Κυριακή, Δεκεμβρίου 21, 2008

 

Ανοιχτοί λογαριασμοί (20-12-2008)

Kαι ο λαϊκισμός έχει τα όριά του. Η σύγκλητος του Παντείου Πανεπιστημίου αποφάσισε προχθές, ομοφώνως, να δοθεί σε μια αίθουσα διδασκαλίας το όνομα «Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος», στη μνήμη του 15χρονου μαθητή που δολοφονήθηκε από τον νταή αστυνομικό Κορκονέα.

Το να χαϊδεύεις αυτιά είναι εύκολο, όπως και το να πνίγεις συλλογικά την αμηχανία και τις ενοχές σου σε... βαφτίσια. Ο μικρός Αλέξανδρος, ναι, δολοφονήθηκε. Αναίτια. Αποτρόπαια. Άνανδρα. Δεν μπορώ, όμως, να καταλάβω γιατί πρέπει να τιμάται, ας πούμε όπως ο Σάκης Καράγιωργας και ο Νικόλαος Σαρίπολος ή γιατί δεν υπάρχουν αίθουσες με τα ονόματα του Καλτεζά, του Κουμή, της Κανελλοπούλου και άλλων επίσης δολοφονηθέντων από αστυνομικούς. Δίνοντας το όνομα του νεκρού μαθητή σε μια αίθουσα του πανεπιστημίου της, τι ακριβώς τιμά η σύγκλητος του Παντείου; Την επιστημονική του συμβολή; Την κοινωνική του δράση; Κάτι άλλο;

Ελπίζω η αιτιολογία να μην είναι ότι υπήρξε ο «πυροκροτητής» της εξέγερσης κατά της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, ούτε ότι η δολοφονία του γίνεται η αφορμή για να στοχαστούμε πού βαδίζουν η νεολαία, η παιδεία, η κοινωνία, η δημοκρατία στη χώρα μας.

Και, κυρίως, ελπίζω να μην είναι η ονομασία της αίθουσας προϊόν κομματικών και συνδικαλιστικών συναλλαγών και στοχεύσεων. Αν και πολύ φοβούμαι ότι αυτό είναι. Κάποιος -εκπρόσωπος των φοιτητών ή καθηγητής- έθεσε το θέμα και όλοι οι άλλοι τρομοκρατήθηκαν στην ιδέα τού τι θα πάθαιναν εάν αρνούνταν. Αυτομάτως θα γίνονταν στόχος επιθέσεων. Ότι δήθεν είναι αντιδραστικοί, αναίσθητοι, εγκρίνουν τη δολοφονία, ταυτίζονται με την Αστυνομία, το κράτος και την εξουσία!

Κάποιος εκ των καθηγητών, των φοιτητών, η σύγκλητος εν σώματι, θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου είναι μια οριακή στιγμή για την ελληνική δημοκρατία, το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της χώρας. Ότι η δολοφονία του έφερε στην επιφάνεια όλες τις ανεπάρκειες και τις δυσπλασίες του κράτους. Και γι’ αυτό τιμάται. Κουραφέξαλα.

Η σύγκλητος του Παντείου με την απόφασή της δεν τιμά τον νεκρό μαθητή. Δεν στήνει με το όνομά του μνημείο αποδοκιμασίας της αστυνομικής βίας και της κρατικής αυθαιρεσίας. Με την απόφασή της, τιμά τον εαυτό της, ως δήθεν ευαισθητοποιημένο πολιτικό όργανο και όχι ως επιστημονικό συμβούλιο. Η σύγκλητος του Παντείου θέλει μέσω της απόφασής της να ξορκίσει τις Ερινύες για την επιστημονική και κοινωνική της ανεπάρκεια απέναντι στα παρελθόντα και κυρίως τα επερχόμενα.

Η απόφασή της είναι μια συλλογική αυτοϊκανοποίηση και φαντασίωση για έναν ρόλο, αυτόν της διανόησης, που υποτίθεται ότι έχει. Ξεχνούν ή θέλουν να ξεχνούν οι καθηγητές του Παντείου ότι αυτός ο ρόλος δεν τους ανήκει. Τον έχουν, προ πολλού, απολέσει. Όχι ίσως όλοι, αλλά σίγουρα οι περισσότεροι. Τον αντάλλαξαν, όχι μόνον του Παντείου, αλλά η πλειονότητα των καθηγητών πανεπιστημίου και της διανόησης, με μια κρατική επιχορήγηση. Με τα ευρώ των κοινοτικών και άλλων προγραμμάτων, άσχετων κατά βάσιν με το επιστημονικό τους έργο.

