Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2009

 

Να γίνει η ανάσα αναπνοή (24-12-2009)

Δεν ξέρω αν είναι το πνεύμα των Χριστουγέννων, αλλά έχω την αίσθηση ότι από προχθές αρχίζει και μαλακώνει ο πολικός χειμώνας των διεθνών αγορών για την Ελλάδα.

Ο κύκλος των υποβαθμίσεων ξεκίνησε με τη σβουριχτή σφαλιάρα των, κατά την τράγκειο έκφραση, «φίτσηδων» και κλείνει, προσώρας τουλάχιστον, με το φιλικό σκαμπίλι της Moody’s. Το spread των 10ετών ομολόγων από εκεί που πήγαινε για τις 300 μονάδες βάσης άλλαξε φορά και πιο πιθανό τώρα είναι να φλερτάρει με τις 200.

Τα άκρως εχθρικά δημοσιεύματα και σχόλια των Μέσων Ενημέρωσης της αλλοδαπής πιθανότατα θα συνεχίσουν να μας αντιμετωπίζουν αυστηρά, εγκαταλείποντας όμως τους προσβλητικούς και απαξιωτικούς για τη χώρα μας χαρακτηρισμούς.

Στη γραμμή του ενός ή και των δύο κλικ παρακάτω, σε σχέση με προηγουμένως, αναμένεται να κινηθούν και οι κοινοτικοί παράγοντες οίτινες διαμορφώνουν το κλίμα για έναν έκαστο των 27 εταίρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σίγουρα στη διαμορφούμενη εκεχειρία μεταξύ ελληνικών και ξένων αγορών και οίκων αξιολόγησης συνετέλεσε, εκτός από τις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις, και η επιδειχθείσα αποφασιστικότητα της κυβερνήσεως και του πρωθυπουργού προσωπικά να εξαγγείλει ένα συγκροτημένο, συνεκτικό και «σκληρό» πρόγραμμα αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που θα επαναφέρει, έστω και σε βάθος τετραετίας, τη δημοσιονομική ευταξία στην πολύπαθη χώρα του πολυμήχανου (και περί τη δημιουργική λογιστική) Οδυσσέα.

Η επίσκεψη του υπουργού Οικονομικών σε τρεις σημαντικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (Βερολίνο, Παρίσι, Λονδίνο), καθώς και ο επ’ εσχάτων καλός συντονισμός κυβερνήσεως, τραπεζών και οικονομικών παραγόντων, συνετέλεσαν επίσης στην πτώση του πυρετού της ελληνικής οικονομίας.

Ρόλο, που μέλλει να αποδειχθεί πόσο σημαντικός είναι, φαίνεται να έπαιξε και το γεγονός ότι ο Γ. Παπανδρέου προσπαθεί να μεταφέρει, προσώρας στο παρασκήνιο, και στην οικονομία τον πολυδιάστατο τρόπο με τον οποίον άσκησε και ασκεί επιτυχώς διπλωματία από το πόστο του υπουργού Εξωτερικών.

Η εισαγωγή της «κίτρινης παραμέτρου» (δηλαδή των Κινέζων) στο παζλ της εξεύρεσης πόρων είτε για δανεισμό είτε για ανάπτυξη είναι σίγουρα κάτι το θετικό, εφόσον γίνει με όρους αμοιβαίου συμφέροντος (βλέπε σχετική ανάλυση και ρεπορτάζ στη σελ. 10 και στη σελ. 05 του ενθέτου «Οικονομία»).

Και βέβαια θα πρέπει να εκτιμηθεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι, παρά τις όποιες φραστικές αψιμαχίες, επεδείχθη, σχεδόν από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων και των φορέων κοινωνικής και συνδικαλιστικής εκπροσώπησης, ψυχραιμία και πνεύμα κατανόησης -αν όχι και συνεργασίας- με την κυβέρνηση, προκειμένου να ξορκιστεί το φάντασμα της χρεοκοπίας και της πτώχευσης.

Αυτό σίγουρα δεν αποτυπώνεται σε διακομματικά μνημόνια ή κυβερνητικούς συνεταιρισμούς, όπως σε άλλες χώρες σε έκτακτες περιόδους κρίσης, όμως το γεγονός και μόνον ότι η χώρα «δεν κατέβασε ρολά» ένεκα μαζικών και εκτεταμένων απεργιακών κινητοποιήσεων ή ότι η πολιτική αντιπαράθεση συνεχίζει να γίνεται σε ήπιους, κατά βάσιν, τόνους, αποδεικνύει την επιδειχθείσα εν τοις πράγμασι συναίνεση.

