Πέμπτη, Απριλίου 24, 2008

 

Η ζωή εν τάφω σκουπιδιών (24-4-2008)

H είδηση πέρασε στα «ψιλά» των εφημερίδων, με εξαίρεση την «Απογευματινή», η οποία, προς τιμήν της, το έκανε πρώτο θέμα. «17χρονη έγκυος πέθανε στη χωματερή. Έψαχνε για λίγο φαγητό στα σκουπίδια και τη σκότωσε το απορριμματοφόρο. Σε δύο μήνες θα γεννούσε το παιδί της. Ανήκε σε ομάδα 300 ατόμων που ζουν στα σκουπίδια».

Για αυτή την κοπέλα θέλω να γράψω σήμερα. Για μια ξένη. Αλλοδαπή. Μετανάστρια. Φτωχή. Που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Γι’ αυτό το παιδί, γιατί 17 χρόνων ουσιαστικά είναι παιδί. Μπορεί η εξαθλίωση, η πείνα, τα βάσανα να την είχαν κάνει πρόωρα γυναίκα. Μεγάλη γυναίκα, πιθανώς γριά στο σώμα και ίσως στον τρόπο που αντιλαμβανόταν τον κόσμο. Όμως, όση κακουχία κι αν πέρασε, όσο κι αν το κορμί της τσάκισε από την ανέχεια, όσες προσβολές, βιασμούς και απόρριψη κι αν δέχθηκε, δεν μπορεί, η ψυχή της θα ήταν ακόμη ψυχή ενός παιδιού. Τέσσερα πέντε χρόνια μεγαλύτερη από τον μεγάλο μου γιο, πόσο να μαγαριστεί η ψυχή της; Δεν προλαβαίνει. Ό,τι κι αν έζησε, ό,τι κι αν έκανε, η αθωότητα ακόμη περισσεύει.

Γι’ αυτό το παιδί, γι’ αυτό το κορίτσι, γι’ αυτή τη γυναίκα θέλω να γράψω σήμερα μέρα που ’ναι, Μεγάλη Πέμπτη, Σταυρωμένη Παρασκευή. Με τον Χριστό να πορεύεται προς τον Γολγοθά. Δεν θέλω να κάνω αντιστοιχίσεις. Θα ήταν εύκολες. Μόνον που θα ήταν φιλολογικές. Ψεύτικες. Κρύες και για εντυπωσιασμό. Κυρίως όμως εύκολες και ανέξοδες, όπως όλες οι αντιστοιχίσεις των Παθών του Ιησού με τα σύγχρονα πάθη των ανθρώπων. Των κατατρεγμένων και καταφρονεμένων. Όπως όλα τα μηνύματα-κλισέ για την ανάσταση του Ανθρώπου με αφορμή την Ανάσταση του Ναζωραίου.

Διαβάστε όλα αυτά τα ωραία και δήθεν βαθυστόχαστα που γράφονται αυτές τις ημέρες. Είναι τα ίδια που διαβάσατε πέρυσι, πρόπερσι, πριν από χρόνια. Ίδια με αυτά που θα γραφούν του χρόνου και τα επόμενα χρόνια. Έχω μπουχτίσει με τα πάθη, τη σταύρωση και την ανάσταση αυτές τις μέρες του ανθρώπου, του Έλληνα, του γένους, της φύσης και ό,τι άλλου ο κάθε φαντασιόπληκτος θεωρεί πως ταιριάζει στη συγκυρία. Συνήθως όσοι τα γράφουν είναι καλών προθέσεων, μπορεί στο παρελθόν να τα ’χω γράψει και ο ίδιος, όμως δεν ξέρω γιατί πλέον μου προκαλούν ανία και αφόρητη πλήξη. Γράφονται για να γραφτούν. Κατ’ έθιμο ή εξ επαγγέλματος.

