Παρασκευή, Ιουλίου 24, 2009

 

Καλοκαιρινό σταυρόλεξο (25-07-2009)

Καλοκαίρι γαρ. Οι ζέστες σφίγγουν. Το πολιτικό προσωπικό συνεχίζει να τυρβάζει περί άλλων. Κουράστηκα, όπως κι εσείς. Καταφεύγω, λοιπόν, στον Τζέημς Θέρμπερ και τους μύθους του για την εποχή μας. Για να τους απoχαιρετήσω. Τους αρχηγούς των κομμάτων. Μέχρι της Παναγίας. Μετά πάλι εδώ. Στη σφενδόνη. Για να μετράμε τους γύρους, τους αιμάτινους κύκλους και τις μαύρες σειρές. Και να αναρωτιόμαστε πότε θα σπάσουν τα λουριά, πότε τα πέταλα θα πατήσουν μ’ όλο το πλάτος πάνω στο χώμα, πάνω στο μαλακό χορτάρι, μέσα στις παπαρούνες, όπου την άνοιξη μάζεψες μια μαργαρίτα.

Το κοριτσάκι κι ο λύκος
Εν’ απόγευμα, ένας μεγάλος λύκος περίμενε σ’ ένα σκοτεινό δάσος ένα κοριτσάκι να περάσει κρατώντας ένα καλάθι με φαγητό για τη γιαγιά της. Τέλος, ένα κοριτσάκι πράγματι φάνηκε και κρατούσε ένα καλάθι με φαγητό. «Αυτό το καλάθι το πας στη γιαγιά σου;», ρώτησε ο λύκος. Το κοριτσάκι είπε ναι, στη γιαγιά της το πήγαινε. Τότε ο λύκος τη ρώτησε πού έμενε η γιαγιά της και το κοριτσάκι του ’πε κι ο λύκος χάθηκε μες στο δάσος.

Όταν το κοριτσάκι άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της γιαγιάς της, είδε ότι στο κρεβάτι υπήρχε κάποιος που φόραγε νυχτικό και σκούφο. Δεν είχε πλησιάσει περισσότερο από εφτά μέτρα, όταν είδε ότι στο κρεβάτι δεν ήταν η γιαγιά της αλλά ο λύκος, γιατί ακόμα και με νυχτικό ένας λύκος δε μοιάζει ιδιαίτερα με τη γιαγιά σας, όπως δε μοιάζει ιδιαίτερα το λιοντάρι της Μέτρο Γκόλντγουιν Μάγερ με τον Μορίς Σεβαλιέ. Έτσι, το κοριτσάκι έβγαλε ένα πολυβόλο απ’ το καλάθι του και γάζωσε το λύκο.
Επιμύθιο: Δεν είναι τόσο εύκολο να ξεγελάς κοριτσάκια τη σήμερον ημέρα, ως ήτο παλαιότερον.

Οι δύο πετεινοί

Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε δύο πετεινοί, ένας γέρος πετεινός κι ένας νέος. Ο γέρος ήτανε ο πρώτος του κοτετσιού εδώ και πολλά χρόνια κι ο νεαρός ήθελε να του πάρει τη θέση. «Θα την αφήσω ξερή τη γριά μπαμπακίνα μια απ’ αυτές τις μέρες», έλεγε ο νεαρός κόκορας στους φίλους του. «Θα τον φυσήξεις και θα πέσει, Τζο», λέγανε οι φίλοι του γιατί ο Τζο τούς φίλευε με λίγο καλαμπόκι που ’χε βρει. Μετά οι φίλοι του πήγανε κι είπανε στον γερο-πετεινό τι είχε πει το κοκοράκι. «Χα, θα του σπάσω το σβέρκο!», είπε ο γερο-πετεινός, τρατάροντας λίγο καλαμπόκι τους επισκέπτες του. «Θα τον φυσήξεις και θα πέσει, Ντοκ», είπαν οι επισκέπτες.

Μια μέρα ο νεαρός πετεινός τράβηξε κορδωμένος για το μέρος όπου ο γερο-πετεινός διηγότανε τα κατορθώματά του στις μάχες. «Θα σου χώσω τα δόντια στη γούλα», είπε ο νεαρός πετεινός. «Μοναχούλης ή με παρέα;», είπε ο γερο-πετεινός. Κι αρχίσανε έτσι να στριφογυρίζουνε ο ένας γύρω απ’ τον άλλο, ψάχνοντας την ευκαιρία να χτυπήσουν γερά. Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο, ο γεωργός, ο ιδιοκτήτης των πετεινών, άρπαξε το νεαρό και τον απομάκρυνε και τον καρύδωσε.
Επιμύθιο: Τα νιάτα θα προσεχθούν, για καλύτερα θα παραγεμιστούν και με κάστανα.