Και αυτό πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού και να συνυπολογιστεί από την κυβέρνηση στην εφεξής πολιτική της, η οποία ναι μεν πρέπει να είναι αυστηρή και να υλοποιεί με συνέπεια το «σχέδιο του Ζαππείου» με τα αναγκαία συμπληρώματά του, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να τεμαχίσει το κοινωνικό σώμα, ιδιαίτερα τους αδύναμους.

Εξάλλου, η σχετική νηνεμία οφείλεται και στο γεγονός ότι το σχέδιο Παπανδρέου προσπαθεί -όσο είναι μπορετό στις έκτακτες συνθήκες κρίσης- να μην πλήξει δυσανάλογα και υπέρμετρα τις λαϊκές τάξεις και τα χαμηλόμισθα στρώματα του πληθυσμού.

Ίσως κάποιος να υποστηρίξει, βασίμως, ότι η νηνεμία είναι επιφανειακή και δεν εκδηλώνεται γκρίνια επειδή υπάρχει περίσσευμα φόβου και ανασφάλειας για τα επερχόμενα.

Εγώ θα προσέθετα ότι η υποβόσκουσα δυσθυμία μπορεί να γίνει ποτάμι οργής και να πνίξει τους πάντες, εάν σε προβλεπτό χρόνο δεν αρχίσουν να παράγονται αποτελέσματα που να πιστοποιούν ότι όντως η κυβέρνηση μπορεί να φέρει με ασφάλεια το καράβι στο λιμάνι και με τον τρόπο που το υπεσχέθη. Εάν αρχίσουν εκπτώσεις στις πολιτικές, στα μέτρα και τις συμπεριφορές, τότε ούτε ο Ασπροπόταμος δεν θα τους ξεπλένει.

Όλα λοιπόν εφεξής θα κριθούν από τη συνέπεια έργων και λόγων. Και κυρίως από την ικανότητα της κυβέρνησης να μετασχηματίσει τα αισθήματα φόβου και ανασφάλειας σε συνειδητό και ώριμο ρεύμα γενικής ανασυγκρότησης της χώρας.

Αυτό σημαίνει ότι οι κοινοί εθνικοί τόποι που διαμορφώνονται όσον αφορά την ανάγνωση και επίλυση του κοινωνικοοικονομικού και πολιτικού προβλήματος θα πρέπει σταδιακά να μετεξελιχθούν, μέσω των αναγκαίων ανασυνθέσεων, σε μια ισχυρή πλειοψηφική συμμαχία με πολιτικά, ιδεολογικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και αξιακά προτάγματα για την Ελλάδα του 2020.

Μόνον έτσι μπορεί η κρίση να είναι και ευκαιρία. Μόνον έτσι μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι η χώρα θα περάσει χωρίς ακρωτηριασμούς, κάθε είδους, τον κάβο της κρίσης. Μόνον έτσι θα γίνει μπορετή η μετάβαση από το σημερινό φθισικό μοντέλο ανάπτυξης σε κάποιο άλλο που θα παράγει πλούτο για τους πολίτες, θα τον διανέμει σχετικά δίκαια και θα διατηρεί τη χώρα και το έθνος των Ελλήνων στην ομάδα των ανεπτυγμένων κρατών με περιφερειακή ισχύ.

Μπορούν όμως όλα αυτά να συμβούν ή είναι φαντασιώσεις που γεννούν σε κάποιον είτε το πνεύμα των Χριστουγέννων είτε η απόσταση, εδώ και ένα εικοσιτετράωρο, από την τύρβη των Αθηνών και του επαγγέλματος;

Δύσκολο να απαντήσει κάποιος με βεβαιότητα, αλλά μπορούν τουλάχιστον να δρομολογηθούν. Για να δρομολογηθούν χρειάζεται όμως η ανάσα που μας έδωσαν η Moody’s και όσα στην αρχή παραθέσαμε να γίνει κανονική αναπνοή. Και για να γίνει κανονική αναπνοή, χρειάζεται να ξαναγυρίσει η αισιοδοξία και να ξαναζεσταθεί η ελπίδα στους πολίτες.

