Δευτέρα, Φεβρουαρίου 23, 2009

 

Το στοίχημα της αισιοδοξίας (21-02-2009)

Σφαίρες, ευτυχώς χωρίς θύματα, στον τηλεοπτικό σταθμό ALTER. Παγιδευμένο, με μεγάλης ισχύος εκρηκτική ύλη, αυτοκίνητο, που ευτυχώς δεν εξερράγη σε υποκατάστημα της Citibank. Προπηλακισμός, χωρίς ευτυχώς σοβαρό τραυματισμό, του καθηγητή Ι. Πανούση στο πανεπιστήμιο. Τρομοκρατία; Τυφλή βία; Προβοκάτσια; Πρόβα αποσταθεροποίησης;

Σίγουρα η εβδομάδα που μας πέρασε θα πρέπει να σημειωθεί στη μνήμη όσων στο προβλεπτό μέλλον θα θελήσουν, αναδρομικά, να εξηγήσουν τις «ανώμαλες» εξελίξεις που κυοφορούνται. Το «χτύπημα» στον καθηγητή Πανούση μπορεί να μη συνδέεται με τα δύο άλλα, όμως υπάρχει μια λεπτή γραμμή που τα ενώνει. Μια κλωστή που τα δένει. Αυτή του κοινωνικού εκτραχηλισμού και του αξιακού αμοραλισμού.

Όσο κι αν ορισμένοι δεν το παραδέχονται, η Ελλάδα έχει περάσει απέναντι, έκανε κλικ, για να δανειστώ τη γλώσσα της νεολαίας. Δεν είναι αυτή που νομίζουμε ή που έχουμε στο μυαλό μας. Ούτε μπορούμε να την ερμηνεύσουμε λέγοντας τα συνήθη, ότι δηλαδή υπάρχει έκπτωση αξιών, οραμάτων και ιδεών, γενικευμένη παρακμή, κοινωνική αφασία.

Όλα αυτά μπορεί να είναι εύηχα, δεν παύουν όμως να είναι φιλολογικά και γλυκανάλατα. Είναι τα ανάλεκτα μιας σκέψης που σταμάτησε τον χρόνο στο σημείο εκείνο όπου μπορούσε να επηρεάζει, να ελέγχει και εν τέλει να αλλάζει τα γεγονότα. Γι’ αυτό και οι διαπιστώσεις της, επειδή είναι παρωχημένες, παράγουν κυρίως συναισθηματική φόρτιση, παρά εμπεριέχουν κάποια σημαντική υλική αξία.

Εάν θέλουμε να ερμηνεύσουμε -άρα και να παρέμβουμε καθοριστικά είτε ελέγχοντας είτε αλλάζοντας- την κατάσταση πραγμάτων στη χώρα, πρέπει να απαλλαγούμε από τα αφοριστικά στερεότυπα και την ιδεολογικοπολιτική καλλιέπεια των προσεγγίσεων.

Πρέπει να γίνουμε σκληροί. Ανελέητοι. Να σκίσουμε τα προσωπεία του καθωσπρεπισμού. Να ξεγυμνωθούμε και να περάσουμε κι εμείς απέναντι. Να συναντηθούμε με τον «άλλο κόσμο» που υπάρχει παράλληλα με μας και δεν συναντιόμαστε ειμή μόνον στο σημείο της εκατέρωθεν καταγγελίας και σύγκρουσης. Γιατί αυτό είναι το μόνο πεδίο επαφής. Της άλληλης άρνησης.

Ας πούμε λοιπόν τα πράγματα με το όνομά τους. Η χώρα βρίσκεται σε «πόλεμο». Κοινωνικό. Ζει με ασφυξιογόνες μάσκες. Ουδείς μπορεί να προβλέψει το αύριο. Όλοι φλυαρούν για τα χειρότερα που έρχονται. Κι αυτό μάς κάνει πιο δύσθυμους, πιο μελαγχολικούς, πιο επιθετικούς και μεγαλώνει την τάση φυγής. Είμαστε μια υπερχρεωμένη χώρα που δίνει το δικαίωμα στους δανειστές της να τοκογλυφούν ακόμα και με την ανάσα των αγέννητων παιδιών της. Και το κάνει με περισσή αμεριμνησία και χωρίς αιδώ.

Είμαστε μια χώρα που ερίζει επί μακρόν για το τι είναι καλό να παράγει, έχοντας εν τω μεταξύ εκχωρήσει την όποια παραγωγή της στους μετανάστες.

Είμαστε μια χώρα με μηδενική ανταγωνιστικότητα, που τρώει από τα έτοιμα και σιτίζεται από την παραοικονομία. Είμαστε μια χώρα που το πολιτικό της σύστημα είναι για καρναβαλικό άρμα. Μια χώρα της οποίας η παρεχόμενη παιδεία, υγεία, ασφάλιση και ασφάλεια είναι παραδείγματα προς αποφυγήν.

