Παρασκευή, Ιουνίου 17, 2011

 

Ραντεβού τον Σεπτέμβρη (18-06-2011)

Για τους ανασχηματισμούς ισχύει ό,τι και με τα θαύματα. Διαρκούν τρεις ημέρες και τα μεγάλα, άντε, τέσσερις. Το ίδιο θα συμβεί και με αυτόν που έγινε χθες. Όσοι πιστεύουν ότι αρκεί και μόνον η αλλαγή της σύνθεσης της κυβερνήσεως για ν’ αλλάξει άρδην ο ρους των εξελίξεων μάλλον θα απογοητευθούν.

Ο Γ. Παπανδρέου, εφόσον όλα πάνε καλά με την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, με τη Σύνοδο Κορυφής και την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου, θα κερδίσει μια περίοδο εσωτερικής -σε κυβέρνηση και Kοινοβουλευτική Oμάδα- νηνεμίας, η οποία όμως είναι δύσκολο να επεκταθεί πέραν του Σεπτεμβρίου. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, η νέα κυβέρνηση αφενός θα μπορέσει να περιορίσει τα φαινόμενα δυσλειτουργίας και αντιπαραθέσεων που έπληξαν το κύρος της συμπολίτευσης και προσωπικά του πρωθυπουργού και, αφετέρου, εάν σε σύντομο χρονικό διάστημα καταφέρει να έχει απτά αποτελέσματα ορθολογικής διαχείρισης των δημόσιων υποθέσεων, θα βελτιώσει την εικόνα του ΠΑΣΟΚ, επανασυσπειρώνοντας ένα τμήμα των οπαδών του που είχε αποστασιοποιηθεί. Και βέβαια βασίμως υποθέτουμε ότι αυτή θα είναι η κυβέρνηση με την οποίαν ο Γ. Παπανδρέου θα οδηγηθεί στις κάλπες.
Με το νέο κυβερνητικό σχήμα ο Γ. Παπανδρέου έπαιξε τα ρέστα του. Είναι η ύστατη προσπάθεια ν’ αλλάξει το δυσμενέστατο κλίμα που έχει δημιουργηθεί, για τον ίδιον και το κόμμα του, στην κοινωνία. Η νέα κυβέρνηση είναι το αποτέλεσμα του συμβιβασμού του Γ. Παπανδρέου με την πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί. Και σίγουρα είναι μια κυβέρνηση πολλαπλών συμβιβασμών.

Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβερνητική επιτροπή είναι ασυνήθιστα πολυπληθής, αφού αποτελείται από τα δύο τρίτα των υπουργών. Σ’ αυτήν μετέχουν 10 από τους 15 υπουργούς, και είναι όσοι φιλοδοξούν να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ή καθοριστικό ρόλο στη μεταπαπανδρεϊκή εποχή.
Η τοποθέτηση του Ευάγγ. Βενιζέλου στο υπουργείο Οικονομικών -σε συνδυασμό με τη θέση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης- του δίνει προβάδισμα έναντι των άλλων, ενδέχεται όμως να αποδειχθεί και ηλεκτρική καρέκλα, αφού, εφόσον αποτύχει, θα κάψει και τις ηγετικές του φιλοδοξίες. Εάν ο Ευάγγ. Βενιζέλος καταφέρει να επαναδιαπραγματευθεί το μνημόνιο, να μειώσει ελλείμματα και χρέος, να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα, να κάνει τις αποκρατικοποιήσεις, να ζωντανέψει την αγορά, να ανακουφίσει τα λαϊκά στρώματα, με απλά λόγια να ασκήσει μια διαφορετική και τελεσφόρα οικονομική πολιτική σε σύγκριση με αυτήν του προκατόχου του, αναμφισβήτητα γίνεται ο κυρίαρχος για τη μετά Παπανδρέου εποχή.
Βεβαίως, εάν ο Ευάγγ. Βενιζέλος πετύχει, αυτό σταθεροποιεί και τον Γ. Παπανδρέου στην πρωθυπουργία και την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Εάν ο Ευάγγ. Βενιζέλος αποτύχει, θα συμπαρασύρει και τον Γ. Παπανδρέου. Εν τινί τρόπω η μοίρα των δύο ανδρών εφεξής είναι κοινή. Και οι δύο ή θα σωθούν ή θα χαθούν. Φυσικά ο Γ. Παπανδρέου όντας πρωθυπουργός και αρχηγός του ΠΑΣΟΚ μπορεί να φορτώσει την αποτυχία στον Ευάγγ. Βενιζέλο, ενώ δεν αποκλείεται, προϊόντος του χρόνου και των εξελίξεων, να υπάρξει μεταξύ των δύο ανδρών κάποιο είδος συμφωνίας, ανάλογης με αυτή των Μπλερ και Μπράουν.

