Παρασκευή, Ιουλίου 22, 2011

 

Η παρτίδα σώθηκε, ο πόλεμος συνεχίζεται (23-07-2011)

Ούτε εκ φύσεως γκρινιάρης είμαι ούτε καθ’ έξιν παράδοξος. Μάλλον έξω καρδιά, αισιόδοξο και ορθολογιστή με θεωρούν οι φίλοι μου. Ότι συνηθίζω να πηγαίνω κόντρα στο ρεύμα και να μην είμαι τρέντι, είναι αλήθεια. Μέχρι χθες, που σχεδόν όλοι ήταν απαισιόδοξοι ως προς τη λύση του ελληνικού προβλήματος, εγώ παρέμενα αισιόδοξος. Πίστευα ότι ο πρωθυπουργός, η κυβέρνησή του και η χώρα μπορούν να τα καταφέρουν.

Από σήμερα, που οι κατσούφηδες ξαναγίνονται χαμογελαστοί, νιώθω την ανάγκη να μαζευτώ, να γίνω επιφυλακτικός. Όχι επειδή θεωρώ ότι η απόφαση του έκτακτου Συμβουλίου Κορυφής των χωρών της Ευρωζώνης δεν είναι καλή. Κάθε άλλο, άριστη είναι. Καλύτερη δεν μπορούσε να υπάρξει. Πήραμε ίσως και περισσότερα απ’ όσα πιστεύαμε ότι μπορούν να μας δοθούν.

Αισθάνομαι την ανάγκη να κουμπωθώ, γιατί φοβάμαι μήπως κλοτσήσουμε τη μεγάλη ευκαιρία που μας δίνεται. Μήπως υπάρξει χαλάρωση ως προς αυτά που πρέπει πάση θυσία να γίνουν για να σωθεί η χώρα οριστικά, να γυρίσει σελίδα και να βαδίσει τον δρόμο της παραγωγικής ανασυγκρότησης, της κοινωνικής μεταρρύθμισης και της πολιτικής αναμόρφωσης, που εντέλει είναι και τα μεγάλα αιτούμενα.

Ναι, η απόφαση των Βρυξελλών ήταν ιστορικής σημασίας για την Ελλάδα, αλλά, αν δεν τη χειριστούμε με την απαραίτητη σωφροσύνη και μείνουμε στη θριαμβολογία και τους πανηγυρισμούς, μπορεί να μετατραπεί σε ιστορικό εφιάλτη.

Μας δόθηκαν αυτά που ζητούσαμε, αλλά όλα είναι υπό την αίρεση ότι θα ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις που αναλάβαμε, ότι θα τηρήσουμε και θα τιμήσουμε την υπογραφή μας. Κερδήθηκε μια σημαντική και αποφασιστική μάχη, αλλά όχι ο πόλεμος για να εξαλειφθούν οι αγκυλώσεις και να θεραπευθούν οι χρόνιες δυσπλασίες που οδήγησαν τη χώρα στην κρίση, το περιθώριο και τον μαρασμό.

Σώθηκε η παρτίδα, αλλά το παιχνίδι συνεχίζεται και παραμένει αμφίρροπο. Αν τηρήσουμε το μνημόνιο, το Μεσοπρόθεσμο και τη νέα δανειακή σύμβαση που θα υπογράψουμε, μπορούμε να ελπίζουμε ότι σε δύο-τρία χρόνια θα φθάσουμε κοντά στην άκρη του τούνελ.

Αν οι «ροκιές» της Αθήνας με τους ταξιτζήδες, την κυβερνητική αμφισημία, τις υπουργικές παλινωδίες, τις χασμωδίες και καθυστερήσεις στο μεταρρυθμιστικό πλάνο, τον κοινωνικό και πολιτικό λαϊκισμό της αντιπολίτευσης συνεχιστούν, τότε το «ροκέ» που κάναμε στις Βρυξέλλες δεν θα αποδειχθεί σοφή, μελετημένη και τελεσφόρα ελληνική κίνηση στην ευρωπαϊκή σκακιέρα. Ξεφύγαμε από το συνεχές σαχ των αγορών, αλλά δεν αποφύγαμε το ματ.

