Δευτέρα, Ιουνίου 01, 2009

 

Προφήτες και μπαχαλάκηδες (30-05-2009)

Την εβδομάδα που μας πέρασε η Ν.Δ. δεν κατάφερε ούτε να αυξήσει αξιοπρόσεκτα την εκλογική συσπείρωση των οπαδών της ούτε να περιορίσει τις διαρροές της. Το πολιτικό και δημοσκοπικό κλίμα παραμένει, λοιπόν, αρνητικό γι’ αυτήν. Και θα συνεχίσει να είναι το ίδιο μέχρι και την 7η Ιουνίου.

Ενδέχεται, μάλιστα, το ΠΑΣΟΚ να αυξήσει την υπέρ του διαφορά, καθώς η στατιστική και ποιοτική ανάλυση των στοιχείων της εκλογικής συμπεριφοράς από τις προηγούμενες αναμετρήσεις κατατείνει στο συμπέρασμα ότι οι πολίτες την τελευταία εβδομάδα είθισται να έλκονται περισσότερο απ’ αυτόν που έχει το προβάδισμα και να τον πριμοδοτούν, προκειμένου να είναι πιο ευκρινές το πεδίο.

Αφ’ ης στιγμής ο Γ. Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ άντεξαν στην επικοινωνιακή και πολιτική αντεπίθεση της κυβερνήσεως και του πρωθυπουργού και κατάφεραν να «κλειδώσουν» εν τινι τρόπω το προβάδισμα που έχουν αποκτήσει, τότε το πιθανότερο, εκτός δραματικού απροόπτου, που θα συμβεί είναι να διευρύνουν τη διαφορά από τη Ν.Δ. Αν μέχρι χθες μιλάγαμε για διαφορά από 2,5 έως 4%, την εβδομάδα που μας έρχεται θεωρείται, από τους ειδήμονες περί τα εκλογικά, εύλογο η διαφορά να πάει στο 4-6%. Βεβαίως, αυτό μέλλει να αποδειχθεί και σίγουρα σ’ έναν μεγάλο βαθμό συναρτάται και από το ποσοστό, τελικά, της αποχής.

Εάν το ΠΑΣΟΚ καταφέρει, με τον δημοψηφισματικό χαρακτήρα που έχει προσδώσει στις ευρωεκλογές, το ποσοστό της συμμετοχής να φτάσει το 70% του πραγματικού εκλογικού σώματος, τότε όντως η διαφορά του από τη Ν.Δ. θα είναι διευρυμένη.

Και λέμε του πραγματικού εκλογικού σώματος, επειδή οι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους μπορεί, σύμφωνα με τα στοιχεία των εκλογών του 2007, να ανέρχονται σε 9.918.917, εν τούτοις σ’ αυτούς περιλαμβάνονται και οι απόδημοι, των οποίων ένα ελάχιστο ποσοστό προσέρχεται στις κάλπες, αλλά και ένα μικρό ποσοστό διπλοεγγεγραμμένων ή κάποιων που έχουν αποδημήσει εις Κύριον.

Στη χώρα μας, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, ζουν 11.262.000. Αν υπολογίσουμε ότι οι κάτω των 18 ετών, που δεν έχουν εκλογικά δικαιώματα, είναι μαζί με τους υπέργηρους και όσους λόγω φυσικής αδυναμίας δεν προσέρχονται στις κάλπες περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού, τότε οι πραγματικοί εκλογείς είναι περίπου 8.500.000. Αν απ’ αυτούς προσέλθουν να ψηφίσουν 6.000.000 (στις εκλογές του 2007 ψήφισαν 7.355.975 και στις ευρωεκλογές του 2004 6.283.637), το ποσοστό της πραγματικής αποχής επί του πραγματικού εκλογικού σώματος θα είναι 30%. Αν βεβαίως θέλουμε τα 6.000.000 να τα αναγάγουμε στο πλασματικό 9.918.917 του 2007, τότε η αποχή ανεβαίνει στο 40%.