Δεν ξέρω αν αυτό αποτελεί ένα είδος ιδιότυπης συγκυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου με τον Ευάγγ. Βενιζέλο, σίγουρα όμως είναι κατώτερης και διαφορετικής ποιότητας και στόχευσης από αυτήν που επεδίωκε ο πρωθυπουργός με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία είχε δικομματική βάση και εθνικό ακροατήριο. Το πρόβλημα με τη νέα κυβέρνηση είναι ότι ξεκίνησε ο Γ. Παπανδρέου να κάνει μια κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας και κατέληξε να συγκροτήσει μια κυβέρνηση όλων των πτερύγων του ΠΑΣΟΚ. Η κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας θα απαντούσε με μεγαλύτερη επάρκεια στο οικονομικό και πολιτικό πρόβλημα και θα δημιουργούσε άλλα δεδομένα στην κοινωνία, τις αγορές και τους δανειστές μας.

Τώρα η νέα κυβέρνηση το μόνο που μπορεί να δημιουργήσει είναι δυναμική στο ΠΑΣΟΚ. Βραχύβια, εάν δεν αλλάξει το γενικό πλάνο, μεγαλύτερης διάρκειας και με καλύτερους εκλογικούς όρους για το κυβερνών κόμμα, εάν καταφέρει να αλλάξει την καταθλιπτική ατμόσφαιρα στην κοινωνία.
Είναι μια μονοκομματική πολιτική απάντηση σε μια γενικευμένη εθνική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση. Εξ αντικειμένου, λοιπόν, είναι μια μερική απάντηση σ’ ένα συνολικό πρόβλημα. Φυσικά, για να οδηγηθούμε σ’ αυτή τη λύση, ευθύνεται και το γεγονός ότι -εκτός από τη συμπολίτευση- και η αξιωματική αντιπολίτευση εμφορείται από λογικές μονοκομματικών απαντήσεων, παρ’ ότι και τα δύο κόμματα εξουσίας γνωρίζουν ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας πρέπει να εκπαιδευθεί σε συναινετικές και συνεργατικές λογικές και πολιτικές, εάν θέλει να διατηρηθεί και να αναπαραχθεί χωρίς ακρωτηριασμούς και δυσπλασίες. Αν η μία ουσιαστική πτυχή του ανασχηματισμού είναι η προσπάθεια επίτευξης πολλαπλών κομματικών συμβιβασμών («σύνθεση και εσωτερική συνοχή» θα την πουν οι κομματικοί ινστρούχτορες), η δεύτερη είναι η ομολογία αποτυχίας του προηγούμενου οικονομικού επιτελείου.

Η αντικατάσταση του Γ. Παπακωνσταντίνου δεν ήταν απλώς μια κατάφαση του Γ. Παπανδρέου στο γενικευμένο (κομματικό και πολιτικό) αίτημα, ήταν και μια άρνηση να συνεχίσει να διαπραγματεύεται εφεξής με την Ευρώπη, αλλά και τους κοινωνικούς φορείς με τα δεδομένα που είχε δημιουργήσει ο προηγούμενος υπουργός Οικονομικών. Η παραμονή του Γ. Παπακωνσταντίνου στην κυβέρνηση, σε άλλο -«ευνουχισμένο» όμως- πόστο, είναι μια γενναιόδωρη πράξη του πρωθυπουργού και για να μη φορτώσει όλες τις ευθύνες στον υπουργό του, αλλά και επειδή αναγνωρίζει τουλάχιστον την εργατικότητά του.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, συνιστά την ανάγκη «επανεκκίνησης» στον κρίσιμο αυτό τομέα. Το τρίτο στοιχείο που χαρακτηρίζει τον ανασχηματισμό είναι η απουσία τεχνοκρατών και εξωκομματικών προσωπικοτήτων. Παρ’ όλα όσα λέγονται και γράφονται, ο Γ. Παπανδρέου πιστεύει στα πολιτικά στελέχη, στην άσκηση διακυβέρνησης και ότι τέτοια πρόσωπα θα μπορούσαν να αποδώσουν μόνον σε μια κυβέρνηση η οποία θα είχε διακομματικό χαρακτήρα και δεν θα υπολόγιζε το βραχύβιο πολιτικό κόστος.