Την απόφαση των Βρυξελλών θα πρέπει να την εκλάβουμε ως το άνοιγμα μιας προοπτικής σ’ έναν δύσκολο δρόμο με πολλά καθήκοντα, και όχι ως το τέλος μιας δύσβατης πορείας. Σίγουρα τα πράγματα γίνονται ευκολότερα, αρκεί να μην τα ξανακάνουμε εμείς δύσκολα, χαλαρώνοντας τα γκέμια.

Η μεγαλύτερη παγίδα είναι η κυβέρνηση και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης να προβάλουν μόνο το θετικό του αποτελέσματος της Συνόδου των Βρυξελλών και να υποβαθμιστεί η ανάγκη να συνεχιστεί και να ενταθεί η προσπάθεια.

Είναι κατανοητό η κυβέρνηση να θέλει να πάρει μια ανάσα. Τόσους μήνες σφυροκοπείται ανελέητα, όμως ένας σοφός ηγέτης και μια σοβαρή κυβέρνηση τώρα πρέπει να πουν ολόκληρη την αλήθεια στον λαό, να του δείξουν τον δρόμο της αρετής και να τον στρατεύσουν σ’ ένα όραμα και ένα σχέδιο εθνικής επαναθεμελίωσης σε οικονομικό, κοινωνικό, αξιακό και πολιτικό πεδίο.

Τώρα που δημιουργούνται οι χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις, η κυβέρνηση πρέπει να οικοδομήσει μέσα από κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις το νέο μπλοκ εξουσίας που μπορεί να επαναφέρει τη χώρα στον δρόμο της ανάπτυξης. Μετά την προχθεσινή απόφαση επείγει να συγκροτηθεί το μέτωπο των μνημόνων στον χώρο της πολιτικής, του επιχειρείν, της εργασίας, της διανόησης.

Τώρα πρέπει να γίνει η μεγάλη προσπάθεια, ώστε το κίνημα των «αγανακτισμένων» να αποκτήσει δημιουργική διέξοδο και να γίνει πολλαπλασιαστής των μεταρρυθμίσεων και των αλλαγών. Τώρα πρέπει να καταβληθεί κόπος, πολιτικός και οργανωτικός, ώστε οι «ανησυχούντες» ν’ αλλάξουν στρατόπεδο και να γίνουν «νηφάλιοι συνοδοιπόροι».

Τώρα πρέπει να γίνει η διανοητική και ιδεολογική αντεπίθεση στους αμνήμονες, στους στείρους και αντιπαραγωγικούς λαϊκιστές. Μόνον έτσι μπορεί ν’ αλλάξει και ο πολιτικός και δημοσκοπικός εκλογικός συσχετισμός που διαμορφώνεται, ο οποίος οδηγεί στην πόλωση, στον κατακερματισμό και στα άκρα.

Η «αρπαγή» των «αγανακτισμένων» από τα νύχια των αμνημόνων και των ιδιοτελών θα δράσει σταθεροποιητικά για το σύστημα και θα ενισχύσει τον διπολισμό, αλλά και τον δικομματισμό. Εκτός από την κυβέρνηση, συμφέρει και την αξιωματική αντιπολίτευση, την οιονεί δηλαδή κυβέρνηση, να αποκτήσει ισχυρή φωνή και το νουνεχές, παραγωγικό και ψύχραιμο κομμάτι της κοινωνίας.

Η μετατροπή των «αγανακτισμένων» σε διεκδικητική και δημιουργική δύναμη υπέρ των μεταρρυθμίσεων μπορεί ν’ αλλάξει άρδην το κλίμα. Η ήρεμη συνεύρεση των μνημόνων με τους «αγανακτισμένους» σε μια εθνική μεταρρυθμιστική πλατφόρμα μπορεί όντως να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία για τη χώρα, τους θεσμούς και το μέλλον ημών και των παιδιών μας.

