Δευτέρα, Οκτωβρίου 12, 2009

 

Η μπουκιά του Γιώργου και η δίαιτα της Ντόρας (10-10-2009)

A ν το πρώτο δείγμα γραφής ενός πρωθυπουργού είναι η συγκρότηση της κυβερνήσεως, τότε ο Γ. Παπανδρέου παίρνει «άριστα»! Η θετική απήχηση που είχε το υπουργικό συμβούλιο όχι μόνο μεταξύ των οπαδών του ΠΑΣΟΚ, αλλά και ευρύτερα, το αποδεικνύει.

Ανεξάρτητα από μεμονωμένες ενστάσεις που μπορεί να έχει κάποιος, η συνολική εικόνα της νέας κυβερνήσεως προσθέτει, μετά τη θριαμβευτική νίκη και την ισχυρή αυτοδυναμία, ένα ακόμη πλεονέκτημα στον πρωθυπουργό, για να κυβερνήσει με τον τρόπο που επιθυμεί – χωρίς δεσμεύσεις, εξαρτήσεις και ισορροπίες.

Εφεξής τα πάντα θα κριθούν εκ του αποτελέσματος. Από την ικανότητα της κυβερνήσεως να παράξει έργο και να υλοποιήσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις. Όχι, όμως, στις πρώτες 100 ημέρες, που είναι κυρίως ένας συμβολικός στόχος, αλλά σίγουρα στο πρώτο εξάμηνο θα κριθεί εάν το... σαπιοκάραβο που παρέλαβε μεσοπέλαγα ο Γ. Παπανδρέου από τον προκάτοχό του άλλαξε ρότα, επισκεύασε τις ζημιές και πορεύεται με καινούργιο αζιμούθιο.

Στο εξάμηνο ο Γ. Παπανδρέου θα πρέπει να αξιολογήσει με αυστηρότητα το κυβερνητικό σχήμα και έργο και ανάλογα να προβεί σε διορθωτικές κινήσεις. Ως αντιπολίτευση είχε τη σχετική άνεση χρόνου να αναδείξει και να επιβάλει μια νέα ηγετική ομάδα και ένα διαφορετικό μοντέλο λειτουργίας του ΠΑΣΟΚ.

Τώρα ως κυβέρνηση δεν την έχει, καθώς το πεδίο του απολογισμού δεν είναι οι κομματικές στοχεύσεις και ανάγκες, που λίγο έως πολύ μπορεί να είναι και ελεγχόμενες, αλλά η επίλυση των οικονομικών και κοινωνικών αιτημάτων του συνόλου των πολιτών. Εδώ δεν χωρούν ούτε καθυστερήσεις ούτε πειραματισμοί.

Η νέα πολιτική τάξη άμα και γενιά που στελέχωσε τη νέα ορθολογική κυβερνητική δομή δεν θα έχει ως δίχτυ ασφαλείας την πίστη στον αρχηγό, αλλά για να κριθεί ως επιτυχημένη πρέπει «να φάει ποντίκια», να παράξει δηλαδή θετικό έργο.

Αν στο πρώτο εξάμηνο δεν δώσει πιστοποιητικά ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις υψηλές προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί και χαθεί στις λεπτομέρειες, τότε θα πρέπει να υπάρξουν δραστικές αλλαγές. Θα ήταν κρίμα για τη χώρα, αλλά και για τον «έσχατο ακρίτα» του δικομματισμού και του διπολισμού, τον Γ. Παπανδρέου, να αποδειχθεί, στο εξάμηνο, ότι η κυβέρνηση έβαλε στο στόμα της μεγαλύτερη μπουκιά από αυτή που μπορεί να καταπιεί.

Βέβαια, μέχρι τότε θα έχει ως «σύμμαχο» και την κρίση πολιτικής στρατηγικής, αλλά και την οργανωτική αποσάθρωση στην οποία έχει περιέλθει η αξιωματική αντιπολίτευση. Ενδεχομένως, αυτό το «μαξιλάρι ασφαλείας» να διαρκέσει περισσότερο εάν η Ν.Δ. δεν καταφέρει να επιλύσει δημιουργικά τα προβλήματα ηγεσίας, ταυτότητας και προσανατολισμού που ανέδειξε με οξύτητα η εκλογική πανωλεθρία που υπέστη στις 4 Οκτωβρίου.