Σήμερα, θέλω να γράψω για τη μικρή Ρουμάνα. Την Τσιγγάνα, τη ρακένδυτη, την απόκληρη, τη βρόμικη, το παιδί-γυναίκα των σκουπιδιών. Την έγκυο επτά, τριών ή πέντε μηνών, δεν έχει σημασία. Γι’ αυτήν την ξένη θέλω να γράψω. Που ήρθε από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά για να πεθάνει σ’ έναν σκουπιδότοπο. Στον ΧΥΤΑ των Άνω Λιοσίων. Πολτοποιημένη από τις βαριές ρόδες ενός απορριμματοφόρου. Αυτού που άδειαζε τα σκουπίδια μας. Της βιομηχανικής κοινωνίας μας, του πολιτισμού μας. Των δικών μας σκουπιδιών. Των πλούσιων και χορτασμένων.

Γι’ αυτήν την κοπέλα χωρίς όνομα θέλω να γράψω. Που πριν προλάβει η ίδια να ζήσει πήρε μαζί της, στον θάνατο, το αγέννητο παιδί της. Για το παιδί αυτής της γυναίκας που ίσως επειδή η μάνα του δεν είχε στον ήλιο μοίρα δεν θέλησε να δει κι αυτό τον ήλιο. Γι’ αυτό το παιδί που δεν γεννήθηκε. Γι’ αυτό το πλάσμα που δεν κατάφερε να γίνει μωρό. Που δεν θ’ ακούσει ποτέ το πρώτο του κλάμα. Που δεν θα νιώσει, μέσα στα αίματα της γέννας, το χάδι της μάνας στο κεφάλι του. Που δεν θα γευτεί το πρώτο, το μητρικό φιλί στο μέτωπο ή στο μάγουλό του. Που δεν θα συντονίσει τον χτύπο της καρδούλας του μ’ αυτόν της μητέρας του. Γρήγορος και των δύο όπως η ζωή.

Γι’ αυτό το πλάσμα που έγινε ένα με τα σκουπίδια. Που η πρώτη του μυρωδιά είναι η σαπίλα. Το πρώτο του άγγιγμα ο πολτός των απορριμματοφόρων. Πολτός και το ίδιο τώρα. Ένα με τη μάζα του κορμιού της μάνας του. Ό,τι απέμεινε από τις ρόδες του απορριμματοφόρου. Γι’ αυτό το παιδί και γι’ αυτή τη μάνα θέλω να γράψω.

Να ιστορήσω. Να ομολογήσω. Και να μονολογήσω για τους 300 άθλιους του ΧΥΤΑ των Άνω Λιοσίων, θέλω σήμερα. Αυτούς που τρέχουν πίσω από τα απορριμματοφόρα για να προλάβουν μήπως βρουν κάποιο φαγώσιμο ή κάτι άλλο που μπορεί να τους κρατήσει στη ζωή. Γι’ αυτούς τους κολασμένους. Τους λεπρούς της κοινωνίας μας.

Γι’ αυτούς του ξένους, τους αλλοδαπούς, τους μετανάστες θέλω να γράψω σήμερα Μεγάλη Πέμπτη, Σταυρωμένη Παρασκευή. Γι’ αυτούς στους οποίους το τελευταίο διάστημα γίνονται πολλές αναφορές και αφιερώματα από τα Μέσα Ενημέρωσης, τις ανθρωπιστικές οργανώσεις, τους διεθνείς οργανισμούς. Για τους πεινασμένους όπου γης. Γι’ αυτούς που ακούμε και διαβάζουμε ότι πεθαίνουν από την ασιτία, τη φτώχεια και τις αρρώστιες σε διάφορες χώρες, σε πολλά μέρη του πλανήτη.

Γι’ αυτούς που νομίζουμε ότι είναι μακριά μας. Κι όμως, σε μικρογραφία, αυτές οι κοινότητες των κολασμένων βρίσκονται δίπλα μας, είναι γύρω μας. Τους βλέπουμε, ζούμε μαζί τους. Είναι στα Λιόσια, στη Μανωλάδα, στα Σπάτα, στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη. Παντού. Μπορεί να μη θέλουμε να το βλέπουμε. Να το ξορκίζουμε. Να το θεωρούμε κάτι μακρινό. Κι όμως υπάρχει. Είναι εδώ. Μας κοιτάει μέσα από τα μάτια της κοπέλας από τη Ρουμανία. Μας γνέφει με τα χέρια του αγέννητου παιδιού της. Μας βρίζει και μας καταριέται κάθε φορά που οι κάθε λογής νταήδες «εκσπερματώνουν» τη λύσσα και τον ρατσισμό πάνω τους, μέσα τους. Κι αν σήμερα είναι η μικρή Ρουμάνα και χτες ήταν οι τρεις νεκροί, από ασιτία, στην Αθήνα, αύριο θα ’ναι περισσότεροι. Και δεν θα ’ναι μόνον ξένοι, αλλοδαποί, μετανάστες. Θα ’ναι και γηγενείς. Έλληνες. Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, συμπολίτες, συγχωριανοί.