Ο τίγρης που κατάλαβε
τους ανθρώπους

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας τίγρης που δραπέτευσε από ένα ζωολογικό κήπο στις Ηνωμένες Πολιτείες και κατάφερε να γυρίσει στη ζούγκλα. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του ο τίγρης είχε μάθει ένα σωρό πράγματα για το πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι και πίστεψε ότι θα μπορούσε να εφαρμόσει τις μεθόδους του στη ζωή της ζούγκλας.

Την πρώτη μέρα που ’χε γυρίσει πίσω, συνάντησε μια λεοπάρδαλη και της είπε: «Δεν υπάρχει λόγος να κυνηγάμε εσύ κι εγώ το φαγητό μας. Θα κάνουμε τ’ άλλα ζώα να μας το φέρνουν αυτά». «Πώς θα το καταφέρουμε αυτό;», ρώτησε η λεοπάρδαλη. «Εύκολα», είπε ο τίγρης. «Θ’ ανακοινώσουμε σ’ όλους ότι εσύ κι εγώ διοργανώνουμε έναν αγώνα μποξ κι ότι κάθε ζώο θα πρέπει να φέρει ένα φρεσκοσκοτωμένο αγριογούρουνο για να μπει μέσα και να παρακολουθήσει το ματς. Ύστερα θα ρίχνουμε ψιλούλες στα ψέματα μεταξύ μας και δεν θα πάθει κανένας μας το παραμικρό. Αργότερα μπορείς να δηλώσεις ότι έσπασες κάποιο κόκαλο της πατούσας σου στο δεύτερο γύρο, κι εγώ θα δηλώσω ότι έσπασα κάποιο κόκαλο της πατούσας μου στον πρώτο γύρο.

Μετά θ’ αναγγείλουμε μια ρεβάνς κι ότι τους περιμένουμε με περισσότερα αγριογούρουνα». «Δε νομίζω να πιάσει το κόλπο», είπε η λεοπάρδαλη. «Μωρέ, θα πιάσει και θα παραπιάσει», είπε ο τίγρης. «Εσύ γύρνα από δω κι από κει και λέγε ότι θα με διαλύσεις στο άψε-σβήσε γιατί είμαι ατζαμής και άσχετος κι εγώ θα γυρνάω από δω κι από κει και θα λέω ότι δε γίνεται να τις φάω γιατί είσαι ατζαμής κι άσχετος κι όλοι θα θέλουν να ’ρθουν να δούνε τον αγώνα».

Έτσι, η λεοπάρδαλη γύρναγε από δω κι από κει κι έλεγε σ’ όλους ότι θα τον διαλύσει στο άψε-σβήσε γιατί ο τίγρης ήταν ατζαμής κι άσχετος και ο τίγρης γύρναγε από δω κι από κει κι έλεγε σ’ όλους ότι δε γινόταν να χάσει γιατί ο αντίπαλός του ήταν ατζαμής κι άσχετος. Η μέρα του αγώνα έφτασε κι ο τίγρης με τη λεοπάρδαλη πεινάγανε πολύ, γιατί δεν είχαν βγει καθόλου για κυνήγι και δεν είχαν πιάσει τίποτα. Θέλανε να τελειώσουνε το ματς όσο το δυνατό πιο γρήγορα και να φάνε απ’ τα φρεσκοσκοτωμένα αγριογούρουνα που θα ’φερνε κάθε ζώο για εισιτήριο.

Όταν όμως έφτασε η ώρα ενάρξεως, κανένα απολύτως ζώο δεν είχε παρουσιαστεί. «Η δικιά μου άποψη», τους είχε πει μια αλεπού, «είναι αυτή: αν η λεοπάρδαλη θα τον διαλύσει στο άψε-σβήσε κι απ’ την άλλη ο τίγρης δε γίνεται να χάσει, ο αγώνας θα λήξει ισόπαλος κι η ισοπαλία είναι πολύ βαρετή υπόθεση σαν θέαμα, ειδικά όταν πρόκειται για αγώνα ανάμεσα σε μποξέρ που είναι κι οι δύο ατζαμήδες κι άσχετοι».