Ευχής έργον θα ήταν η αξιωματική αντιπολίτευση να τα έχει καταφέρει ώστε να επικεντρωθεί στην αποστολή που έχει. Να αντιπολιτεύεται, δηλαδή, με αυστηρότητα και σωφροσύνη την κυβέρνηση και ταυτόχρονα να είναι η δοκός αντιστήριξης του δικομματισμού και του διπολισμού στη νέα φάση που εισήλθαν με την άνοδο της Κεντροαριστεράς στην εξουσία.

Μπορεί, όμως, να τα καταφέρει η Νέα Δημοκρατία; Και πώς; Σε προβλεπτό χρόνο, σίγουρα όχι. Εκτός και αν αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο ο Κ. Καραμανλής προσπαθεί να μεταβιβάσει την ηγεσία του κόμματος στον/στη διάδοχό του. Το πρόβλημα της συντηρητικής παράταξης δεν είναι να αλλάξει, και μάλιστα στο άψε-σβήσε, η κομματική της ηγεσία.

Το πρόβλημά της είναι βαθύτερο, δομικό και στρατηγικό, και αφορά την τοποθέτησή της στο πολιτικοκομματικό σύστημα στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται. Όσο δεν αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα, θα αλλάζει αρχηγούς σαν τα πουκάμισα κάθε φορά που θα χάνει μια εκλογική αναμέτρηση.

Ο Κ. Καραμανλής παρέμεινε για αρκετό διάστημα στην ηγεσία της Ν.Δ. επειδή στις εκλογές του 2000 έχασε με οριακή διαφορά, αλλά και επειδή έφερε το όνομα του ιδρυτή της. Η νέα της ηγεσία πιθανότατα θα είναι και αυτή αναλώσιμη εφόσον, όπερ και το πιθανότερο, ηττηθεί στις επόμενες εκλογές. Εάν αυτό συμβεί, η Ν.Δ. στα σχεδόν 40 χρόνια της μεταπολίτευσης θα έχει καθοδηγηθεί από οκτώ (8) αρχηγούς εν αντιθέσει με το ΠΑΣΟΚ που θα έχει μόνον τρεις (3).

Αυτή είναι και η διαφορά της Κεντροδεξιάς από την Κεντροαριστερά. Η μεν δεύτερη συνδυάζει την αλλαγή ηγεσίας με την επανατοποθέτησή της στο πολιτικοκομματικό σκηνικό και ορίζοντα τουλάχιστον δεκαετούς διακυβέρνησης (αυτό έγινε με τον Κ. Σημίτη μετά τον Α. Παπανδρέου, όπως το ίδιο έγινε και με τον Γ. Παπανδρέου), η δε πρώτη με ορίζοντα τον εκλογικό κύκλο της τετραετίας.

Το ΠΑΣΟΚ επιλύει με «φασαριόζικο» αλλά γόνιμο τρόπο τα προβλήματα ηγεσίας επειδή τα εντάσσει σ’ ένα ευρύτερο πολιτικο-ιδεολογικό πλαίσιο αναφοράς. Οι διεκδικητές της ηγεσίας του είναι φορείς και εκφραστές ρευμάτων εξουσίας και όχι επίδοξοι στρογγυλοκαθιστάκηδες μιας καρέκλας, αυτής του αρχηγού, στη Ρηγίλλης.

Η Ν.Δ. επιλέγει αρχηγό με κριτήριο ποιος μπορεί να κερδίσει τον αντίπαλο στις εκλογές, αλλά και ποιος διαθέτει το καλύτερο δίκτυο δημοσίων σχέσεων με τα λεγόμενα «γκρι κοστούμια» της εξουσίας. Αυτό έγινε με τον Ευάγγ. Αβέρωφ, αυτό έγινε με τον Κ. Μητσοτάκη, αυτό έγινε με τον Μιλτ. Έβερτ, αυτό πάει να γίνει και τώρα. Το ΠΑΣΟΚ εκλέγει αρχηγό αυτόν που μπορεί να εκφράσει καλύτερα μια στρατηγική διακυβέρνησης της χώρας.