Μια χώρα ακαλαίσθητη, δοκησίσοφη, της οποίας μπορούν να τινάξουν την μπάνκα στον αέρα δυο-τρεις πονηροί καλόγεροι. Μια χώρα μονίμως σε απόκλιση. Φοβική και με άγχος για τους άλλους και τα επερχόμενα. Μια χώρα που φαντασιώνεται τα μεταξωτά βρακιά, παραγνωρίζοντας ότι ο κώλος της είναι πλαδαρός, με αποκρουστικές ρυτίδες και δοθιήνες.

Μια χώρα που δεν θέλει να δει κάποιον να προκόψει ή μόλις βρει κάποιον σε αδυναμία θέλει να του συντρίψει το κεφάλι. Μια χώρα αποχαυνωμένη, που θεάται το μέλλον της μέσα από το εκράν των τηλεοράσεων. Μια χώρα έρμαιο στους τηλεεισαγγελείς των οκτώ και στις κουσκουδιάρες των μεσημεριανών. Μια χώρα-ρουβίτσα. Με κρατικοδίαιτη διανόηση και πνευματικό κόσμο ανύπαρκτο, τουλάχιστον ως υπολογίσιμη αναγεννητική και απελευθερωτική δύναμη.

Σ’ αυτή τη χώρα γιατί να ζει κανείς; Και τώρα που ήλθε η (παγκόσμια) οικονομική κρίση και η φούσκα της εικονικής χρηματοπιστωτικής ευφορίας έσκασε, γιατί να μην υπάρχουν ανεξέλεγκτες καταστάσεις; Όταν όλοι προφητεύουν την καταστροφή, γιατί αυτή να μην έλθει μια ώρα νωρίτερα και να μην είναι όσο το δυνατόν πιο βίαιη; Όταν βασιλεύει η απόγνωση, δεν είναι λογικό η ταραχή να σπάσει ακόμη και την ησυχία των κοιμητηρίων;

Όταν ξεχειλίζει η αίσθηση ότι το παιχνίδι είναι στημένο, πώς να σταματήσεις το ξέσπασμα της οργής και της βίας; Και δεν αναφέρομαι στα τρία γεγονότα της εβδομάδας, ούτε στους εν γένει απρόσκλητους κουμπουροφόρους της δήθεν επαναστατικής βίας, αλλά στα καθημερινά και αυξημένα επεισόδια και ξεσπάσματα θυμού που παρατηρούνται καθ’ άπασαν την επικράτεια και σε κάθε τομέα του δημόσιου βίου.

Όταν η χώρα εμφανίζεται παραπαίουσα, ανίσχυρη και ανοχύρωτη και οι πολίτες της ψελλίζουν τα λόγια του Διονυσίου Σολωμού «Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει· / λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει. / Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει· / στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει: ‘‘Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω ’γω στο χέρι, όπου συ μου ’γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει’’».

Όταν λοιπόν η προοπτική των πολιτών αυτής της χώρας είναι η μοίρα του καλού Σουλιώτη, γιατί να μην απειλείται η ομαλότητα και η κατάσταση να μη γίνεται έκρυθμη; Όταν η Δεξιά αποδεικνύεται ανίκανη και ανυπόφορη και η Αριστερά έχει γίνει επίσημη και καθεστωτική, πού θα βρει διέξοδο η διάθεση για ανατροπή και αλλαγή; Μήπως στα κηρύγματα σωφροσύνης, συναίνεσης και αυτογνωσίας;

Αφού αυτοί που τα εκστομίζουν είναι οι λάτρεις της δημοσιονομικής περιστολής. Είναι, τουλάχιστον, οι προβεβλημένοι εκφραστές αυτών των απόψεων, αποτυχημένοι χειρουργοί «εκτρώσεων». Έχουν βεβαρημένο παρελθόν. Άσκησαν εξουσία και δεν τα κατάφεραν. Ούτε με τα ελλείμματα ούτε με το δημόσιο χρέος ούτε με τίποτε απ’ όλα αυτά που διακηρύττουν ως πηγή του κακού. Όταν ο δημόσιος πολιτικός, οικονομικός και δημοσιογραφικός λόγος είναι λόγος Κασσάνδρας, γιατί ο κοινωνικός λόγος να είναι ψύχραιμος;

Όταν αντί για τη σιωπή φλυαρούμε ασύστολα και ανερυθρίαστα, λέγοντας ο καθένας ό,τι του κατέβει χωρίς να έχει συναίσθηση ότι το 50% της ζημίας που υφιστάμεθα αυτή τη στιγμή είναι απότοκο της μελαγχολίας και της ψυχολογικής καθίζησης που επικρατεί, πώς μπορούν να χτιστούν αποτελεσματικά αναχώματα σήμερα στην ύφεση και αύριο, πιθανότατα, στον στασιμοπληθωρισμό;

Γιατί να μην είναι απαυδισμένοι, αηδιασμένοι και θυμωμένοι οι επαγγελματοβιοτέχνες, οι μισθωτοί, οι αγρότες, τα μεσοστρώματα, όταν το μόνο αύριο που τους προφητεύουν και τους υπόσχονται είναι αυτό του ορίου κάτω από τη φτώχεια;

