Δευτέρα, Ιουνίου 21, 2010

 

Οι ακρότητες του κ. Λοβέρδου (19-06-2010)

Όσοι αντιστρατεύονται την κυβέρνηση, από τα κόμματα της αντιπολίτευσης μέχρι τα συνδικάτα, δεν θα μπορούσαν να βρουν καλύτερο σύμμαχο στα σχέδιά τους από τον υπουργό Εργασίας.

Σχεδόν κάθε μέρα τους τελευταίους μήνες, ο Ανδρέας Λοβέρδος σπέρνει την αμφιβολία και τον φόβο για τα όσα θα συμβούν στο Ασφαλιστικό και τις εργασιακές σχέσεις. Τους δύο, δηλαδή, πιο κρίσιμους τομείς της ζωής των ανθρώπων, τους διαχειρίζεται ένας panic man, ο οποίος τη μια λέει άλφα και την άλλη βήτα, ενώ μονίμως γίνεται το γάμα, που είναι το χειρότερο.

Έχει καταφέρει το αγχώδες της προσωπικότητάς του να το κάνει σήμα κατατεθέν ολόκληρης της κυβερνήσεως. Κυρίως όμως της κοινωνίας, την οποίαν ο αξιότιμος προϊστάμενος του υφυπουργού κυρίου Κουτρουμάνη έχει φέρει σε κατάσταση μανιοκατάθλιψης με όλα όσα ακούει και πληροφορείται ότι πρόκειται να συμβούν σε μισθούς, συντάξεις, αποζημιώσεις.

Τα αλλεπάλληλα μικρά και μεγάλα σοκ στα οποία μας υποβάλλει νυχθημερόν με τις ανακοινώσεις του ο υπουργός Εργασίας έχουν απονομιμοποιήσει την κυβέρνηση στη συνείδηση των πολιτών, ενώ την έχουν φέρει σε ανοιχτή και πιθανότατα οριστική ρήξη με σημαντικά τμήματα της πολιτικής, κοινωνικής και εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ.

Ό,τι δεν κατάφερε ο Ευάγγελος Βενιζέλος στη διάρκεια της διεκδίκησης της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ -δηλαδή να πλήξει, να απομυθοποιήσει και να εξοντώσει τον Γιώργο Παπανδρέου- τείνει να το επιτύχει σήμερα ο πρώην υπαρχηγός του.

Αυτή τη στιγμή ο πρωθυπουργός, μέσω κυρίως της πολιτικής και της συμπεριφοράς του υπουργού Εργασίας, εμφανίζεται ως κατεδαφιστής του κοινωνικού κράτους και «εχθρός του λαού».

Οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, τα μεσοστρώματα ψήφισαν τον γιο του Ανδρέα επειδή, εκτός των άλλων, πίστευαν ότι στις μέρες βαρβαρότητας που έρχονται θα άπλωνε πάνωθέ τους, όπως θέλει η παράδοση της οικογένειας Παπανδρέου, τουλάχιστον ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας.

Αντ’ αυτού, βλέπουν έναν υπουργό του στο πλέον ευαίσθητο κοινωνικό πόστο να συμπεριφέρεται επιεικώς αλλοπρόσαλλα, και πάντως να τον εκθέτει ανεπανόρθωτα, καθώς ακόμη και οι αναγκαίες -όσο κι αν είναι κοινωνικά δυσάρεστες- αποφάσεις προβάλλονται και «σερβίρονται» μ’ έναν τρόπο απαράδεκτο.

Αντί για επιχειρήματα έχουμε κλαψουρίσματα. Αντί για προσπάθεια πειθούς έχουμε διάθεση απολογίας. Αντί για στιβαρότητα έχουμε ενοχική συμπεριφορά. Το χειρότερο όλων, όμως, είναι η προσπάθεια μετάθεσης των ευθυνών. Όταν ο Α. Λοβέρδος λέει «εμείς δεν θέλουμε, αλλά μας υποχρεώνουν οι άλλοι, το ΔΝΤ, να το κάνουμε», η ζημία που υφίσταται η κυβέρνηση είναι διπλή.

Πρώτον, δεν εκπαιδεύει την κοινωνία ως προς την αναγκαιότητα να υπάρξουν αλλαγές, αλλά -στην προσπάθεια να μετακυλιστεί το πολιτικό κόστος- συνεχίζει να της καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι το υπάρχον καθεστώς θα μπορούσε, υπό άλλες προϋποθέσεις, να συνεχιστεί.

Δεύτερον, και το πιο σημαντικό· λέγοντας, όπως είπε ο υπουργός Εργασίας, ότι οι κινήσεις λόγω του μνημονίου είναι αναγκαστικές για τον ίδιο και την κυβέρνηση, ομολογεί ότι δεν κυβερνούν αυτοί, αλλά το ΔΝΤ.