Όταν το ΠΑΣΟΚ, πριν από 80 ημέρες, κέρδιζε με συντριπτική διαφορά τη Ν.Δ. στις εκλογές, ήταν έντονη η αίσθηση ότι ο Γ. Παπανδρέου και η κυβέρνησή του θα τα καταφέρουν να βγάλουν τη χώρα από την κρίση, ότι μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα και με μεγαλύτερη επάρκεια τις δημόσιες υποθέσεις, ότι, ναι, είναι δύσκολα, αλλά οι χειρότερες μέρες είναι πίσω μας.

Η συγκρότηση της κυβερνήσεως, οι προγραμματικές δηλώσεις, η μέθοδος των βιογραφικών στη στελέχωση του κυβερνητικού και κρατικού μηχανισμού συγκέντρωσαν μεγάλα ποσοστά επιδοκιμασίας.

Υπήρχε μια γενικευμένη αίσθηση και αναμονή ότι για μία ακόμα φορά η χώρα, έστω και την ύστατη στιγμή, θα καταφέρει, ευρισκόμενη έμπροσθεν του γκρεμού, να μην κάνει το βήμα προς τα μπρος. Με ευθύνη της κυβερνήσεως, το κλίμα σταδιακά άλλαξε. Την αρχική αισιοδοξία διαδέχθηκε η κατήφεια. Η ελπίδα παραχώρησε τη θέση της στη δυσπιστία.

Οι πολίτες άρχισαν να τρώνε τη μία σφαλιάρα μετά την άλλη. «Θα μπουν τέτοιοι και τόσοι φόροι που θα γονατίσουν τη μέση οικογένεια, θα τσακιστεί η μεσαία τάξη. Οι μικροί και μεσαίοι επαγγελματίες θα τεθούν σε καθεστώς διωγμού. Όσοι έχουν ακίνητα καλύτερα να τα πουλήσουν.

Όσοι έχουν εισοδήματα προτιμότερο είναι να τα κρύψουν στα σεντούκια, όσοι έχουν καταθέσεις συμφέρει να τις πάνε σε τράπεζες του εξωτερικού», ήταν η μόνιμη επωδός των δημοσιολογούντων και πλέον έγινε καθημερινό θέμα συζητήσεων στους ανά την επικράτεια καφενέδες.

Οι τράπεζες συνέχιζαν να κρατούν τη στρόφιγγα των δανείων στην ένδειξη «στάγδην». Ο τζίρος στην αγορά μειώθηκε περαιτέρω. Το εμπόριο, λόγω της αναιμικής ζήτησης και της έλλειψης ρευστότητας, συνέχιζε να είναι ντυμένο στα πένθιμα. Κι ύστερα ήρθαν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, οι κοινοτικοί εταίροι, τα ξένα funds, ο σχολιασμός των ξένων Μέσων Ενημέρωσης. Καθημερινά οι Έλληνες άκουγαν δυο λέξεις: «πτώχευση» και «χρεοκοπία».

Μαύρισε η ψυχή τους. Σαν τη μάνα του Σουλιώτη που έβλεπε το παιδί της να στέκει παράμερα και να κλαίει, επειδή από την πείνα δεν μπορούσε πια να κρατήσει στο χέρι το τουφέκι του κι ο Αγαρηνός το ήξερε.

Να σημειώσουμε εδώ ότι όλη αυτή η εικόνα ήταν προϊόν και ενός φαύλου κύκλου. Όσα ελέγοντο και εγράφοντο στα καθ’ ημάς μεταφέρονταν είτε μέσω των ραπόρτων των ξένων πρεσβειών είτε μέσω των εδώ ανταποκριτών στην αλλοδαπή και στη συνέχεια ο εκεί σχολιασμός επανερχόταν σ’ εμάς διανθισμένος με μπόλικο όξος και χολή.

Εκτός, λοιπόν, από την πρωτογενή και αυθύπαρκτη κριτική ή και απαξίωση των ξένων, που πολλές φορές εμπεριείχε, για προφανείς ίσως λόγους, και ιδιοτέλεια είχαμε και ένα παράπλευρο κανάλι, αυτό του προαναφερόμενου φαύλου κύκλου – της εξαγωγής και επανεισαγωγής της μιζέριας μας.

