Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 09, 2011

 

Άγγελος εξάγγελος (10-09-2011)

Ορισμένοι θεωρούν ότι ο πρωθυπουργός, αυτό το Σαββατοκύριακο, στη Θεσσαλονίκη, θα περάσει δύσκολες ώρες. Μάλιστα, κάποιοι «προφητεύουν» ότι η φετινή ΔΕΘ θα ’ναι για τον Γ. Παπανδρέου ό,τι ήταν για τον Κ. Καραμανλή αυτή του 2008. Η αρχή του τέλους του, δηλαδή. Λάθος, και μάλιστα μέγα.

Τότε, ο Καραμανλής προσπάθησε ανεπιτυχώς να καλύψει σκάνδαλα και ανήθικες συμπεριφορές υπουργών του. Σήμερα, ο Παπανδρέου πρέπει να δικαιολογήσει πολιτικές της κυβέρνησής του στις οποίες αντιτίθενται σφόδρα τα συνδικάτα, το σύνολο της αντιπολίτευσης, μεγάλο τμήμα του ΠΑΣΟΚ και οι περισσότερες κοινωνικές ομάδες.

Το 2008 υπήρξε ηθική απονομιμοποίηση του τότε πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του. Το 2011 για τον νυν πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του το πρόβλημα είναι η πολιτική νομιμοποίησή τους, ήτις αμφισβητείται έντονα λόγω των μέτρων που ελήφθησαν και λαμβάνονται καθ’ υπαγόρευσιν της τρόικας και προς υλοποίησιν των μνημονίων που υπεγράφησαν προκειμένου να μην πτωχεύσει η χώρα.

Η αρχή του τέλους για τον Καραμανλή ξεκίνησε μ’ αυτά που είπε στη συνέντευξη Τύπου για τον Βουλγαράκη, τον Ρουσόπουλο, τον Εφραίμ, τον Ζαχόπουλο, τους «κουμπάρους». Αρχή του τέλους για τον Παπανδρέου θα έχουμε όχι για όσα τυχόν πει ή δεν πει για τον Ραγκούση, τον Ρέππα, τον Παπακωνσταντίνου, τον Βενιζέλο, αλλά εάν όσα συμβούν έξω από τις αίθουσες της ΔΕΘ πυροδοτήσουν παρατεταμένες βίαιες κοινωνικές συγκρούσεις που θα επιταχύνουν πολιτικές εξελίξεις και θα επιβαρύνουν έτι περαιτέρω το κλίμα δυσπιστίας και αμφισβήτησης των αγορών και των εταίρων-δανειστών της χώρας.

Εάν η Θεσσαλονίκη δεν γίνει, όπως κάποιοι την ετοιμάζουν, «Γένοβα», τότε το Σαββατοκύριακο δεν θα ’ναι δύσκολο για τον Γ. Παπανδρέου. Όχι πως θα περάσει τον κάβο. Όχι. Απλώς δεν θα ’ναι δύσκολες η ομιλία του στις παραγωγικές τάξεις και η συνέντευξή του στους δημοσιογράφους. Θα ειπωθούν πράγματα αναμενόμενα, σε δραματικούς τόνους, με μία πρέζα αισιοδοξίας και με περισσότερα ή καλύτερα απ’ ό,τι μέχρι τώρα επιχειρήματα. Λόγοι υποστηρικτικοί της αναγκαιότητας να συναισθανθεί η κοινωνία τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται και δικαιολογητικοί των μέτρων που αλλάζουν βίαια και εκ βάθρων την Ελλάδα και τη ζωή μας.

Άλλωστε, ουδείς περιμένει να πει κάτι διαφορετικό από αυτά που ήδη ξέρουμε. Καλά νέα ή ευχάριστες ειδήσεις δεν υπάρχουν. Το γνωρίζουμε. Όλοι. Η αγωνία είναι μην υπάρξουν κι άλλες δυσάρεστες εξαγγελίες. Αυτό είναι και το ουσιαστικό πρόβλημα για την παρούσα κυβέρνηση. Το ακροατήριό της έχει συρρικνωθεί υπερβολικά ή, ακόμη χειρότερα γι’ αυτήν, καθημερινά γίνεται όλο και πιο εχθρικό απέναντί της. Εν τινι τρόπω περιέρχεται στην κατάσταση του άγγελου εξάγγελου του Σαββόπουλου, ο οποίος, αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μη μας πει κανένα.

Γίνεται δε ακόμη μεγαλύτερο το πρόβλημα όχι τόσον γιατί τα νέα δεν είναι ευχάριστα, αλλά επειδή τα κακά μαντάτα συνεχώς ανακυκλώνονται. Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει για τους δημοσίους υπαλλήλους, το νέο μισθολόγιο, τα κλειστά επαγγέλματα, τις εργασιακές σχέσεις, τη φοροδιαφυγή, τις καταργήσεις και συγχωνεύσεις οργανισμών, τις αποκρατικοποιήσεις; Άπειρες. Συνεχώς ακούμε τα ίδια και τα ίδια, αλλά κάθε φορά με κάτι επιπλέον, πιο επαχθές και δυσάρεστο.