Όταν όμως μια κυβέρνηση ή έστω ένας υπουργός, ο οποίος μάλιστα είναι και καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, υποστηρίζει ότι έπαυσε να ισχύει η λαϊκή εντολή και η νομιμότητά της εξαρτάται από κάποια υπερκείμενη, αλλότρια -και μάλιστα υπερεθνική- Αρχή, τότε αυτομάτως τίθεται θέμα δημοκρατικής και συνταγματικής τάξης.

Εάν παγιωθεί μια τέτοια αντίληψη, ότι δηλαδή δεν κυβερνά η εκλεγμένη κυβέρνηση αλλά η τρόικα, τότε η χρησιμότητα της κυβέρνησης παύει να υπάρχει. Μάλιστα, υπ’ αυτούς τους όρους, η παραμονή της καθίσταται και ανθυγιεινή.

Επιπροσθέτως, όταν λες ότι οι κινήσεις σου είναι αναγκαστικές λόγω του μνημονίου, τότε εμφανίζεσαι να έχεις εξαπατήσει τη Βουλή, αφού σε αυτή την περίπτωση η ψήφιση του μνημονίου χρειαζόταν να γίνει με 180 και όχι με 151 ψήφους.

Ή λοιπόν το μνημόνιο είναι ένα δεσμευτικό πλαίσιο συμφωνίας δύο μερών ή είναι (κατ)αναγκαστική υποχρέωση του ενός έναντι του άλλου. Ας διαλέξει ο αξιότιμος κύριος Λοβέρδος τι από τα δύο ισχύει.

Ή όντως οι αποφάσεις του για τα εργασιακά και το Ασφαλιστικό είναι «φορσέ», όπως τις αποκάλεσε, άρα εγείρεται δημοκρατικό και συνταγματικό ζήτημα, ή οι αποφάσεις είναι εξειδικεύσεις δικές του (της κυβερνήσεως δηλαδή), στο πλαίσιο βεβαίως του μνημονίου, οπότε θα πρέπει να σταματήσει να σκούζει και να αναλάβει το κόστος των επιλογών που γίνονται.

Και τα δύο δεν μπορεί να ισχύουν. Και ούτε οι κουτοπονηριές περνούν. Γιατί περί κουτοπονηριάς πρόκειται, και μάλιστα εξόφθαλμης και απεχθούς. Είναι προτιμότερο και πολιτικά εξυπνότερο να βγει είτε ο ίδιος ο υπουργός είτε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και να εξηγήσουν γιατί παίρνουν αυτή και όχι την άλλη απόφαση, παρά να λαμβάνουν αυτοί τις αποφάσεις και να ρίχνουν τις ευθύνες σε άλλους.

Η ορθή και πολιτικά θαρραλέα στάση θα ήταν να εξηγηθούν συντονισμένα, με επιχειρήματα και νηφαλιότητα, οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Μια τέτοια συμπεριφορά θα είχε και οπαδούς τουλάχιστον αυτούς που αποδέχονται τις εκ βάθρων αλλαγές, ακόμη κι αν είναι επώδυνες για τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους.

Μπορεί να ήταν μειοψηφική στην κοινωνία, αλλά θα μπορούσε μέσω της δημόσιας αντιπαράθεσης να διαμορφώσει μια ορισμένη δυναμική, υποστηρικτική της κυβερνήσεως.

Εδώ κάνω μια παρένθεση για να επισημάνω τη διαφορά μεταξύ δύο υπουργών που βρίσκονται και οι δύο σε «ηλεκτρική καρέκλα». Του Γ. Παπακωνσταντίνου και του Α. Λοβέρδου. Με τον υπουργό Οικονομικών μπορεί να διαφωνείς, αλλά προσπαθεί να σε πείσει για την αναγκαιότητα των αποφάσεων που λαμβάνει.

Αντίθετα, ο Α. Λοβέρδος προσπαθεί να σε πείσει όχι για την αναγκαιότητα, αλλά για τη ματαιότητα της προσπάθειας. Ο ένας κάνει πολιτική γύρω από την αναγκαιότητα των πολιτικών και των αποφάσεών του και ο άλλος ομνύει στον έξωθεν καταναγκασμό των επιλογών του. Μ’ αυτό δεν υποστηρίζω ότι οι αποφάσεις του Λοβέρδου είναι αποκλειστικά εμπνεύσεις δικές του.

Είναι σίγουρο ότι, καταρχήν τουλάχιστον, έχουν τη σύμφωνη γνώμη του υπουργού Οικονομικών, αλλά και του πρωθυπουργού. Και λέω «καταρχήν», γιατί αύριο το τελικό κείμενο των αποφάσεων μπορεί να είναι διαφορετικό από αυτό που σήμερα παρουσιάζεται ως Προεδρικό Διάταγμα ή να συνοδεύεται από ρυθμίσεις και μέτρα που θα το τοποθετούν σε διαφορετικό φόντο από αυτό που εμφανίζεται.

Πάντως, και σε κάθε περίπτωση, δεν μπορείς να λες «δεν κυβερνώ εγώ, αλλά η τρόικα». Όταν το κάνεις, χάνεις τα πάντα. Ούτε δημόσια αντιπαράθεση γίνεται ούτε δικαιολογείς, το σπουδαιότερο, τον λόγο ύπαρξής σου ως κυβέρνηση.

