Δευτέρα, Νοεμβρίου 03, 2008

 

Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας (01-11-2008)

Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι. Τη λαϊκή αυτή παροιμία θυμίζει το ΠΑΣΟΚ. Διαγενομένου του χρόνου, το κόμμα του Γιώργου Παπανδρέου γυρνάει ένα μετά το άλλο τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων υπέρ του.

Την άνοιξη όλοι οι δείκτες ευνοούσαν την κυβέρνηση και τον Κ. Καραμανλή. Σχεδόν άπαντες προφήτευαν το τέλος του ΠΑΣΟΚ, του αρχηγού του, του δικομματισμού και σκαρφίζονταν σενάρια επί (δημοσιογραφικού) χάρτου και (τηλεοπτικών) παραθύρων. Υπήρχε μια απίστευτη πλειοδοσία καταστροφής.

Μετά το καλοκαίρι, το τοπίο είναι εντελώς άλλο. Κατ αρχήν, ο Γ. Παπανδρέου κέρδισε το ηθικό πλεονέκτημα από τον Κ. Καραμανλή. Το σκάνδαλο του Βατοπεδίου ήταν καθοριστικό, αφού προστέθηκε στο σκάνδαλο των ομολόγων.

Μετά ήρθε η αλλαγή στις κομματικές συσπειρώσεις. Του ΠΑΣΟΚ ανέβηκε, ενώ της Ν.Δ. έπεσε. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων μειώθηκε εντυπωσιακά. Ταυτόχρονα άρχισε να «ξεφουσκώνει» η δημοσκοπική πάχυνση του ΣΥΡΙΖΑ, ως αποτέλεσμα της πείσμονος αρνήσεως της ηγεσίας του να αποδεχθεί την πρόταση για κυβερνητική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ.

Η πλημμελής έως κακή διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων, και δη των μεγάλων θεμάτων, εκ μέρους της κυβέρνησης έφερε ανατροπές στη γνώμη των πολιτών για το «ποιος μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τα προβλήματα». Το ΠΑΣΟΚ και ο Γ. Παπανδρέου κέρδιζαν πόντους και σ’ αυτού του τύπου τις συγκρίσεις.

Απέμενε πλέον ο «σκληρός πυρήνας» των δημοσκοπήσεων. Οι τρεις ερωτήσεις που είναι το «ζουμί» της κάθε έρευνας κοινής γνώμης. Η πρόθεση ψήφου, η παράσταση νίκης και η καταλληλότητα για την πρωθυπουργία. Και στα τρία η Ν.Δ. και ο Κ. Καραμανλής υπερτερούσαν. Μπορεί η αξιωματική αντιπολίτευση και ο αρχηγός της να βελτίωναν τις επιδόσεις τους, όμως ο «σκληρός πυρήνας» άντεχε.

Επ’ αυτού γίνονταν και όλες οι πολιτικές αναλύσεις και οι κομματικοί σχεδιασμοί για εκλογές την άνοιξη του 2009. Έχοντας το προβάδισμα στις απαντήσεις στα τρία ερωτήματα, ο Κ. Καραμανλής συνέχισε, πρώτον, την παραλυτική πολιτική ισορροπιών έναντι των λεγόμενων «ανταρτών» της συμπολίτευσης, δεύτερον, να αγνοεί την ογκούμενη κοινωνική δυσφορία ένεκα της οικονομικής δυσπραγίας και, τρίτον, να επιμένει στην αλαζονική συμπεριφορά, παρά τα προβλήματα ηθικής και πολιτικής τάξης που ανέκυψαν εξαιτίας της συμπεριφοράς κυβερνητικών στελεχών. Η ΔΕΘ ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Στην αρχή η Ν.Δ. έχασε το προβάδισμα στην πρόθεση ψήφου. Όλες οι δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν κατέγραφαν μικρό ή μεγαλύτερο προβάδισμα του ΠΑΣΟΚ. Από μία έως δύο μονάδες. Αυτή η διαφορά παγιώθηκε. Το πρώτο «κάστρο» του «σκληρού πυρήνα» είχε πέσει. Τώρα ξεπερνά και τις δύο μονάδες. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση της Μέτρον Analysis (για τον ΑΝΤ1), είναι 2,5%.

Για αρκετούς η συγκεκριμένη μέτρηση είναι... μετρημένη. Θεωρούν ότι η διαφορά είναι μεγαλύτερη. Αγγίζει, ίσως και να ξεπερνά, τις τρεις μονάδες. Η αλλαγή της ψυχολογίας μεταξύ των οπαδών των κομμάτων είναι ο ένας παράγοντας που ερμηνεύει τη νέα κατάσταση. Ο άλλος είναι η ανασφάλεια από την ενσκήψασα χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Αυτή ευνοεί το ΠΑΣΟΚ.