Τώρα που, ύστερα από πολλούς μήνες κακοφωνίας και παλινωδιών, έγινε το πρώτο θετικό βήμα εκ μέρους της ευρωπαϊκής ηγεσίας, πρέπει η ελληνική πολιτική τάξη να αρθεί στο ύψος των ιστορικών ευθυνών της και να μετατρέψει αυτό το βήμα σε οδικό χάρτη του έθνους.

Αφ’ ης στιγμής διασφαλίζεται η ρευστότητα στην οικονομία και τις τράπεζες και τα τοκοχρεολύσια γίνονται συμβατά με τις αντοχές της οικονομίας, πρέπει να ενταθεί η εγχώρια προσπάθεια ώστε να κερδηθεί η διεθνής αξιοπιστία, προκειμένου η χώρα το αργότερο σε δύο-τρία χρόνια να ξαναβγεί για δανεισμό στις αγορές.

Μπορεί οι Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές μας να μας παρέχουν ασπίδα προστασίας μέχρι το 2020, όμως εμείς πρέπει να επιμείνουμε στον όντως εθνικό στόχο να επιστρέψουμε στις αγορές το αργότερο έως το 2015.

Και για να πετύχουμε αυτόν τον στόχο, θα πρέπει το Μεσοπρόθεσμο να τελεσφορήσει, να παραγάγει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, οι μεταρρυθμίσεις να αποδώσουν, το έλλειμμα να μειωθεί, η ύφεση να αποκλιμακωθεί, οι επόμενοι προϋπολογισμοί, εξαιρουμένων των τόκων, να είναι πλεονασματικοί.

Αν δεν ευδοκιμήσει η δημοσιονομική προσαρμογή, η ύφεση θα συνεχιστεί και η προσπάθεια όχι μόνον θα πάει στράφι, αλλά και θα αποβεί καταστροφική για την κοινωνική συνοχή. Οι «σταυρωμένοι» πολίτες -και ιδίως οι μισθοσυντήρητοι, οι χαμηλοσυνταξιούχοι, η μικρή και μεσαία τάξη- θα γδαρθούν και θα τελευτήσουν, παραδίδοντας μαζί με το σώμα τους και το κορμί της Ελλάδας στον θάνατο.

Τα στοιχήματα της παραγωγικής αναδιάρθρωσης, της ανάπτυξης, της αύξησης των εσόδων, της συρρίκνωσης του κράτους και της μείωσης των δαπανών, μετά την προχθεσινή απόφαση των ηγετών της Ευρωζώνης, πρέπει οπωσδήποτε να κερδηθούν, αν θέλουμε αυτή η απόφαση να αποβεί όντως ευλογία για τη χώρα.

Αν συνεχίσουμε να αποκλίνουμε από τους στόχους, η 21η Ιουλίου μπορεί να αποδειχτεί κατάρα και Ματζικέρτ για τον ελληνισμό. Άλλο σκόντο οι εταίροι και δανειστές μας δεν θα μας κάνουν• αντίθετα, θα μας ξωπετάξουν με τις κλοτσιές από το ευρώ, και τότε δεν θα φταίνε οι αιμοδιψείς αγορές, οι διεθνείς τοκογλύφοι, η φράου Μέρκελ και τα συμφέροντα, αλλά μόνοι μας θα ’χουμε βγάλει τα μάτια μας.

Μπορεί να είμαστε η πρώτη αναπτυγμένη δυτική χώρα που έστω και καλυμμένα ουσιαστικά χρεοκοπεί, όμως αυτό δεν πρέπει να μας ανησυχεί, αφού οι εταίροι και δανειστές μας δεσμεύτηκαν και εγγράφως ότι θα παραμείνουν πλάι μας και αρωγοί στην προσπάθειά μας να σβήσουμε γρήγορα αυτή τη «ρετσινιά».

