Παρασκευή, Ιουλίου 03, 2009

 

Πολλά τα λεφτά, Άρη (04-07-2009)

Πριν από περίπου τρεις μήνες, στις 11 Απριλίου, απ’ αυτή εδώ τη στήλη είχαμε διατυπώσει «δύο προτάσεις αξίας 35 δισ.». Οι προτάσεις μας ήταν πλήρως τεκμηριωμένες και απόρροια μελέτης που είχε κάνει ο «ΚτΕ», σε συνεργασία με μία από τις πλέον έγκυρες και μεγάλες εταιρείες που ειδικεύονται σε θέματα φορολογίας και κανόνων επιχειρηματικής δράσης.

Υποστηρίζαμε ότι «η χώρα θα μπορούσε να λύσει το δημοσιονομικό πρόβλημα, εάν η κυβέρνηση υιοθετούσε τους κανόνες που έχουν τα σοβαρά κράτη» και «το Δημόσιο θα μπορούσε να εισπράξει άμεσα τουλάχιστον 15 δισ. ευρώ, εάν υιοθετούσε τους διεθνώς ισχύοντες κανόνες του transfer pricing, ενώ με την κατάργηση του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίων θα ενίσχυε τη ρευστότητα της οικονομίας με επιπλέον 20 δισ. ευρώ».

Δεν προτείναμε ούτε κάτι καινούργιο, ούτε κάτι επαναστατικό. Απλώς να ισχύσει στη χώρα μας ό,τι και στον υπόλοιπο αναπτυγμένο κόσμο, όπου λειτουργούν πολυεθνικές εταιρείες. Τα μέτρα που προτείναμε ήταν, πρώτον, να υπάρξει σύνδεση της πρόσφατης νομοθεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης για την τεκμηρίωση των ενδοομιλικών συναλλαγών (transfer pricing) με τη φορολογική νομοθεσία και, δεύτερον, να απαγορευθεί η υποκεφαλαιοδότηση των εταιρειών σε σύγκριση με τον ενδοομιλικό δανεισμό τους, να εξορθολογιστεί δηλαδή η σχέση ίδιων και ξένων κεφαλαίων.

Προς μεγάλη μας έκπληξη και ικανοποίηση, το άρθρο της 11ης Απριλίου βρήκε μεγάλη απήχηση. Τα τηλεφωνήματα που δεχθήκαμε προκειμένου να παράσχουμε περισσότερες πληροφορίες και υλικό ήταν αρκετά. Ενδιαφέρθηκαν ορισμένοι υπουργοί (δυστυχώς, μόνον ένας του λεγόμενου οικονομικού κύκλου, καθώς και δύο υφυπουργοί), αλλά και πολλοί -κι αυτό ήταν η ευχάριστη έκπληξή μας- βουλευτές της συμπολίτευσης, όχι όμως -κι αυτό ήταν η δυσάρεστη έκπληξή μας- και της αντιπολίτευσης.

Προς τιμήν του ο μοναδικός, ναι ο μοναδικός, από τον χώρο της αντιπολίτευσης που επικοινώνησε μαζί μας για το θέμα ήταν ο ίδιος ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, ο Γ. Παπανδρέου. Ελπίζω η αδιαφορία που επέδειξαν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και ειδικά αυτοί που ασχολούνται με τα θέματα οικονομίας να είναι απότοκο του αισθήματος επάρκειας και της εξειδικευμένης γνώσης τους περί το transfer pricing και το thin capitalization καθώς και της ειλημμένης απόφασής τους να συγκρουστούν ευθέως και σκληρά με τις πολυεθνικές όταν έρθουν στην εξουσία.

Η δεύτερη έκπληξη και ικανοποίηση που νιώσαμε ήταν όταν προ δεκαπενθημέρου το υπουργείο Οικονομίας εξέδωσε δελτίο Τύπου στο οποίο αναφερόταν η πρόθεσή του να εισαγάγει προς ψήφισιν στη Βουλή νομοσχέδιο με το οποίο θα ρύθμιζε αυτά τα θέματα. Ήταν όντως κάτι το ασυνήθιστο, για το συνήθως βραδύπορο κράτος, η ταχύτητα με την οποίαν αντέδρασε η κυβέρνηση.