Σκεφτείτε τι θα συμβεί σε 15-20 χρόνια αν συνεχίσει η κοινωνία μας στον ίδιο ρυθμό να περιθωριοποιεί κοινωνικά της τμήματα. Σκεφτείτε όταν οι άνθρωποι που θα βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας θα είναι όντως φτωχοί, εξαθλιωμένοι. Στην πραγματικότητα, και όχι σαν ποσοστά και μονάδες της στατιστικής.

Γι’ αυτούς τους φτωχούς, τους κολασμένους που έρχονται θέλω να γράψω. Και να ομολογήσω μέρα που ’ναι, Μεγάλη Πέμπτη, Σταυρωμένη Παρασκευή. Γι’ αυτούς που δεν θα περιμένουν να αναστηθούν σε τρεις μέρες ή άντε σε κάποια χρόνια. Γι’ αυτούς που δεν θα έχουν καμιά ελπίδα. Γι’ αυτούς που δεν θα ξέρουν τι θα πει «Ανάσταση», επειδή δεν θα υπάρχει ως έννοια στο λεξιλόγιό τους. Για τους νέους εξαθλιωμένους, τις στρατιές των άνεργων και των πεινασμένων που έρχονται από το μέλλον να μας πολιορκήσουν θέλω να γράψω, αλλά δεν έχω και πολλά να πω.

Μόνον να σημειώσω τον τρόμο ενός φίλου μου τραπεζίτη -ναι, τραπεζίτη- ο οποίος μου εξομολογήθηκε ότι μπλοκάρει το μυαλό του όταν σκέφτεται ότι το 30% των παιδιών, ηλικίας 25 χρόνων, που μάλιστα έχουν πτυχίο πανεπιστημίου ή και μεταπτυχιακό, είναι άνεργοι. Ψάχνουν ακόμα και για οποιαδήποτε δουλειά, διαφορετική απ’ αυτή που σπούδασαν ή απ’ αυτή για την οποία εκπαιδεύτηκαν, αλλά δεν βρίσκουν. Τι θα γίνει ύστερα από 15 χρόνια, όταν αυτά τα παιδιά θα γίνουν 40 χρονών άντρες και δεν θα έχουν καμιά ελπίδα; Πού θα διοχετευθεί όλη αυτή η απελπισία; Πού θα ξεσπάσει όλος ο συσσωρευμένος θυμός; Πώς θα εκδηλωθεί το μίσος τους για την κοινωνία; Σε ποια μοντέλα συμπεριφοράς θα στραφεί η απόρριψή τους; Δεν έχω απάντηση – ή μάλλον την εικάζω και την ψυχανεμίζομαι. Όμως, δεν θέλω να μιλήσω ή να γράψω γι’ αυτά.

Σήμερα, Μεγάλη Πέμπτη, Σταυρωμένη Παρασκευή, θέλω να γράψω και να ομολογήσω για τη μικρή Ρουμάνα που πότισε τα σκουπίδια, τα δικά μας σκουπίδια, της κοινωνίας και του πολιτισμού μας με το αμνιακό υγρό του παιδιού που κυοφορούσε στα σπλάχνα της. Δεν ξέρω αν στον σκουπιδότοπο των Λιοσίων, το μέρος όπου πολτοποιήθηκε αυτή η ξένη, η αλλοδαπή, η μετανάστρια, η χωρίς όνομα γυναίκα, αν για μια στιγμή, μια στιγμούλα μόνο, αυτή η πιθαμή του χώρου των σκουπιδιών μύρισε όμορφα, όπως μυρίζουν τα νεογέννητα, είμαι όμως σίγουρος ότι από κείνη τη μέρα η μπόχα των σκουπιδιών εξαπλώθηκε μακρύτερα. Έφτασε μέχρι το κέντρο της Αθήνας, σκέπασε ολόκληρη την Ελλάδα. Και είναι ανυπόφορη για όλους μας.