Εξάλλου το selective default μόνον τον ιστορικό του μέλλοντος θα απασχολήσει, προσθέτοντας στη χώρα μας την 5η ή 6η χρεοκοπία από τότε που γίναμε ανεξάρτητο κράτος. Τους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες του παρόντος, τους επενδυτές και τις αγορές ήκιστα, νομίζω, τους επηρεάζουν οι «ρετσινιές». Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να γίνεται η δουλειά.

Για παράδειγμα, ουδόλως τους ενδιαφέρει αν πριν από μερικά χρόνια η Τουρκία προσέφυγε στο ΔΝΤ. Αυτό που τους αφορά και ερεθίζει το επενδυτικό τους ενδιαφέρον είναι ότι η Τουρκία είναι σήμερα μέλος του G20, έχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, εκσυγχρονίζεται και προσφέρει μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες.

Ας μην αντιμετωπίσουμε, λοιπόν, την προχθεσινή συμφωνία με φιλολογικές διαμάχες περί τη «ρετσινιά» και υπό την επήρεια ιδεολογικής ρετσίνας, αλλά με τους πραγματικούς όρους που διαμορφώνει η συμφωνία στο πεδίο της οικονομίας και της πολιτικής. Αν αρχίσουν πάλι η μεμψιμοιρία και η διελκυστίνδα για τις αποκρατικοποιήσεις, ο δημόσιος πλούτος θα διαρπαγεί και θα εκποιηθεί αντί πινακίου φακής.

Αντίθετα, αν εκμεταλλευτούμε την προστασία που μας παρέχει η ευρωπαϊκή ομπρέλα, η αξιοποίηση του δημόσιου και σχολάζοντος δημόσιου πλούτου μπορεί να αποδειχθεί κινητήριος δύναμη για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Η διαφαινόμενη επενδυτική αύρα μπορεί να μετατραπεί σε πολύχρονο μελτέμι, αν υπάρξει ένα σταθερό φορολογικό πλαίσιο.

Ουσιαστικά αυτό είναι που ζητούν οι επενδυτές για να επενδύσουν στη χώρα μας τα κεφάλαιά τους. Κι αυτό μπορεί να γίνει μ’ έναν πολύ απλό τρόπο. Να προστεθεί στον φορολογικό νόμο ένα απλό και βραχύλογο άρθρο. Το φορολογικό καθεστώς, για όσους επενδύσουν τώρα, παραμένει το ίδιο ακόμη κι αν στο μέλλον υπάρξουν φορολογικές αλλαγές. Αλλάζει μόνον αν ο ίδιος ο επενδυτής θέλει να ενταχθεί, εφόσον είναι ευνοϊκό γι’ αυτόν, στο όποιο νέο και μελλοντικό σύστημα.

Αν υπάρξει αυτή η πρόβλεψη, οι ασχολούμενοι με τις επενδύσεις γνωρίζουν ότι θα προστρέξουν και πολλοί επενδυτές και με μεγάλα προς επένδυσιν κεφάλαια. Και υπάρχουν επενδυτές, γιατί όντως στην Ελλάδα υπάρχουν επενδυτικές ευκαιρίες συγκριτικά με άλλες χώρες.

Απλώς πρέπει να σταματήσει η γκρίνια να βλέπουμε τους επενδυτές σαν αποικιοκράτες που θέλουν να μας αρπάξουν για ένα κομμάτι ψωμί τον πλούτο και την περιουσία. Οι επενδύσεις είναι επενδύσεις, και όχι αγαθοεργίες. Και οι επενδυτές είναι επενδυτές που επιδιώκουν το κέρδος, και όχι φιλεύσπλαχνοι ελεήμονες.