Όταν λοιπόν το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών εξήγγειλε την πρώτη δέσμη μέτρων για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής στις συναλλαγές και είχε τόσο την εισαγωγή κανόνων τεκμηρίωσης στις ενδοομιλικές συναλλαγές για φορολογικούς σκοπούς όσο και την απαγόρευση της υποκεφαλαιοδότησης των εταιρειών ως θέματα άμεσης προτεραιότητας, πιστέψαμε ότι οι προτάσεις μας εισακούστηκαν.

Δυστυχώς, όμως, φαίνεται ότι στη χώρα στην οποία ζούμε ούτε και τα πιο απλά πράγματα δεν είναι δυνατό να γίνουν δίχως να προκληθούν αναστάτωση και προβληματισμός στην επιχειρηματική κοινότητα, αφού, διαβάζοντας κανείς το σχέδιο νόμου που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο σχηματίζει την εντύπωση ότι η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης δεν έχει συνοχή και συνέχεια.

Το πρόσφατο φορολογικό νομοσχέδιο, αντί να έλθει ως αναγκαίο συμπλήρωμα της σχετικής νομοθεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης, για την τεκμηρίωση των ενδοομιλικών συναλλαγών προέκυψε ως ο αντίθετος πόλος της. Άμεση συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι να υφίστανται στην ελληνική έννομη τάξη για το ίδιο αντικείμενο δύο ανεξάρτητα και σε κάποιες διατάξεις αντίθετα μεταξύ τους νομικά πλαίσια, προκαλώντας έτσι κομφούζιο στην αγορά, ενώ στις επιχειρήσεις θα επιβάλλονται αυξημένα διοικητικά κόστη συμμόρφωσης.

Η παγκόσμια αυτή πρωτοτυπία της Ελλάδας, η ύπαρξη δηλαδή δύο διαφορετικών νομικών πλαισίων για το ίδιο ζήτημα, αποδεικνύεται από τα παρακάτω απλά στοιχεία:
Διαφορετικές υπόχρεες για τεκμηρίωση εταιρείες. Για το υπουργείο Ανάπτυξης (ΥΠΑΝ), υπόχρεες είναι μόνο εταιρείες, ενώ για το Οικονομίας (ΥΠΟΙΚ) είναι όλες οι επιχειρήσεις (υποθέτουμε ότι τουλάχιστον τα περίπτερα θα εξαιρούνται).

Διαφορετικοί ορισμοί για την έννοια του όρου «συνδεδεμένες επιχειρήσεις». Το ΥΠΑΝ προσφεύγει στο Εμπορικό μας Δίκαιο, ενώ το ΥΠΟΙΚ καταφεύγει στις μάλλον περίπλοκες και ασαφείς οδηγίες του ΟΟΣΑ. Δεν ξέρουμε τι είναι καλύτερο. Ίσως να είναι του ΟΟΣΑ, όμως νομικοί κύκλοι υποστηρίζουν ότι προτιμότερο είναι το Εμπορικό μας Δίκαιο, επειδή σ’ αυτό υπάρχει η μοναδική διάταξη που ορίζει το τι είναι συνδεδεμένη επιχείρηση. Διαφορετικά, μπορούμε να «χαθούμε στη μετάφραση» του ΟΟΣΑ και να βρεθούν πολλά παράθυρα διαφυγής. Ελπίζουμε, βέβαια, να μην είναι αυτός ο στόχος του νομοθέτη.

Διαφορετικές προθεσμίες υποβολής φακέλου. Έναν μήνα δίνει το ΥΠΑΝ, δύο το ΥΠΟΙΚ. Ίσως κάποιος να πει ότι ένας μήνας διαφορά δεν είναι τίποτε, όμως αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα που επισημαίνουμε. Άλλα λέει το ΥΠΑΝ, άλλα το ΥΠΟΙΚ για το ίδιο θέμα. Αυτό ακριβώς καυτηριάζουμε, ότι επέρχεται σύγχυση αντί να αποκαθαίρεται το τοπίο.

Και το αλαλούμ συνεχίζεται καθώς θεσπίζονται ακόμη και διαφορετικά κριτήρια απαλλαγών για τις μικρές επιχειρήσεις. Το ΥΠΑΝ θέτει ως όριο το ένα (1) εκατ. ευρώ τζίρο, ενώ το ΥΠΟΙΚ το 1,5 εκατ.

