Δευτέρα, Μαΐου 31, 2010

 

Άλωση και Κερκοπορτίτες (29-05-2010)

Έρχονται στιγμές που το μυαλό μπλοκάρει. Πρέπει να γράψεις και δεν ξέρεις τι. Ψάχνεις απεγνωσμένα μια ιδέα και δεν τη βρίσκεις. Βασανίζεσαι, αγχώνεσαι, υποφέρεις, στύβεις τον εγκέφαλο. Τίποτε. Ούτε δράμι δεν βγαίνει. Και πρέπει να γεμίσεις τη σελίδα. Νιώθεις σαν μηχανή παραγωγής που σκούριασε. Δεν είναι εύκολη η εβδομαδιαία μας συνάντηση σ’ αυτήν εδώ τη στήλη. Αρκετές φορές η σκέψη ματώνει. Αιμορραγεί.

Πρέπει να γράψω, όμως, με μελάνι και όχι με σταγόνες αίματος. Αν και μερικές φορές γίνεται κι αυτό. Άλλες πάλι φορές τα πράγματα είναι εύκολα. Θαρρείς και το στιλό είναι βουτηγμένο σε ποτάμι. Τρέχει. Αβίαστα. Γρήγορα. Χωρίς κόπο. Ανεμπόδιστα.

Ξεδιπλώνονται σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα. Βιάζονται, μάλιστα, να αποτυπωθούν. Μην ξεχαστούν. Να μείνουν. Όσο κρατάει ο λόγος σε μια εφημερίδα. Για μια μέρα, άντε το πολύ μια βδομάδα.

Γραφιάδες του εφήμερου. Λογοτέχνες της μιας μέρας. Υποθηκοφύλακες των γεγονότων. Αντιφωνητές των ειδήσεων. Τελάληδες της επικαιρότητας. Αναμοχλευτές του παρελθόντος. Ναρκαλιευτές του μέλλοντος. Κριτικοί. Σχολαστικοί. Αποκαλυπτικοί. Απολαυστικοί. Τιμητές. Κήνσορες. Θεράποντες. Εριστικοί. Μπουρλοτιέρηδες. Για όλους και για όλα. Για τα γενόμενα και τα μελλούμενα. Για όσα συνέβησαν, αλλά και γι’ αυτά που δεν θα συμβούν.

Ο καθένας από το πόστο του. Από το ρεπορτάζ. Τη στήλη του. Αυτή είναι η μία όψη.

Υπάρχει, όμως, και η σκοτεινή. Η δημοσιογραφία της διατίμησης. Της διαστρέβλωσης. Η εκπορνευμένη. Η αστοιχείωτη. Η συναλλακτική. Η βαριεστημένη. Η υπαλληλική. Η κίτρινη. Η ωχρά σπειροχαίτη. Η μίσθαρνη. Τα χαλκεία. Και η χειρότερη όλων – η γκρίζα. Η διπρόσωπη. Η υποκριτική. Αυτή που δεν ξέρεις αν υπηρετεί τον Χριστό ή τον Μαμμωνά. Η υπαγορευμένη και υποθηκευμένη. Η ερμαφρόδιτη. Η αλλήθωρη. Αυτή που σε μπερδεύει όταν τη διαβάζεις, την ακούς, τη βλέπεις. Η υποδόρια. Η μεταμορφική.

Η δημοσιογραφία που σήμερα κυριαρχεί. Στις στήλες των εφημερίδων. Στα εκράν των τηλεοράσεων. Στα μικρόφωνα των ραδιοφώνων. Αυτή που από τη μια δεν σ’ αφήνει να χαρείς και από την άλλη σου απαγορεύει να κλάψεις. Αυτή που τη Δευτέρα 29 Μαΐου δεν ξέρεις αν θα σαλπίσει παιάνες για την Άλωση της Πόλης ή θα βαρέσει σιωπητήριο στο όνομα του πολιτικώς ορθού λόγου.