Η ανοησία να θέλουμε τα λεφτά τους, να κερδίσουμε εμείς και να χάσουν αυτοί κάποτε πρέπει να σταματήσει. Τρόποι να κερδίσουμε και εμείς και αυτοί υπάρχουν. Η παγκόσμια οικονομική ιστορία βρίθει από ανάλογα παραδείγματα, όπως βεβαίως βρίθει και από ληστείες και πλιάτσικο. Στο χέρι μας είναι μια επένδυση να αποβεί ωφέλιμη και για τα δύο μέρη.

Μάλιστα, αν σε εταιρείες ή σε υπηρεσίες στρατηγικού χαρακτήρα θέλουμε να διατηρήσουμε το μάνατζμεντ, υπάρχει τρόπος να το πετύχουμε. Πολλοί, οι περισσότεροι, είναι οι επενδυτές που θέλουν να αποκομίσουν υπεραξίες, και όχι να μπλέξουν με ευθύνες διοίκησης.

Μπορούν λοιπόν να γίνουν συμφωνίες στις οποίες το τίμημα να συμφωνηθεί για μελλοντικό χρόνο, όταν αποκτήσουν μεγαλύτερες υπεραξίες. Αυτά βεβαίως είναι δουλειές των ειδημόνων, και σ’ αυτούς πρέπει να προστρέξουν το Δημόσιο και όσοι έχουν την ευθύνη των αποκρατικοποιήσεων.

Δίδω μεγάλη -και ίσως δυσανάλογη με την έκταση του παρόντος σημειώματος- έμφαση στις επενδύσεις, επειδή συνδέονται με την ανάπτυξη, εκεί δηλαδή που θα κριθεί το αν θα χαθεί ή θα κερδηθεί το στοίχημα της χώρας και της παρούσης, αλλά και των μελλοντικών κυβερνήσεων. Εξάλλου σ’ αυτό στοχεύει και το ευρωπαϊκό «Σχέδιο Μάρσαλ» που αποφασίστηκε να τεθεί σε ισχύ από το φθινόπωρο.

Η γενναιόδωρη βοήθεια που σχεδιάζεται να μας δοθεί για έργα, απασχόληση και κοινωνικές δράσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιδίωξη να βγει η χώρα από την ύφεση και να μπει σε αναπτυξιακή τροχιά. Έστω και με καθυστέρηση, οι εταίροι και δανειστές μας κατανόησαν ότι όσα δάνεια και να δοθούν στην Ελλάδα, αυτά θα πηγαίνουν χαμένα όσο βαθαίνει η ύφεση.

Το ευρωπαϊκό «Σχέδιο Μάρσαλ» είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα της δανειοδότησης, προκειμένου η χώρα να αναπνεύσει, αλλά και οι ίδιοι να μη χάσουν τα λεφτά τους. Χθες ίσως να ήταν νωρίς να το κατανοήσουν, ή μπορεί να ήθελαν να μας δώσουν να καταλάβουμε ότι το αμαρτωλό παρελθόν τελείωσε, ή ακόμη -που είναι και το πιθανότερο- να ήθελαν τώρα που μας βρήκαν στην ανάγκη να μας ξεζουμίσουν και να επωφεληθούν από την ανημποριά μας.

Διαγενομένων του χρόνου, των εξελίξεων, αλλά και της κυβερνητικής προσπάθειας, και ιδιαίτερα του πρωθυπουργού, τόσο το προηγούμενο διάστημα, με τις συμμαχίες που έχτισε, αλλά και στη διάρκεια της Συνόδου με την τακτική που ακολούθησε, κατανόησαν ότι, αν χθες ήταν νωρίς, αύριο θα ήταν αργά.