Ίσως γι’ αυτό τις τελευταίες ημέρες νιώθω τα μάτια μου στεγνά. Δεν υπάρχει ένα δάκρυ για τη 17χρονη έγκυο στον έβδομο μήνα Ρουμάνα.

Είναι, βλέπετε, Μεγάλη Πέμπτη, Σταυρωμένη Παρασκευή και ο Ιησούς τετέλεσται. Ούτε αυτός πια δεν μπορεί, έστω για μας, να χύσει ένα δάκρυ και να ζητήσει συγγνώμη.

Κυριακή, Απριλίου 20, 2008

 

"Λάζαρέ μου, Λάζαρέ μου" (19-4-2008)

Του Λαζάρου σήμερα. Το τελευταίο θαύμα του Χριστού πριν μπει στα Ιεροσόλυμα και αρχίσουν τα Πάθη της Μεγάλης Εβδομάδας.

Η Ανάσταση του Λαζάρου, τουλάχιστον στην εποχή μου, όταν ήμουν μικρό παιδάκι, ήταν ίσως η πιο λαϊκή γιορτή του χριστιανισμού. Παρ’ ότι με το «δεύρο έξω» συντελείται το μεγαλύτερο, πριν από τη δική του Ανάσταση, θαύμα του Ιησού, οι πιστοί ή τουλάχιστον εμείς τα παιδιά δεν το είχαμε σαν κάτι το φοβερό και τρομερό.

Αντί να μας τρομάζουν το σάβανο και η χλομάδα του νεκρο-αναστημένου, όπως απεικονιζόταν στις εικόνες και τις φωτογραφίες ο επιστήθιος φίλος του Θεανθρώπου, μάλλον το γλεντούσαμε. Δεν νομίζω ότι ήταν το μήνυμα της ελπίδας και η κατίσχυση της ζωής επί του θανάτου αυτό που μας χαροποιούσε. Αυτά ήταν ψιλά γράμματα για εμάς τότε. Δεν μπορούσαμε ούτε να εμβαθύνουμε σε νοήματα ούτε να στοχαστούμε πάνω στις διαζεύξεις θάνατος-ζωή, φόβος-ελπίδα, λύπη-χαρά.

Για εμάς η Ανάσταση του Λαζάρου δεν ήταν κάποιο μεταφυσικό ή θεολογικό γεγονός. Ήταν πρώτα απ’ όλα ένα παιχνίδι. Το μήνυμα που προσλαμβάναμε δεν αφορούσε τη θεϊκή πλευρά του Χριστού, αλλά την ανθρώπινη. Όταν ο Ιησούς πρόσταζε τον Λάζαρο να βγει έξω από τον τάφο Του, για εμάς τα παιδάκια δεν το έκανε ως ο Υιός του Θεού προς τον άνθρωπο, αλλά ως φίλος προς φίλο. Αυτό μάλλον μας άρεσε και μας γοήτευε.

Στην ψυχή μας αυτό που καταγραφόταν ήταν η βούληση του Φίλου να επαναφέρει στη ζωή τον φίλο του, και όχι η ανάγκη του Ιησού να πιστοποιήσει τη θεϊκή του φύση. Στα αθώα μάτια και το μυαλουδάκι μας η Ανάσταση του Λαζάρου ήταν η απόδειξη της δύναμης που μπορεί να κρύβει μια αληθινή φιλία. Εκείνη τη στιγμή αγαπούσαμε τον Χριστό γιατί με την πράξη του καθαγίαζε και αναδείκνυε τη φιλία σαν μια υπέρτατη σχέση και αρχή.

Αυτή η πράξη νιώθαμε ότι μας έδενε με τους φίλους μας. Μας υπέβαλε τη σκέψη ότι, αν χρειαστεί, θα κάνουμε κι εμείς τα πάντα για να βοηθήσουμε τον φίλο μας. Η Ανάσταση του Λαζάρου ήταν ο ακατάλυτος δεσμός της φιλίας κι όχι το νήμα της επίγειας με τη μεταθανάτιο ζωή.

