Παρασκευή, Δεκεμβρίου 22, 2006

 

Τα φάλτσα κάλαντα... (22-12-2006)

Σίγουρα ο πρωθυπουργός περίμενε τα Χριστούγεννα να είναι καλύτερα για τον ίδιο και την κυβέρνησή του. Χωρίς σκοτούρες και ημικρανίες. Σουφλιάς και Πολύδωρας -και οι δύο αντίπαλοι του Κ. Καραμανλή για την αρχηγία της Νέας Δημοκρατίας- είχαν, όμως, διαφορετική γνώμη.

Φρόντισαν, αν και χειμώνας, να του κάνουν το... μαγαζί καλοκαιρινό. Και μάλιστα σε δύο θέματα που πλήττουν την πολιτική και τη φιλοσοφία του Καραμανλή όσον αφορά τις σχέσεις του με την Αριστερά. Ο μεν Σουφλιάς, αντιτιθέμενος στην «καθαρή» ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ, διεγείρει τα κρατικιστικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας, ο δε Πολύδωρας -με την ακράτεια δηλώσεων υπέρ της Αστυνομίας και κατά του ΣΥΝ, του ΠΑΜΕ, αλλά και του ΠΑΣΟΚ- επαναφέρει στη μνήμη τον αυταρχισμό της δεξιάς. Και οι δύο από διαφορετική θέση αιμοδοτούν τη συγκρότηση του λεγόμενου αντιδεξιού μπλοκ.

Η στάση και των δύο υπουργών, εκτός από τη σύγχυση που δημιουργείται στον κόσμο για την αξιοπιστία των προθέσεων του πρωθυπουργού σχετικά με το δημόσιο συμφέρον και την ειλικρίνεια των δηλώσεών του για άρση των διαχωριστικών γραμμών στην πολιτική ζωή, αμφισβητεί ευθέως την κυβερνητική συνοχή και, κατ’ επέκτασιν, την ικανότητα του πρωθυπουργού να τη διασφαλίζει. Όσο μάλιστα ο Κ. Καραμανλής δεν επαναφέρει στην τάξη τους δύο «εκτός γραμμής» υπουργούς δίνει την εντύπωση ότι όντως προτιμά τη στάση ενός ουδέτερου παρατηρητή (όπως τον κατηγορεί η αντιπολίτευση), κάτι που δεν συνάδει ούτε με το αξίωμα που κατέχει, ούτε με το imperium που αυτό συνεπάγεται.

Είναι απορίας άξιον λοιπόν που ο πρωθυπουργός επιμένει, με την απραξία του, να δίνει επιχειρήματα σε όσους υποστηρίζουν ότι αυτό που τον ενδιαφέρει πρωτίστως είναι να μη «χαλάσει η ζαχαρένια του».

Υπάρχει, όμως, και κάτι χειρότερο. Η υποτιθέμενη στάση «καλοπέρασης» μετατρέπεται σε αδυναμία, όταν πηγές από το περιβάλλον του διοχετεύουν ότι είναι δυσαρεστημένος ή ακόμα και έξαλλος με τη στάση των δύο υπουργών του. Αν είναι δυσαρεστημένος, οφείλει πάραυτα να άρει τα αίτια της δυσαρέσκειας και της οργής του. Όταν μάλιστα, αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία, είχε αναγάγει -με επίσημες δηλώσεις του- τη συλλογικότητα και τη συνοχή της κυβέρνησης σε βασικό όρο άσκησης της εξουσίας, τότε είναι διπλά υποχρεωμένος να το πράξει. Όσο δεν το πράττει, δίνει την ευκαιρία στο ΠΑΣΟΚ να επικοινωνήσει ξανά με τον χώρο της Αριστεράς και να μετακινήσει το εκκρεμές της ηγεμονίας προς τον χώρο της Κεντροαριστεράς, με όποιες επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτό στο αποτέλεσμα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης.