Το ίδιο ισχύει και για τον φάκελο τεκμηρίωσης. Υποχρεωτικός και ένας για το ΥΠΑΝ, ενώ φαίνεται να απαιτούνται δύο φάκελοι για το ΥΠΟΙΚ.

Και ερχόμαστε τώρα στο πιο σημαντικό και το οποίο αποτελεί και το «ζουμί» της υπόθεσης. Θεσπίζονται διαφορετικά ύψη προστίμων για τη μη υποβολή φακέλων. Αυτή η παράβαση για μεν το ΥΠΑΝ ισοδυναμεί με πρόστιμο 10% επί των συναλλαγών, ενώ για το ΥΠΟΙΚ μόνον 800 ευρώ!!! Εάν όντως θέλουμε να βάλουμε τάξη υποθέτω ότι τα πρόστιμα θα έπρεπε να είναι αυστηρά. Δεν ξέρω αν είναι υπερβολικό το 10% του ΥΠΑΝ, πάντως τα 800 ευρώ του ΥΠΟΙΚ είναι αστείο και μάλιστα κακόγουστο. Είναι προφανές ότι ουδείς θα προσκομίσει φάκελο τεκμηρίωσης τιμών, αλλά θα προτιμήσει το πρόστιμο. Αν είναι να γλιτώνει εκατομμύρια, θα προτιμά να μην προσκομίζει στοιχεία και να πληρώνει κάθε φορά πρόστιμο 800 ευρώ!

Από όλα τα παραπάνω, αποδεικνύεται ότι τα δύο νομοθετήματα λειτουργούν ανταγωνιστικά μεταξύ τους, με πρακτικό αποτέλεσμα ένα ακόμη αλαλούμ στο κυβερνητικό έργο, αλλά και τη σίγουρη αδυναμία επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων της κυβέρνησης.

Σχετικά με την ανάγκη εισαγωγής νομοθεσίας για την απαγόρευση υποκεφαλαιοδότησης, είχαμε επισημάνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για να τονωθεί η ρευστότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και να μειωθεί ο εκτεταμένος ενδοομιλικός δανεισμός, που έχει ως συνέπεια την έκπτωση των σχετικών τόκων και την απώλεια σημαντικών φορολογικών εσόδων για το Δημόσιο.

Θεωρήσαμε, λοιπόν, ότι η σχετική διάταξη στο πρόσφατο νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών θα οδηγούσε προς αυτή την κατεύθυνση. Η προσεκτικότερη ανάγνωσή της, όμως, μας διέψευσε πλήρως. Η σχετική ρύθμιση αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα διάταξης χωρίς καμία πρακτική ουσία, που από την πρώτη στιγμή δεν θα έχει την ελάχιστη πρακτική εφαρμογή και αποτελεσματικότητα.

Εάν στόχος του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, με την εισαγωγή της απαγόρευσης της υποκεφαλαιοδότησης, ήταν η εξάλειψη ή ο περιορισμός του φαινομένου του ενδοομιλικού δανεισμού, με τον περιορισμό της δυνατότητας έκπτωσης των σχετικών τόκων, τότε δεν θα έπρεπε ως κριτήριο σύνδεσης για τον χαρακτηρισμό μιας επιχείρησης ως συνδεδεμένης να ληφθεί η άμεση συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο σε ποσοστό 25%, γιατί είναι πολύ εύκολο να καταστρατηγηθεί.

Για παράδειγμα, σε μια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία, μπορεί η μητρική της να έχει 500 θυγατρικές – συνδεδεμένες σ’ όλον τον κόσμο. Με το νομοσχέδιο προβλέπεται ότι μόνο η άμεσα συμμετέχουσα, αυτή δηλαδή που έχει τις μετοχές της ελληνικής εταιρείας σε ποσοστό τουλάχιστον 25%, εμπίπτει στον νόμο. Μόνον αυτή και καμία άλλη.

Έτσι όμως δίνεται η δυνατότητα καταστρατήγησης του νόμου, αφού στην πράξη, ούτως ή άλλως, πολύ σπάνια θα παρατηρηθεί το φαινόμενο -ιδίως στο πλαίσιο μεγάλων πολυεθνικών ομίλων- ο δανειστής ή ο δανειζόμενος να έχουν άμεση συμμετοχή στο κεφάλαιο ο ένας του άλλου. Αντίθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις, δανείστρια επιχείρηση του ομίλου είναι κάποια εταιρεία χρηματοδότησης, η οποία έχει ιδρυθεί γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό σε κάποιο διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο και η οποία δεν έχει καμία άμεση μετοχική σύνδεση με τις εταιρείες του ομίλου που χρηματοδοτεί.