Αφ’ ης στιγμής το περιβάλλον στο οποίο ασκείται η πολιτική αντιπαράθεση έχει έντονα κομματικά χαρακτηριστικά, θα ισοδυναμούσε με «αυτοκτονία» του κόμματός του να δώσει πολιτική μάχη με τεχνοκράτες. Σε μια κυβέρνηση ευρύτερης εθνικής συνεργασίας, τεχνοκράτες και εξωκομματικές προσωπικότητες θα μπορούσαν να αποδώσουν, όχι όμως και σε ένα έντονα κομματικό σύστημα, το οποίο μάλιστα έχει να αντιμετωπίσει και ισχυρές κοινωνικές πιέσεις. Το τέταρτο στοιχείο είναι η προσπάθεια να αποχρεωθεί την κατηγορία ότι κυβερνά με τους «κηπουρούς» του. Και αυτό σε μεγάλο βαθμό το πετυχαίνει απομακρύνοντας τον Δημ. Δρούτσα και την Τίνα Μπιρμπίλη. Η τοποθέτηση του Στ. Λαμπρινίδη στο ΥΠΕΞ αποδεικνύει ότι ο Γ. Παπανδρέου θέλει να διατηρήσει ο ίδιος τον ουσιαστικό έλεγχο του υπουργείου Εξωτερικών, και αυτό το πετυχαίνει μ’ έναν επίσης «δικό του άνθρωπο», μόνον που αυτός είναι δοκιμασμένος και με προϋπηρεσία. Επτά χρόνια ευρωβουλευτής και αντιπρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου είναι ένα καλό διπλωματικό διαβατήριο για τον νέο υπουργό Εξωτερικών.
Το πέμπτο -και ίσως το σημαντικότερο- στοιχείο του ανασχηματισμού είναι ότι η νέα κυβέρνηση αποτελεί ουσιαστικά ένα προεκλογικό σχήμα. Μ’ αυτή την κυβέρνηση είναι προφανές ότι ο Γ. Παπανδρέου θα επιδιώξει να δώσει την επόμενη εκλογική μάχη, η οποία μάλλον δεν πρόκειται να αργήσει.

Εάν όλα εξελιχθούν καλώς στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας και δοθεί στη χώρα μας το δάνειο-μαμούθ που προανήγγειλε ο Γ. Παπανδρέου και το οποίο θα τη θωρακίζει από τους κερδοσκόπους μέχρι και το 2014, τότε είναι πολύ πιθανόν τον Σεπτέμβριο, και πριν οι «αγανακτισμένοι» επιστρέψουν από «τα μπάνια του λαού» -δριμύτεροι ίσως και πολυπληθέστεροι- στις πλατείες, να προκηρυχθούν εκλογές για τον Οκτώβριο. Σε κάθε πάντως περίπτωση, εκτιμάται ότι η νέα κυβέρνηση μπορεί εκλογικά να αποδώσει περισσότερα για το ΠΑΣΟΚ από την προηγούμενη επειδή διαθέτει μεγαλύτερη συνοχή. Βέβαια, όλα αυτά μπορούν να αποδειχθούν σχεδιασμοί επί χάρτου εάν η κοινωνική δυναμική πιέσει υπέρμετρα το πολιτικό σύστημα.

Ο ανασχηματισμός δεν γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ κυβέρνησης και κοινωνίας, επειδή αυτό έχει προκληθεί εξαιτίας της οικονομικής πολιτικής. Τα πρόσωπα μπορεί να παίζουν ρόλο στην ιστορία, όμως οι πολιτικές και τα αποτελέσματα που αυτές προκαλούν είναι οι μόνες ασφαλείς γέφυρες μεταξύ των κυβερνητικών κομμάτων και των πολιτών. Εάν αυτές αλλάξουν ή αρχίσουν να αποδίδουν διαφορετικά αποτελέσματα, τότε μπορεί και η κυβέρνηση να μακροημερεύσει.
Διαφορετικά, το «ραντεβού τον Σεπτέμβρη», που δίνουν τα χειμερινά σινεμά, είναι και αυτό που ουσιαστικά είπε χθες ο Γ. Παπανδρέου με τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης. Τα πάντα, λοιπόν, θα κριθούν από τα αποτελέσματα που θα παράξει το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου, εν μέσω δηλαδή καύσωνος και θερινής ραστώνης, η νέα κυβέρνηση.

Αν πνεύσει κάποια δροσερή αύρα για την κοινωνία, οι αλλαγές του Γ. Παπανδρέου θα αποδειχθούν και εκλογικά ευεργετικές για την κυβέρνηση. Αν όχι, ετοιμαστείτε για «καυτό φθινόπωρο» και «ριγέ μπλουζάκια»...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]