Σίγουρα ο Γ. Παπανδρέου τρίβει τα χέρια του με τα όσα συμβαίνουν. Από εκεί που η πολιτική των κυβερνήσεων Σημίτη είχε ορθώσει τείχη στον διάλογο του ΠΑΣΟΚ με το μη κρατικοδίαιτο κομμάτι της Αριστεράς, τώρα του δίνεται μια θαυμάσια ευκαιρία να προπαγανδίζει ότι «η Δεξιά δεν άλλαξε». Είναι δε εντελώς φαιδρό το επιχείρημα ότι ο Πολύδωρας επιτιθέμενος στον ΣΥΝ τον ενισχύει να πάρει ψήφους από τα αριστερά του ΠΑΣΟΚ και υπερασπιζόμενος τα «έργα» της Αστυνομίας λεηλατεί τον Καρατζαφέρη από δεξιά.

Ο Πολύδωρας το μόνο που καταφέρνει είναι να αμαυρώνει το συναινετικό και δημοκρατικό προφίλ της κυβέρνησης της Ν.Δ. και να «γεμίζει» το αντιαυταρχικό, αντιδεξιό, δημοκρατικό μέτωπο. Ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι, κάθε φορά που τίθεται ένα τέτοιας υφής πρόβλημα στην κοινωνία, ωφελημένος βγαίνει πάντα ο πόλος εκείνος του μετώπου που έχει τη δυνατότητα, καταλαμβάνοντας την εξουσία, να εξαλείψει το πρόβλημα και να επαναφέρει τη δημοκρατική τάξη. Τα άλλα είναι μικροπολιτικές και εκλογικοί κομπογιαννιτισμοί, που ποτέ δεν ευδοκίμησαν.

Εκ των πραγμάτων, όταν τίθεται ένα τέτοιο θέμα, ανεβαίνουν οι τόνοι της αντιπαράθεσης και ενισχύεται η πόλωση. Το ΠΑΣΟΚ έχει κάθε λόγο να το συντηρεί, γιατί ευελπιστεί να βγει κερδισμένο από το γεγονός και μόνο ότι δημιουργείται αντικυβερνητικό μέτωπο. Ο ΣΥΝ σίγουρα έχει κάθε λόγο να γίνεται πιο «εμπρηστικός» στην αντιπαράθεση με την κυβέρνηση, επειδή έτσι καθίσταται διακριτή η παρουσία του στην πολιτική σκηνή και ενισχύεται ο λόγος ύπαρξής του. Υποχρεωμένο όμως είναι να ακολουθήσει και το ΚΚΕ, όχι μόνον επειδή δεν θέλει να του κολλάνε τη ρετσινιά του «συμμάχου» με την κυβέρνηση, αλλά και γιατί σε διαφορετική περίπτωση θ’ αρχίσουν να φυλλορροούν οι οπαδοί του. Ενδεχομένως, μάλιστα, και προκειμένου να διατηρήσει τον τίτλο του «ασυμβίβαστου», να υπερκεράσει το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΝ σε τόνους και μορφές αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση.

Ακόμη και συμφωνίες να υπήρχαν, αυτές δεν μπορούν, όταν δημιουργείται ένα τέτοιο πρόβλημα, να τηρηθούν. Οι όροι στρατηγικής ύπαρξης είναι ισχυρότερες των όποιων τακτικών συμμαχιών. Αν λοιπόν η ακράτεια των δηλώσεων Πολύδωρα εκθέτει τη Ν.Δ. σε κινδύνους από αριστερά, οι θέσεις Σουφλιά είναι περισσότερον επώδυνη για την κυβέρνηση.

Ας δούμε γιατί. Όπως προείπαμε, δημιουργεί ρήγμα στην κυβερνητική συνοχή. Εκθέτει τον Καραμανλή επειδή τον εμφανίζει άπραγο και, κατ’ επέκτασιν, ανίσχυρο. Δημιουργεί σύγχυση σχετικά με το ποια είναι ακριβώς η θέση της κυβέρνησης στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων. Αυτό αποδιώχνει τους ξένους επενδυτές και αποδιαρθρώνει το μεταρρυθμιστικό μέτωπο που, όπως λένε, θέλει να οικοδομήσει ο Καραμανλής προκειμένου να το θέσει ως δίλημμα στο εκλογικό σώμα. Ενισχύει τις φωνές της αντιπολίτευσης περί «ξεπουλήματος» του δημόσιου πλούτου και μη υπεράσπισης του δημόσιου και εθνικού συμφέροντος. Η διαφωνία για την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ γίνεται στρατηγική διαφορά για τον ρόλο του κράτους και του επιχειρείν ή όχι του Δημοσίου. Μια τέτοια αντιπαράθεση δεν βάζει απέναντι μόνον την, κατά βάση κρατικιστική, Αριστερά, αλλά και δυνάμεις της κοινωνικής Δεξιάς, καθώς και τμήματα του λεγόμενου μεσαίου χώρου.