Δεν με απασχολούν αυτοί που με αφορμή την επέτειο της Αλώσεως θα κάνουν προβολές στο αύριο ξεθάβοντας το χτες. Μου είναι διασκεδαστικοί και αυτοί που θα εξηγήσουν το 2006 με αναφορές στο 1453 και αυτοί που θα απορρίψουν μετά βδελυγμίας οποιαδήποτε τέτοια συσχέτιση. Άλλοι είναι χτίστες του παρελθόντος κι άλλοι χαλαστάδες του μέλλοντος. Αυτό ξέρουν, αυτό επέλεξαν, αυτό τούς αρέσει να κάνουν. Αυτό κάνουν. Και τους δύο τούς ξεχωρίζεις σαν τη μύγα μες στο γάλα. Είναι ευδιάκριτοι. Τους εγκρίνεις ή τους απορρίπτεις. Συντάσσεσαι μαζί τους ή τους αποτάσσεσαι. Είναι εύκολη υπόθεση.

Το πρόβλημα είναι με τους απέθαντους της Ιστορίας. Με τους μουλωχτούς των ιδεών. Μ’ αυτούς που σου στερούν τη χαρά, είτε του γέλιου είτε του κλάματος. Που σου παγώνουν το γέλιο στα χείλη. Που σου πετρώνουν το δάκρυ στα μάτια.
Αυτοί που την 29η Μαΐου τη βλέπουν και έτσι και γιουβέτσι και κοκορέτσι.

Μ’ αυτούς που δεν μπορούν να πουν στα παιδιά τους την Άλωση σαν παραμύθι πρέπει να έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς. Κι όχι μ’ αυτούς που τη βλέπουν κάθε βράδυ στον ύπνο τους και στοιχειώνουν ή με όσους αδιαφορούν για το γεγονός.

Μ’ αυτούς που μας υψώνουν το δάχτυλο και μας φοβερίζουν με ενοχές και εφιάλτες για τις θύμησες. Τους αμνήμονες να φοβόμαστε. Όχι αυτούς που σκυλεύουν, προσπαθώντας να φέρουν την Ιστορία στα μέτρα των ιδεοληψιών τους.

Δεν συνιστούν πρόβλημα ούτε οι ελληναράδες ούτε οι κοσμοπολίτες. Τη Συρία δεν τη βλάπτουν οι παλαιολογίτες ούτε οι λατινόφρονες. Τη χαλάνε οι τιποτόφρονες. Οι Κερκοπορτίτες της λησμονιάς είναι οι επικίνδυνοι.

Αυτοί είναι που δεν μπορούν να πουν κανένα παραμύθι στα παιδιά. Είτε με δράκους, είτε πολιτικά ορθό. Και όσοι δεν μπορούν να πουν παραμύθια στα παιδιά, τα μισούν. Μισούν τη ζωή και τους άλλους. Αυτούς δεν τους χρειαζόμαστε. Μ’ αυτούς πρέπει να τελειώνουμε. Και ο καλύτερος τρόπος να το πετύχουμε είναι τη Δευτέρα ν’ αρχίσει ο καθένας να λέει όσο πιο φωναχτά μπορεί το δικό του παραμύθι.

Να ακονίσει τις παιδικές του μνήμες και να τις πει δημόσια. Ας ξεχάσουμε για λίγο το ΔΝΤ, τα spreads και τα ελλείμματα. Ας αφήσουμε τις πληροφορίες και το παρασκήνιο για το Ασφαλιστικό και τα πιθανά ερχόμενα νέα μέτρα λιτότητας. Ας προσπεράσουμε το Χρηματιστήριο και το αίμα που ρέει στο ταμπλό.

Ας αφήσουμε τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τα κοινωνικά αιτήματα για μια μέρα στην άκρη. Και ας θυμηθούμε τον «μαρμαρωμένο βασιληά», την «Πύλη του Ρωμανού», την «Κόκκινη Μηλιά», το «Σώπασε, Κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις», «Τα ψάρια που πήδηξαν απ’ το τηγάνι».