Εξαρτάται, λοιπόν, τι θέλουμε. Να αποδείξουμε ότι οι πολίτες αποστρέφονται τα κόμματα και απορρίπτουν το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα; Τότε θα υιοθετήσουμε τη δεύτερη εκδοχή υπολογισμού. Θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να αποτυπώσουμε με ψυχραιμία την αλήθεια, ώστε να εξαχθούν τα ορθά συμπεράσματα; Τότε πρέπει να δεχθούμε την πρώτη (και πραγματική) εκδοχή. Αυτό, βέβαια, ίσως δεν συμφέρει κάποιους. Για αλλότριους αλλά σίγουρα ιδιοτελείς λόγους, που δεν είναι κατ’ ανάγκην μόνον πολιτικοί. Εκτός και αν δεχθούμε ότι όλος αυτός ο θόρυβος και το... πουσάρισμα της αποχής γίνεται από λόγους άγνοιας.

Σίγουρα η μείωση του ποσοστού συμμετοχής δείχνει ελαττούμενο ενδιαφέρον για την πολιτική. Αυτό, όμως, δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Είναι πανευρωπαϊκή τάση. Και έχει πολλές εξηγήσεις, οι οποίες μπορεί να είναι διαφορετικές για κάθε χώρα. Η επέλαση της επικοινωνίας και η κυριαρχία της τηλεόρασης με τα διαφορετικά πρότυπα που προωθεί και επιβάλλει είναι ένας λόγος. Η οικονομική ευμάρεια που για πολλές δεκαετίες έζησαν οι Ευρωπαίοι είναι ένας δεύτερος.

Η απεξάρτηση της κοινωνικής, οικονομικής ακόμη και μορφωτικής εξέλιξης των πολιτών από την πολιτική εξουσία (στα καθ’ ημάς αποτυπώθηκε με το παλαιότερο εύστοχο «μπάρμπα στην Κορώνη» και το πιο σύγχρονο «πελατειακές σχέσεις») είναι ο τρίτος λόγος. Ο τέταρτος σίγουρα σχετίζεται με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της ισχύος από την πολιτική στην οικονομική εξουσία.

Η υποταγή της πολιτικής στην οικονομική εξουσία και η συνακόλουθη «διαπλοκή συμφερόντων» αύξησαν κατακόρυφα τη διαφθορά και τα σκάνδαλα, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει και η απογοήτευση των πολιτών για τους πολιτικούς. Αν αυτός είναι ο πέμπτος λόγος, σίγουρα ο έκτος είναι πιο ενδιαφέρων, αφού, τούτων δοθέντων, η πολιτική τάξη απαρτίζεται πλέον από άτομα των οποίων το πολιτικό, ιδεολογικό, μορφωτικό, αξιακό και αισθητικό φορτίο μόνον ιονισμό, για να το πούμε κομψά, δεν προκαλεί στους πολίτες.

Καθοριστικό ρόλο παίζει και το γεγονός ότι μετά και την κατάρρευση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού υπάρχει απουσία μεγάλης αντίπαλης ιδεολογίας στον κυρίαρχο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και οργάνωσης της κοινωνίας, που θα μπορούσε να πολώσει και συνακόλουθα να στρατεύσει πολιτικά κοινωνικές δυνάμεις και να τις κινητοποιήσει. Και, βέβαια, τροφοδότης της αποστασιοποίησης από την πολιτική είναι και η απίσχνανση των εργατικών συνδικάτων, καθώς και η ενσωμάτωση πολλών κοινωνικών και επαγγελματικών φορέων στο σύστημα της κυρίαρχης εξουσίας.

Όλα τα παραπάνω -είτε σε μικρογραφία είτε σε μεγέθυνση- ισχύουν και στη χώρα μας, η οποία έχει και έναν επιπλέον λόγο για να απωθεί τους πολίτες από την πολιτική. Η οικοδόμηση του κράτους, η οργάνωση της κοινωνίας, η λειτουργία του πολιτικού συστήματος και η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν έγιναν με τέτοιον τρόπο που πολλές φορές πόρρω απέχει από τις δυτικού τύπου προηγμένες κοινωνίες.