Για να μπορέσει λοιπόν η κυβέρνηση να δρομολογήσει διαφορετικά τις εξελίξεις, θα πρέπει, πρώτον, να βελτιώσει καταρχήν την ψυχολογία των πολιτών. Πρέπει να εκμεταλλευτεί και επικοινωνιακά (εδώ είναι καθοριστικός θα έλεγα και εθνικά επιβεβλημένος ο ρόλος των εγχώριων Μέσων Ενημέρωσης) το momentum της εκεχειρίας που φαίνεται ότι επέρχεται μεταξύ ελληνικών και ξένων αγορών και κοινοτικών παραγόντων και να κάνει ενέσεις αισιοδοξίας και ελπίδας.

Ίσως ένα δραματοποιημένο διάγγελμα πειθαρχημένης αυτογνωσίας άμα και αισιοδοξίας του πρωθυπουργού, με αφορμή και τις γιορτές, να ήταν το απαραίτητο συμπλήρωμα στο «σχέδιο του Ζαππείου».

Ευκταίον θα ήταν στο ίδιο μήκος κύματος να κινηθεί και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και -αν όχι και οι υπόλοιποι αρχηγοί- τουλάχιστον ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως.

Δεύτερον, να επεξεργαστεί μέχρι και την τελευταία λεπτομέρειά του το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης που θα υποβληθεί τον Ιανουάριο στην Κομισιόν.

Το πρόγραμμα πρέπει να είναι έτσι δομημένο, ιεραρχημένο και ποσοτικοποιημένο, ώστε να γίνει ασμένως δεκτό από τους κοινοτικούς μας εταίρους. Μια θερμή κοινοτική υποδοχή θα επηρεάσει σίγουρα τις αγορές που, παρά τα όσα μυστήρια λέγονται και γράφονται, συνήθως λειτουργούν ως «κοπάδι».

Η βελτίωση του κλίματος στο εξωτερικό θα έχει ευεργετικές επιδράσεις στον επικείμενο δανεισμό, που με τη σειρά του μπορεί να βελτιώσει την ψυχολογία και στο εσωτερικό, και ιδιαίτερα στην εικόνα που καθημερινά φιλοτεχνείται από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

Το άριστο θα ήταν είτε εντός του Ιανουαρίου είτε το πρώτο τρίμηνο του 2010 ένα μέρος του δανεισμού να γινόταν από τρίτη πηγή, όπως αυτή των Κινέζων, με χαμηλό spread που θα ανάγκαζε και τους άλλους δανειστές μας να μας συμπεριφερθούν, τουλάχιστον, με αξιοπρέπεια.

Εάν γίνονταν όλα αυτά, θα λυνόταν το πρόβλημα; Σαφέστατα και όχι. Τα δύσκολα συνεχίζουν να είναι μπροστά μας. Όμως θα ήταν διαφορετικό το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αναπτύσσονταν η κυβερνητική λειτουργία, η οικονομική δραστηριότητα, η κοινωνική κινητικότητα, η πολιτική αντιπαράθεση.

Ένα πλαίσιο λιγότερο γκρίζο και περισσότερο αισιόδοξο, όπως αυτό που έφερε στους ανθρώπους, μέρες που ’ναι, η γέννηση του Χριστού.

Η ελπίδα που προσέφερε στο γένος των ανθρώπων η γέννηση ενός Νηπίου Νέου διατηρείται -παρά τις όποιες αμφισβητήσεις, ενστάσεις και διαφωνίες- ακόμη.

Και μόνον γι’ αυτό αξίζει να Τον τιμούμε, να Τον γιορτάζουμε και να Τον πιστεύουμε κάθε χρόνο και συνέχεια.

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Κυριακή, Δεκεμβρίου 20, 2009

 

Οι εγχώριοι μονεταριστές ... (19-12-2009)

Η ζωή είναι η ιστορία των μαχών της. Στιγμιαίων και διαχρονικών. Αυθεντικών και ψευδεπίγραφων. Ατομικών και συλλογικών. Πνευματικών και υλικών. Τοπικών και παγκοσμίων. Αιματηρών και αναίμακτων. Μάχες υπαρξιακές, ανθρώπινες, επιστημονικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές, πολιτικές, οικονομικές, πολεμικές.

Εν τέλει το νόημα της ύπαρξης ενός ανθρώπου, λαού, έθνους, κράτους, της κάθε κοινωνίας κρίνεται και εμπεριέχεται στις απαντήσεις που δίδονται στα διακυβεύματα αυτών των μαχών.