Ο Ευάγγ. Βενιζέλος γι’ αυτό βασικά έχασε το 2007. Επειδή, εν τινί τρόπω, προσπάθησε να μεταφέρει το αρχηγικό μοντέλο της Ν.Δ. στο ΠΑΣΟΚ. Δεν ήταν εκφραστής μιας νέας, εναλλακτικής στρατηγικής διακυβέρνησης, αλλά πλασαρίστηκε ως το αντίπαλο δέος του Κ. Καραμανλή. Η εκλογή στην αρχηγία της Ν.Δ. είναι ένα άθροισμα ισορροπιών, υποσχέσεων και μελλοντικών εξυπηρετήσεων κομματικών και εξωπολιτικών παραγόντων.

Η αρχηγία στη Ν.Δ. είναι ένα προσωπικό στοίχημα, και όχι μια συλλογική διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας. Είναι κυρίαρχα μια ιδιωτική υπόθεση και των συμφερόντων που τη συναπαρτίζουν ως αρχηγικό παρακολούθημα, και όχι μια συλλογική πρόταση για την κοινωνία και τη διακυβέρνηση. Γι’ αυτό το ΠΑΣΟΚ κυριαρχεί τα τελευταία 30 χρόνια στον δημόσιο βίο.

Η Ν.Δ., για να εκλέξει ηγεσία η οποία θα μακροημερεύσει και θα επαναφέρει την Κεντροδεξιά σε τροχιά εξουσίας, πρέπει να αποκτήσει ιδεολογικοπολιτικές ορίζουσες και οι ηγετικές της εκφράσεις πρέπει να είναι φορείς ιδεών και στρατηγικής για την κοινωνία, την οικονομία, την πολιτική και τη διακυβέρνηση της χώρας.

Ο νέος της αρχηγός δεν πρέπει να είναι ο εκλεκτός μιας κομματικής νομενκλατούρας, αλλά ο ικανότερος να εκφράσει ένα μελλοντικό πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία. Για παράδειγμα, ας πούμε ότι εκλέγεται η Ντόρα Μπακογιάννη – το λέμε επειδή αυτή εμφανίζεται να είναι το φαβορί στο συνέδριο του Νοεμβρίου. Τι θα συμβεί; Πιθανότατα δεν θα μπορέσει να κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Γιατί;

Επειδή: Πρώτον, δεν θα μπορέσει να ενώσει το κόμμα. Οι αντίπαλοί της είναι «στρατοί», όπως «στράτευμα» είναι και ο συσχετισμός που η ίδια έχει οικοδομήσει.

Δεύτερον, οι διαρροές της Ν.Δ. προς τα δεξιά, προς το ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη, θα αυξηθούν. Η Ντ. Μπακογιάννη είναι μία (νεο)φιλελεύθερη πολιτικός που στοχεύει κυρίως προς το Κέντρο παρά στη λεγόμενη «πατριωτική και λαϊκή Δεξιά».

Τρίτον, η δυνατότητά της να διευρύνει την απήχηση της Ν.Δ. προς την Κεντροαριστερά είναι πεπερασμένη. Το ΠΑΣΟΚ και ο Γ. Παπανδρέου μόλις τώρα ανέλαβαν τη διακυβέρνηση, και μάλιστα έπειτα από μια παταγώδη αποτυχία της κυβέρνησης Καραμανλή.

Επιπροσθέτως, η Ντ. Μπακογιάννη έχει το πολιτικό μειονέκτημα να είναι θυγατέρα του Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος συνεχίζει να αποτελεί «κόκκινο πανί» για την Κεντροαριστερά.

Ο αντιμητσοτακισμός είναι σχεδόν σύμφυτος με το ΠΑΣΟΚ των Παπανδρέου. Ο πατέρας της κατάφερε να κερδίσει το 1989-90 λόγω του σκανδάλου Κοσκωτά και αφού το ΠΑΣΟΚ ήταν ήδη οκτώ χρόνια στην εξουσία.

Επιπροσθέτως, τότε δεν υπήρχε η αιμορραγία του 5-6% προς τα δεξιά, όπως συμβαίνει σήμερα με το ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη. Εάν λοιπόν η Ν.Δ. δεν έχει, υπό την ηγεσία της Ντ. Μπακογιάννη, δυνατότητα εκλογικής «πάχυνσης» προς τα δεξιά και προς τα αριστερά, πώς μπορούν να κερδηθούν οι εκλογές; Είναι ορθή πολιτική στρατηγική η παντί τρόπω φθορά του αντιπάλου και η αναμονή κυβερνητικής κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ; Προφανέστατα όχι.