Δεν μπορούμε επίσης να μην επισημάνουμε ότι, εάν ένας από τους στόχους του οικονομικού επιτελείου με την εξαγγελθείσα πρώτη δέσμη φορολογικών μέτρων ήταν η αύξηση των δημοσιονομικών εσόδων, τα οποία υστερούν σε σημαντικό βαθμό, τότε η αστοχία είναι δεδομένη και, δυστυχώς, αναπόφευκτη. Το μόνο που μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο είναι η πρόκληση αναταραχής και σύγχυσης στην αγορά από την παράλληλη ύπαρξη αντιφατικών διατάξεων, η οποία μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να έχει στην ήδη υπάρχουσα άσχημη οικονομική κατάσταση.
Πριν κλείσουμε, θα θέλαμε να διατυπώσουμε και ορισμένες απορίες.
Γιατί για διαπιστωθείσα υπερτιμολόγηση το αυτοτελές πρόστιμο που ίσχυε μέχρι σήμερα μειώνεται από 10% σε 3,3%, αφού διεθνώς θεωρείται μία από τις σοβαρότερες φορολογικές παραβάσεις;

Γιατί η υποβολή φακέλου τεκμηρίωσης είναι δυνητική και το πρόστιμο μη υποβολής φακέλου περιορίζεται, όπως προείπαμε, στα 800 ευρώ;

Γιατί, αφού για τυπικές παραβάσεις επηρεάζεται το κύρος των βιβλίων στις υπερ/υποτιμολογήσεις, διευκρινίζεται ότι δεν το επηρεάζει;

Περιμένουμε τις απαντήσεις των αρμοδίων. Μέχρι να μας δοθούν, μήπως θα μπορούσε, αν όχι ο υπουργός, τουλάχιστον ο νομοκανονιστής του σχεδίου νόμου να μας εξηγήσει τι ακριβώς προβλέπεται για τις ελληνικές εταιρείες, που φαίνεται ότι είναι οι μόνες που θίγονται στα θέματα της υποκεφαλαιοδότησης;

Όσοι διάβασαν το σχετικό άρθρο ακόμη προσπαθούν να καταλάβουν τι εννοεί. Πολύ φοβούμαι ότι, εάν δεν υπάρξουν σοβαρές διευκρινίσεις και αλλαγές, το νομοσχέδιο, αντί να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο έγινε, θα κάνει τα πράγματα χειρότερα, αφού για μία ακόμη φορά θα αποδειχθεί ότι η πολιτική βούληση για σύγκρουση με τα κακώς κείμενα είναι ελλειμματική.

Ίσως επειδή τα συμφέροντα που καλούνται να συμμορφωθούν με τα διεθνώς ισχύοντα είναι αφενός ισχυρά και αφετέρου δεν διανοούνται να χάσουν την Ελλάδα από τη λίστα των «εύκολων κρατών» για τις μπίζνες και τα κέρδη τους. Ίσως επειδή όπως έλεγε και ο προσφάτως εκδημήσας Σπύρος Καλογήρου είναι «πολλά τα λεφτά, Άρη».

Ελπίζω να διαψευστώ και, όταν γίνει η σχετική συζήτηση στη Βουλή, όλα να διορθωθούν. Για το καλό της χώρας, της οικονομίας, αλλά και το συμφέρον της ίδιας της κυβέρνησης.

Δευτέρα, Ιουνίου 29, 2009

 

Ας διαλέξει ο Καρ.Παπούλιας (27-06-2009)

Στη χώρα που ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα, λογικό είναι ο δημόσιος βίος και η πολιτική ζωή να αναλύονται, αλλά και οι εξελίξεις να δρομολογούνται με βάση σενάρια, εικασίες, προτιμήσεις και προφητείες.

