Δευτέρα, Νοεμβρίου 19, 2007

 

Εξεγέρθηκαν πριν ακόμα γεννηθώ... (17-11-2007)

Είμαι βρώμικος, με τρώνε οι ψείρες, και τα γουρούνια άμα με δουν ξερνάνε. Οι πληγές και το κόριασμα της λέπρας έχουν κομματιάσει το πετσί μου, που απάνω του ξεχύνεται ένα χλεμπονιασμένο πύον. Το νερό στα ποτάμια και τις στάλες απ’ τα σύννεφα δεν τα ξέρω. Στο σβέρκο μου, όπως στην κοπριά, φυτρώνει ένα πελώριο μανιτάρι με ομπρελωτή ουρά. Καθισμένος σ’ ένα έπιπλο σαράβαλο, έχω να κουνήσω τα μέλη μου εδώ και τετρακόσια χρόνια. Τα πόδια μου χάμου έχουνε πιάσει ρίζες, και μέχρι την κοιλιά μου θεριεύει ένα είδος βλάστησης γεμάτης τρομερά παράσιτα, που δεν είναι ούτε απ’ το φυτό και πολύ λιγότερο από τη σάρκα. Ωστόσο η καρδιά μου χτυπάει. Πώς θα χτύπαγε όμως, αν η σαπίλα κι οι μπόχες απ’ το πτώμα μου (δεν τολμάω να πω σώμα μου) δεν την έτρεφαν πλουσιοπάροχα; Κάτω απ’ την αριστερή μου μασκάλη έχει εγκατασταθεί μια οικογένεια βατράχων, κι όποτε κάποιος πάει να αναδευτεί, εμένα με γαργαλάει. Σεις το νου σας, μην ξεφύγει κανένας από δαύτους, κι έρθει να ξύσει το μέσα του αυτιού σας: δεν θα τόχει σε τίποτα, από κει να τρυπώσει στο μυαλό σας. Κι ένας χαμαιλέοντας, που έχει βολευτεί στη δεξιά μασκάλη τούς κάνει άγριο κυνηγητό, για να μην πεθάνει από την πείνα: έτσι είναι, όλοι πρέπει να ζήσουν. Και κάθε φορά που η μια παράταξη αχρηστεύει τις πονηριές της άλλης, έχουν βρει για λύση προς αποφυγή παρεξηγήσεων μεταξύ τους, να πιπιλίζουν το φτενό λίπος που σκεπάζει τα πλευρά μου: το συνήθισα κι αυτό. Το πέος μου τόχει καταβροχθίσει μια κακιά οχιά, κι έχει πάρει την θέση του: ευνούχο μ’ έκανε η άτιμη. Ω! Και νάμουν σε θέση να αντισταθώ με τα παραλυμένα χέρια μου, που κούτσουρα είναι καταντημένα τώρα. Πάντως, εκείνο που διαπιστώνω είναι πως την κοκκινίλα του το αίμα δεν την κυκλοφορεί πια σε κείνο το μέρος. Δυο μικρόσωμοι σκαντζόχοιροι, που δεν βρίσκονται άλλο στην ανάπτυξη, πέταξαν σ’ ένα σκύλο το μέσα απ’ τ’ αμελέτητά μου, πράμα που δεν αρνήθηκε: και μετά από πλύσιμο καλό της επιδερμίδας, κατοικήσαν μέσα. Ο πρωκτός αυτός, φράχτηκε από έναν κάβουρα, που, ξεθαρρεμένος απ’ την ακινησία μου, φυλάει την είσοδο με τις δαγκάνες του και με κάνει να υποφέρω. Δυο μέδουσες, δελεασμένες απ’ την ελπίδα, διασχίσαν πάραυτα τα πέλαγα, και δεν βγήκαν γελασμένες. Κοίταξαν προσεχτικά τα δύο σαρκωμένα μέρη που σχηματίζουν τον ανθρώπινο πισινό, και γαντζώθηκαν στο κοίλο γάρμπος του, με αποτέλεσμα απ’ το αδιάκοπο σφίξιμο, να εξαφανιστεί η σάρκα από δαύτα, και να μείνουν δυο θηρία, βγαλμένα απ’ το βασίλειο του πλαδαρού και του γλοιώδικου, όμοια σε χρώμα, σε σχήμα, και σε αγριότητα. Όσο για τη σπονδυλική μου στήλη, να μη γίνεται λόγος, αυτή είναι σπάθα! Μάλιστα, μάλιστα... δεν το πρόσεξα... πολύ σωστή η ερώτησή σας. Θέλετε να μάθετε πώς βρέθηκε μπηγμένη κατακόρυφα στα νεφρά μου, έτσι δεν είναι; Ούτε και γω ο ίδιος καλά-καλά θυμάμαι.