Όταν εμφανίζεσαι παραιτημένος, αγόμενος και φερόμενος από άλλους, που μάλιστα δεν έχουν και τη λαϊκή έγκριση, τότε δίνεις επιπρόσθετα επιχειρήματα σε όσους θεωρούν ανεπαρκές, χρεοκοπημένο και άχρηστο το υφιστάμενο πολιτικό προσωπικό.

Είναι διαφορετικό πράγμα να λες ότι αυτό είναι το πλαίσιο συμφωνίας με την τρόικα και εγώ σ’ αυτό το πλαίσιο θα προσπαθήσω να κάνω το καλύτερο δυνατό, και είναι εντελώς άλλο και σίγουρα πολιτικά ηλίθιο να προσποιείσαι τον κακομοίρη που δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά.

Εάν δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά, σήκω φύγε. Αυτό επιβάλλουν η στοιχειώδης λογική και η εντιμότητα. Εάν παραμένεις με τα χέρια και τα βρακιά κατεβασμένα, δίνεις την εντύπωση ότι το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι η παραμονή στην εξουσία και τίποτε άλλο.

Και βέβαια μια τέτοια συμπεριφορά υπονομεύει ευθέως την κυβέρνηση και ακυρώνει την, όντως πολύ μεγάλη, προσπάθεια του πρωθυπουργού για να αλλάξει ριζικά πορεία ο τόπος.

Όταν ο Γ. Παπανδρέου, πρώτον, υποστηρίζει ότι η απόφαση για προσφυγή στον μηχανισμό στήριξης συνιστά ένα νέο είδος πατριωτισμού, αφού υπεράνω όλων τίθεται η μη χρεοκοπία της χώρας, δεύτερον, περιγράφει το μνημόνιο σαν ένα είδος οδικού χάρτη για ασφαλή δανεισμό και απόκρουση των κερδοσκοπικών επιθέσεων και, τρίτον, προσπαθεί να συγκροτήσει ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση που -μεταξύ άλλων- περιλαμβάνει σταδιακή επιστροφή των αφαιρεθέντων και μετά τριετία επάνοδο της χώρας στην ανάπτυξη και έρχεται ο Α. Λοβέρδος ή ο κάθε Λοβέρδος υπουργός του και λέει εμμέσως ότι αυτά είναι κουραφέξαλα, αφού το μνημόνιο είναι ο δρόμος για την εκθεμελίωση του μεταπολεμικού κοινωνικού κράτους, τότε κάτι δεν πάει καλά.

Ή προσπαθείς να συνεγείρεις τους πολίτες και να τους στρατεύσεις σε μια εθνική προσπάθεια ή, σπέρνοντας τον φόβο, την αμφιβολία και τον πανικό, τους γειώνεις και τους οδηγείς ομαδικά είτε στον ψυχίατρο είτε στους δρόμους και την εξέγερση.

Τόσο απλά είναι τα πράγματα. Δυοίν θάττερον: ή η κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου ανιχνεύουν σε συνθήκες κρίσης τους νέους πολιτικούς, κοινωνικούς και ιδεολογικούς δρόμους για επαναθεμελίωση της δημοκρατικής παράταξης και της χώρας, ή απλώς είναι υποτακτικοί διαχειριστές μιας υπερκείμενης και υπερεθνικής καταναγκαστικής Αρχής.

Στην πρώτη περίπτωση, η προσπάθεια είναι νομιμοποιημένη και μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αποβεί επιτυχής. Στη δεύτερη όμως, είναι πλήρως απονομιμοποιημένη, οδηγεί στην καταστροφή και πρέπει αμέσως να σταματήσει και να αντικατασταθεί.

Το τι ισχύει από τα δύο είναι αρμοδιότητα του πρωθυπουργού να μας το πει, επειδή αυτός έλαβε την εντολή από τον λαό και έχει εκ του συντάγματος την ευθύνη διακυβερνήσεως της χώρας, περιλαμβανομένης και της προνομίας να ορίζει αποκλειστικά αυτός τη σύνθεση της κυβερνήσεως…

Και ο πρωθυπουργός πρέπει αμέσως να το πράξει, γιατί οι ακρότητες του υπουργού Εργασίας ενδέχεται να οδηγήσουν σε πλήρη απαξίωση την αναγκαιότητα αναμόρφωσης του Ασφαλιστικού και των εργασιακών σχέσεων.

Ναι μεν δεν πρέπει να γίνουν αυτά που λέει ο Α. Λοβέρδος, αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί και το υφιστάμενο καθεστώς. Αυτό που χρειάζεται να προσεχθεί και να αλλάξει είναι το μείγμα της πολιτικής, και όχι να ακυρωθεί η πολιτική των αλλαγών.

Και στο μείγμα της πολιτικής οι υπουργοί έχουν συνεισφορά. Την τελική δοσολογία, όμως, σε τόσο κρίσιμα θέματα οφείλει να την καθορίζει ο ίδιος ο πρωθυπουργός…

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]