Δευτέρα, Ιουνίου 28, 2010

 

Στην κόψη του ξυραφιού (26-06-2010)

Όταν οι τρομοκράτες (;) μπορούν να σκοτώσουν τον υπουργό Δημόσιας Τάξης -γιατί αυτός ήταν ο στόχος της βόμβας και όχι ο άτυχος υπασπιστής του- μέσα στο γραφείο του, στο ασφαλέστερο κτίριο της χώρας, τότε ασφάλεια δεν υπάρχει. Για κανέναν.

Πιο εύκολο είναι να χτυπηθούν το Μαξίμου, το Προεδρικό Μέγαρο, η Βουλή, παρά η «Κατεχάκη», όπου εκτός από το υπουργείο Δημόσιας Τάξης στεγάζεται και η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών.

Το χτύπημα είναι πρωτοφανές στα χρονικά. Όχι μόνον γιατί δεν έχει συμβεί ποτέ κάτι ανάλογο στο παρελθόν, αλλά επειδή δύο τινά συμβαίνουν: Είτε δεν υφίστανται, ουσιαστικά, μέτρα ασφαλείας στον πυρήνα, στην καρδιά της ασφάλειας του κράτους, όπως είναι ο συγκεκριμένος χώρος, είτε οι τρομοκράτες (εφόσον είναι αυτοί και δεν είναι έργο άλλων) βρίσκονται σε τέτοιο επίπεδο επιχειρησιακής ετοιμότητας, που μπορούν να πλήξουν οποιονδήποτε, οτιδήποτε, οπουδήποτε.

Δεν ξέρω ποιο από τα δύο είναι χειρότερο, όμως, ό,τι κι αν συμβαίνει, το σίγουρο είναι πως η εντύπωση και η ψυχολογία που σχηματίζονται, εγχωρίως και διεθνώς, είναι ότι η Ελλάδα είναι μια ανοχύρωτη χώρα, ένα ξέφραγο αμπέλι, όπου τα πάντα, ακόμη και το αδιανόητο, μπορούν να συμβούν. Κι αυτό είναι χειρότερο από τα δύο προηγούμενα.

Ο διασυρμός της χώρας όμως είναι απόλυτος, καθώς η βόμβα συμπίπτει με ένα άλλο, επίσης αδιανόητο για ευνομούμενη χώρα, γεγονός.

Κι αυτό δεν είναι άλλο από το κλείσιμο των λιμανιών από τους νταβέληδες του ΠΑΜΕ (του συνδικαλιστικού μετώπου του ΚΚΕ), οι οποίοι αποφάσισαν, με το έτσι θέλω, να αναλάβουν ρόλο... λιμενάρχη εν μέσω τουριστικής περιόδου.

Αγνοώντας τις δικαστικές αποφάσεις, χαρακτηρίζοντας τους δικαστές «λουκουμάδες», παραβαίνοντας τον νόμο, παραβιάζοντας το δικαίωμα των πολιτών στις μετακινήσεις, ζημιώνοντας τις επιχειρήσεις και προκαλώντας το κοινό αίσθημα, αποφάσισαν να αποσπάσουν το λιμάνι του Πειραιά από το κράτος και να το προσαρτήσουν στην «επικράτεια» του Περισσού.

Κι όλα αυτά χωρίς αντίδραση από το κράτος, το οποίο, ως φαίνεται, δεν έχει τη δύναμη ούτε να επιβάλει τον νόμο. Όταν όμως ένα κράτος δεν μπορεί να επιβάλει τη νομιμότητα, επειδή φοβάται ότι στη σύγκρουση με τις «ταξιαρχίες» ενός κόμματος θα ηττηθεί, και την ίδια ώρα κάποιοι τρομοκράτες το γελοιοποιούν χτυπώντας τη μήτρα της ασφάλειάς του, τότε αυτό δεν είναι κράτος.

Είναι κράτος κατ’ όνομα και κατ’ ευφημισμόν. Κράτος-οπερέτα. Ένα τέτοιο κράτος είναι προφανές ότι μόνον τα χειρότερα προοιωνίζεται για τη χώρα και τους πολίτες της, και μάλιστα στην πιο δύσκολη στιγμή της μεταπολεμικής της ιστορίας.

Όταν χτυπιέται τόσο εύκολα το στρατηγείο επιβολής του νόμου και της τάξης ενός κράτους και η μεγαλύτερη βιομηχανία του, ο τουρισμός, στην οποία τόσα πολλά στηρίζει για να βγει από την οικονομική κρίση, βραχυκυκλώνεται από μια δράκα ακραίων συνδικαλιστών, τότε όχι μνημόνιο με την τρόικα δεν μπορείς να τηρήσεις, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι μπορείς έστω και κατ’ ελάχιστον να εγγυηθείς πως μέχρι το φθινόπωρο θα αντέξεις να μη βάλεις λουκέτο και να παραδώσεις όπου δει τα κλειδιά του «μαγαζιού».