Πάντως, αν πάρω για ανάμνηση κείνο που μπορεί να είναι φαντασία, μάθετε πως ο άνθρωπος όταν πληροφορήθηκε πως είχα κάνει την ευχή να αξιωθώ, έστω καθηλωμένος κι άρρωστος να κατατροπώσω τον Δημιουργό, ήρθε πίσω μου πατώντας στις μύτες των ποδιών του, όχι όμως τόσο σιγά για να μην τον ακούσω. Μια στιγμή κράτησε όλο αυτό, κατόπιν δεν κατάλαβα τίποτα. Το μαχαίρι χώθηκε ως τη λαβή, ανάμεσα στους ώμους του ταύρου για τις φέστες, ενώ την κοκαλοδεσιά του την τράνταξε σεισμός. Η λάμα έκτοτε μένει αδιάσπαστα κολλημένη στο σώμα, και δεν έχει μπορέσει κανείς να τη βγάλει. Αθλητές, μηχανικοί, φιλόσοφοι, γιατροί, δοκίμασαν με την σειρά τους κάθε είδους μέσο. Δεν τόξεραν πως το κακό που κάνει ο άνθρωπος, είναι από κείνα που δεν ξεγίνονται! Τους συχώρεσα για το μέγεθος της έμφυτης άγνοιάς τους, και τους χαιρέτησα με τα ματόκλαδά μου. Διαβάτη, σε ικετεύω, όταν από κοντά μου θα περνάς, μη βγάλεις απ’ το στόμα σου παρηγοριάς κουβέντα: θα αποδυναμώσεις το κουράγιο μου. Άφησέ με να ξαναπυρώσω την αντοχή μου στη φλόγα του θεληματικού μαρτυρίου. Πήγαινε... δεν χρειάζεται να με λυπάσαι. Το μίσος είναι πολύ πιο παράξενο απ’ ό,τι φαντάζεσαι. Ο τρόπος που εκδηλώνεται είναι τόσο ανεξήγητος, όσο η σπασμένη όψη, που παίρνει το μπαστούνι όταν βουτιέται στο νερό. Ας με βλέπεις έτσι, μπορώ ακόμα να κάνω εφόδους μέχρι τα τείχη του ουρανού, επί κεφαλής μιας λεγεώνας φονηάδων, και να ξαναγυρίσω να πάρω τούτη την ίδια στάση, για να βάλω την σκέψη να καταστρώσει ξανά, τα μεγαλόπνοα σχέδια της εκδίκησής μου. Δεν θα σε καθυστερήσω άλλο, χαίρε, πάντως για να σε κατατοπίσω και να σε προφυλάξω, σκέψου ποια πρέπει να ήταν η μοίρα η δική μου, για να με σπρώξει στην εξαγρίωση, όταν μπορεί να είχα γεννηθεί καλός! Αυτά που είδες, θα τα διηγηθείς στο γιο σου, και παίρνοντάς τον απ’ το χέρι, κάνε τον να θαυμάσει την ομορφιά πούχουν τ’ αστέρια, τα θαύματα της πλάσης, τη φωλιά του τσιχλογέρακα και τους ναούς του Κυρίου. Έκπληξη θα σου κάνει το καλόβολο ύφος του, όπως θ’ ακούει τις πατρικές συμβουλές, και η ανταμοιβή του θα είναι το χαμόγελό σου. Τη στιγμή όμως που θα αντιληφθεί πως δεν τον παρακολουθείς, και κάνεις πως γυρνάς τα μάτια σου σε δαύτον, θα τον δεις να φτύνει με τα σάλια του την ηθική αξία. Σε εξαπάτησε, ο εκπορευόμενος απ’ την ανθρώπινη ράτσα, και δεν χρειάζεται να το επαναλάβει: από δω και μπρος θα ξέρεις τι θα γίνει. Κακομοίρη πατέρα, ετοιμάσου να συντροφέψουν τα στερνά σου, η ανάμνηση της καρμανιόλας που θα κόψει το κεφάλι ενός πρώιμου εγκληματία, κι ο πόνος που θα σου δείχνει το δρόμο που οδηγεί στον τάφο.