Η παρούσα κρίση δεν είναι όπως οι πυρκαγιές του περσινού καλοκαιριού. Τότε είχαμε μια απρόβλεπτη φυσική καταστροφή. Τώρα έχουμε την κατάρρευση ενός συγκεκριμένου μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και εξέλιξης.

Στη φυσική καταστροφή οι πολίτες είθισται να συσπειρώνονται γύρω από τις υπάρχουσες κυβερνητικές ηγεσίες και ιδιαίτερα όταν ο αντίπαλος πολιτικός πόλος είναι εξασθενημένος, όπως ήταν το ΠΑΣΟΚ. Στην παρούσα (οικονομική) κρίση, καταρρέει διεθνώς το μοντέλο ανάπτυξης το οποίο υιοθετεί στα καθ’ ημάς η κυβέρνηση και οι ελπίδες διεθνώς στρέφονται στο κοινωνικοοικονομικό μοντέλο, τη σοσιαλδημοκρατία, την οποία στα καθ’ ημάς εκφράζει η αξιωματική αντιπολίτευση.

Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που έπεσε, όπως έδειξε η δημοσκόπηση της Μέτρον Analysis, και το «δεύτερο κάστρο», αυτό της παράστασης νίκης. Το πιθανότερο είναι ότι οι πολίτες δεν πιστεύουν απλώς ότι θα κερδίσει το ΠΑΣΟΚ επειδή δεν πάει καλά η Ν.Δ., αλλά μάλλον θέλουν να κερδίσει το ΠΑΣΟΚ επειδή θεωρούν ότι θα αντιμετωπίσει την κρίση με μεγαλύτερη ευαισθησία και επιμέλεια γι’ αυτούς.

Όσο η Ν.Δ. επιμένει να «φορτώνει» τα δεινά στον ξένο παράγοντα αρνούμενη ν’ αλλάξει το μείγμα της υφιστάμενης δικής της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, τόσο ο λελογισμένος και φυσιολογικός για τα πολιτικά ήθη λαϊκισμός του ΠΑΣΟΚ θα κερδίζει έδαφος και ψήφους μεταξύ των πολιτών. Αν η υπευθυνότητα και η στιβαρότητα ήταν αποτελεσματική εκλογική τακτική το 2007, η εμμονή σήμερα στη δημοσιονομική πειθαρχία -παρ’ ότι ορθή από άποψη διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων- είναι καταστροφική εκλογικά.

Όσο ο Κ. Καραμανλής επιμένει να εμφανίζεται ως εκφραστής του εφικτού και ο Γ. Παπανδρέου του επιθυμητού, τόσο η ζυγαριά θα γέρνει υπέρ του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δεδομένης της κρίσης, μοιραία οι δύο ρόλοι που έχουν επιλέξει για τον εαυτό τους -ίσως και αντικειμενικά αφού ο ένας είναι πρωθυπουργός ενώ ο άλλος οιονεί- θα οδηγήσουν στο να πέσει και το τρίτο «κάστρο», αυτό της καταλληλότητας για την πρωθυπουργία. Και τότε η κατάσταση θα είναι μη αναστρέψιμη για την κυβέρνηση. Η βλάβη θα έχει καταστεί ανήκεστος. Ήδη, πάντως, τα πρώτα σημάδια φαίνονται. Από τις 15 έως και τις 30 μονάδες που ήταν η διαφορά στην καταλληλότητα, έχει πέσει στις επτά.

Αν, μάλιστα, ο Γ. Παπανδρέου καταφέρει εκτός από εκφραστής του επιθυμητού να εμφανίζεται, μέσω συγκεκριμένων (αντι)προτάσεων, και ως καλύτερος διαχειριστής του εφικτού, τότε ενδεχομένως η «ψαλίδα» μεταξύ των δύο κομμάτων να ανοίξει ακόμη περισσότερο και να δημιουργηθεί ρεύμα αυτοδυναμίας υπέρ του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου ο τόπος να μην περιπέσει σε ακυβερνησία, όπως «ευχήθηκε» ο Κ. Μητσοτάκης σε πρόσφατη -και αξιοπρόσεκτη για τον πολιτικό ρεαλισμό της- συνέντευξη.