Μάλιστα, η πολιτική υπανάπτυξη ενδύεται με μπόλικη σοβαροφάνεια και περισσή θεσμολαγνεία, προκειμένου να εμφανίζεται ως ανταποκρινόμενη δήθεν στις σύγχρονες ανάγκες μιας αναπτυγμένης δυτικοευρωπαϊκής δημοκρατίας. Τελευταίο σύμπτωμα αυτής της νόσου των δημοσιολογούντων η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και η συσχέτισή της με τις πολιτικές εξελίξεις.

Το τι μπαρούφα λέγεται και γράφεται είναι άνευ προηγουμένου. Μπορεί και το ένα και το άλλο κόμμα εξουσίας να κάνουν όποια πολιτικά παιχνίδια θέλουν. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όπως και τα κόμματα, έτσι και ο Κάρ. Παπούλιας μπορεί να έχει, και ίσως έχει, και πάντως σίγουρα δικαιούται να έχει, μια προσωπική στρατηγική. Αυτή της επανεκλογής του. Απόλυτα θεμιτή και φυσιολογική. Εμάς αυτό που μας ενδιαφέρει -και ενδιαφέρει και τους αναγνώστες μας- είναι η αλήθεια. Καθαρή, γυμνή, κυνική, ψυχρή, δίχως ίχνος θεσμολαγνείας.

Ας δούμε, λοιπόν, πώς έχουν τα πράγματα και ας προσπαθήσουμε να καταρρίψουμε κάποιους μύθους ή, καλύτερα, να ξεσκεπάσουμε κάποιες υποκρισίες σχετικά με το θέμα.

Ναι, το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να μπλοκάρει αριθμητικά την επανεκλογή Παπούλια. Το γράψαμε και παλαιότερα, το επαναλάβαμε και στο προηγούμενο φύλλο. Εάν το ΚΚΕ συνταχθεί με την κυβερνητική θέση, ο Κάρ. Παπούλιας μπορεί να επανεκλεγεί, καθώς στο μπλοκ Ν.Δ. - ΚΚΕ θα αθροιστούν και οι ψήφοι του κόμματος του Γ. Καρατζαφέρη, όστις έχει ταχθεί υπέρ της επανεκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Στην περίπτωση αυτή, είναι αδιάφορο το τι θα πράξει ο ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί είτε να πει «ναι» είτε «όχι». Υποθέτουμε, έχοντας την ασφάλεια της αδιάφορης ψήφου του, ότι θα πει «όχι» εφόσον πει «ναι» το ΚΚΕ. Θα υποχρεωνόταν μάλλον να πει «ναι» εάν ο ΛΑΟΣ έλεγε «όχι», επειδή μια πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, με δεδομένο το πρόβλημα συνοχής που αντιμετωπίζει, ίσως έθετε εν κινδύνω την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση.

Το κλειδί, λοιπόν, είναι το ΚΚΕ. Θα πει «ναι», αναλαμβάνοντας να πληρώσει το πολιτικό και εκλογικό κόστος που συνεπάγεται η σύμπλευση με τη Ν.Δ. και τον ΛΑΟΣ; Δύσκολα. Από την άλλη, βέβαια, έχει ως επιχειρήματα τα εξής:

Πρώτον, οι πολίτες εμφανίζονται να επιθυμούν συναινετική εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεύτερον, το 1995 είχε ψηφίσει μαζί με το ΠΑΣΟΚ την εκλογή Σαρτζετάκη. Τρίτον, μπορεί να επαναλάβει το πάγιο επιχείρημά του ότι ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. είναι το ίδιο πράγμα, οπότε δεν το ενδιαφέρουν τα μεταξύ τους πολιτικά παιχνίδια εξουσίας. Τέταρτον, μπορεί να οχυρωθεί πίσω από την υψηλή δημοφιλία του Κάρ. Παπούλια, υποστηρίζοντας ότι υπακούει έτσι στο λαϊκό αίσθημα. Και, πέμπτον, μπορεί να προπαγανδίσει τις κατά καιρούς εκφρασθείσες φιλεργατικές, πατριωτικές και κοινωνικά ευαίσθητες τοποθετήσεις του Κάρ. Παπούλια.

Είναι αλήθεια ότι όλα αυτά συγκροτούν μια πειστική επιχειρηματολογία, πίσω από την οποία μπορεί να οχυρωθεί το ΚΚΕ για να πει το «ναι». Όμως, παρ’ όλα αυτά, το ΚΚΕ θα πληρώσει πολιτικά, εκλογικά και πιθανότατα στρατηγικά (με δεδομένο και το λεγόμενο «βρόμικο ’89») μια τέτοια σύμπραξη με τη Ν.Δ. και τον ΛΑΟΣ.

