Δευτέρα, Νοεμβρίου 16, 2009

 

Δράκοι και νεράιδες (14-11-2009)

Yπάρχει ένας κανόνας που λέει ότι στην πολιτική το παιχνίδι συνήθως το κερδίζει αυτός που έχει να χάσει τα λιγότερα. Η περίπτωση του Αντ. Σαμαρά φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτόν τον κανόνα.

Όταν ο Μεσσήνιος πολιτικός αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, πολλοί πίστευαν ότι δεν έχει μεγάλη τύχη απέναντι στο, σαν έτοιμο από καιρό, «θωρηκτό» Ντόρα Μπακογιάννη.

Μάλιστα, κάποιοι υποστήριζαν ότι ο Δημ. Αβραμόπουλος είχε περισσότερες πιθανότητες να είναι αυτός δεύτερος στις προτιμήσεις των συντηρητικών ψηφοφόρων. Όλοι αυτοί διαψεύστηκαν, όπως είχαν διαψευστεί και, πριν από δύο χρόνια, στη σύγκρουση Παπανδρέου – Βενιζέλου για την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ.

Διαγενομένου του χρόνου, η υποψηφιότητα Σαμαρά ενδυναμώνεται και πλέον η αναμέτρηση για την ηγεσία της Ν.Δ. έχει εξελιχθεί σε ντέρμπι, με τον πρώην υπουργό Πολιτισμού μάλιστα να προηγείται σύμφωνα με δημοσκοπήσεις.

Αντίθετα, η υποψηφιότητα της Ντόρας Μπακογιάννη εμφανίζεται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, καθηλωμένη στα αρχικά ποσοστά της εκκίνησης για τη διαδοχή Καραμανλή.

Ο Αντ. Σαμαράς φαίνεται ότι ξεδιπλώνει μια στρατηγική συνεχών βημάτων. Αρχικά πλασαρίστηκε ως το αουτσάιντερ, στο οποίο μπορούν να ποντάρουν οι αντίπαλοι της οικογένειας Μητοστάκη. Ως αντίπαλο δέος του «μητσοτακισμού» συσπείρωσε τον σκληρό πυρήνα της Δεξιάς της δεκαετίας του 1970. Μετά, καταθέτοντας ένα συγκεκριμένο ιδεολογοπολιτικό πλαίσιο ανασύνταξης της Κεντροδεξιάς, καθιερώθηκε στη συνείδηση των νεοδημοκρατών και ευρύτερα των πολιτών ως ο δεύτερος σε δύναμη, μετά την Ντ. Μπακογιάννη, υποψήφιος.

Αποχωρώντας από την κούρσα της διαδοχής ο Δημ. Αβραμόπουλος, τον προσεταιρίστηκε, και αυτός ο «αρραβώνας» τού προσέθεσε δυναμική τελικού νικητή.

Η κοινή πλατφόρμα με τον πρώην υπουργό Υγείας καθιστά τον Αντ. Σαμαρά όχι ισχυρό μειοψηφικό πόλο, αλλά πλειοψηφική δύναμη. Τώρα του απομένουν τρία πράγματα.

Πρώτον, να θέσει ισχυρά διλήμματα στους ψηφοφόρους, ώστε η υποψηφιότητά του να είναι έντονα διακριτή από αυτή της Ντ. Μπακογιάννη.

Δεύτερον, να συρρικνώσει ή και να θέσει εκτός μάχης τον Παν. Ψωμιάδη, του οποίου η πλειοψηφία των οπαδών βρίσκεται εγγύτερα στα εθνικοπατριωτικά και λαϊκοδεξιά προτάγματα με τα οποία είναι γαλουχημένη, παραδοσιακά, η συντηρητική παράταξη.

Και, τρίτον, να αυξήσει την πίεση, άρα και τον εκνευρισμό, στην αντίπαλό του -που ήδη τις τελευταίες ημέρες είναι έντονος, ιδιαίτερα στα λεγόμενα «εξαπτέρυγά» της-, χωρίς όμως να πέσει στην παγίδα της διχαστικής και ακραία πολωτικής συμπεριφοράς, στην οποία φαίνεται ότι θέλουν να τον παρασύρουν η Ντ. Μπακογιάννη και οι επιτελείς της.

Αν τα καταφέρει, έχει περισσότερες ελπίδες να είναι, κόντρα στα προγνωστικά, αυτός ο επόμενος αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας.

Η Ντ. Μπακογιάννη νόμισε ότι αρκεί η προετοιμασία χρόνων για να κερδίσει το παιχνίδι. Η υποψηφιότητά της δεν έχει ισχυρά πολιτικά, ιδεολογικά και κοινωνικά σημεία αναφοράς. Είναι μια υποψηφιότητα που κυρίως στηρίζεται στην εικόνα του δελφίνου την οποία είχε με επιμέλεια φιλοτεχνήσει.