Κι αυτό είναι που εξοργίζει. Επειδή αυτό το κάθε φορά επιπλέον είναι απότοκο της επιδειχθείσας ολιγωρίας της κυβέρνησης. Η κοινωνία φορτώνεται επιπλέον βάρη επειδή δεν έγιναν εγκαίρως και όπως έπρεπε οι αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις που είχαν ειπωθεί, αποφασιστεί και νομοθετηθεί. Μέχρι κάποιο σημείο έλεγες ότι για το κακό που μας βρήκε φταίνε οι ξένοι, οι εταίροι μας, που είναι κι αυτοί μπουρδέλο, με ηγεσίες ιδιοτελείς και κατώτερες των περιστάσεων. Έτσι ήταν και έτσι συνεχίζει να είναι.

Όμως για τις καθυστερήσεις, τις αδυναμίες και τις παλινωδίες που σημειώνονται, καθώς και την ανακύκλωση των νομοθετημάτων, δεν φταίνε οι ξένοι. Η κυβέρνηση φταίει. Για τις αλλαγές στην πολιτική όταν αλλάζουν οι υπουργοί δεν φταίνε οι τροϊκανοί. Η κυβέρνηση φταίει. Για τις κυβερνητικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις δεν φταίει η Μέρκελ. Ο Παπανδρέου φταίει. Για τη σχιζοφρένεια της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ και την ποιότητα της συμπολίτευσης δεν φταίει ο Τρισέ. Το ΠΑΣΟΚ φταίει. Για τον λαϊκισμό και την άρνηση εθνικής συνεννόησης ή και κυβερνητικής συνεργασίας δεν φταίει το ΔΝΤ. Η αντιπολίτευση φταίει. Και ούτω καθεξής.

Προχθές, ο υπουργός Οικονομικών μάς είπε, και αυτό το Σαββατοκύριακο θα το επαναλάβει ο πρωθυπουργός, ότι αυτά τελείωσαν. Εφεξής ό,τι λένε θα το εννοούν και ό,τι αποφασίζουν θα το υλοποιούν. Να το δούμε και να μην το πιστέψουμε. Όμως τόσον ο Γ. Παπανδρέου όσον και ο Ευάγγ. Βενιζέλος, αλλά και οι άλλοι υπουργοί που πήραν προ ημερών την απόφαση στο Υπουργικό Συμβούλιο ότι τα ψέματα τελείωσαν, πρέπει να έχουν υπ’ όψιν τους ένα πράγμα. Αυτοί μπορεί να αποφάσισαν ότι τα ψέματα τελείωσαν, αλλά έχει αλλάξει και η κατάσταση. Αυτό που χθες ήταν νωρίς σήμερα είναι αργά.

Όλες τις ρήξεις, τις τομές, τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που τώρα ανακάλυψαν ότι είναι αδήριτη ανάγκη να γίνουν θα πρέπει να τις κάνουν σχεδόν μόνοι τους, με ελάχιστους συμμάχους και σε μια διεθνή οικονομική συγκυρία που επιδεινώνεται. Τα όσα θα πει ο πρωθυπουργός θα μπορούσαν να τελεσφορήσουν πριν από δύο ή και έναν χρόνο, όταν η κυβέρνηση είχε ακόμη νωπή τη λαϊκή εντολή, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ήταν ισχυρή, το ΠΑΣΟΚ πολιτικά και δημοσκοπικά κυριαρχούσε, η αξιωματική αντιπολίτευση θαλασσοδερνόταν, τα συνδικάτα ήταν αποδυναμωμένα και η κοινωνία φοβισμένη.

Τώρα, η κοινωνία είναι απελπισμένη, τα συνδικάτα ριζοσπαστικοποιήθηκαν, τα κόμματα της Αριστεράς έγιναν επιθετικά, η αξιωματική αντιπολίτευση ανασυγκροτήθηκε και το ΠΑΣΟΚ, το κομματικό και κοινοβουλευτικό δηλαδή υποστύλωμα της κυβέρνησης, διαλύεται, εισερχόμενο στη φάση του φατριασμού, των βαρονιών και της «επόμενης μέρας».

Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς πώς μπορεί να επιχειρηθεί μια κοινωνική αλλαγή -γιατί περί αυτού πρόκειται, αν αναλογιστούμε τις αλλαγές που θα συντελεστούν, εφόσον βεβαίως υλοποιηθούν οι αποφάσεις- χωρίς ισχυρό πολιτικό υποκείμενο, δίχως κοινωνικές συμμαχίες, με απουσία ευρύτερων πολιτικών συμπτώσεων, με την οικονομία να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην ύφεση, μ’ ένα διεθνές περιβάλλον ασταθές και εχθρικό; Πώς μπορούν να στηριχθούν ριζικές αλλαγές και σοβαρές μεταρρυθμίσεις, όταν οι δοκοί αντιστήριξης απουσιάζουν; Πώς μπορεί να κερδηθεί ένας πόλεμος, όταν το επιτελείο είναι διχασμένο και το στράτευμα διαλυμένο;

Όλα όσα θα υποστηρίξει στη ΔΕΘ ο Γ. Παπανδρέου θα μπορούσαν, με μεγάλο κόπο, πολλές δυσκολίες, αρκετές θυσίες, να γίνουν, εάν υπήρχαν ένα νέο συνεγερτικό εθνικό αφήγημα, ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο με μετρήσιμους στόχους και σαφείς ιεραρχήσεις και μια ικανή, ενωμένη και αποφασισμένη ηγετική ομάδα. Εάν υπήρχαν αυτά, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν και νέο πολιτικό υποκείμενο, αφήνοντας στην άκρη τα κομματικά σάβανα του παρελθόντος.

Ένα νέο πολιτικό υποκείμενο που θα εκφράσει το ανοργάνωτο και διάσπαρτο κοινωνικό ρεύμα που τάσσεται υπέρ των αναγκαιοτήτων που απλώς περιγράφει και διαπιστώνει ο Γ. Παπανδρέου. Αν μάλιστα αυτό το υποκείμενο αναζητούσε και επεξεργαζόταν μαζί με άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις μια προοδευτική απάντηση στην κρίση, θα μπορούσε και κοινωνικές συμμαχίες να συγκροτήσει και ευρύτερες πολιτικές συνεργασίες να επιτύχει.

Δυστυχώς για τον Γ. Παπανδρέου, είναι πολλά τα «αν» των προϋποθέσεων ευδοκίμησης των όσων θα πει στη Θεσσαλονίκη αυτό το Σαββατοκύριακο. Αν κοιτάξει γύρω του, θα δει τον Σαμαρά, την Παπαρήγα, τον Καρατζαφέρη, τον Τσίπρα, τον Κουβέλη, την Μπακογιάννη, τους Αγανακτισμένους, τον Βενιζέλο, τη Διαμαντοπούλου, τον Χρυσοχοΐδη, τον Παπουτσή, τον Λοβέρδο, τον Σκανδαλίδη, τον Ραγκούση, τον Παναγιωτακόπουλο, τον Φλωρίδη, τον Τζουμάκα, όλους, τον καθένα από το πόστο του -και ανάλογα με τις δυνάμεις και τα «κονέ» του-, να ετοιμάζονται όχι για τη «νέα Ελλάδα», για την οποία λαμβάνονται τα μέτρα, αλλά για την «επόμενη μέρα». Χωρίς αυτόν.

Αυτό ίσως είναι και το μοναδικό πλεονέκτημα που έχει ο πρωθυπουργός. Όχι ως πρόεδρος της κυβερνήσεως ή αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, αλλά ως πολιτικός, και μάλιστα μιας οικογένειας που τα τελευταία 50 χρόνια καθορίζει τις εξελίξεις στη Δημοκρατική Παράταξη. Μόνον που, για να αξιοποιηθεί αυτό το πλεονέκτημα και να αποδώσει, χρειάζεται να τροποποιηθεί η σχέση του Γ. Παπανδρέου με τον λαό.

Τόσον ο πατέρας του όσον και ο παππούς του πολιτεύτηκαν ως λαοφιλείς, ενίοτε και λαοπλάνοι ηγέτες. Έγιναν πρωθυπουργοί και κυβέρνησαν τον τόπο έχοντας έντονη την υποστήριξη κυρίως από τις λαϊκές τάξεις. Σήμερα, ο Γ. Παπανδρέου διαθέτει ερείσματα όχι στον λεγόμενο απλό λαό, αλλά σε νουνεχή, παραγωγικά, πεφωτισμένα και δυναμικά στρώματα της κοινωνίας, οι πολιτικοϊδεολογικές αναφορές των οποίων είναι πέραν των σημερινών κομματικών σχηματισμών.

Αυτά τα στρώματα σήμερα, όμως, είναι πολιτική και εκλογική μειοψηφία. Για να γίνουν πλειοψηφία, χρειάζονται άλλες πολιτικές και διαφορετική στρατηγική, «άλλα κόλπα», που θα ’λεγε και ο αξέχαστος Βλάσης Μπονάτσος. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία, την οποία θα διηγηθούμε προσεχώς.

Ίσως δε και λίαν προσεχώς, με την αρχή της αφήγησης να είναι κάπως έτσι: Ο Γεώργιος Παπανδρέου δημιούργησε την Ένωση Κέντρου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου διέλυσε την Ένωση Κέντρου και ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ. Επί εποχής Γιώργου Παπανδρέου το ΠΑΣΟΚ μετετράπη σε Ένωση Κέντρου και…

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]