Όσο κι αν προσπαθούσαν να μας φοβίσουν οι μεγαλύτεροι, οι γονείς μας, οι γιαγιο-παππούδες μας, οι θεολόγοι και οι παπάδες -λέγοντάς μας για τα τρομερά πράγματα που υπάρχουν στην άλλη ζωή, κάτι που αποτυπώνεται στο γεγονός ότι μετά την Ανάσταση ο Λάζαρος δεν ξαναγέλασε ποτέ, επειδή είδε και έζησε για τέσσερις μέρες φρικτά και φοβερά πράγματα στον άλλο κόσμο- εμείς δεν καταλαβαίναμε τίποτε.

Μας αρκούσε η δύναμη που έκρυβε η φιλία. Το πόσο ισχυρή ήταν η θέληση. Αυτό που κρυβόταν στο «δεύρο έξω». Κυρίως όμως αυτό που μας έθελγε το Σάββατο του Λαζάρου ήταν η προετοιμασία για να γιορτάσουμε το γεγονός. Δεν ξέρω τι γίνεται σε άλλες περιοχές τώρα, πάντως στο Αγρίνιο τότε, τη δεκαετία του ’60, το Σάββατο του Λαζάρου λέγαμε τα κάλαντα. Όπως την Παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Μόνον που τα «λαζαράκια» ήταν διαφορετικά κάλαντα. Δεν είχαμε τρίγωνα. Είχαμε ολόκληρα στεφάνια. Ξύλινα, φορτωμένα με λουλούδια. Και ένα κουδούνι από αυτά που φοράνε στα πρόβατα για να ακούγεται ο ήχος τους.

Τώρα που το σκέφτομαι, ήταν σαν τα στεφάνια που πηγαίνουν στις κηδείες. Η διαφορά είναι ότι το στεφάνι με το οποίο λέγαμε τα κάλαντα του Λαζάρου έβγαζε χαρά, δεν ήταν καταθετήριο θλίψης. Μάλιστα πολλές φορές ψάχναμε και βρίσκαμε, αντί για κουδούνι, κουδούνα απ’ αυτή που βάζουν στο γκεσέμι. Για ν’ ακούγεται όσο γίνεται πιο δυνατά ο ήχος, καθώς κουνούσαμε το στεφάνι. Δεν ξέρω αν επιζητούσαμε δυνατούς ήχους για να ξορκίσουμε τον θάνατο ή για να διαδηλώσουμε τη χαρά μας για τη ζωή. Το πιθανότερο και για τα δύο.

Αυτό ήταν το νόημα του εθίμου. Για εμάς βέβαια ήταν και χαβαλές. Να έχουμε τον πιο δυνατό, τον πιο ηχηρό Λάζαρο. Ήταν και ένα παιχνίδι, μεταξύ μας, ένα παιχνίδι κατίσχυσης και διάκρισης.

Το ωραιότερο όμως στον «Λάζαρο», στο στεφάνι δηλαδή με το οποίο συνοδεύαμε τα κάλαντα, ήταν τα λουλούδια, με τα οποία τον είχαμε στολίσει. Την προηγούμενη μέρα ρημάζαμε τις αυλές και τους κήπους των γειτόνων. Βλέπετε, τότε σχεδόν κάθε σπίτι είχε κι έναν κήπο, μια αυλή με λουλούδια. Και δεν μιλάμε για γαρίφαλα ή τριαντάφυλλα, αλλά για χιονάκια, σκυλάκια, φρέζες, πασχαλιές κι εγώ δεν ξέρω τι άλλα είδη.

Ειδικά το βράδυ της παραμονής που θα στολίζαμε τον Λάζαρο, γίνονταν κανονικές ανθοκομικές επιδρομές. Παραφύλαγαν οι γυναίκες να μην λεηλατήσουμε τα λουλούδια τους. Εμείς όμως πάντα βρίσκαμε τον τρόπο και οι «επιχειρήσεις» μας ήταν αποτελεσματικές. Μάτσο, αγκαλιές τα λουλούδια που κόβαμε για να στολίσουμε τον «Λάζαρό» μας. Θέλαμε να έχουμε τον πιο γεμάτο, τον πιο πολύχρωμο, τον πιο ευωδιαστό.