Γιατί να μην αισθάνονται το ίδιο και οι παραγωγικοί άνθρωποι, όσοι κάνουν καλά και με τίμιο τρόπο τη δουλειά τους, όταν κυριαρχούν η ανομία, η διαφθορά, ο κομματισμός και τα σκάνδαλα; Γιατί να μην αισθάνονται το ίδιο και οι υγιείς επιχειρηματίες, όταν η γραφειοκρατία, η κρατική αυθαιρεσία, το λάδωμα είναι ο κανόνας αυτού του κλεπτοκρατικού συστήματος; Γιατί να μην αισθάνεται το ίδιο κι ακόμη χειρότερα η νεολαία, οι νέοι επιστήμονες, οι φοιτητές, οι μαθητές, όταν η πλειονότητα όσων ξεφύγουν από την ανεργία θα αθροιστούν στη «γενιά των 700 ευρώ»;

Γιατί να μην αισθάνονται το ίδιο οι οικονομικοί μετανάστες όταν εκτός από την πατρίδα τους χάνουν, οι περισσότεροι, κάθε μέρα και την αξιοπρέπειά τους; Όταν τους αντιμετωπίζουν σαν «λοιμώδες νόσημα» της κοινωνίας;

Γιατί; Γιατί; Γιατί; Υπάρχουν χιλιάδες γιατί που πυροδοτούν ακραίες καταστάσεις, με τις οποίες εφεξής θα αναγκαστούμε να ζούμε. Και τα πράγματα θα γίνουν ακόμη χειρότερα και τη θέση του Alter, της Citibank, του Πανούση, των «Δεκεμβριανών» και των άλλων… εγχειρήσεων στο κοινωνικό σώμα θα πάρουν κάποιο άλλοι, αφού, όπως φαίνεται, εκτός από τους με ή χωρίς εισαγωγικά τρομοκράτες, αποφάσισαν να δράσουν και άλλοι παράγοντες αποσταθεροποίησης.

Όπως γίνεται πάντα σε τέτοιες γκρίζες καταστάσεις, υπάρχουν πολλοί πρόθυμοι να ψαρέψουν σε θολά νερά. Από προβοκάτορες μέχρι υπηρεσίες. Και σε θέματα κοινωνικά και πολιτικά μέχρι και τα λεγόμενα εθνικά.

Αυτό, εάν συμβεί σε μεγαλύτερη ένταση και έκταση, όπως κάποιοι επίδοξοι σερίφηδες επιθυμούν για ιδιοτελείς λόγους, θα ήταν η χαριστική βολή για τη χώρα. Το σημερινό διχασμένο της κορμί θα πολτοποιηθεί σε μια άμορφη μάζα.

Κάνουν λάθος, λοιπόν, όσοι «επενδύουν» στη βία ως πράξη ανατροπής και διαπράττουν έγκλημα όσοι νομίζουν ότι μπορεί ο δρόμος του φόβου να γίνει παραγωγός επωφελών γι’ αυτούς εξελίξεων. Σε άλλες χώρες και σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, η στρατηγική της έντασης και του φόβου μπορεί να ώθησε τις κοινωνίες σε συντηρητικές και αυταρχικές λύσεις, όμως αυτές ήταν σύντομες και τα αποτελέσματα που επέφεραν καταστρεπτικά.

Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι να κοιτάξουμε στον καθρέφτη το ανεστραμμένο κοινωνικό μας είδωλο και να βρούμε τρόπους συνεννόησης και συμφιλίωσης μαζί του. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται να πνεύσει στη χώρα φρέσκος αέρας.
Η κρίση για να αντιμετωπιστεί, εκτός από συνολικό σχέδιο, συγκεκριμένες πολιτικές και πρακτικά μέτρα, χρειάζεται και αλλαγή ψυχολογίας. Η συναίνεση μόνον πάνω στην αισιοδοξία μπορεί να οικοδομηθεί. Η μελαγχολία, ο φόβος και η απαισιοδοξία ούτε κοινωνική συστράτευση ούτε εθνική κινητοποίηση μπορούν να καταφέρουν.

Το στοίχημα λοιπόν της αισιοδοξίας είναι το πρώτο που πρέπει να τεθεί. Απ’ αυτό θα κριθούν και η έκβαση της πολιτικής αντιπαράθεσης και η προσπάθεια εξόδου από την κρίση. Όποιος το κερδίσει, θα ευνοηθεί στις κάλπες όποτε κι αν αυτές στηθούν.

Η στρατηγική των μαύρων ημερών που έρχονται και της πειθαρχίας που πρέπει να επιδειχθεί δεν δημιουργεί το μέτωπο αυτογνωσίας, που είναι όντως απαραίτητο για να ξεπεραστεί η κρίση.

Η αυτογνωσία μπορεί να εμπεδωθεί εφόσον η συλλογική προσπάθεια που απαιτείται εμπεριέχει ως κυρίαρχη πλευρά της την αισιοδοξία. Και η αισιοδοξία είναι σύμφυτη με την αλλαγή…

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]