Δευτέρα, Φεβρουαρίου 11, 2008

 

Ώρα για νέο "ανένδοτο" (09-02-2008)

Τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων είναι ολοένα και πιο τραγικά για τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας, αλλά και συνολικότερα για τους θεσμούς που συγκροτούν και εκφράζουν αυτό που ορίζουμε ως δημόσιο βίο.

Η απαξία δεν αρκεί ως έννοια για να περιγράψει τα αισθήματα των πολιτών για την πορεία της χώρας, την κυβέρνηση, το πολιτικό σύστημα και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Ο ιατρικός όρος «σηψαιμία», που ξαναήρθε στην επικαιρότητα με αφορμή το τραγικό περιστατικό του ακρωτηριασμού της τέως υπουργού Παιδείας, αποτυπώνει καλύτερα την πραγματικότητα. Οι «γιατροί»-καθοδηγητές της χώρας, όμως, επιμένουν στη λάθος διάγνωση. Συνεχίζουν να την έχουν στον «γύψο».

Δείτε τι γίνεται με ό,τι κακό και σκανδαλώδες έχει συμβεί. Οι υποκλοπές συγκαλύφθηκαν. Οι «κουμπάροι» τα ίδια. Οι Πακιστανοί επίσης. Η λογική της συγκάλυψης επικράτησε και για τα ομόλογα, όπως σε συγκάλυψη οδηγούνται και οι υποθέσεις Ζαχόπουλου και Siemens. Ζούμε στην εποχή όχι των μεγάλων αποκαλύψεων, αλλά των μεγάλων συγκαλύψεων.

Γι’ αυτό και η χώρα οδηγείται εκεί που οδηγείται. Γι’ αυτό και η κοινωνία ασφυκτιά. Γι’ αυτό και οι δημοσκοπήσεις τα δείχνουν όλα μαύρα κι άραχλα. Όταν οι κοινωνίες και τα συστήματα βρίσκονται σε κρίση, για να μπορέσουν να ξεμπλοκάρουν, να αναπνεύσουν και να αναδιοργανωθούν, θα πρέπει τα «σαρκώματα» να μπαίνουν στο «χειρουργικό τραπέζι» και όχι στον «γύψο». Η ατολμία είναι το πρόβλημα.

Οι συμβιβασμοί, μικροί και μεγάλοι, που επιδιώκονται και επιτυγχάνονται είναι που φέρνουν τα αδιέξοδα. Δείτε τι γίνεται στην κυβέρνηση. Η οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτει την οδηγεί συνεχώς σε συμβιβασμούς. Οι αναγκαίες ρήξεις, τομές και αλλαγές βαφτίστηκαν «μεταρρυθμίσεις», αλλά το παιδί ακόμη είναι μέσα στην κολυμπήθρα. Το έχουν εκεί να μουλιάζει λαδωμένο.

Ο συμβιβασμός δεν είναι μόνον σε επίπεδο κυβερνητικής πολιτικής. Είναι και στη σχέση της κυβέρνησης με τα λεγόμενα «διαπλεκόμενα συμφέροντα» και τους «νταβατζήδες». Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη, με αποτέλεσμα να τα σκιάζει όλα η φοβέρα και να τα πλακώνει η «σκλαβιά», κοινώς ομηρία, αιχμαλωσία, ακινησία, ατροφία, αναπηρία του γκουβέρνου.

Συμβιβασμός υπάρχει, όμως, και στο εσωτερικό της συμπολίτευσης. Ήδη οι δελφίνοι και οι στρατοί τους ετοιμάζονται, πυρετωδώς πλέον ομολογείται ανοιχτά και δημόσια, για την επόμενη μέρα, για τη μετά Καραμανλή εποχή. Πώς να κυβερνήσει ένας υπό προθεσμία πρωθυπουργός; Πώς να λάβει αποφάσεις όταν οι συνεργάτες του ετοιμάζονται γι’ αυτά που θα γίνουν χωρίς αυτόν;

Από την ίδια ασθένεια, του συμβιβασμού, πάσχει και η αξιωματική αντιπολίτευση. Εκεί που παπανδρεϊκοί και βενιζελικοί είχαν χωρίσει τα τσανάκια τους και πήγαιναν για άλλες πολιτείες, ξαναβρίσκονται μαζί στο ίδιο ολισθηρό μονοπάτι.