Μια τέτοια μάχη διεξάγεται και σήμερα. Ανάμεσα στους διεθνείς οίκους αξιολόγησης και κοινοτικά κέντρα από τη μια και την ελληνική κυβέρνηση από την άλλη. Μια μάχη σκληρή και αδυσώπητη, όπου οι μεν προσπαθούν να επιβάλουν τους σιδερένιους νόμους της δημοσιονομικής και εργατοασφαλιστικής αποστειρωμένης κοινωνικά ευταξίας, η δε αγωνίζεται να διαβεί τον κάβο χωρίς να διαμελιστεί το κοινωνικό σώμα και οδηγηθεί η χώρα σε τυφλό κοινωνικό πόλεμο.

Κατ’ ουσίαν, η μάχη που δίνεται είναι μεταξύ των διεθνών αγορών και του κοινωνικού κράτους. Το σχέδιο που παρουσίασε προ ημερών στο Ζάππειο ο πρωθυπουργός προκειμένου να αντιμετωπισθεί εγχωρίως η οικονομική κρίση και να επανέλθει η χώρα στις δημοσιονομικές νόρμες του Συμφώνου Σταθερότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν συνεκτικό, στοχευμένο, ιεραρχημένο, αντιμετώπιζε χρόνιες δυσπλασίες του οικονομικού και πολιτικού γίγνεσθαι.

Σε γενικές γραμμές ήταν ένα καλό σχέδιο. Χωρίς τις ακρότητες και το «αίμα» των αδυνάτων, που απαιτούσαν πάση θυσία οι αγορές. Το σχέδιο του Γ. Παπανδρέου ισορροπούσε μάλλον επιτυχώς ανάμεσα στις δημοσιονομικές ανάγκες και τις κοινωνικές πραγματικότητες. Ήταν ένας διαφορετικός δρόμος από αυτόν που είθισται να απαιτούν οι διεθνείς «νταβατζήδες» να ακολουθήσει ένα αδύναμο κράτος-πελάτης τους, όπως η χώρα μας.

Κι όμως, αυτό το σχέδιο αντιμετωπίστηκε με περισσή καχυποψία και περισσότερη εχθρότητα από τις αγορές και τους δανειστές μας, επειδή δεν περιείχε, όπως υποστηρίζουν, άμεσα μέτρα. Βέβαια, όταν λένε «μέτρα», αρκούνται στο εξής ένα: μείωση μισθών και συντάξεων.

Εάν ο Γ. Παπανδρέου υιοθετούσε αυτήν τους την οδηγία-απαίτηση, θα δήλωναν ικανοποιημένοι μεν, αλλά ουδόλως είναι σίγουρο ότι θα κατέτασσαν την Ελλάδα στα «καλά παιδιά» στα οποία μπορεί να προσφερθεί βοήθεια. Θα περίμεναν να δουν την ικανότητα της κυβέρνησης να δαμάσει τις κοινωνικές αντιδράσεις που θα υπήρχαν.

Και επειδή θα υπήρχαν, και μάλιστα οξείες, θα προέβαλαν ένα άλλο επιχείρημα: η Ελλάδα δεν είναι ασφαλής χώρα επειδή δεν υπάρχει κοινωνικοπολιτική σταθερότητα. Θα αδιαφορούσαν αν ήταν αυτοί που με τις οδηγίες τους έβαλαν... φωτιά στα τέλια. Καθόλου δεν θα τους ενδιέφερε εάν υπήρχε κοινωνική και πολιτική αναταραχή εξαιτίας των δρακόντειων μέτρων που οι ίδιοι απαίτησαν να ληφθούν.

Όταν λοιπόν κάποιοι λένε «μέτρα», θα πρέπει να μας εξηγήσουν τι εννοούν. Μέτρα για να μειωθούν τα ελλείμματα και το χρέος ή μέτρα για να ισοπεδωθούν οι αδύναμοι; Μέτρα για να γίνει η Ελλάδα μια φερέγγυα και ευνομούμενη χώρα ή για να καταστεί υπήκοος υπάλληλος των διεθνών τοκογλύφων η κυβέρνησή της; Μέτρα για να σωθεί η χώρα ή για να φουσκώσουν τα πορτοφόλια των ίδιων; Μέτρα για να αναταχθεί η οικονομία της ή για να την έχουν μόνιμα στο χέρι όσοι ορίζουν τα γεωπολιτικά και οικονομικά παίγνια;

Εντάξει να το λένε οι μονεταριστές, οι νεοφιλελεύθεροι των διεθνών αγορών, να το καταλάβουμε. Όπως να καταλάβουμε και τις αντιδράσεις των συντηρητικών της Ευρώπης (στις 20 από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχουν συντηρητικές κυβερνήσεις) που τους χαλάει τη μανέστρα ο... λοξοδρομιστής Παπανδρέου.