Ήταν ένα παιχνίδι, όπως η μπάλα, για το ποιος θα νικήσει. Ποιος θα έχει τον ομορφότερο και καλύτερο «Λάζαρο». Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα λέγαμε τα κάλαντα και για τα λεφτά. Μετρούσαμε τις πεντάρες, τις δεκάρες, τα φράγκα και τα δίφραγκα που μαζεύαμε. Του Λαζάρου δεν μας ενδιέφερε τόσο. Πάντα τα λεφτά ήταν λιγότερα, καθώς το έθιμο πρόσταζε να μας δίνουν κυρίως φρούτα, καρύδια, αυγά ή άλλα φαγώσιμα. Και τα μήλα τα θέλαμε για να χορτάσουμε την πείνα μας, όμως ήταν η όλη προετοιμασία και αυτό καθαυτό το γεγονός που μας άρεσε περισσότερο.

Ήταν μια γιορτή των αρωμάτων, ένα παιχνίδι θορυβώδες για να ξορκίσει το κακό και τον φόβο του θανάτου, αλλά και να καλωσορίσει τη ζωή.

Ίσως γι’ αυτό και έπειτα από 40 χρόνια θυμάμαι την κατακλείδα από τον «Λάζαρο», αυτή που για λόγους συντομίας τραγουδούσαμε (την αρχή με τις αδελφές του, τη Μάρθα και τη Μαρία από τη Βηθανία που συνάντησαν τον Χριστό και τον παρακάλεσαν να αναστήσει τον αδελφό τους, τα έχω ξεχάσει), ενώ τα λόγια από τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς κάπου τα μπέρδευα μέχρι που άρχισαν να τα λένε τα παιδιά μου και αναγκαστικά τα ξαναθυμήθηκα.

Λάζαρέ μου,/ Λάζαρέ μου,/ φίλε και αγαπητέ μου./ Πες μας Λάζαρε τι είδες/ εις τον Άδη που επήγες./ Είδα φόβους, είδα τρόμους,/ είδα βάσανα και πόνους./ Δώστε μου λίγο νεράκι/ να ξεπλύνω το φαρμάκι/ της καρδίας, των χειλέων/ και μη με ρωτάτε πλέον.

Αυτά τα κάλαντα τραγουδούσαμε εμείς στο Αγρίνιο. Αλλού τραγουδούσαν κάποια άλλη παραλλαγή, όπως είχαν και άλλα έθιμα. Όταν μεγάλωσα, έμαθα ότι σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας έφτιαχναν τα «λαζόνια». Ήταν μικρά ψωμάκια πλασμένα σε σχήμα ανθρώπου. Μέσα στη ζύμη έβαζαν μέλι ή καρύδια ή σταφίδες ή ό,τι άλλο έβγαζε ο κάθε τόπος. Το έθιμο λέει ότι όποιος δεν πλάσει «λαζαράκια» ή «λαζόνια», ή όπως αλλιώς τα λένε, δεν θα χορτάσει ψωμί.

Δεν ξέρω αν αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο αγαπούσα περισσότερο τα κάλαντα του Λαζάρου από αυτά των Χριστουγέννων ή της Πρωτοχρονιάς, επειδή δηλαδή μαζεύαμε διάφορα καλούδια και χορταίναμε την πείνα μας. Επειδή ήταν περισσότερο γιορτή των φτωχών, ένα είδος νομιμοποιημένης από τη θρησκεία, άρα αποδεκτής, ζητιανιάς.

Σίγουρα πάντως τα πλουσιόπαιδα, ενώ έλεγαν τα κάλαντα των Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, συνήθως δεν έλεγαν τον «Λάζαρο». Ίσως επειδή ήταν χορτάτα. Ίσως επειδή οι γονείς τους δεν τους επέτρεπαν να κλέβουν λουλούδια για να μην κακομάθουν. Ίσως γιατί ο «Λάζαρος» δεν έχει τη θαλπωρή της Γέννησης και τη γλύκα της Άγιας Νύχτας. Ίσως επειδή ήταν η λαϊκή γιορτή του χριστιανισμού κι αυτοί ήταν οι αρχόντοι. Ίσως. Υποσυνείδητα, τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να ήταν αυτό.