Και προοιωνίζεται τα χειρότερα επειδή τις σημαίες της ανυπακοής μπορούν να τις σηκώσουν κι άλλοι. Όταν εργαζόμενοι και πολίτες που πλήττονται από τα μέτρα που λαμβάνονται βλέπουν ότι το κράτος είναι ανήμπορο να υπερασπιστεί τη νομιμότητα, είναι λίαν πιθανό και αυτοί να ξεσηκωθούν, με τελευταία αφορμή τις ρυθμίσεις για το Ασφαλιστικό και τα εργασιακά.

Εάν αυτό ήθελε συμβεί και έχουμε φαινόμενα γενικευμένης ανυπακοής και εξέγερσης, τότε οι μέρες της κυβέρνησης είναι μετρημένες και η χρεοκοπία της χώρας βεβαία.

Το πρώτο, λοιπόν, που πρέπει να κάνει η κυβέρνηση είναι να προσπαθήσει να φέρει την ηρεμία στους πολίτες. Και, για να το επιτύχει αυτό, θα πρέπει να αναθεωρήσει εκ βάθρων τις προσεγγίσεις της πολιτικής της και την τακτική της.

Μέχρι τώρα, το μόνο που κάνει, επικαλούμενη τη διάσωση της χώρας και το μνημόνιο με την τρόικα, είναι να εξαγγέλλει μέτρα. Κι αυτά μ’ έναν τρόπο πολλές φορές ερασιτεχνικό και απαράδεκτο, όπως στην περίπτωση του Ανδρ. Λοβέρδου.

Όπως, όμως, προ μηνός είχαμε γράψει, για να μπορέσουν αυτά να γίνουν έστω αποδεκτά, χωρίς μεγάλες εντάσεις, θα πρέπει να εντάσσονται σε ένα «νέο εθνικό αφήγημα» (δες σχετικό άρθρο 21/5/2010).

Όσο αυτό δεν περιγράφεται, τόσο θα έχουμε «ξεσπάσματα ατάκτων» τα οποία, διαγενομένου του χρόνου και των εξελίξεων, θα γίνονται «τακτικός πόλεμος», του οποίου κάποια στιγμή θα βρεθεί να ηγηθεί μια «σιδηρά χείρα» προκειμένου να αποφευχθεί ο κοινωνικός εμφύλιος.

Για να μπορέσει όμως η κυβέρνηση να φέρει την ηρεμία στους πολίτες, θα πρέπει πρώτα ο πρωθυπουργός να ηρεμήσει τους υπουργούς, τους βουλευτές και το κόμμα του. Σε μεγάλο βαθμό η εστία αποσταθεροποίησης είναι το ίδιο το ΠΑΣΟΚ.

Τα όσα τραγελαφικά σημειώνονται κάθε φορά που ο δύσμοιρος γραμματέας της οδού Ιπποκράτους προσπαθεί να συγκαλέσει τα κομματικά όργανα είναι ενδεικτικά της έκπτωσης που υπάρχει στο κυβερνών κόμμα.

Εξίσου ενδεικτικές της κατάστασης νευρικής υστερίας που επικρατεί στους βουλευτές της συμπολίτευσης είναι οι σχέσεις με τους λεγόμενους υπουργούς αιχμής (Λοβέρδος, Παπακωνσταντίνου κ.ά.).

Αν ο Γ. Παπανδρέου δεν μπορέσει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την κρίση που έχει εμφιλοχωρήσει στο κόμμα και την κοινοβουλευτική του ομάδα, τότε οσονούπω θα έχουμε και ανοιχτή κυβερνητική κρίση.

Και, για να το επιτύχει αυτό, θα πρέπει να μεταθέσει το κέντρο βάρους της πολιτικής και κυβερνητικής ατζέντας. Μέχρι τώρα, η εντύπωση που αποκομίζει κάποιος είναι ότι η κυβέρνηση ασχολείται με δύο μόνο πράγματα.

Πρώτον, με τις σχέσεις της με την τρόικα και, δεύτερον, με την εκκαθάριση παλαιότερων υποθέσεων διαφθοράς. Ορθώς πράττει, αλλά και τα δύο είναι δίκοπο μαχαίρι, αφού το μεν πρώτο αποξενώνει, με τον τρόπο που γίνεται, το κυβερνών κόμμα από τις λαϊκές μάζες και ιδιαίτερα από εκείνα τα τμήματα που αποτελούν την πολιτική, ιδεολογική και κοινωνική του βάση, το δε δεύτερο αυξάνει τη δυσπιστία και τη δυσαρέσκεια των πολιτών για τους πολιτικούς.