Τα ζώα συνειδητοποίησαν πόσο λογικό είναι αυτό και δεν πάτησαν στο γήπεδο. Όταν πήρανε μεσάνυχτα και φάνηκε πια καθαρά ότι κανένα ζώο δεν είχε πρόθεση να ’ρθει κι ότι δεν υπήρχε καθόλου κρέας αγριογούρουνου να καταβροχθίσουν, ο τίγρης κι η λεοπάρδαλη πέσανε ο ένας πάνω στον άλλο με λύσσα. Πληγωθήκανε κι οι δυο τόσο βαριά κι ήτανε κι οι δυο τόσο πολύ εξαντλημένοι απ’ την πείνα, που δυο αγριογούρουνα που ’τυχε να περιδιαβάζουν εκεί γύρω τους επιτέθηκαν και τους σκότωσαν εύκολα.
Επιμύθιο: Όποιος θέλει ανθρώπινη ζωή να ζει, εύκολα θα φαγωθεί.

Η μετρίως έξυπνη μύγα
Μια μεγάλη αράχνη στο παλιό σπίτι έφτιαξε έναν ιστό ωραιότατο, για να πιάνει μύγες. Κάθε φορά που μια μύγα ακουμπούσε στον ιστό και παγιδευότανε πάνω του, η αράχνη την καταβρόχθιζε, έτσι ώστε όταν θα πέρναγε καμιά άλλη μύγα να νομίζει ότι ο ιστός ήταν ένα μέρος ασφαλές κι ήσυχο, να ξεκουραστεί.

Μια μέρα, μια μετρίως έξυπνη μύγα βούιζε γύρω και πάνω απ’ τον ιστό τόση πολλή ώρα χωρίς να προσγειώνεται, που η αράχνη παρουσιάστηκε κι είπε: «Έλα μωρέ κάτω». Η μύγα όμως ήταν αρκετά έξυπνη για τα κιλά της αράχνης κι είπε: «Ποτέ δεν προσγειώνομαι σε μέρη που δεν βλέπω να υπάρχουν κι άλλες μύγες και δε βλέπω καθόλου άλλες μύγες στο σπίτι σας».

Έτσι πέταξε μακριά μέχρι που ’φτασε σ’ ένα μέρος όπου υπήρχαν πάρα πολλές άλλες μύγες. Ετοιμαζότανε να εγκατασταθεί ανάμεσά τους όταν μια μέλισσα εμβουίστηκε κι είπε: «Στάσου, βλάκα, το χαρτί έχει κόλλα. Όλες αυτές οι μύγες είναι πιασμένες». «Μην είσ’ ανόητη», είπε η μύγα, «απλώς χορεύουνε». Κατέβηκε λοιπόν κάτω και κόλλησε στη μυγοπαγίδα μ’ όλες τις άλλες μύγες.
Επιμύθιο: Δεν υπάρχει ασφάλεια στους αριθμούς ούτε σ’ οτιδήποτε άλλο.

Το κουνούπι και τ’ αστέρι
Μια φορά ένα νεαρό κι ευαίσθητο κουνούπι αφιέρωσε την καρδιά του σ’ ένα αστέρι. Μίλησε στη μητέρα του γι’ αυτό κι εκείνη το ορμήνεψε ν’ αφιερώσει την καρδιά του σε μια λάμπα πετρελαίου καλύτερα. «Τ’ αστέρια δεν είναι πράμα να τριγυρίζεις», του ’πε. «Οι λάμπες ναι, εκεί να τριγυρίζεις πρέπει». «Έτσι φτάνεις κάπου», είπε ο πατέρας του κουνουπιού. «Κυνηγώντας αστέρια δε φτάνεις πουθενά».

Αλλά το κουνούπι δεν έπαιρνε στα σοβαρά τις συμβουλές ούτε του ενός ούτε της άλλης. Κάθε βράδυ με το σούρουπο την ώρα που ’βγαινε τ’ αστέρι του, αυτό άρχιζε να πετάει προς την κατεύθυνσή του και κάθε πρωί με το χάραμα σερνότανε πίσω στο σπίτι αποκαμωμένο απ’ τον μάταιο αγώνα του. Μια μέρα ο πατέρας του τού ’πε: «Δεν έχεις κάψει ούτ’ ένα απ’ τα φτερά σου εδώ και μήνες, παιδί μου, και μου φαίνεται σα να μην έχεις σκοπό να τα κάψεις ποτέ.