Ακόμη και οι οπαδοί της μιας ή άλλης άποψης του ενός ή άλλου στρατοπέδου έχουν ζαλιστεί από το αδιάκοπο ζιγκ ζαγκ. Οι λενινιστές όριζαν τον ιμπεριαλισμό ως ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού και οι πασόκοι εφηύραν ως ανώτερο στάδιο του πολιτικού αβδηριτισμού τον συμβιβασμό. Στο όνομα της ενότητας, πολλαπλασιάζουν καθημερινά τις διαιρέσεις τους.

Στο όνομα του μεγάλου κόμματος εξουσίας, μετεπιβιβάζονται διαρκώς σε πιο μικρό και αργό βαγόνι για να φθάσεις σ’ αυτήν. Στο όνομα δήθεν της πολυσυλλεκτικότητας, έχουν μετατρέψει το ΠΑΣΟΚ σε Βαβέλ, όπου άλλα λέει ο ένας ότι χρειάζεται να γίνουν, άλλα ο άλλος, άλλο εννοεί ο τρίτος, άλλα εννοούνται απ’ αυτά που εννοούν και όλοι μαζί δεν ξέρουν πού πατούν και πού πηγαίνουν.

Το αποτέλεσμα είναι κυβέρνηση και μείζων αντιπολίτευση να αντιπαρατίθενται και να συγκρούονται, έχοντας ως δομικό στοιχείο της φυσιογνωμίας, της λειτουργίας, των απόψεων και των δράσεων τον συμβιβασμό. Γι’ αυτό πάνε και οι δυο κατά διαόλου. Γι’ αυτό και η δυσφορία μεγαλώνει. Γι’ αυτό και το σιχτίρισμα από τους πολίτες ακούγεται ολοένα και πιο δυνατό.

Βεβαίως, η σύγκρουση στο επίπεδο του φόβου και στη γραμμή του συμβιβασμού ωφελεί την κυβέρνηση, η οποία, παρά την αβελτηρία που επιδεικνύει, έχει στα υπέρ της τον χρόνο διακυβέρνησης. Είναι μόνον τέσσερα χρόνια, ενώ οι πράσινοι είχαν γίνει καθεστώς. Αφ’ ης στιγμής το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καταφέρει να «διαγράψει» από τη συνείδηση του κόσμου το κακό παρελθόν του, είναι λογικό η αντιπαράθεση να αποβαίνει εις βάρος του.

Η λογική είναι απλή: «Και οι δύο είναι το ίδιο χάλια, βλάπτουν εξίσου την… Περσία, είναι όψεις του ιδίου νομίσματος». Ε, αφού δεν είναι διαφορετικοί, ο βαθμός ανοχής είναι λογικό να είναι μεγαλύτερος γι’ αυτούς που είναι λιγότερο στην κυβέρνηση. Όπως είναι λογικό οι απογοητευμένοι να στρέφονται στα μικρότερα κόμματα, σ’ αυτά δηλαδή που θεωρούν ότι δεν βαρύνονται με κυβερνητικά ανομήματα.

Η κατάσταση της «σηψαιμίας» θα συνεχίζεται όσο η συγκάλυψη, ο συμβιβασμός και ο «γύψος» θα είναι η απάντηση που δίνουν τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας στα προβλήματα των πολιτών και της χώρας. Μάλιστα, είναι λάθος να πιστεύεται ότι αρκεί να παρουσιάσει το ΠΑΣΟΚ μια ρεαλιστική εναλλακτική κυβερνητική πρόταση για να επανέλθει στην εξουσία.

Η λύση πλέον δεν βρίσκεται στο «γήπεδο της διακυβέρνησης», πρέπει να την αναζητήσει εκτός. Σε άλλο τερέν. Όσο η αντιπαράθεση γίνεται στο ίδιο κλειστό σύστημα εξουσίας, θα φθείρονται και τα δύο κόμματα, αλλά τη μικρότερη φθορά -για προφανείς, αυταπόδεικτους λόγους- θα την υφίσταται το κυβερνών.