Έχοντας απέναντί της τα συνδικάτα και μη έχοντας, κατ’ ουσίαν, κόμμα, η κυβέρνηση στερείται δυνάμεων υποστήριξης στο έργο της.

Εκ παραλλήλου, λόγω των σκληρών μέτρων που λαμβάνει, στερείται πολιτικών συμμάχων. Μάλιστα, η περιστασιακή στήριξη που της παρέχει ο ΛΑΟΣ μάλλον την εκθέτει παρά τη βοηθά.

Η αποξένωση από τις μάζες, η απίσχνανση της σοσιαλδημοκρατικής φυσιογνωμίας, η έλλειψη πολιτικών συμμάχων, η απουσία δυνάμεων (κομματικών και συνδικαλιστικών) αντιστήριξης, η ανυπαρξία ισχυρού πολιτικού καθοδηγητικού κυβερνητικού κέντρου (τα άτυπα υπουργικά συμβούλια που αντικατέστησαν την κυβερνητική επιτροπή και οι πολλές ομάδες εργασίας στο Μαξίμου αντί για το πρωθυπουργικό γραφείο) και το έλλειμμα συγκροτημένης επικοινωνίας είναι τομείς στους οποίους ο πρωθυπουργός πρέπει εφεξής να εγκύψει με περισσή προσοχή και σοβαρότητα, εάν θέλει να μη βουλιάξει η κυβέρνησή του, με όποιες δυσάρεστες επιπτώσεις μπορεί να έχει μια τέτοια εξέλιξη για τη χώρα και την ανορθωτική προσπάθεια της οποίας ο ίδιος ηγείται.

Η επαναφορά της ηρεμίας είναι, λοιπόν, το μεγάλο στοίχημα του Γ. Παπανδρέου. Καταρχήν στην κυβέρνηση και το κόμμα του. Εάν συνεχίσει να εκπέμπεται η εικόνα δυσθυμίας και νευρικής κρίσης, είναι καταδικασμένος.

Εάν τα μέλη της κυβέρνησης, οι βουλευτές και τα κομματικά του στελέχη δεν είναι πεπεισμένα και αμφιβάλλουν για το εγχείρημα και τις πολιτικές που ασκούνται, το μέλλον είναι δυσοίωνο.

Για να επιτευχθεί η ηρεμία, χρειάζονται εκτεταμένος διάλογος και επιχειρήματα, και όχι επίκληση του αναπόφευκτου. Και, βέβαια, αλλαγές εκεί που αποδεδειγμένα είναι απαραίτητες.

Δεύτερον, χρειάζεται ηρεμία στο κοινωνικό επίπεδο και να μη φορτώνονται οι πολίτες με επιπλέον ένταση. Η τήρηση του νόμου εδώ είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Δεν μπορεί ο καθένας να κάνει του κεφαλιού του, όπως οι του ΠΑΜΕ, χωρίς κυρώσεις. Σε συνθήκες πολιτικής και οικονομικής κρίσης, η απουσία της νομιμότητας δρα διαλυτικά.

Ένα ισχυρό κράτος, δίκαιο βέβαια και όχι αυταρχικό, είναι όρος για να επιβληθούν αλλαγές που προκύπτουν εξ ανάγκης όπως σήμερα.

Για να συμβεί αυτό όμως, χρειάζεται, όπως προείπαμε, το νέο εθνικό αφήγημα, και όχι η προσπάθεια δημιουργίας συνθηκών κοινωνικού αυτοματισμού.

Ο κοινωνικός αυτοματισμός χωρίς σιδηρά κρατική χείρα οδηγεί σε κοινωνικό εμφύλιο, από τον οποίον ζημιωμένη είναι πάντα μια κυβέρνηση διαβουλευσιακή, όπως η παρούσα.

Τρίτον, η εμπέδωση κλίματος κοινωνικής ηρεμίας θα βοηθήσει ώστε να επέλθει ηρεμία στην οικονομία και τις αγορές.

Όσο επικρατούν συνθήκες κοινωνικής έντασης, που προσλαμβάνουν και χαρακτηριστικά μελλοντικού ανοιχτού κοινωνικού πολέμου, η οικονομία δεν θα ορθοποδήσει, όσα μέτρα κι αν ληφθούν. Θα είναι όπως ο πίθος των Δαναΐδων.