Η κομματοκρατία και η κλεπτοκρατία, σε συνδυασμό με τον κομπραδορισμό και τον μετεωρισμό μεταξύ Ανατολής και Δύσης, και μάλιστα σ’ έναν περίγυρο ασταθή και εύφλεκτο, δημιούργησαν ισχυρές αντιστάσεις στον εκσυγχρονισμό και στον εξευρωπαϊσμό της χώρας. Η είσοδός μας στην ΕΟΚ και μετά στην ΟΝΕ και στη ζώνη του ευρώ έγιναν κατά κάποιον τρόπο με «έκτακτες» και αμφιλεγόμενες διαδικασίες, που ακόμη ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να... χωνέψει.

Ήρθε τώρα και η οικονομική κρίση, και η δυσπιστία των Ελλήνων απέναντι στις Βρυξέλλες και κατ’ επέκτασιν στις ευρωεκλογές επιτάθηκε, καθώς τα αντιευρωπαϊκά κόμματα -παρά τα μικρά ποσοστά που λαμβάνουν- δημιουργούν δυσανάλογα μεγάλο θόρυβο. Και, βέβαια, μεγάλο μερίδιο ευθύνης φέρνουν και οι ευρωπαϊστές και τα Μέσα Ενημέρωσης, αφού, παρά την περί του αντιθέτου ρητορική τους, ουδέποτε έβαλαν στο εκράν του προβληματισμού τους σοβαρά το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

Όλα αυτά μπορούν να ερμηνεύσουν την πιθανολογούμενη αποχή από την ευρωκάλπη. Τους προφήτες και ντερμπεντέρηδες της αποχής, βέβαια, δεν τους ενδιαφέρουν αυτά. Τους αρκεί να ρίξουν το ανάθεμα στους πολιτικούς και μόνον. Και κυρίως στον δικομματισμό που, γι’ αυτούς, είναι η αιτία για πάσαν εγχώρια νόσον και μαλακία. Όπως ήταν πριν ο Παπανδρέου, όταν υπήρχε η σύγκρουση με τον Βενιζέλο. Όπως ήταν ο Καραμανλής, όταν διεκδικούσε την εξουσία από τον Σημίτη. Όπως ήταν οι «δεινόσαυροι» παλαιότερα και πάει λέγοντας.

Ωραία, λοιπόν, φταίει ο δικομματισμός. Γιατί όμως ο αθεόφοβος δεν λέει να σπάσει; Γιατί δεν κατάφερε ο Τσίπρας να του δώσει τη χαριστική βολή; Γιατί από κει που δημοσκοπικά ήταν στο 50% τώρα πάει για 70%; Γιατί κανένα από τα μικρά κόμματα δεν καρπώνεται τη δυσαρέσκεια από τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας; Γιατί είναι καθηλωμένα σε ποσοστά που μόνον απειλή δεν συνιστούν για τον δικομματισμό; Γιατί η δυσαρέσκεια κατευθύνεται στους Οικολόγους;

Όταν αυτοί που έχουν κάνει σημαία τους τον κακό δικομματισμό (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΛΑΟΣ) δεν επωφελούνται από την... κατάρρευσή του, τότε μάλλον αυτοί αρμενίζουν στραβά, δεν είναι στραβός ο γιαλός. Αν λοιπόν υπάρχει ένα πρώτο συμπέρασμα που πρέπει να εξαγάγουμε, είναι ότι -παρά τα όσα λένε οι πολέμιοι του δικομματισμού και παρά το «σπονσονάρισμα» που δέχονται στην κριτική τους- ο δικομματισμός αντέχει.

Η αποχή, η εικαζόμενη έστω, είναι πρώτα απ’ όλα αποδοκιμασία των «μικρών» και όχι των «μεγάλων» μονομάχων της ευρωκάλπης. Εάν οι «μικροί» είχαν άλλες προσεγγίσεις, έκαναν διαφορετικές επεξεργασίες, κατέθεταν άλλες, εποικοδομητικές προτάσεις ίσως να είχαν καλύτερη τύχη.

Κάποιοι ίσως πουν ότι ο υπερτονισμός της πιθανολογούμενης αποχής γίνεται για να μειωθεί η πιθανολογούμενη νίκη του ΠΑΣΟΚ και να αμφισβητηθεί εκ των προτέρων ο χαρακτήρας του δημοψηφίσματος που έδωσε στις ευρωεκλογές ο Γ. Παπανδρέου. Ίσως να έχουν δίκαιο. Εάν αυτό ισχύει, θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος το βράδυ της 7ης Ιουνίου.