Είναι μνήμες ενός έθνους. Λαϊκές δοξασίες. Παραμύθια. Για μένα μνήμες αθωότητας. Τώρα που το σκέφτομαι, μ’ αρέσει που τα θυμάμαι. Που μου τα ’λεγαν όταν ήμουνα μικρός. Και θέλω να τα πω και ’γω στα παιδιά μου. Με νοσταλγία. Για μένα και γι’ αυτά.

Ούτε τουρκοφάγος έγινα που τα άκουσα, ούτε έχω καμιά διάθεση να ξαναπάρω την Πόλη. Ούτε ξέρω κατά πού πέφτει η Κόκκινη Μηλιά, ούτε για εξαδάχτυλους ψάχνω. Από την άλλη, δεν θέλω και να τα ξεχάσω. Θέλω να τα θυμάμαι σαν λόγια της μάνας μου, του πατέρα μου, των δασκάλων μου, των φίλων μου, της παιδικότητάς μου.

Οι μνήμες δεν μπορούν να έχουν ούτε μίσος, ούτε κενά. Δεν μπορούν να γίνονται εφιάλτες οι αναμνήσεις. Ξέρω και έχω ανθρώπους που έζησαν την αυθαιρεσία, τη βία, το μίσος των Τούρκων, κι είμαι περήφανος που όχι μόνον δεν κλαψουρίζουν γι’ αυτά που έχασαν και έζησαν, αλλά πρωτοστατούν για να κλείσουν οι πληγές του παρελθόντος. Επειδή ξέρουν ότι όσο μένουν ανοιχτές, κακοφορμίζουν.

Όπως ξέρω και πολλούς βολεμένους, άκαπνους, ακατάδιωκτους και εξ αποστάσεως θωρώντες την Ιστορία, οι οποίοι έχουν τόσο μίσος στην ψυχή και το βλέμμα τους, που δεν ξέρω γιατί.

Ούτε «εθνικιστής», ούτε «μειωμένης εθνικής συνειδήσεως» είμαι. Γι’ αυτό μπορώ και θυμάμαι και θα προσπαθήσω να πω στα παιδιά μου το παραμύθι ή την Ιστορία, όπως θέλετε πείτε το, για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα και την «Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι, με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες, κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Ψάλλει ζερβά ο βασιληάς, δεξιά ο Πατριάρχης κι απ’ την πολλήν την ψαλμουδιά εσείονταν οι κολώνες».

Να σας πω, το προτιμώ να σείονται οι κολώνες από τις παιδικές μου θύμησες παρά από τους πλάγιους ήχους των επιστολών του Στρος-Καν, του Όλι Ρεν και του Τρισέ, τους τηλεοπτικούς καβγάδες των πολιτικών για το Βατοπέδι και τη Siemens, τα λικνίσματα στο «Dancing with the stars» και τα κανόνια της Σοφοκλέους.

Μετά μπαίνει ο Ιούνιος και προτιμώ να σείονται οι κολώνες από τις ιαχές για τον Μέσι. Είναι ό,τι διαλέγει κανείς στη ζωή.

29 Μαΐου 1453. Η Πόλις εάλω. Η αποφράς ημέρα για τον Ελληνισμό. Έχω βέβαια τη γνώμη ότι η Βασιλεύουσα έπεσε πολύ νωρίτερα. Όπως έχω τη γνώμη ότι και μετά το 1453 και μέχρι σήμερα ο Ελληνισμός έχει και άλλες αποφράδες ημέρες. Και πολλά πράγματα έχουν αλωθεί. Γι’ αυτά, όμως, μιαν άλλη φορά.

Υ.Γ.: Εκτός του δημόσιου χρέους, ενίοτε αναπροσαρμόζονται και τα γραπτά. Έτσι κι εγώ, λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων, προτίμησα να αναπροσαρμόσω ένα κείμενο του 2006.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]