Κατά κάποιο τρόπο το πολιτικό μας σύστημα βρίσκεται στην ίδια κατάσταση που ήταν το 1963. Μόνον που τότε ο Γιώργος Παπανδρέου έκανε το εξής απλό και συνάμα πολιτικά ευφυές: βγήκε εκτός συστήματος. Δεν αναγνώριζε την κυβέρνηση της «βίας και νοθείας». Το κόμμα του, η Ένωση Κέντρου, δεν προσήρχετο ούτε καν στις εκ του συντάγματος προβλεπόμενες εθιμοτυπικές εκδηλώσεις. Αντί για το Κοινοβούλιο, μετέφερε την αντιπαράθεση στον λαό. Έκανε τους δύο «ανένδοτους» αγώνες. Έβαλε με δυναμικό τρόπο τον λαϊκό παράγοντα στο παιχνίδι της εξουσίας.

Στη βάση των «ανένδοτων» και εκτός κοινοβουλευτικής εθιμοτυπίας, συγκρότησε μια ισχυρή κοινωνική πλειοψηφία που τον οδήγησε στον θρίαμβο του 1965. Λέγοντας αυτά, δεν υποστηρίζουμε ότι η σημερινή κυβέρνηση είναι αποτέλεσμα βίας ή εκλογικής νοθείας, απλώς θεωρούμε ότι για να μπορέσει το ΠΑΣΟΚ να ανακάμψει πρέπει να βγει εκτός των ειωθότων του πολιτικού συστήματος. Να κάνει την τομή, τη ρήξη. Να διακόψει απότομα την σπείρα της φθοράς. Να «στρατεύσει» και να κινητοποιήσει τους πολίτες γύρω από τις καταγγελίες που κάνει ή γι’ αυτά που επαγγέλλεται.

Όσο η αντιπολίτευση γίνεται στην αίθουσα του Κοινοβουλίου, με σκληρές εκφράσεις, ερωτήσεις, επερωτήσεις και άλλες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, όπως οι εξεταστικές επιτροπές και οι ακροάσεις, δεν πρόκειται να κερδίσει τίποτε. Θα φθείρει την κυβέρνηση, αλλά το ίδιο δεν θα κερδίζει.

Δεν δέχεται η κυβέρνηση ή διαφωνούν τα άλλα κόμματα να γίνει εξεταστική επιτροπή προκειμένου να διερευνηθούν υποθέσεις όπως της Siemens ή του Ζαχόπουλου; Ας κατεβεί στους δρόμους. Να μαζέψει υπογραφές. Να μετατρέψει τις τοπικές του οργανώσεις, τα γραφεία των βουλευτών του, τους δήμους και τα συνδικάτα που ελέγχει σε συλλεκτήρες υπογραφών. Να κατεβεί ο ίδιος ο Παπανδρέου, οι βουλευτές, τα στελέχη του στο Σύνταγμα, σε άλλες συνοικίες και πόλεις για να οργανώσουν δημοψήφισμα. Αντί το μόνο πεδίο αντιπαράθεσης να είναι το βήμα της Βουλής, ας δοκιμάσουν τις πλάκες των πεζοδρομίων και την άσφαλτο των δρόμων. Ας κάνουν για τα θέματα που ζητούν εξεταστικές επιτροπές, λαοσυνάξεις, όπως είχε κάνει ο μακαριστός Χριστόδουλος.

Όσα δεν επιτυγχάνει ο κοινοβουλευτικός έλεγχος μπορεί να τα πετύχει ένα δημοψήφισμα. Είναι διαφορετικό σε επίπεδο πολιτικής ποιότητας να ζητά ένα πράγμα μια μειοψηφία 110 βουλευτών και άλλο να το απαιτούν δύο ή τρία εκατομμύρια πολίτες. Το πρώτο είναι αρμοδιότητος του Σιούφα να το απορρίψει, το δεύτερο θα καταστεί ανάγκη για τον Καραμανλή να το δεχθεί.

Αν δεν υπάρξει κοινωνική κινητικότητα, το ΠΑΣΟΚ είναι καταδικασμένο να φυτοζωεί, να κάθεται ζαρωμένο στη γωνιά του και να κλαψουρίζει για τις ποσοστιαίες μονάδες που κάθε μήνα θα χάνει στις δημοσκοπήσεις. Αντίθετα, θα δυναμώνει, έστω και από οργή ή καπρίτσιο, η εξ αριστερών απειλή.

