτηση ενός χρηματοδοτικού εργαλείου όπως το προαναφερόμενο, η Ευρώπη θα ανασάνει, θα αλλάξει το κλίμα στην οικονομία και την ψυχολογία των πολιτών, θα τροποποιήσει υπέρ της τις σχέσεις με τις αγορές και τις άλλες μεγάλες διεθνείς οικονομίες.

Οπωσδήποτε θα σταματήσει μαχαίρι τη συζήτηση για μεμονωμένα «κουρέματα» δανείων, εξόδους από την Ευρωζώνη και άλλα περίεργα και επικίνδυνα παιχνίδια.

Και, φυσικά, θα καταστήσει ονειρώξεις παρθένων εραστών τις συζητήσεις για επιστροφή στα εθνικά νομίσματα.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]