Η Ντ. Μπακογιάννη, εάν θέλει να κερδίσει την ηγεσία της Ν.Δ. για να την επαναφέρει στην εξουσία, πρέπει να επιδιώξει ένα ανοιχτό συνέδριο που θα συζητήσει αναλυτικά και σε βάθος αφενός τα αίτια της εκλογικής ήττας και αφετέρου τη στρατηγική και τη φυσιογνωμία της Κεντροδεξιάς στις συνθήκες του 21ου αιώνα.

Εάν δεν καταφέρει να ενώσει τη Ν.Δ. και εκλεγεί από ένα εμφυλιοπολεμικό συνέδριο, τότε και η ίδια θα αποδειχθεί αναλώσιμη και η Ν.Δ. ίσως συρρικνωθεί έτι περαιτέρω στις επόμενες εκλογές, μηδέ αποκλειομένης και της διάσπασης.

Εάν προσπαθήσει να υφαρπάξει την εξουσία μέσα από ένα βουβό και με διαδικασίες εξπρές συνέδριο, είναι σίγουρο ότι έπειτα από λίγο θα μετανιώσει. Εάν πιστεύει ότι με διοικητικές ή άλλες μεθόδους θα επιβάλει το imperium της στο κόμμα, είναι γελασμένη.

Μετά τον Κ. Καραμανλή η Ν.Δ. θα εισέλθει σε μια σκοτεινή περίοδο φατριαστικών επεισοδίων. Για να μη συμβεί αυτό, η Ν.Δ. θα πρέπει να συζητήσει διεξοδικά την περίοδο διακυβέρνησης Καραμανλή, αλλά και να ξεφύγει από τους -ισμούς. Η Ντ. Μπακογιάννη έχει ελπίδες να εκλεγεί και να μακροημερεύσει στην ηγεσία της Ν.Δ. εφόσον σκοτώσει τον καραμανλισμό και τον μητσοτακισμό. Είναι λάθος της να δεσμεύεται από κάποια, όπως λέγεται, κρυφή συμφωνία με τον Κ. Καραμανλή να μην υπάρξει απολογισμός της ήττας ώστε να μην «τσαλακωθεί» ο απελθών πρωθυπουργός.

Εάν υπάρχει τέτοια συμφωνία, η Ντ. Μπακογιάννη πρέπει να την ακυρώσει. Η ουδετερότητα που πιθανώς να της προσφέρει έναντι αυτής της στάσης της ο Κ. Καραμανλής είναι επιζήμια για την ίδια. Μπορεί πρόσκαιρα να τη βοηθήσει να εκλεγεί αρχηγός, όμως δεν της προσφέρει την προοπτική της εξουσίας και της διακυβέρνησης.

Και -ως γνωστόν- οι οπαδοί, αλλά και οι σύνεδροι ενός κόμματος εκλέγουν αρχηγό για να τους επαναφέρει στην εξουσία, και όχι για να διοικήσει το «μαγαζί» μέχρι την επόμενη εκλογική ήττα.

Η Ντ. Μπακογιάνη έχει περισσότερες πιθανότητες να εκλεγεί αρχηγός εάν συζητήσει και συμφωνήσει με τους Αντ. Σαμαρά και Δημ. Αβραμόπουλο να γυρίσουν σελίδα στη Ν.Δ., παρά εάν επιδιώκει την ουδετερότητα του Κ. Καραμανλή.

Είναι προφανές ότι το ίδιο ισχύει και για τους άλλους υποψηφίους, οι οποίοι μπορεί να έχουν περισσότερες δυνατότητες για αμφίπλευρες εκλογικές «παχύνσεις» της Ν.Δ. ή για επανατοποθέτησή της στην πολιτικοκομματική πραγματικότητα όπως αυτή διαμορφώνεται μετά τον εκλογικό θρίαμβο του ΠΑΣΟΚ, αλλά έχουν ως μειονέκτημα το παρελθόν τους, αφού και οι δύο ίδρυσαν και ηγήθηκαν, για κάποια στιγμή, ξεχωριστών από τη Ν.Δ. κομμάτων.

Η επιτυχία, λοιπόν, της νέας ηγεσίας της Ν.Δ. περνά από τον ενταφιασμό του παρελθόντος και τη συνεννόηση για το μέλλον. Όποιος εκ των διεκδικητών το καταφέρει θα κερδίσει και το παιχνίδι...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]