Υποθέτω ότι όλοι αυτοί θα αντιμετωπίζουν με τρόμο το ενδεχόμενο να υπάρχει και μια διαφορετική από την «ιρλανδική συνταγή» προκειμένου να βγει κάποιος από την κρίση. Θα γίνονταν αναξιόπιστοι και λογικό είναι να μην το θέλουν.

Όχι ότι ο Γ. Παπανδρέου κατέθεσε κάποιο σοσιαλιστικό πρόγραμμα, όμως σίγουρα εκπόνησε μια διαφορετική ρεαλιστική πορεία βασισμένη στις ιδιαιτερότητες και στις ανάγκες της Ελλάδος.

Η Ιρλανδία κατέφυγε στη μεγάλη περικοπή των μισθών επειδή αφενός οι πολίτες της τα προηγούμενα χρόνια είχαν πάρει αυξήσεις έως και 70%, ενώ είναι περιορισμένοι οι τομείς απ’ όπου μπορεί να εξοικονομήσει πρόσθετους πόρους.

Στην Ελλάδα οι μισθοί είναι γλίσχροι και οι εργαζόμενοι τα τελευταία ιδίως χρόνια παίρνουν αυξήσεις με το σταγονόμετρο. Από την άλλη, η Ελλάδα έχει μπόλικο «λίπος» να κάψει για να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά της. Το κράτος της είναι υπερτροφικό και απίθανα σπάταλο. Οι δαπάνες του κράτους είναι ανέλεγκτες.

Η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή είναι ασύλληπτα μεγέθη. Η καταπολέμηση της διαφθοράς και της κομματοκρατίας μπορεί να αποφέρει στη χώρα μας σημαντικότατους πόρους και να καλύψει «μαύρες τρύπες» και ελλείμματα.

Αν και τα άλλα κράτη είχαν αυτό το κράτος- χαμαιτυπείο όπως το δικό μας, να είστε σίγουροι ότι θα ξεκινούσαν από κει και όχι από τις περικοπές των μισθών που -εκτός των άλλων- επιφέρουν και μείωση της κατανάλωσης σε μια στιγμή που αυτό το οποίο χρειάζεται να στηριχθεί είναι η ζήτηση.

Και μόνο η αξιοποίηση της «ακίνητης» περιουσίας -που ανέρχεται σε περίπου 250 δισ. ευρώ- μπορεί να μειώσει σε μεγάλο ποσοστό το δημόσιο χρέος. Το ίδιο και οι αποκρατικοποιήσεις. Και τα δύο αυτά ο Γ. Παπανδρέου τα εξήγγειλε και δεσμεύτηκε ότι θα τα κάνει. Όπως και πολλά άλλα. Ενδιαφέροντα και σοβαρά. Αυτό, λοιπόν, που απομένει είναι να τα κάνει. Και να τα κάνει γρήγορα.

Τα μέτρα που θα εξειδικεύουν το «σχέδιο του Ζαππείου» και τις συνακόλουθες πολιτικές, εάν καθυστερήσουν, θα υπονομεύσουν το ίδιο το σχέδιο και οπωσδήποτε η πιστοληπτική μας ικανότητα θα πέσει στα Τάρταρα.

Από τούδε και στο εξής, λοιπόν, εχθρός του Γ. Παπανδρέου και της κυβέρνησής του δεν είναι οι αγορές και οι Κοινοτικοί μας εταίροι, αλλά η ταχύτητα στην εξειδίκευση των πολιτικών και των μέτρων που θα ληφθούν. Μ’ αυτά αναμετράται η κυβέρνηση.