Εάν ο δικομματισμός συγκεντρώσει το 70% των ψηφισάντων και το ΠΑΣΟΚ κερδίσει με ένα ποσοστό που θα προσεγγίζει το ποσοστό που έλαβε στις εθνικές εκλογές (38%) και ταυτόχρονα έχει μια λογική διαφορά από τη Ν.Δ., τότε από την 8η Ιουνίου όλα θα είναι διαφορετικά στη χώρα. Η φορά των πραγμάτων και οι εξελίξεις θα εξαφανίσουν όλους αυτούς τους προφήτες της αποχής. Και μάλλον αυτό θα συμβεί.

Δυστυχώς γι’ αυτούς που μας πλάσαραν τον ΣΥΡΙΖΑ ως εκδοχή της ΕΔΑ του 1958, που έχρισαν τον Ευάγγ. Βενιζέλο νέο αρχηγό του ΠΑΣΟΚ πριν από την 11η Νοεμβρίου 2007, που για περισσότερο από έναν χρόνο μας βομβάρδιζαν με την ίδρυση νέου κόμματος, που υπέγραφαν εβδομαδιαίως, μέσω των δημοσκοπήσεων, την κατάρρευση του δικομματισμού, που τώρα ονειρεύονται ακόμη και διψήφια ποσοστά για τους Οικολόγους και προεξοφλούν ότι το ήμισυ και πλέον των εκλογέων στις 7 Ιουνίου θα προστρέξει στις παραλίες και όχι στις κάλπες, δυστυχώς γι’ αυτούς για μία ακόμη φορά πρέπει το βράδυ των εκλογών, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, να βρουν κάποιο μαγαζί στην εθνική οδό για να πνίξουν τον καημό τους κραυγάζοντας, σπαρακτικά, τον στίχο «αλλιώς το είχα φανταστεί κι αλλιώς το πράγμα μου προκύπτει, το σχέδιο δεν με καλύπτει, περνάω φάση τραγική».

Δυστυχώς γι’ αυτούς, και οι ευρωεκλογές θα αποδείξουν ότι οι προφητείες τους δεν είναι τίποτε άλλο από ευσεβείς πόθοι. Ο δικομματισμός θα αντέξει επειδή το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. είναι δύο μεγάλες πολιτικές οικογένειες, που έχουν στόχο τη διακυβέρνηση της χώρας και η εναλλαγή τους στην εξουσία θα συνεχίζεται όσο οι αμφισβητίες τους (κόμματα, δημοσιολογούντες και εξωπολιτικά κέντρα) είναι αυτής της ποιότητας. Για να γεννηθεί κάτι καινούργιο που θα αμφισβητήσει έμπρακτα τον δικομματισμό, χρειάζονται ιδέες, στρατηγικές και άνθρωποι που θα έχουν στόχο την εξουσία και όχι την γκρίνια και την παρενόχληση. Να αντιμετωπίσουν την κρίση και όχι γενικά να την ξορκίζουν.

Αν εμφανιστεί κάποιο άλλο συγκροτημένο και εναλλακτικό σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, τον διοικητικό της εκσυγχρονισμό, την πολιτική της αναγέννηση και την κοινωνική, πολιτιστική, αξιακή και αισθητική της αναμόρφωση, το συζητάμε.

Προσώρας, στον ορίζοντα κάτι τέτοιο δεν φαίνεται. Οπότε, ως είναι φυσικό, οι πολίτες θα διαλέξουν κυρίαρχα μεταξύ των δύο μεγάλων κυβερνητικών κομμάτων. Έχουν που έχουν τόσα προβλήματα και τόση ανασφάλεια, θα ήταν ηλίθιοι και μαζοχιστές να προσθέσουν ακόμη ένα: το μπάχαλο. Επειδή κάποιοι κατ’ επάγγελμα και καθ’ έξιν «μπαχαλάκηδες» έτσι θέλουν.

Άλλωστε και σε τελική ανάλυση, με ευχές δεν γίνονται ανατροπές ούτε με πορδές βάφονται αυγά, ακόμα κι αν είναι οικολογικά. Μόνο σπάνε. Και έχουμε βαρεθεί...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]