Δεν ξέρω γιατί κάθε 17 Νοέμβρη βουρλίζομαι. Δεν μπορώ να γράψω. Ιδίως για μνημόσυνα. Μα μήτε για τίποτε άλλο. Πάντα καταφεύγω σε κείμενα σκοτεινά και παράδοξα. Συγχωρέστε με για τούτη την ανοησία μου. Τη δικαιούμαι. Φέτος ήταν ο Λωτρεαμόν. Ήταν «Τα άσματα του Μαλντορόρ». Για να ξεφύγω. Είναι, βλέπετε, εκείνο το τετράδιο που βρήκα σ’ ένα μπαούλο πριν πέντε χρόνια. Είκοσι εννιά χρόνια μετά το Πολυτεχνείο. Ακόμη βρίσκομαι στο πρώτο κεφάλαιο. Το ’γραψε ένα παιδί που έφυγε. Και ’γω βασανίζω το μυαλό μου να το αποκρυπτογραφήσω. Τι εννοεί όταν γράφει:

Εξεγέρθηκαν πριν ακόμη γεννηθώ. Πέθαναν πριν προλάβω να ζήσω. Μετεωρίστηκαν στη ρωγμή του χρόνου. Το σκέφτηκαν για λίγο και πέρασαν απέναντι. Χάθηκαν. Τώρα διαβάζεις στον λυγμό τα χνάρια τους. Βλέπεις στα νεύρα της πέτρας το χαμόγελό τους. Ακούς στο τρίξιμο του ανέμου τις παραισθήσεις τους. Και βυθίζεσαι. Στον ωκεανό. Τον απέραντο. Τον μαύρο. Τον αδυσώπητο. Με τα μουχλιασμένα σπλάχνα. Από τους νεκρούς καρχαρίες και τα τιγκιασμένα λίπη των δελφινιών. Φεύγεις, φτύνοντας αηδιασμένος. Δραπετεύεις στην έρημο. Γράφεις και ξαναγράφεις στην άμμο τ’ όνομά τους. Σκορπίζεται. Σε λόγους οστών. Σε βόθρο γαρυφάλλων. Λες δεν μπορεί· ο εφιάλτης θα ξανάρθει. Γδύνεσαι για να υποδεχθείς τις σφαίρες. Και τα τροχοφόρα. Που μεταφέρουν το μήνυμα σ’ ένα μπουκάλι χλωροφόρμιου. Μια ξερασμένη κηλίδα αίμα το καπάκι. Που σφράγισε την αθωότητα. Κάντε μνημόσυνα. Υψώστε τα σάβανα. Σημαίες. Για τα επερχόμενα. Φτύστε τα όνειρά τους. Καρφώστε τα μηνίγγια τους. Να μην σκέφτονται. Να πάψουν να ουρλιάζουν. Να σταματήσουν να εκλιπαρούν. Παιδιά ήταν. Δεν ήξεραν και ξοδεύτηκαν. Στα κάγκελα μιας πύλης. Στις ερπύστριες ενός τανκ. Σ’ ένα σύνθημα που δεν φωνάχτηκε. Σ’ ένα πανό που δεν υψώθηκε. Σ’ έναν λάκκο που δεν ανοίχτηκε. Βλέπω παντού φαντάσματα. Στη σειρά. Στήνουν χορό. Πυρρίχιο. Ασίκικο και πένθιμο. Μυαλά χυμένα. Εμετός. Γι’ αυτά που γίνονται. Για όσα θα ’ρθουν. Αναδεύομαι. Στη μήτρα. Του παρελθόντος. Εξώγαμος θάνατος. Του σαλεμένου ποιητή. Του παράλυτου χορογράφου. Μιας ζωής. Που δεν μας ήθελε. Δραπετεύσαμε για λίγο. Και τώρα πάλι σιωπή. Αρχίζει το εμβατήριο. Του αποχαιρετισμού. Μέχρι τον άλλο χρόνο. Και τον άλλο. Και τον επόμενο. Μέχρι να βαρεθούμε. Ώσπου να θάψουμε οριστικά τις ενοχές μας. Σε μια πορεία που δεν θ’ αρχίσει. Επειδή στα σχολεία έχουν γιορτή. Και στο Δημόσιο αργία. Όταν οι άλλοι πενθούν πώς να τους πεις για τον γάμο. Τον μυστικό. Τον παράνομο. Που μέχρι τώρα κρατά. Χωρίς σκέψη για διαζύγιο. Μέχρι τέλους. Συνεχίζεται.

Όταν καταλάβω τι εννοεί, θα μπω στο δεύτερο κεφάλαιο. Με τον ρυθμό που πάω, δεν ξέρω αν θα προλάβω να το τελειώσω. Είναι, βλέπετε, 17 κεφάλαια. Ελπίζω κάποτε να σπάσω τον κώδικά του και να μου γίνουν όλα πιο εύκολα. Αν πάλι δεν προλάβω, ας αναλάβουν την αποκρυπτογράφηση τα παιδιά μου...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]