Τον ξεπούλησαν ανερυθρίαστα στο κράτος και στην εξουσία, των οποίων έγιναν πρόθυμοι υπηρέτες, απολογητές και οσφυοκάμπτες. Όση ευθύνη έχει η πολιτεία, άλλη τόση έχουν και οι εκπαιδευτικοί για το χάλι της παιδείας. Μαζί, χέρι χέρι, την οδήγησαν στην εξαθλίωση. Το γεγονός ότι τα πανεπιστήμιά μας είναι ταμιευτήρες ημιμάθειας και ακαλαισθησίας, καθώς και εκκοκκιστήρια ανεργίας, είναι κυρίαρχα ευθύνη της κομματοκρατίας, η οποία γνωρίζει πεδίον δόξης λαμπρόν στα λεγόμενα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Όση ευθύνη έχουν οι κυβερνήσεις, τα κόμματα και οι συνδικαλιστικές παρατάξεις για την απο-εκπαίδευση που υπάρχει στη χώρα μας, την ίδια ευθύνη έχουν και οι δάσκαλοι, οι οποίοι όχι μόνον δεν αντιστάθηκαν, αλλά σε αρκετές των περιπτώσεων ήταν και τα προκεχωρημένα αποσπάσματά της.

Αντί, λοιπόν, να «βαφτίζουν» αίθουσες με το όνομα του δολοφονημένου μαθητή για να αποποιηθούν συλλογικά τις ενοχές τους για την κοινωνική αφασία και παρακμή στην οποία με την απο-εκπαίδευση και οι ίδιοι καθοριστικά συνήργησαν, καλό θα ήταν οι δάσκαλοι του Παντείου, αλλά και των άλλων πανεπιστημίων, καθώς και των ΤΕΙ, των λυκείων, των γυμνασίων και των δημοτικών σχολείων, να προσπαθήσουν να μετατρέψουν όλες τις αίθουσες, όλων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, σε όλες τις βαθμίδες και τους χώρους της εκπαίδευσης, σε κυψέλες μόρφωσης και κοινωνικής αγωγής των μαθητών, σπουδαστών και φοιτητών.

Αντί να «βαφτίζουν» αίθουσες, καλό θα ήταν να αναστοχαστούν τον ρόλο και τις ευθύνες τους στην παιδεία, αλλά και στην κοινωνική εξέλιξη. Είναι ρόλος σημαντικός και καθοδηγητικός. Αντί να «βαφτίζουν» αίθουσες, καλό θα ήταν να προσπαθήσουν να γεμίζουν ασφυκτικά οι αίθουσες των πανεπιστημίων (όπου η φοίτηση είναι προαιρετική), προκειμένου να καταστήσουν κοινωνούς της γνώσης τούς φοιτητές. Εκεί στις αίθουσες, μαζί με την επιστημονική γνώση, ας τους μπολιάσουν και με τις ιδέες που οφείλει
-ναι, οφείλει- να έχει ένας οιονεί επιστήμονας και διανοούμενος. Αντί να «βαφτίζουν» αίθουσες και να μάχονται για τα κουφάρια των ξεπεσμένων προνομίων τους, ας «στρατεύσουν» τη σπουδάζουσα νεολαία στη διεκδίκηση του μέλλοντος και της ζωής. Ας της ανοίξουν τους ορίζοντες της γνώσης, ώστε να αμφισβητήσει πρώτα απ’ όλα τη δική τους δήθεν επιστημονική αυθεντία.

Όσο τα σχολεία και τα πανεπιστήμια είναι μπουντρούμια μαθησιακής αφασίας, τόσο οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους θα βρίσκουν εύφορο έδαφος για να αναπτύσσονται ως οι αντίρροπες δυνάμεις των οιονεί δεσμοφυλάκων της... αταξίας.

Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος δεν ήταν κάποιος πολιτικός ή κοινωνικός αγωνιστής τον οποίον οι «μπάτσοι» δολοφόνησαν επειδή εναντιώθηκε στις επιλογές της εξουσίας, την οποία υπηρετούν. Ο Αλέξανδρος ήταν ένα παιδί. Αθώο. Χαρούμενο. Άγουρο. Με ευαισθησίες και αγωνίες. Όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας του. Όπως τα δικά μας παιδιά. Στη θέση του θα μπορούσε να ’ναι κάποιο άλλο παιδί. Ο νταής αστυνομικός Κορκονέας δεν σημάδευε τον Αλέξανδρο. Σημάδευε το παιδί. Την αθωότητά του. Αυτή δεν άντεχε. Όπως δεν άντεχε την ανυπακοή και το βγάλσιμο της γλώσσας σ’ αυτόν, σ’ ένα όργανο της τάξης και της πειθαρχίας. Την αθωότητα και την ανυπακοή ήθελε να σκοτώσει. Και τις σκότωσε. Παρ’ ότι και ο ίδιος είχε παιδιά.

Σκοτώνοντας τον Αλέξανδρο, σκότωσε πιθανότατα και τον δικό του εφιάλτη να δει και τα δικά του παιδιά να γίνονται ανυπάκουα στις εντολές του νόμου και της τάξης. Αν, λοιπόν, η σύγκλητος του Παντείου ήθελε να «βαφτίσει» μια αίθουσα, ας βάφτιζε τα ουρητήρια του πανεπιστημίου με το όνομα του δολοφόνου αστυνομικού. Κι αν θέλει να κάνει μόνιμα μνημόσυνο στην ψυχή του Αλέξανδρου, ας φροντίσει να μορφώσει τα παιδιά με επάρκεια και να πρωτοστατήσει στο άνοιγμα ενός εθνικού διαλόγου για την παιδεία και το μέλλον της κοινωνίας.