Εάν ενεργήσει ταχύτατα και τα εφαρμόσει άμεσα, το κλίμα θα βελτιωθεί και οι αγορές θα γυρίσουν. Και για να γίνει αυτό, θα πρέπει να τεθεί εν είδει «εθνικού στόχου» η 31η Δεκεμβρίου 2010 να βρει τη χώρα με πρωτογενές πλεόνασμα και πιστοληπτική ικανότητα Α- από ΒΒΒ+ όπου μας έχουν κατατάξει σήμερα οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης.

Αυτά με τους ξένους· τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, τα κερδοσκοπικά funds, τους Κοινοτικούς μας εταίρους. Τον διεθνή μονεταρισμό.

Ας δούμε, όμως, τι γίνεται με τους εγχώριους κουφιοκεφαλάκηδες που επίσης σήκωσαν φωνή μεγάλη για τα μέτρα που δεν ελήφθησαν. Ποια είναι; Να μας τα πουν. Εκτός από το πάγωμα και τη μείωση των μισθών και των συντάξεων, τι άλλο προτείνουν; Συγκεκριμένα, όχι αόριστα και περί διαγραμμάτων.

Καλή η κριτική, αλλά όταν απλώς μεταφέρονται οι υποδείξεις των αγορών αυτό εξισούται με μαϊμουδισμό και δείχνει, αν όχι ιδιοτέλεια, τουλάχιστον πνευματική φτώχεια.

Ας μας πουν, λοιπόν, οι εγχώριοι οπαδοί του μονεταρισμού και του νεοφιλευθερισμού συγκεκριμένα μέτρα, τα οποία όμως δεν θα τινάξουν την κοινωνία στον αέρα.

Αν είναι να πάει η ανεργία στο 30% και ο μισός πληθυσμός να πέσει κάτω από το όριο της φτώχειας, ξέρω κι εγώ καλύτερο τρόπο να το πετύχω και δεν θα περίμενα τις διεθνείς αγορές και τους Κοινοτικούς μας εταίρους να μου το υποδείξουν.

Και τα γράφω εγώ που από τη δεύτερη εβδομάδα ανάληψης της διακυβέρνησης από τον Γ. Παπανδρέου άρχισα πρώτος, τουλάχιστον σε επίπεδο αρθρογραφίας, την γκρίνια και την κριτική για καθυστερήσεις στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της κρίσης.

Όποιος θέλει μπορεί να ανατρέξει στα γραφτά – γιατί τα γραφτά μένουν. Και νομίζω ότι δικαιούμαι να ασκήσω κριτική, αλλά και να υπερασπιστώ προτάσεις και μέτρα, γιατί πριν από επτά (7) εβδομάδες είχα αρχίσει και να καταθέτω προτάσεις και να επισημαίνω τους κινδύνους που επέρχονται.

Δικαιούμαι, λοιπόν, να αναρωτηθώ: τι έγινε και ξαφνικά όλοι έγιναν σοβαροί, πειθήνιοι με τις αγορές και κουνούν απειλητικά το δάκτυλο στην κυβέρνηση; Το κάνουν επειδή είναι mainstream να ταυτίζεσαι με τις αγορές, κι ας είναι αυτές που ευθύνονται για την κρίση και τώρα που βγήκαν αλώβητες και ατιμώρητες θέλουν «αίμα»; Τίποτε μάλλον απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει.

Πτωχοί σε ιδέες είναι οι περισσότεροι. Κύμβαλα αλαλάζοντα που αρέσκονται να κάνουν πολιτικό παιχνίδι, επειδή στη χώρα μας η πολιτική έχει ταυτιστεί με την εύκολη μπαρουφολογία. Μόνον που το πολιτικό παιχνίδι που κάνουν είναι κοντόθωρο.

Το τοπίο μετά τον Γ. Παπανδρέου και το σχέδιό του είναι η βαρβαρότητα και η κοινωνική εξαθλίωση. Το «σχέδιο του Ζαππείου» χρειάζεται να το υπερασπιστούμε όχι γιατί είναι το άριστο ή επειδή δεν έχει αδυναμίες, που έχει, αλλά επειδή στη βασική σύλληψή του είναι ο κοινός εθνικός τόπος της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών, ασχέτως ιδεολογοπολιτικών και κομματικών προτιμήσεων.

Χρειάζεται να συγκροτηθεί ένα πλατύ, εθνικό, κοινωνικό μέτωπο για να στηριχθεί επειδή δίνει εύστοχες, κατά το δυνατόν, απαντήσεις στην οικονομική κρίση, αλλά και στα χρόνια σαρκώματα του νεοελληνικού κράτους.