Εμένα πάντως ο «Λάζαρος» μού άρεσε και για έναν άλλον λόγο. Είχα μια τραυματική εμπειρία κάποια Χριστούγεννα. Πήγα μαζί με τον αδελφό μου, όπως πήγαινα πάντα, να πούμε τα κάλαντα στον παππού μου, τον Χρήστο. Καλός άνθρωπος, αλλά τσιγκούνης. Μάλλον όχι από πρόθεση, αλλά από ανάγκη.

Μια χρονιά λοιπόν, αφού είπαμε τα κάλαντα, μας έδωσε μια δραχμή. Εμείς χαρήκαμε. Πάντα μας έδινε ένα πενηνταράκι. Ξαφνικά μας πάγωσε. «Σας δίνω ένα φράγκο», μας είπε, «επειδή δεν έχω πενηντάλεπτο. Μ’ αυτό που σας δίνω θα ’ρθείτε να μου τα πείτε και την Πρωτοχρονιά. Ένα πενηντάλεπτο τώρα κι ένα για τότε». Εκείνη τη στιγμή και εγώ και ο Γιάννης τον μισήσαμε. Συμφωνήσαμε να μην του τα ξαναπούμε. Ποτέ. Δεν θυμάμαι αν το κάναμε. Δεν έχει σημασία.

Σημασία έχει ότι από εκείνη τη στιγμή τα κάλαντα έπαψαν να μου δίνουν την ίδια χαρά όπως μέχρι τότε. Ίσως αυτός να ήταν και ο βαθύτερος λόγος που αγάπησα τον Λάζαρο.

Ίσως πάλι να τον αγάπησα, επειδή την επομένη είχαμε τα βάγια. Τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα και μετά τη Μεγάλη Βδομάδα. Κι αυτή η βδομάδα είναι η αγαπημένη μου. Είναι η εβδομάδα του Μαρτυρίου. Η εβδομάδα των Παθών. Η εβδομάδα της Σταύρωσης. Της Μεγάλης Παρασκευής. Η εβδομάδα που οι απανταχού φτωχοί και κατατρεγμένοι, της Γης οι κολασμένοι, νιώθουν ότι έχουν έναν Άνθρωπο δίπλα τους που θα τους οδηγήσει στην Ανάσταση. Και επειδή υπήρξα κολασμένος, επειδή συνεχίζω να είμαι με τους κολασμένους πάντα, ακόμη και τώρα που μεγάλωσα βλέπω τον Λάζαρο σαν την πρόβα τζενεράλε για την ανάσταση του Ανθρώπου.

Και θα συνεχίσω να τη βλέπω όσο κι αν ξέρω ότι είναι μια ουτοπία. Θα συνεχίσω να τη βλέπω επειδή δεν μπορώ να διώξω από το μυαλό μου τα λουλούδια και τις μυρωδιές τους. Επειδή πάντα θέλω να θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια. Τα χρόνια της αθωότητας. Ίσως πάλι ο «Λάζαρος» να είναι μια σπονδή στους παιδικούς μου φίλους. Και όπως είχα πριν κάποια χρόνια γράψει, πατρίδα είναι οι παιδικοί μας φίλοι.

Ίσως πάλι να αγαπάω αναδρομικά τον «Λάζαρο». Επειδή μου θυμίζει τον αγαπημένο μου μύθο. Την κάθοδο του Ορφέα στον Άδη για να φέρει πίσω την αγαπημένη του Περσεφόνη. Μάλλον όμως ο Λάζαρος μού αρέσει επειδή η μόνη φορά που γέλασε από τότε που αναστήθηκε ήταν όταν είδε κάποιον να κλέβει μια στάμνα. «Το χώμα κλέβει το χώμα», είπε.

Αυτή η αίσθηση ματαιότητας είναι σήμερα τόσο επίκαιρη και αφορά όλους αυτούς τους ματαιόδοξους που πιστεύουν ότι είναι... αθάνατοι.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]