Ο Αλ. Αλαβάνος αποδείχτηκε ότι είναι ευφυής πολιτικός. Κατάλαβε ότι για να έχει μέλλον το κόμμα του πρέπει να γίνει αντισυστημική δύναμη. Γι’ αυτό και τα ποσοστά του αυγατίζουν ακόμη και έναντι του ΚΚΕ, το οποίο -παρά τη ρητορική του- παραμένει εγκλωβισμένο στο σύστημα.

Δεν είναι τυχαίο ότι προχθές στο συνέδριο του Συνασπισμού μίλησε για πρώτη φορά για «μια κυβέρνηση ενός μεγάλου συνασπισμού με επίκεντρο την Αριστερά», ενώ το ΚΚΕ συνεχίζει να μην ενδιαφέρεται για την κυβέρνηση μέχρι… να ηττηθεί ο καπιταλισμός και ο διεθνής ιμπεριαλισμός! Ο Αλ. Αλαβάνος κατάλαβε ότι ο Συνασπισμός μπορεί να γίνει υπολογίσιμη πολιτική δύναμη μόνον εφόσον μπει στον πειρασμό να δαγκώσει το μήλο της κυβερνητικής εξουσίας, διαφορετικά θα ξεφουσκώσει.

Σήμερα, και ορθώς από την πλευρά του, εκπορεύεται ένας «μεγαλοϊδεατισμός», εμφανίζεται ένας μικρομεγαλισμός, όμως αυτός είναι απαραίτητος για να μπορέσει να ισχυροποιηθεί, ώστε αύριο, αν τεθεί θέμα κυβερνητικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, να συζητήσει με όσο το δυνατόν πιο ευνοϊκούς όρους.

Τούτων δοθέντων, τα δύο μεγάλα κόμματα, τα κόμματα εξουσίας, η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, αν δεν θέλουν να συνεχιστεί η φθορά τους, θα πρέπει να ξεφύγουν από τη λογική του συμβιβασμού, της συγκάλυψης και του κουκουλώματος των προβλημάτων και των αντιθέσεων. Η Ν.Δ., επειδή είναι στην κυβέρνηση, έχει το πεδίο των μεταρρυθμίσεων για κολυμβήθρα του Σιλωάμ, ενώ το ΠΑΣΟΚ της αντισυστημικής συμπεριφοράς και της κοινωνικής κινητικότητας.

Μόνον έτσι θα μπορέσει να εκπονήσει και εναλλακτική πρόταση εξουσίας για να «εξαγνιστεί». Μόνον έτσι μπορεί να οικοδομήσει τις απαραίτητες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες για να συγκροτηθεί ένα νέο μπλοκ εξουσίας.

Και ας μη μου αντιτείνει κάποιος ότι οι «ανένδοτοι» μπορεί να έφεραν την Ένωση Κέντρου στην εξουσία, αλλά οδήγησαν στη δικτατορία. Επειδή ακριβώς αυτό είναι το πρόβλημα. Το 1967 υπήρχε ένα εξωπολιτικό κέντρο, ο στρατός, που σε συνεργασία με τη CIA έδωσε τη «λύση». Τη χειρότερη και πιο καταστροφική για το πολιτικό σύστημα, τη δημοκρατία και τη χώρα. Και αυτή η δυνατότητα, εκτός των άλλων, υπήρξε επειδή η Ένωση Κέντρου ήταν ένα κόμμα παραγόντων και όχι ένα οργανωμένο κόμμα βάσης.

Σήμερα η εξωπολιτική «λύση» δεν υπάρχει και δεν μπορεί, ευτυχώς, να υπάρξει, καθώς είμαστε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πρέπει να δοθεί από τις ίδιες τις πολιτικές δυνάμεις. Και επειδή δεν δίνεται, γι’ αυτό και το σύστημα βουλιάζει. Αν δεν μπορέσουν να τη βρουν και να τη δώσουν, το καινούργιο θα γεννηθεί βίαια, μέσα από την καταστροφή των υφιστάμενων κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων και δομών.

Μπορεί να είναι μια λύση. Δεν είμαι σίγουρος ότι είναι η ενδεδειγμένη ούτε ότι έχουμε καλούς… μαιευτήρες.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]