Αν η θεραπεία που μας είχε δοθεί δεν άλλαζε, ο ασθενής θα πέθαινε. Και την άλλαξαν όχι γιατί δεν θα είχαν τι να κάνουν το πτώμα, αλλά γιατί δεν μπορούσαν να ακρωτηριάσουν το ελληνικό πόδι, χωρίς τον κίνδυνο να πάθει σηψαιμία το ευρωπαϊκό σώμα, με συνέπειες ανυπολόγιστες για την παγκόσμια οικονομία και τις γεωστρατηγικές ισορροπίες του πλανήτη. Αυτή ήταν η σημαντικότερη ίσως παράμετρος που μέτρησε στο να παρθεί η απόφαση της 21ης Ιουλίου.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η Ελλάδα απέσπασε μια σημαντική απόφαση, κι αυτό πρέπει να πιστωθεί στην κυβέρνηση και προσωπικά στον πρωθυπουργό, που αποκρυπτογράφησε ικανοποιητικά τα μηνύματα και ιδιαίτερα τις πιέσεις των Αμερικανών και το άγχος Γερμανίας και Γαλλίας να μην «λιώσει» το ευρώ.

Η απόφαση είναι ένα καλό πλαίσιο, που θα αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο και μπορεί να βγάλει τη χώρα στο προβλεπτό μέλλον από την κρίση, εφόσον η προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή, μεταρρυθμίσεις και αποκρατικοποιήσεις συνεχιστεί και ενταθεί.

Αν επικρατήσει η αμεριμνησία και υπάρξει χαλάρωση, το αποτέλεσμα θα ’ναι καταστροφικό. Η κυβέρνηση, εάν επιμείνει χωρίς εκπτώσεις στην υλοποίηση των στόχων του Μεσοπρόθεσμου, μπορεί να γυρίσει το αρνητικό γι’ αυτήν κλίμα και στο τέλος της τετραετίας να δώσει την εκλογική μάχη από καλύτερες, απ’ ό,τι σήμερα που όλα είναι εναντίον της, θέσεις.

Πλέον, ο Γ. Παπανδρέου, έστω και σε επίπεδο ρητορικής, αλλά πιθανώς και ουσίας, μπορεί να θέσει ένα ισχυρό δίλημμα: Ή με την κυβέρνηση για να βγούμε σε δύο-τρία χρόνια οριστικά από την κρίση, ή με την αντιπολίτευση για να συνεχιστούν η περιπέτεια και η αβεβαιότητα. Το δίλημμα, άρα και το εκλογικό διακύβευμα, μπορεί όντως να είναι ισχυρό, καθώς η εντύπωση που είχε αρχίσει να σχηματίζεται μέχρι τώρα είναι ότι έχουμε μπει σ’ ένα «λούκι» που για να βγούμε ίσως χρειαστεί μία και δύο δεκαετίες.

Αν αλλάξει η εντύπωση, άρα και η ψυχολογία της αγοράς και των πολιτών, ότι οι δύο δεκαετίες μπορεί να είναι δύο χρόνια, τότε η πολιτική τράπουλα μπορεί να ξαναμοιραστεί. Βεβαίως, η αντιπολίτευση συνεχίζει να έχει στα χέρια της καλύτερο χαρτί, αυτό της κυβερνητικής φθοράς και της κοινωνικής δυσαρέσκειας.

Το τι θα συμβεί πάντως εξαρτάται, αφενός, από τη διαχείριση των χαρτιών που θα κάνουν οι δύο μεγάλοι παίχτες της εξουσίας στο εν εξελίξει παιχνίδι και, αφετέρου, από τα νέα χαρτιά που θ’ ανοίξουν στο τραπέζι. Το χαρτί που άνοιξε προχθές στις Βρυξέλλες δίνει ελπίδες στο ΠΑΣΟΚ και στον Γ. Παπανδρέου να παραμείνουν στο παιχνίδι και να μην πάνε πάσο.