Και θα πληρώσει επειδή η κοινωνική πλειοψηφία εμφανίζεται να απαιτεί όσο το δυνατόν πιο σύντομα τη λύση του πολιτικού και οικονομικού προβλήματος της χώρας. Η ηγεσία του Περισσού θα πρέπει να λάβει, σ’ αυτή την περίπτωση, πολύ σοβαρά ανταλλάγματα για να δεχθεί να συμμετάσχει σ’ αυτό το παιχνίδι εξουσίας. Αν το ΚΚΕ πει «όχι», τότε τα πράγματα απλοποιούνται. Οι εκλογές θα γίνουν τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο του 2010.

Ερχόμαστε τώρα στον δεύτερο παράγοντα που μπορεί να καθορίσει τις εξελίξεις. Και αυτός είναι ο Κάρ. Παπούλιας. Αυτή τη στιγμή έχουμε δύο δεδομένα. Ο Κ. Καραμανλής λέει ότι η Ν.Δ. θα υποστηρίξει την επανεκλογή του και ο Γ. Παπανδρέου υποστηρίζει ότι θα επανεκλέξει τον Κάρ. Παπούλια αφού πρώτα γίνουν εκλογές.

Και οι δύο πολιτικοί αρχηγοί είναι ειλικρινείς. Είναι η μόνη θέση που μπορούν να έχουν. Ο μεν πρωθυπουργός επειδή επιθυμεί να «σπρώξει» όσο το δυνατόν πιο πίσω τις εκλογές, με την ελπίδα ότι μπορεί η κυβέρνησή του να γυρίσει το εις βάρος της παιχνίδι. Ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επειδή δεν θέλει να χάσει την ευκαιρία, προκειμένου το κόμμα του να επιστρέψει στην εξουσία. Όσοι υποστηρίζουν τη διακομματική (με τις ψήφους της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ) επανεκλογή του Κάρ. Παπούλια προβάλλουν ως επιχείρημα το υπερκομματικό του θεσμού, τον σεβασμό στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας και την επιταγή-ερμηνεία του συντάγματος για αποδέσμευση της προεδρικής εκλογής από τις κομματικές αντιπαραθέσεις.

Μάλιστα, τα επιχειρήματα αυτά συμπληρώνονται και με ένα τέταρτο. Ότι δήθεν ο Κάρ. Παπούλιας δεν μπορεί να δεχθεί να επανεκλεγεί ως μονοκομματικός υποψήφιος μετά από εκλογές, όταν την πρώτη φορά, το 2005, εξελέγη με τις ψήφους και των δύο κομμάτων.

Λοιπόν, ας σταματήσει η υποκρισία. Η προεδρική εκλογή είναι πολιτική πράξη, δεν είναι απολίτικη θεσμική υποχρέωση. Όλες οι εκλογές Προέδρου της Δημοκρατίας είχαν έντονο το πολιτικό στοιχείο. Ήταν αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών, υποταγμένων απόλυτα στη συγκυρία και το κομματικό συμφέρον.

Αυτό έγινε, το 1980, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Όντας διορατικός πολιτικός και βλέποντας την έλευση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, μεθόδευσε τη μονοκομματική μετάβασή του στην Προεδρία. Ολωσδιόλου πολιτική ήταν και η επιλογή του Χρ. Σαρτζετάκη από τον Ανδρ. Παπανδρέου. Άκρως πολιτική και αμιγώς μονοκομματική ήταν η εκ νέου εκλογή του Κ. Καραμανλή το 1990 από τον Κ. Μητσοτάκη. Καθαρή πολιτική ιδιοτέλεια υπήρχε και στην επιλογή του Κ. Στεφανόπουλου, το 1995, από το ΠΑΣΟΚ και την ΠΟΛΑΝ του Αντ. Σαμαρά. Ακραία κομματική σκοπιμότητα υπήρχε και στην επανεκλογή, το 2000, του Κ. Στεφανόπουλου. Εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ γιατί είχε κερδίσει τις εκλογές και δεν είχε λόγο να μην υποστηρίξει τον «ευπρεπή δεξιό» Πρόεδρο, ο οποίος συν τοις άλλοις εξυπηρετούσε τον Κ. Σημίτη στην «αιχμαλωσία» (μέσω και του «εκσυγχρονισμού») της «πεφωτισμένης Κεντροδεξιάς».