Πίστεψε ότι για να κερδίσει αρκεί να στηριχθεί πρώτον σε παράγοντες (εντός και εκτός Ν.Δ.) διαμεσολάβησης και επιρροής των εκλεκτόρων – αρχικά των συνέδρων και μετέπειτα των κομματικών μελών. Και δεύτερον στη διαχρονική επιρροή του πατρός της, του Κ. Μητσοτάκη, στη Νέα Δημοκρατία. Αποδεικνύεται ότι αυτά δεν αρκούν.

Επιπροσθέτως, η υποψηφιότητα της Ντ. Μπακογιάννη έχει δύο μειονεκτήματα. Πρώτον, ταυτίζεται στη συνείδηση των ψηφοφόρων με τον κυβερνητισμό και μάλιστα του ύστερου καραμανλισμού, ο οποίος αποδοκιμάστηκε και ηττήθηκε πανηγυρικά στις πρόσφατες εθνικές εκλογές.

Το προφίλ της Ντόρας Μπακογιάννη, όπως τουλάχιστον καταγράφεται στη συνείδηση ευρύτερα των πολιτών, άρα και των νεοδημοκρατών, δεν είναι αυτό της πολιτικού των ρήξεων και των ανατροπών, αλλά της συναινετικής άμα και υστερόβουλης διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων και των αναγκαίων πολιτικο-επιχειρηματικών ισορροπιών και συμψηφισμών στην άσκηση της εξουσίας. Και, δεύτερον, η υποψηφιότητα Μπακογιάννη δεν συγκινεί, επειδή όλα τα προηγούμενα χρόνια είχε καταναλωθεί ως κάτι το αναμενόμενο.

Σχεδόν άπαντες, εντός και εκτός της Ν.Δ., την εκλάμβαναν ως την «ερχόμενη», η οποία μάλιστα, ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο διακυβέρνησης της Ν.Δ., έβαζε κι αυτή το χεράκι της για να ’ρθει μια ώρα νωρίτερα η διαδοχή του Κ. Καραμανλή, δηλαδή η δική της ώρα.

Η υποψηφιότητα Σαμαρά είναι πιο συναρπαστική, επειδή εμπεριέχει το μη αναμενόμενο. Εάν εκλεγεί, θα είναι όντως μια ριζική ανατροπή στα πολιτικά ειωθότα. Από την πολιτική έρημο θα βρεθεί στο κέντρο.

Αυτό, εκτός από το να συνιστά έκπληξη, σε προδιαθέτει και για ριζοσπαστισμό στην εφεξής πολιτική του συμπεριφορά, αφού θα πρέπει να διαμορφώσει τα νέα σημεία ισορροπίας της συντηρητικής παράταξης στο πολιτικό σύστημα, αλλά και ευρύτερα στον δημόσιο βίο.

Αντίθετα, εάν εκλεγεί η Ντόρα Μπακογιάννη, θα είναι κάτι σαν ρουτίνα, σαν μια προδιαγεγραμμένη πορεία, η οποία απλώς θα αναμένει τον χρόνο ωρίμανσης προκειμένου η Ν.Δ. να επιστρέψει στην εξουσία.

Για να το πω με πιο απλά λόγια και για να γίνει περισσότερο κατανοητό, το… παραμύθι του Αντ. Σαμαρά έχει «δράκους», που εξιτάρουν τη φαντασία και ενεργοποιούν τα αντανακλαστικά, ενώ το… παραμύθι της Ντόρας Μπακογιάννη έχει «νεράιδες» που σε αποκοιμίζουν ευχάριστα.

Στην κατάσταση που βρίσκεται, όμως, η Ν.Δ. μετά τη συντριβή στις εκλογές του Οκτωβρίου, η ρουτίνα και οι «νεράιδες» δεν αποτελούν απάντηση στην πολυεπίπεδη κρίση στην οποία έχει εισέλθει η εγχώρια συντηρητική παράταξη.

Χρειάζεται κάτι συγκλονιστικό, που θα την αναγκάσει να επανατοποθετηθεί στο πολιτικό σύστημα. Χρειάζεται επαναθεμελίωση και επανίδρυση. Μόνο μέσω μιας στρατηγικής «δημιουργικής αναστάτωσης» η Κεντροδεξιά μπορεί να έχει μέλλον στη χώρα μας σε προβλεπτό χρόνο.

Διαφορετικά, θα φθίνει και τμήματά της θα αποκόπτονται είτε εκ δεξιών από τον ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη είτε εξ ευωνύμων από το νεωτερικό και νηφάλιο ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου.