Όλοι σου οι αδελφοί έχουνε καεί άσχημα πετώντας γύρω από φανάρια του δρόμου κι όλες σου οι αδερφές έχουν τσουρουφλιστεί φοβερά πετώντας γύρω από λυχνάρια στο σπίτι. Άντε λοιπόν, αρκετά, ξεκουμπίσου από δω και κοίτα να καψαλιστείς! Τέτοιο μαντραχαλοκούνουπο σαν και σένα κι ούτε ένα εγκαυματάκι!».

Το κουνούπι έφυγε απ’ το σπίτι του πατέρα του, δεν ήθελε όμως να πετάει γύρω από φανάρια στο δρόμο ούτε ήθελε να πετάει γύρω από λυχνάρια στο σπίτι. Ρίχτηκε με τη μουσούδα στην προσπάθεια να φτάσει τ’ αστέρι που ήταν τέσσερα κι ένα τρίτο έτη φωτός ή είκοσι πέντε τρισεκατομμύρια μίλια απόσταση. Το κουνούπι πίστευε ότι ήταν απλώς πιασμένο στα πάνω κλαδιά μιας φτελιάς.

Ποτέ δεν το ’φτασε τ’ αστέρι, κάθε νύχτα όμως έβαζε τα δυνατά του προσπαθώντας να το φτάσει, κι όταν γέρασε πολύ, πάρα πολύ, το κουνούπι μας άρχισε να νομίζει ότι είχε όντως φτάσει τ’ αστέρι και το ’λεγε από δω κι από κει. Αυτό τού ’δινε βαθιά και μόνιμη ικανοποίηση κι έτσι έζησε μέχρι τα πιο βαθιά γεράματα. Οι γονείς του κι οι αδερφοί του κι οι αδερφές του είχαν όλοι απανθρακωθεί όταν ήταν ακόμα νεότατοι.
Επιμύθιο: Όποιος φροντίζει να πετά απ’ τη σφαίρα των καημών μας μακριά, ζει πολύ και τη βγάζει μια χαρά.

Η κότα και η κόλαση
Μια φορά κι έναν καιρό, μια κόκκινη κοτούλα τσίμπαγε πέτρες και σκουλήκια και σπόρους σε μια αυλή, όταν κάτι έπεσε πάνω στο κεφάλι της. «Πέφτει ο ουρανός!», φώναξε κι άρχισε να τρέχει και να φωνάζει συνέχεια: «Πέφτει ο ουρανός!». Όλες οι κότες που συνάντησε κι όλοι οι κόκορες κι οι γαλοπούλες κι οι πάπιες την περιγελούσανε με υπεροψία, όπως περιγελάει κανείς κάποιον που έχει τρομοκρατηθεί όταν αυτός δεν έχει. «Πώς είπατε;», κακαρίζανε. «Πέφτει ο ουρανός!», φώναζε η κόκκινη κοτίτσα.

Τέλος, ένας πολύ στομφώδης κόκορας της είπε: «Μη γίνεσαι γελοία, αγαπητή μου, στο κεφάλι σου πάνω έπεσε μόνο ένα μπιζέλι». Και γέλασε και γέλαγε κι όλοι γελάγανε, εκτός απ’ την κόκκινη κοτούλα. Τότε ξαφνικά μ’ ένα τρομερό βουητό χοντρές κομματάρες αποκρυσταλλωμένων σύννεφων και πελώριοι όγκοι παγωμένου μπλε ουρανού αρχίσανε να πέφτουν από ψηλά πάνω σ’ όλους, και σκοτωθήκανε όλοι, ο κόκορας που περιγελούσε κι η κόκκινη κοτούλα κι όλοι οι άλλοι στην αυλή του κοτετσιού, γιατί ο ουρανός πράγματι έπεφτε.
Επιμύθιο: Εμένα παρόμοιο γεγονός ουδόλως θα με εξέπληττε.

Λόγω θέρους, σας αφήνω να μαντέψετε, εν είδει σταυρολέξου, ποια ιστορία αντιστοιχεί σε ποιον αρχηγό. Η σειρά των ιστοριών δεν έχει μπει με βάση την αριθμητική δύναμη των κομμάτων. Καλή μαντεψιά και καλό καλοκαίρι...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]