Σε μια περίοδο γενικευμένης ανασφάλειας (οικονομική δυσπραγία, ανεργία, ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό πρόβλημα κ.ά.), όταν τίθεται -και μάλιστα προς το τέλος της τετραετίας της κυβέρνησης- θέμα ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ, λογικό είναι να αντιδρούν έντονα όχι μόνον οι συνδικαλιστικές συντεχνίες, αλλά και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που φοβούνται για τη δουλειά τους. Και δεν είναι μόνον οι εργαζόμενοι στον ΟΤΕ, είναι και στη ΔΕΗ, πιθανώς στην ΕΥΔΑΠ, αλλά και στις άλλες δημόσιες επιχειρήσεις που τώρα αρχίζουν ν’ ανησυχούν και αύριο να κινητοποιούνται, αφού -όπως διοχετεύεται και ψιθυρίζεται- το επόμενο μετά τις εκλογές κύμα ιδιωτικοποιήσεων θα αφορά και αυτούς. Εκτός όμως από τους εργαζόμενους στις δημόσιες επιχειρήσεις -που ο αριθμός τους συνιστά κρίσιμο εκλογικό μέγεθος, ανασφάλεια από την ιδιωτικοποίηση δημόσιων λειτουργιών του κράτους (τηλέφωνο τώρα, φως και νερό πιθανότατα αύριο) νιώθουν ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, και ιδιαίτερα τα λαϊκά και οικονομικά ασθενή, που θα κληθούν να πληρώσουν τους (αυξημένους) λογαριασμούς.

Μπορεί με την πυγμή και την τάξη να κερδίζεις τον αστυνομικό και τον στρατιωτικό ή με την ηθική τους πιστούς της Εκκλησίας, όμως και οι δύο αυτές αξίες είναι υποδεέστερες του βιοτικού επιπέδου. Οι πολίτες τη σήμερον ημέρα είθισται να ψηφίζουν με βάση την τσέπη τους και όχι τις αξίες τους – που ούτως ή άλλως είναι «χυλός». Η νεοσυντηρητική πλειοψηφία και ηγεμονία μπορεί να διατηρηθεί, όταν βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο και τους δείκτες κοινωνικής ευαισθησίας και αλληλεγγύης. Οι αξιακές πολιτικές μπορούν να ευδοκιμήσουν εκλογικά όταν δεν αδειάζουν τις τσέπες και δεν παγώνουν τη ζωή των ανθρώπων.

Για να πετύχει μια «μεταρρυθμιστική» πολιτική ιδιωτικοποιήσεων και μείωσης του Δημοσίου στο επιχειρείν, χρειάζεται νωπή τη λαϊκή ετυμηγορία και αρραγές κυβερνητικό μέτωπο. Όταν το μέτωπο διασπάται εκ των έσω, επιτείνεται η σύγχυση και τα επιχειρήματα του αντιπάλου έχουν πολυπληθέστερο ακροατήριο. Ο Γ. Σουφλιάς με τις δηλώσεις του δεν αθροίζει δυνάμεις στο μεταρρυθμιστικό μέτωπο επειδή δήθεν υπάρχει και η άλλη προσέγγιση. Αν η διαφοροποίησή του έχει σκοπό να κρατήσει η Ν.Δ. ισορροπία σε δυο βάρκες, το μόνο σίγουρο είναι ότι το κυβερνών κόμμα θα μείνει μισοπέλαγα. Η διαφοροποίηση αδυνατίζει την κυρίαρχη κυβερνητική βούληση και ενδυναμώνει την αντιπολιτευτική ρητορική. Σε ριζικές μεταρρυθμίσεις και μεγάλες τομές στην κοινωνία, το πολιτικό μέτωπο αυτού που το επιχειρεί πρέπει να είναι ενιαίο, αρραγές και, ει δυνατόν, να δημιουργεί αισιοδοξία.