Από τη Ν.Δ. επειδή ο Κώστας Καραμανλής είχε μόλις πριν από λίγους μήνες ηττηθεί και δεν ήθελε να διακινδυνεύσει μια νέα ήττα, η οποία πιθανότατα θα τερμάτιζε τη δική του αρχηγική πολιτική καριέρα και θα έβαζε σε περιδίνηση με άγνωστα αποτελέσματα τη συντηρητική παράταξη. Αποτέλεσμα κομματικών σκοπιμοτήτων ήταν και η εκλογή του Κάρ. Παπούλια το 2005.

Ο Κ. Καραμανλής είχε ήδη κερδίσει δύο εκλογές (εθνικές και ευρωεκλογές το 2004), ήταν απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού και μέσω της επιλογής ενός στελέχους από την αντίπαλη παράταξη στόχευε στον διεμβολισμό του ΠΑΣΟΚ και στην εμπέδωση της ηγεμονίας του.

Ο Γ. Παπανδρέου, έχοντας ήδη χάσει δύο εκλογές, είδε ως σανίδα σωτηρίας την υπόδειξη του Κάρ. Παπούλια, προκειμένου να μην υποστεί σε έναν χρόνο μια τρίτη ήττα, που θα τον έβγαζε πιθανότατα εκτός παιχνιδιού. Όλες, λοιπόν, οι προεδρικές εκλογές είχαν έντονο το στοιχείο των πολιτικών, κομματικών και προσωπικών (της ηγεσίας) στρατηγικών. Εξυπηρετούσαν σκοπιμότητες και ανταποκρίνονταν στα καθήκοντα της συγκυρίας. Το ίδιο ισχύει και για το 2010. Με βάση αυτές τις πολιτικές σκοπιμότητες, τις κομματικές ιδιοτέλειες και τις προσωπικές στρατηγικές των Κ. Καραμανλή και Γ. Παπανδρέου γίνονταν οι τοποθετήσεις για τον Κάρ. Παπούλια.

Όσα λέγονται για τον υπερκομματικό θεσμό, το σύνταγμα και τον σεβασμό στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι για το θεαθήναι. Όπως σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, έτσι και στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας θα αποτυπωθεί ένας πολιτικός συσχετισμός και μια στρατηγική εξουσίας και διακυβέρνησης.

Με απλά λόγια, είτε θα συνεχιστεί η διακυβέρνηση από τη Ν.Δ. είτε θα αλλάξει βάρδια η εξουσία. Αυτό θα κριθεί τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο του 2010. Όσες πολιτικές δυνάμεις πιστεύουν το πρώτο θα ταχθούν υπέρ της επανεκλογής Παπούλια. Όσες πιστεύουν το δεύτερο θα επανεκλέξουν τον Κάρ. Παπούλια, αφού προηγουμένως διενεργηθούν εκλογές.

Εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος του ίδιου του Κάρ. Παπούλια. Θα σταθεί στο τυπικό της πρώτης διακομματικής του εκλογής ή θα προτιμήσει να λειτουργήσει ουσιαστικά ως πολιτικός παράγων, επηρεάζοντας τις εξελίξεις στη χώρα; Θα ενδυθεί τη λεοντή του ανεύθυνου δήθεν άρχοντος ή θα μιμηθεί τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος ουδέποτε επέτρεψε στον εαυτό του να απολέσει το ύπατο αξίωμα τα πολιτικά του χαρακτηριστικά; Διέπλασε τον θεσμό, προσαρμόζοντάς τον στις προτεραιότητες και τις αξίες της χώρας, όπως ο ίδιος τις κατανοούσε και ιεραρχούσε, παρά υποτάχθηκε στον αφυδατωμένο πολιτικοθεσμικά ρόλο της Προεδρίας. Αυτή είναι η πρόκληση στην οποία πρέπει να απαντήσει ο Κάρ. Παπούλιας.