Μέχρι στιγμής, αυτά που ακούμε και διαβάζουμε από τους διανοητές -περιλαμβανομένων και των πανεπιστημιακών δασκάλων- είναι καταγγελίες και γενικόλογες διαπιστώσεις για την κοινωνική οργή που ξεχείλισε. Αυτά, όμως, τα λένε και οι πολιτικάντηδες και οι εν γένει δημοσιολογούντες. Γι’ αυτό και ο θυμός των νέων δεν ξεθυμαίνει. Γιατί νιώθουν ότι απέναντί τους -ακόμη και δίπλα τους- έχουν κάποιους ξένους από άλλον κόσμο, σίγουρα όχι τον δικό τους. Γι’ αυτό και γίνονται και πιο επιθετικοί. Επειδή νιώθουν ότι και αυτοί που βγάζουν δεκάρικους υπέρ τους είναι κάλπικοι και κόλακες που θέλουν να τους χαϊδέψουν και να προσεταιριστούν την αθωότητά τους. Ζόμπι που θέλουν να πιουν το δικό τους φρέσκο αίμα για να ζήσουν οι ίδιοι, που έχουν αφαιμαχθεί και ζαρώσει.

Αν έχουν κάτι να προσφέρουν οι διανοητές τούτες τις ώρες της βίας, είναι να συμβάλουν σ’ έναν γενικευμένο πολιτικό, κοινωνικό, εθνικό και υπερεθνικό αναστοχασμό. Έστω και ασυνείδητα, ακόμη και μέσω της βίας και των καταστροφών, η εξέγερση των μαθητών και των φοιτητών στη χώρα μας είναι το προείκασμα όσων θα συμβούν τα επόμενα χρόνια σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.

Το μεταπολεμικό θεσμικό μοντέλο οργάνωσης και ανάπτυξης της Ευρώπης φαίνεται ότι φτάνει στο τέλος του. Μαζί με το τέλος της μετανεοτερικότητας. Ο πυρήνας της οικογένειας, το σχολείο, η Δικαιοσύνη, η Εκκλησία, ο Στρατός, η Αστυνομία, η πολιτική αντιπροσώπευση και η οργάνωση της οικονομίας σήμερα αμφισβητούνται και δοκιμάζονται ισχυρά. Αύριο πιθανότατα θα απορριφθούν μέσω μιας γενικευμένης και τυφλής βίας και πολλαπλών εξεγέρσεων, που εκτός των άλλων θα πυροδοτούνται και από τις κλιματικές αλλαγές, τη μετανάστευση και την προλεταριοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού της Ευρώπης.

Αυτά οφείλουμε να σκεφτούμε, να συζητήσουμε και να δούμε αν υπάρχει και ποιος είναι ο δρόμος για να τα αποτρέψουμε, ώστε να μην περιπέσει η Ευρώπη σε βαρβαρότητα. Σ’ αυτά οφείλουν να επικεντρώσουν το ενδιαφέρον και την επιστημονική τους γνώση και καθοδήγηση των σπουδαστών οι δάσκαλοι όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης.

Αν, λοιπόν, η σύγκλητος του Παντείου ήθελε να «βαφτίσει» μια αίθουσα, αυτή δεν θα έπρεπε να έχει το όνομα του μικρού Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Επειδή ο Αλέξανδρος είναι η χαμένη αθωότητα και η ανυπακοή που χρειάζεται να έχουμε για να αντιμετωπίσουμε τα επερχόμενα. Κι αυτά δεν περιορίζονται στους τοίχους μιας αίθουσας. Πρέπει να αφήνονται ελεύθερα, να είναι ανοιχτά στους δρόμους που πρέπει να βαδίσουμε.

Αν, πάντως, οπωσδήποτε θέλουν να «βαφτίσουν» μια αίθουσα, ας της δώσουν το όνομά τους. Και να κλειστούν σ’ αυτήν όλοι τους. Μέχρι να τους ξεχάσουμε. Γιατί αυτοί και οι όμοιοί τους πρέπει να ξεχαστούν. Και μαζί τους όλοι οι… νονοί της κάθε εξουσίας, που επειδή δεν μπορούν να δημιουργήσουν, καταστρέφουν, επειδή δεν μπορούν οι ίδιοι να ζήσουν, δολοφονούν τους άλλους.

Μ’ αυτούς τους πολλούς και καθημερινούς Ηρώδηδες έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς και πρέπει να τους κλείσουμε πριν προλάβουν να δολοφονήσουν κι άλλα παιδιά από τον φόβο γέννησης ενός νέου μικρού Χριστού.

Ας τους ψάλουμε, λοιπόν, τα «κάλαντα». Όχι μόνον τώρα, αλλά κάθε μέρα. Μέχρι τα παγανά και οι καλικάντζαροι να φύγουν οριστικά από τη ζωή μας.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]