Τούτων δοθέντων και με τα δύο, προσώρας, «κάστρα» να έχουν πέσει στα χέρια του αντιπάλου του, το ερώτημα είναι αν ο Κ. Καραμανλής μπορεί να συνεχίσει να κυβερνά και για πόσο ωσάν να μην έχει συμβεί τίποτε. Εάν δεν υπάρξει απώλεια της δεδηλωμένης, σαφέστατα και μπορεί. Αυτοί είναι οι κανόνες της δημοκρατικής αρχής και του κοινοβουλευτισμού. Το ίδιο έκαναν και οι προκάτοχοί του και ιδιαίτερα ο Κ. Σημίτης, ο οποίος εξήντλησε μια τετραετία με μοναδικό δημοσκοπικό πλεονέκτημα την καταλληλότητα για την πρωθυπουργία.

Βέβαια, υπάρχει μια διαφορά. Η δεδηλωμένη των προκατόχων του -εξαιρουμένης της κυβέρνησης Μητσοτάκη την περίοδο 1990-’93- ήταν καθαρή και παρά τα όποια προβλήματα αντιμετώπιζαν δεν κινδύνευαν από εσωτερική ανατροπή. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι κυβέρνησαν τη χώρα σε περίοδο οικονομικής άνθησης.

Σήμερα η κυβέρνηση, εκτός από τα εσωτερικά της προβλήματα, πρέπει να αντιμετωπίσει και μια πρωτοφανή χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση που την ξεπερνά, καθώς είναι παγκόσμια. Μπορεί να την αντιμετωπίσει μόνη της; Είναι αρκετή η επίκληση του ρεαλισμού, του εφικτού και της υπευθυνότητας για να μπορέσει να διαβεί τον κάβο – όχι για τον εαυτό της ή το κόμμα της, αλλά για τη χώρα;

Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Με δεδομένα την οριακή της πλειοψηφία και τα προβλήματα συνοχής και καθοδήγησης που έχει, είναι δύσκολο, χωρίς να πληγούν οι πολίτες και να μη ζημιωθεί η χώρα, να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, η οποία -όπως όλοι διαπιστώνουν- βρίσκεται ακόμη στην αρχή της.

Αντί, λοιπόν, να σήπεται ή να πέσει σε κώμα λόγω της στάγδην αποδόμησής της, είναι προτιμότερο ο Κ. Καραμανλής να κάνει ένα τολμηρό βήμα. Να διαλύσει την κυβέρνησή του και να ζητήσει να σχηματισθεί μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Κατά ένα ιστορικό παράδοξο, ίσως πρέπει να μιμηθεί, αντίστροφα, τον θείο του. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής άνοιξε τη Μεταπολίτευση, αλλά και τον δικό του νέο πολιτικό κύκλο, με μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Ο Κώστας Καραμανλής ίσως πρέπει να κλείσει τον κύκλο της Μεταπολίτευσης και πιθανότατα και τον δικό του μέσω της επίκλησης για σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας.

Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του 1974 αντιμετώπισε με επιτυχία τα προβλήματα που άφησε κατά βάσιν μια ξενόφερτη δικτατορία. Μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας του 2008 θα πρέπει να αντιμετωπίσει, επιτυχώς, για τη χώρα και το έθνος, τα προβλήματα από την κατά βάσιν παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση.

Ο ερχομός του Κ. Καραμανλή το 1974 σηματοδότησε την έναρξη της Μεταπολίτευσης. Η αποχώρηση από την πρωθυπουργία και όχι κατ’ ανάγκην από την πολιτική του Κ. Καραμανλή το 2008 μπορεί να σηματοδοτήσει την έναρξη της Νέας Μεταπολίτευσης. Η Ιστορία αποτίμησε θετικά την πράξη του Κ. Καραμανλή το 1974. Ενδεχομένως, το ίδιο θα πράξει και για τον Κ. Καραμανλή το 2008, εάν δεχθεί να «θυσιαστεί» για χάρη της πατρίδας και των συμφερόντων των πολιτών της.

Εάν ο Κ. Καραμανλής αρθεί στο ύψος των περιστάσεων διαπιστώνοντας ότι η παρούσα κυβέρνηση δεν μπορεί μόνη της να ξεπεράσει την κρίση, τότε μπορεί να γυρίσει και το παιχνίδι. Ίσως όχι αυστηρά για τον εαυτό του, αλλά για την παράταξή του.

Το πρόβλημα σε μια τέτοια περίπτωση θα μεταφερθεί στους αντιπάλους του, οι οποίοι θα πρέπει είτε να αποδεχθούν την πρόσκληση-πρόκληση είτε να την απορρίψουν, αναλαμβάνοντας και την ευθύνη να πληρώσουν αυτοί το κόστος εάν δεν βγάλουν, αυτοδύναμοι όντες, τη χώρα από την κρίση.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]