Μάλιστα, το δίλημμα δεν είναι αν θα γίνει Καραμανλής ή Στεφανόπουλος, αφού ο Κ. Στεφανόπουλος και το 1995 και το 2000 συντάχθηκε (αποδεχόμενος το χρίσμα) με το κυρίαρχο ρεύμα στην κοινωνία και την πολιτική που ήταν η ένταξη στην ΟΝΕ, η είσοδος της Κύπρου στην Ε.Ε., ο εκσυγχρονισμός κ.ά. Το 2005 όταν εξελέγη ο Κάρ. Παπούλιας κυριαρχούσε η Νέα Διακυβέρνηση, η επανίδρυση του κράτους, η σύγκρουση με τα συμφέροντα, το «σεμνά και ταπεινά» κ.ά.

Σήμερα, ποιο θεωρεί ο Κάρ. Παπούλιας ως κυρίαρχο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό αιτούμενο και ρεύμα; Από τη στάση που θα επιλέξει να κρατήσει στις προτάσεις που θα του γίνουν θα κριθεί και ο ίδιος.
Θα αποκαλύψει τις προτεραιότητες και τις αξίες τις οποίες θεωρεί ότι θα πρέπει να έχουν η κοινωνία, η οικονομία και η πολιτική. Η κοινωνία δεν «καθοδηγείται»μόνο με παραινέσεις, σφραγίζεται και από τις συμπεριφορές. Και τις απαντήσεις που δίνονται σε κρίσιμες στιγμές.

Εάν ο Κάρ. Παπούλιας θεωρεί ότι αυτά είτε δεν είναι της αρμοδιότητός του είτε είναι κούφια λόγια, αφού δήθεν οι προτάσεις και των δύο κομμάτων εξουσίας δεν πρόκειται να αλλάξουν τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα της χώρας, μπορεί να νίψει τα χέρια του ως Πόντιος Πιλάτος και να περιμένει να δει ποια πρόταση όσον αφορά την προεδρική εκλογή θα ευδοκιμήσει.

Το μόνο που δεν επιτρέπεται στον Κάρ. Παπούλια είναι να έχει μια προσωπική στρατηγική επανεκλογής και να προσπαθήσει να επηρεάσει ή να υποτάξει τους πολιτικούς συσχετισμούς σ’ αυτήν. Μπορεί να οφείλει χάρη στον Κ. Καραμανλή που τον υπέδειξε για το αξίωμα το 2005, αλλά εξίσου οφείλει χάρη και στον Γ. Παπανδρέου που τον απεδέχθη.

Και οι δύο το έπραξαν για δικούς τους λόγους. Το ίδιο ισχύει και σήμερα. Μόνο που σήμερα οι πολιτικές στρατηγικές των Κ. Καραμανλή και Γ. Παπανδρέου είναι αποκλίνουσες. Ο ένας τον προτείνει για να αποφύγει τις εκλογές και ο άλλος, επειδή θέλει τις εκλογές, προτείνει να εκλεγεί μετά το στήσιμο της κάλπης. Ο ένας θέλει να παραμείνει πρωθυπουργός και ο άλλος θέλει να γίνει. Και οι δύο για τους δικούς τους λόγους. Επειδή έτσι θεωρούν ότι υπηρετείται το συμφέρον της χώρας. Και επειδή στη χώρα μας τις αποφάσεις τις παίρνουν οι πρωθυπουργοί και οι κυβερνήσεις τους, προηγούνται οι επιθυμίες τους του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Δυστυχώς για τον Κάρ. Παπούλια, η τυχόν επιθυμία επανεκλογής του δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην επιθυμία τού ενός ή του άλλου. Ούτε μπορεί το συμφέρον του να είναι υπεράνω του συμφέροντος του ενός ή του άλλου. Ο Κάρ. Παπούλιας πρέπει, λοιπόν, εφόσον επιθυμεί την επανεκλογή του, να διαλέξει. Αν θα εκλεγεί από τον Κ. Καραμανλή ή από τον Γ. Παπανδρέου. Για την επιλογή του, ως είναι φυσικό, θα κριθεί και από τους πολίτες και από την Ιστορία.

Υπάρχει, βέβαια, και το καλό σενάριο για τον όντως άριστο Πρόεδρο Κάρ. Παπούλια. Να έχουν προηγηθεί της προεδρικής εκλογής εθνικές εκλογές. Έτσι, ούτε ο ίδιος θα μπει στη βάσανο του διλήμματος ούτε και εμείς θα μάθουμε τι επρόκειτο στην περίπτωση αυτή να πράξει...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]