Εδώ να σημειώσουμε και ένα επιπλέον μειονέκτημα της Ντ. Μπακογιάννη. Με τη θυγατέρα του Κ. Μητσοτάκη επικεφαλής, η Ν.Δ. έχει περιορισμένη δυνατότητα διεύρυνσης προς το ΠΑΣΟΚ, καθώς ο αντιμητσοτακισμός είναι πολύ ισχυρός στο κόμμα των Παπανδρέου.

Ακόμη και το 1989, με τον Ανδρέα Παπανδρέου υπόδικο και το εκδοτικό κατεστημένο απέναντί του, το ΠΑΣΟΚ διατήρησε πολύ υψηλά εκλογικά ποσοστά (38-40%). Χρειάστηκαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις για να γίνει ο Κ. Μητσοτάκης πρωθυπουργός. Η εύκολη απάντηση είναι ότι γι’ αυτό φταίει ο εκλογικός νόμος. Σίγουρα.

Μόνον που σήμερα υπάρχει μια πραγματικότητα που τότε δεν υπήρχε. Κι αυτή είναι ο ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη που συγκεντρώνει το 6% του εκλογικού σώματος. Και το οποίο επίσης είναι πολύ δύσκολο να «τρυπήσει» η Ντ. Μπακογιάννη.

Αντίθετα, ο Αντ. Σαμαράς μπορεί να επικοινωνήσει σχετικά εύκολα με το εθνικο-λαϊκιστικό ακροατήριο του Γ. Καρατζαφέρη ενώ, υπό προϋποθέσεις, μπορεί όπως και ο Κ. Καραμανλής να βρει ακροατές στο λαϊκο-πατριωτικό τμήμα του ΠΑΣΟΚ.

Ο λεγόμενος «μεσαίος χώρος», στον οποίον ευελπιστεί να στηριχθεί η Ντ. Μπακογιάννη για να ξεπεράσει αυτό το διπλό κενό, δεν είναι σίγουρο ότι εμπιστεύεται την πολιτικο-τεχνοκρατική της επάρκεια. Εμπιστεύτηκε τον Κ. Σημίτη επειδή όντως αυτός εξέφρασε με επάρκεια τη στρατηγική του εκσυγχρονισμού, ενώ σήμερα μάλλον καλύπτεται ικανοποιητικά από τη νεωτερικότητα και τη σοσιαλδημοκρατική ηρεμία του Γ. Παπανδρέου.

Και, βέβαια, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν ότι, λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης και του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της χώρας, η ταλάντωση του πολιτικού μας συστήματος μάλλον κινείται προς τα άκρα.

Αυτό προοπτικά ευνοεί τον ριζοσπαστισμό των μαζών και προς τα αριστερά και προς τα δεξιά και κατ’ επέκτασιν τα ποπουλίστικα κόμματα.

Από αυτή την άποψη η στρατηγική «δεξιάς έντασης» του Αντ. Σαμαρά έχει περισσότερες πιθανότητες να ευδοκιμήσει εκλογικά στο προβλεπτό μέλλον, απ’ ό,τι η πρόταση «κεντρώας ηρεμίας» της Ντ. Μπακογιάννη.

Δεν ξέρω εάν το εναπομείναν δεκαπενθήμερο η Ντ. Μπακογιάννη μπορεί ν’ αλλάξει στρατηγική. Μάλλον δύσκολο, καθότι αφενός είναι αιχμάλωτη της, από μακρού χρόνου, φιλοτεχνηθείσας εικόνας της και αφετέρου διότι θα ήταν και ανόητο να το πράξει, αφού είναι αδύνατο να μεταμορφωθεί εν μια νυκτί σε κάτι που δεν είναι.

Εάν το αποπειραθεί, μάλλον θα χάσει παρά θα κερδίσει. Και, βέβαια, είναι ολέθρια η επ’ εσχάτων τακτική της να προσπαθεί να αντιγράψει τον Γ. Παπανδρέου στη σύγκρουση με τον Ευάγγ. Βενιζέλο.

Η όψιμη καταγγελία της περί συμφερόντων που στηρίζουν τον Αντ. Σαμαρά δεν πείθει, όταν τόσα χρόνια εθεωρείτο η ίδια η εκλεκτή των συμφερόντων και μάλλον απολάμβανε το να θεωρείται ως, τουλάχιστον τηλεοπτικό, «δίδυμο» με τον Ευάγγ. Βενιζέλο.

Όπως επίσης δεν της προσφέρει πόντους η όψιμη ρητορική των «εξαπτέρυγών» της περί πιθανής διάσπασης της Ν.Δ. εφόσον εκλεγεί ο Αντ. Σαμαράς. Προφανώς, κάποιοι ανόητοι σύμβουλοί της την έπεισαν ότι μπορεί και σ’ αυτό το σημείο να αντιγράψει τον Γ. Παπανδρέου.