Η ευρωπαϊκή ηγεσία για πρώτη φορά τα τελευταία δύο χρόνια έδειξε ενότητα, αποφασιστικότητα και διάθεση να υψώσει ανάχωμα στις αγορές. Το έκανε όταν είδε ότι ο ιός του χρέους χτύπησε και την Ιταλία. Έπρεπε να το κάνει από την αρχή όταν «αρρώστησε» η Ελλάδα. Έστω και την ύστατη στιγμή κατανόησε τον κίνδυνο για το ευρώ και την υπόσταση της ευρωπαϊκής οικογένειας και αντέδρασε. Ίσως και πάλι όχι τόσο τολμηρά και ριζοσπαστικά όσο έπρεπε, αλλά αντέδρασε. Κι αυτό είναι θετικό.

Το μήνυμα που εστάλη στις αγορές είναι ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν να συμπεριφέρονται αλαζονικά και ασύδοτα απέναντι στην πολιτική εξουσία. Η απόφαση σίγουρα δεν είναι μια νίκη της πολιτικής έναντι των αγορών, είναι όμως μια προειδοποίηση.

Το τι θα συμβεί στο μέλλον θα εξαρτηθεί από την αντίδραση των αγορών. Αν και μετά τις προχθεσινές αποφάσεις «χτυπήσουν» την Ιταλία, είναι προφανές ότι πρέπει να ληφθούν πιο ριζικές και σοβαρές αποφάσεις, που θα θέτουν ξεκάθαρα τους κανόνες του παιχνιδιού και των σχέσεων κρατών και αγορών.

Η πρώτη αντίδραση, προχτές, ήταν συγκρατημένα θετική. Το ευρώ ενισχύθηκε, τα spreads των ομολόγων και των CDS υποχώρησαν, τα χρηματιστήρια ενισχύθηκαν. Αν αυτό συνεχιστεί, σίγουρα θα δημιουργηθεί ένα πιο εύκρατο κλίμα.

Σημαντικός ήταν, τέλος, ο ρόλος των Αμερικανών στο να ληφθεί η προχθεσινή απόφαση των Ευρωπαίων. Αν Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί, εν όψει της 2ας Αυγούστου, καταφέρουν να συνεννοηθούν και να αυξήσουν το πλαφόν του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ, τότε οι Αμερικανοί θα ανταποδώσουν το «δώρο» των Ευρωπαίων στους ίδιους, αφού τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα θα υπάρξει ανακωχή στον δημοσιονομικό και χρηματοοικονομικό πόλεμο που διεξάγεται και ο οποίος μπορεί, υπό προϋποθέσεις και με κατάλληλους χειρισμούς, να μετατραπεί σε ειρήνη, αν και κάτι τέτοιο μάλλον δεν συγκεντρώνει προσώρας μεγάλες πιθανότητες.

Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, οι Έλληνες μπορούμε να επαιρόμεθα ότι, έστω και αρνητικά, λόγω της αδυναμίας και της αβελτηρίας μας, γίναμε οι πρωταγωνιστές ώστε η Ευρώπη να ξανασκεφτεί το μέλλον της και να κάνει ένα βήμα προς την εμβάθυνση και την οικονομική και πολιτική ενοποίησή της. Μπορεί να αποδειχθεί μετέωρο, αλλά το βήμα έγινε.

Η πίεση εφεξής των ευρωπαϊκών κοινωνιών προς τις κυβερνήσεις της Ευρώπης θα ’ναι για ένα διαφορετικό μέλλον• κοινωνικά πιο δίκαιο, οικονομικά πιο ισόρροπο, θεσμικά πιο στέρεο, πολιτικά πιο δημοκρατικό και γεωπολιτικά, μέσω και του κοινού νομίσματος, πιο ελπιδοφόρο.

Μετά το Μάαστριχτ και τη Λισσαβώνα, μετά τη δημοσιονομική και νομισματική περίοδό της, η Ευρώπη καλείται να πάει σ’ έναν νέο σταθμό, γιατί όχι των Αθηνών, που θα εγκαινιάσει εν είδει διακήρυξης της Πνύκας την αμφικτιονική ευρωπαϊκή εποχή, η οποία θα εμπεριέχει την οικονομική και πολιτική διακυβέρνηση ως νέο αζιμούθιο...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]