Χωρίς κοινωνική ηρεμία δεν υπάρχει θετική ψυχολογία. Και αρνητική ψυχολογία ισοδυναμεί με γείωση της οικονομίας, αφού η οικονομία είναι κατά το ήμισυ ψυχολογία.

Τέταρτον, θα πρέπει να ηρεμήσουν τα συνδικάτα και οι εργαζόμενοι, και να μην πυροδοτείται το κλίμα με αστόχαστες ενέργειες υπουργών και κυβερνητικών στελεχών.

Αντί να καλλιεργείται η ελπίδα της στάγδην επαναφοράς των απολεσθέντων, στις περισσότερες των περιπτώσεων προαναγγέλλονται τα χειρότερα.

Το πρόβλημα δεν είναι ούτε να τσακίσεις τα απηρχαιωμένα συνδικάτα ούτε να τα προσεταιριστείς. Το θέμα είναι να μπορέσεις με επιχειρήματα να αναπτύξεις μια νέα συνείδηση που θα διεκδικεί το μέλλον της αναγκαιότητας και δεν θα υπερασπίζεται τα κεκτημένα του παρελθόντος.

Πέμπτον, θα πρέπει να ηρεμήσει το πολιτικό κλίμα και, για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να σταματήσουν οι ανοησίες περί πρόωρων εκλογών και συμμαχικών κυβερνήσεων, καθώς και η όξυνση των πολιτικών παθών μέσα από τη διερεύνηση των φαινομένων διαφθοράς.

Οι πολιτικοί να εξισωθούν με τους κοινούς θνητούς και το έργο της κάθαρσης να αναλάβουν οι δικαστικές Αρχές. Να ελεγχθεί ενδελεχώς και σε βάθος εικοσαετίας το «πόθεν» όλων όσοι άσκησαν κυβερνητική ή κρατική εξουσία και συνδέονται με τις όζουσες υποθέσεις των σκανδάλων που έχουν επισημανθεί.

Οι υποθέσεις να φύγουν από τη Βουλή και να πάνε στη Δικαιοσύνη ή, τέλος πάντων, σε κάποιο ad hoc ή και μόνιμο μεικτό σχήμα που θα ασχοληθεί με τα θέματα.

Η Βουλή να επικεντρωθεί στο νομοθετικό της έργο και να ασκήσει τον ελεγκτικό ρόλο της, αντί να κάνει τον Πουαρό που στις περισσότερες των περιπτώσεων καταλήγει να είναι Κλουζό.

Μόνον έτσι οι υποθέσεις διαφθοράς θα αντιμετωπιστούν επιτυχώς. Όσο παραμένουν αντικείμενο κομματικών αντιπαραθέσεων το μόνο που καταφέρνουν είναι να απαξιώνουν περαιτέρω την πολιτική και να συντηρούν το κλίμα έντασης και πόλωσης.

Ηρεμία, λοιπόν, χρειάζεται πάνω απ’ όλα η χώρα τούτες τις ταραγμένες ώρες. Το ερώτημα είναι αν μπορεί η κυβέρνηση να την επιτύχει.

Έχοντας χάσει τη μάχη της αισιοδοξίας που ήταν αναγκαία για να μπορέσει μαζί με τα μέτρα και τις αλλαγές να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, αν χάσει και την ηρεμία, τότε θα βρεθεί σε δύσκολη θέση. Μέχρι τώρα υπήρχε και η μοναξιά της μοναδικότητας που ήταν πλεονέκτημα στα χέρια της κυβέρνησης.

Τώρα, όμως, που οι αντιδράσεις για τις αλλαγές σε Ασφαλιστικό και εργασιακά παίρνουν πανευρωπαϊκό χαρακτήρα (ήδη μετά τους Ισπανούς στον χορό των κινητοποιήσεων μπήκαν οι Γάλλοι, ακολουθούν οι Ιταλοί και έπονται κι άλλοι) τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα.

Η Ευρώπη εισέρχεται σε φάση κοινωνικής αναταραχής και η Ελλάδα ως σέρνουσα πρώτη τον χορό -αν και χορεύει προσώρας αδέξια- είναι πολύ πιθανό να συντονίσει τα βήματά της με τους άλλους Ευρωπαίους.

Τότε, σε μια χώρα όπως η δική μας με τις τόσες υστερήσεις, ανορθολογισμούς και αντιφάσεις, το μόνο που μπορεί να συμβεί είναι το... Ζάλογγο.

Ειδικά εάν εκτός από το μνημόνιο και την τρόικα έχουμε «απώλειες» και από εξελίξεις σε ελληνοτουρκικά και Σκοπιανό.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]