Αυτό που παρατηρούμε στην περίπτωση ΟΤΕ και Σουφλιά είναι γκρίνια, διχασμός, φόβος και πεσιμισμός. Οι προϋποθέσεις επιτυχίας του εγχειρήματος είναι λοιπόν περιορισμένες και γι’ αυτό τον λόγο, όπως φαίνεται, θα στριμωχτεί κι αυτό στην ατζέντα της δεύτερης τετραετίας. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο σφάλμα της κυβέρνησης Καραμανλή. Στοιβάζει πολλά για τη δεύτερη τετραετία. Πολλά και καυτά. Αυτό λένε ότι το κάνει ο Καραμανλής επειδή θέλει να πάει στις εκλογές με το δίλημμα «μεταρρυθμίσεις ή όχι». Δεν ξέρω αν οι κοινωνικές δυνάμεις που είναι υπέρ όλων αυτών των μεταρρυθμίσεων (ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό, ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων, παιδεία κ.ά.) είναι πλειοψηφία. Ο «πειραματισμός» που έγινε (με δηλώσεις, νομοθετικές απόπειρες κ.ά.) μάλλον δεν έχουν δημιουργήσει πλειοψηφικό ρεύμα. Αντίθετα, η εντύπωση που κυριαρχεί είναι η αρνητική εκδοχή των μεταρρυθμίσεων.

Δεν ξέρω πολλούς που θα ψηφίσουν για να μειωθούν οι συντάξεις, να αυξηθούν τα όρια ηλικίας, να υπάρχει επιπλέον συμμετοχή για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, να αυξηθούν τα τιμολόγια, να χαθούν θέσεις εργασίας, να, να, να... όλα τα αρνητικά που επιτυχώς προπαγανδίζονται από την αντιπολίτευση και ανεπιτυχώς δεν υποστηρίζονται τα θετικά από τη συμπολίτευση. Δεν είναι πολλοί αυτοί που θα σε ψηφίσουν για να τους «σφάξεις». Αντίθετα, είναι πολύ περισσότεροι αυτοί που φαντασιώνονται με κεκτημένα ή και «πιλάφια».

Αν μια εκλογική στρατηγική θέλει να είναι πετυχημένη, δεν μπορεί παρά να υπόσχεται «καλύτερες μέρες». Τα φαινόμενα Πολύδωρα και Σουφλιά μόνον τέτοιες δεν προοιωνίζονται. Αν λοιπόν ο Καραμανλής θέλει να ελπίζει σε μια δεύτερη τετραετία και να μην την πατήσει σαν τον Μητσοτάκη, μάλλον πρέπει να κόψει τον βήχα σε όσους ενδυναμώνουν την καχυποψία είτε ευθέως (Πολύδωρας) είτε εξ αντιδιαστολής (Σουφλιάς) για τα επερχόμενα.

Να προτάξει δε την αισιοδοξία των «καλύτερων ημερών» που μπορεί να φέρει η άρση της επιτήρησης τον Απρίλιο. Αντίθετα, ο Γ. Παπανδρέου πρέπει να «κάψει» την αισιοδοξία των καλύτερων ημερών ένεκα της άρσης της απογραφής, φουντώνοντας τις φωτιές που έβαλαν στο κυβερνητικό στρατόπεδο ο Πολύδωρας, ο Σουφλιάς, αλλά και οι... φιλόλογοι της «μεταρρυθμιστικής καταιγίδας» την επαύριο των εκλογών. Τόσο απλά και τόσο αντίθετα. Την εορταστική περίοδο που άρχεται, καλόν είναι λοιπόν οι δύο πολιτικοί αρχηγοί να την εκμεταλλευτούν όχι για να ξεκουραστούν (κι άλλο;) αλλά για να προετοιμαστούν καλύτερα για τα «κάλαντα» που θα πουν στον λαό το 2007, προκειμένου να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του και την κυβερνητική εξουσία...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]