Το ευτύχημα είναι ότι αυτό το καταλαβαίνουν δυνάμεις της πεφωτισμένης Δεξιάς, αλλά όχι και δυνάμεις της Αριστεράς, έστω της μετριοπαθούς και της ανανεωτικής.

Ναι, χρειάζεται εθνική αυτογνωσία και πειθαρχία. Ναι, να σταματήσουμε να ζούμε πάνω από τις δυνάμεις μας. Όχι όμως σε νεκροταφεία. Πρέπει οι αδύναμοι να προστατευθούν. Τις μάχες τις κερδίζει όποιος έχει μαζί του τον λαό, όχι τις αγορές. Αυτές είναι αδυσώπητες και καλά κάνουν. Αυτή είναι η δουλειά τους.

Εμείς τι κάνουμε; Κάποιοι είναι μονίμως με τους μηχανισμούς εξουσίας, τις αγορές, τους συμψηφισμούς με τις επιχειρηματικές ελίτ, τα κονέ με το εκδοτικό κατεστημένο, τους διεθνείς κύκλους.

Αυτό που διαφοροποιεί τον Γ. Παπανδρέου -και γενικά τους Παπανδρέου σε σχέση με τις άλλες πολιτικές οικογένειες- είναι ότι στην άσκηση εξουσίας ενυπάρχει και ο λαϊκός παράγοντας. Αυτό αποτυπώνεται και στο «σχέδιο του Ζαππείου».

Ο Γ. Παπανδρέου δεν μπορεί και δεν πρέπει να εγκαταλείψει τον λαό. Είναι η ασπίδα του και εσωκομματικά και πολιτικά. Το ίδιο ισχύει και για τον Αντ. Σαμαρά.

Αυτοί που σήμερα συμπαρατάσσονται με τους μονεταριστές και εμφανίζονται να αγωνιούν για τα μέτρα είναι αυτοί που σε όλες τις μάχες που δόθηκαν τελευταία ηττήθηκαν. Θέλουν να πάρουν τη ρεβάνς και το επιδιώκουν με κάθε τρόπο. Δεν έχετε παρά να ρίξετε μια ματιά και θα τους αναγνωρίσετε. Δεν είναι, όπως δηλώνουν, ούτε εξωστρεφείς ούτε κοσμοπολίτες, είναι «υπήκοοι».

Οι περισσότεροι που εμφανίζονται να αγωνιούν για την ατολμία Παπανδρέου είναι αυτοί που έχουν καβάτζες. Φοβούνται μήπως και γίνουν κι αυτοί πτωχοί. Μήπως πληρώσουν κι αυτοί την κρίση. Όχι, όλοι να πληρώσουμε, αλλά τους αδύναμους πρέπει να τους προστατεύσουμε, γιατί διαφορετικά θα μας «φάνε».

Αυτό δεν καταλαβαίνουν ορισμένοι ανόητοι. Είναι ανάγκη να υπάρξει εθνική συμπαράταξη γύρω από το κυβερνητικό σχέδιο. Όμως αυτό δεν είναι μάλλον μπορετό, καθώς και στο εσωτερικό της κυβέρνησης υπάρχουν διαφοροποιήσεις.

Χωρίς αρραγές εσωτερικό μέτωπο, όμως, η κυβέρνηση δεν μπορεί να πετύχει. Κι αυτό είναι ευθύνη του Γ. Παπανδρέου να το διασφαλίσει ή, αν χρειαστεί, να το επιβάλει.

Από την έκβαση της μάχης μεταξύ ξένων οίκων και κυβέρνησης, θα κριθεί η πορεία της χώρας. Αν την κερδίσουν οι μονεταριστές, η κοινωνία θα πολτοποιηθεί και θα περιθωριοποιηθεί. Θα ενισχυθούν οι δυνάμεις της αγοράς και οι επιχειρηματικές ελίτ.

Η ανεργία και η φτώχεια θα εκτιναχθούν, με συνέπεια να ξεσπάσει κοινωνικός πόλεμος, που θα διαλύσει το κοινωνικό κράτος.

Αυτή η μάχη εν τέλει είναι μεταξύ ανθρώπων και αριθμών και πρέπει να κερδηθεί από τους ανθρώπους. Είναι ζήτημα αξιοπρέπειας και τιμής...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]