Ο Γ. Παπανδρέου, όντως, κέρδισε τον Ευάγγ. Βενιζέλο, εγγυόμενος εκτός των άλλων και τη διάσπαση του ΠΑΣΟΚ (αφήνοντας δηλαδή τεχνηέντως ανοιχτό το ενδεχόμενο να ιδρύσει νέο κόμμα εφόσον δεν κέρδιζε την εσωκομματική εκλογή), σε αντίθεση με τον αντίπαλό του που πολιτευόταν στο όνομα της ενότητας και του όλου ΠΑΣΟΚ.

Όμως, ο Γ. Παπανδρέου, πρώτον, όντως ήταν αποφασισμένος να το πράξει, οπότε αυτομάτως το ΠΑΣΟΚ, υπό τον Ευάγγ. Βενιζέλο, δεν θα κέρδιζε εκλογές και σταδιακά θα μετατρεπόταν σε Ένωση Κέντρου.

Δεύτερον, ο παπανδρεϊσμός ήταν και είναι κυρίαρχο ρεύμα στο ΠΑΣΟΚ. Και, τρίτον, ο Γ. Παπανδρέου έχει ένα πολιτικό, ιδεολογικό και αξιακό φορτίο (η νεωτερικότητά του, οι συγκροτημένες σοσιαλδημοκρατικές του απόψεις, το διεθνές status του, η οικογενειακή του παράδοση κ.ά.) το οποίο θα του εξασφάλιζε τουλάχιστον ένα 15-20% στις εκλογές εάν κατήρχετο μόνος του χωρίς το ΠΑΣΟΚ.

Αντίθετα, ο μητσοτακισμός είναι μειοψηφικός πόλος στη συντηρητική παράταξη. Η Ντ.Μπακογιάννη δεν διαθέτει το αντίστοιχο με τον Γ. Παπανδρέου φορτίο και σίγουρα ο μητσοτακισμός στην κοινωνία δεν μπορεί να σταθεί αυτόνομα, όπως ο παπανδρεϊσμός και ο καραμανλισμός.

Και, τρίτον, είναι βέβαιο ότι ελάχιστοι από τους σημερινούς υποστηρικτές της θα την ακολουθούσαν σ’ ένα, εκτός Ν.Δ., κόμμα. Εάν, δε, ήθελε να το τολμήσει, εφόσον βεβαίως χάσει τη μάχη για την ηγεσία, θα έπρεπε να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι μπαίνει σε μια περιπέτεια που πιθανότατα δεν θα έχει ευδόκιμη κατάληξη.

Και, βέβαια, θα ήταν πολύ οδυνηρό για την ίδια, αλλά και την οικογένειά της, να τους ξανακολλήσουν τη ρετσινιά του «αποστάτη». Μόχθησαν τόσα χρόνια, σε όλη τη Μεταπολίτευση, τόσο ο πατέρας της όσο και η ίδια, να αποτινάξουν αυτή τη ρετσινιά.

Θα ήταν κρίμα και σίγουρα πολιτικά αφελές, ο μητσοτακισμός, ως κεντρώα και νεοφιλελεύθερη συνιστώσα, να αποκολληθεί από μια μεγάλη παράταξη όπως η συντηρητική και να μείνει μόνος του σαν… καλαμιά στη μέση του κάμπου.

Μια τέτοια εξέλιξη το μόνο αποτέλεσμα που μπορεί να έχει είναι να λυγίσει και να σπάσει από τους αγέρηδες του καραμανλισμού και του παπανδρεϊσμού. Η Ντ. Μπακογιάννη είναι έξυπνη για να χάσει τόσα πολλά.

Άρα, το να παραμείνει στη Ν.Δ. είναι μονόδρομος. Όπως μονόδρομος είναι και για τον Αντ. Σαμαρά να παραμείνει στην παράταξη αν χάσει. Εξάλλου, όλο αυτό το διάστημα, κέρδισε τόσα πολλά που θα ήταν ανοησία να τα χάσει. Και, βέβαια, μια δεύτερη «αποστασία» του θα ισοδυναμούσε με οριστικό πολιτικό θάνατο.

Ας αφήσουν λοιπόν στη Ν.Δ. τις «κοκορομαχίες» για το παρελθόν και τις αποστασίες και ας επικεντρώσουν την αντιπαράθεσή τους στο μέλλον της συντηρητικής παράταξης, που μετά την εκλογική συντριβή του Οκτωβρίου είναι άδηλον και χρειάζεται πολλούς «σκαπανείς» για να το ανακαλύψουν…

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]