Παρασκευή, Μαΐου 15, 2009

 

ΕΥΡΩ-ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ (16-05-2009)

Mέχρι τούδε και τρεις εβδομάδες πριν από την κάλπη της 7ης Ιουνίου αρχίζουν και διαμορφώνονται τα εξής, δημοσκοπικά τουλάχιστον, δεδομένα.

Το ΠΑΣΟΚ θα έλθει πρώτο κόμμα. Το ελάχιστο ποσοστό που θα λάβει θα είναι περίπου αυτό που έλαβε στις εθνικές εκλογές του 2007, δηλαδή 38%.

Η Ν.Δ. θα συγκεντρώσει τουλάχιστον το 33% όσων θα προσέλθουν στις κάλπες. Η κατώτερη βάση του δικομματισμού θα είναι με τους πλέον μετριοπαθείς υπολογισμούς το 70%.

Το ΚΚΕ φαίνεται να διατηρεί την τρίτη θέση στην αριθμητική δυναμική των κομμάτων. Η εκλογική του επίδοση θα είναι ανάλογη με αυτή των εθνικών εκλογών (8%) με μικρές προσθαφαιρέσεις.

Εκεί που αρχίζουν τα δύσκολα είναι στα τρία επόμενα μικρά κόμματα. ΣΥΡΙΖΑ, ΛΑΟΣ και Οικολόγοι φαίνεται ότι θα δώσουν σκληρή μάχη για την τέταρτη θέση. Το ποσοστό τους, όπως όλα δείχνουν, θα κυμανθεί στην περιοχή του 4-7%.

Τις μεγαλύτερες πιθανότητες τις έχει ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το ποσοστό του αναμένεται να είναι κάπου μεταξύ 6 και 7%. Το κόμμα του Γ. Καρατζαφέρη μάλλον θα είναι μεταξύ του 5 και 6%, ενώ το ποσοστό των Οικολόγων θα «καθίσει» στο 4-5%.

Επειδή όμως τα… σύνορα ΣΥΡΙΖΑ και Οικολόγων είναι «ανοιχτά», ενδέχεται να υπάρξουν εκπλήξεις, εάν ο «σκληρός πυρήνας» του τμήματος εκείνου των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που αρχικά είχε στραφεί στον ΣΥΡΙΖΑ τελικά προτιμήσει τη γοητεία του πράσινου των Οικολόγων.

Σε κάθε περίπτωση πάντως η τετράδα των ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΛΑΟΣ και Οικολόγων αναμένεται αθροιστικά να συγκεντρώσει ένα ποσοστό περίπου 25%. Διόλου ευκαταφρόνητο, αφού αποτελεί το 1/4 του εκλογικού σώματος. Ένα ποσοστό μεταξύ 3-5% αναμένεται να μοιραστεί το πλήθος των μικρότερων κομμάτων που επίσης θα συμμετάσχουν στις ευρωεκλογές.

Το Μακεδονικό Μέτωπο του Στ. Παπαθεμελή, η Δράση του Στέφ. Μάνου και ο αριστερίστικος σχηματισμός ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα είναι οι τρεις κινήσεις που θα «κουρσέψουν» τον χώρο (3-5%) του λεγόμενου «άλλου κόμματος», με τις δύο πρώτες να διεκδικούν τη μερίδα του λέοντος.

Έκπληξη θα θεωρηθεί εάν το ΠΑΣΟΚ έχει ως πρώτο αριθμό του ποσοστού του το 4, ενώ για τη Ν.Δ. έκπληξη θα είναι να ξεπεράσει το 36%. Στην περίπτωση αυτή, πρώτον, η διαφορά του ΠΑΣΟΚ από τη Ν.Δ. δεν θα ξεπεράσει το 3% και, δεύτερον, ο δικομματισμός θα φτάσει και ίσως ξεπεράσει το 75%, κάτι που και στις δύο περιπτώσεις θεωρείται ήκιστα πιθανό.

Έκπληξη, επίσης, θα θεωρηθεί εάν κάποιο από τα λεγόμενα μικρά κόμματα λάβει διψήφιο ποσοστό ψήφων. Εάν αυτό συμβεί, τότε είναι το ΚΚΕ αυτό που θα το καταφέρει.
Βεβαίως, επειδή οι τρεις εβδομάδες που απομένουν μέχρι την 7η Ιουνίου είναι συμπυκνωμένος πολιτικά χρόνος, ενδέχεται να υπάρξουν ανατροπές.

Η κλιμακούμενη πόλωση, η διερεύνηση των σκανδάλων, κάποιο τυχαίο δραματικό γεγονός ή κάποιο σοβαρό πολιτικό σφάλμα τακτικής ίσως να τροποποιήσουν τα δεδομένα και να μεταβάλουν το τοπίο. Σ’ αυτό ενδεχομένως να συμβάλουν και οι εντεινόμενες προσπάθειες ποδηγέτησης των πολιτικών πραγμάτων από εξωπολιτικά κέντρα.

Προσώρας οι απόπειρες, κυρίως ενίων επιχειρηματικών και εκδοτικών θυλάκων, να μετατραπούν κάποιες υποθέσεις ή πρόσωπα σε εμβρυουλκούς ή καταλύτες εξελίξεων, δεν έχουν τελεσφορήσει. Στο παρασκήνιο βέβαια ξαναμπήκαν μπροστά τα… μηχανάκια. Ειδικά αυτή την περίοδο που, απ’ ό,τι φαίνεται, ανάλογα και με το αποτέλεσμα της ευρωκάλπης, θα «σκιαγραφηθεί» η επόμενη δεκαετία.

Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των τελικών αποτελεσμάτων θα παίξει σίγουρα και το ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές. Η αποχή, εφόσον είναι μεγάλη, αναμένεται να πλήξει πρωτίστως τα μικρά κόμματα και κυρίως όσα δεν διαθέτουν πειθαρχημένες κομματικές δομές και δυνάμεις.

Από τα δύο κόμματα εξουσίας, το ΠΑΣΟΚ κινδυνεύει περισσότερο από την αποχή για δύο λόγους. Πρώτον, εάν μεταξύ των ψηψοφόρων του επικρατήσει η ψυχολογία του «σίγουρου νικητή», τότε ενδέχεται να γεμίσουν περισσότερο οι παραλίες παρά τα εκλογικά τμήματα. Και δεύτερον, οι λεγόμενοι γαλάζιοι «κοψοχέρηδες» να προτιμήσουν να στείλουν το μήνυμα στην κυβέρνηση μη προσερχόμενοι στις κάλπες, παρά διαβαίνοντες τον Ρουβίκωνα και σταυρώνοντας το ψηφοδέλτιο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Από αυτή την άποψη είναι ορθή η δημοψηφισματική για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης τακτική που έχει επιλέξει ο Γ. Παπανδρέου, αλλά εξίσου ορθή είναι και η μετωπική και ακραία πόλωση που έχει προκρίνει επ’ εσχάτων ως τακτική ο Κ. Καραμανλής.

Ο μεν πρωθυπουργός προσπαθεί να κατευθύνει την αντιπαράθεση στα πολιτικά ελαττώματα, τις προγραμματικές αδυναμίες και τις παρελθούσες κυβερνητικές «μαύρες τρύπες» του αντίπαλου κόμματος και του αρχηγού του, ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσπαθεί να οικοδομήσει ένα όσο το δυνατόν πιο πλατύ μέτωπο καταδίκης και απόρριψης της υφιστάμενης πολιτικής διακυβέρνησης και διαχείρισης.

Από τις δύο τακτικές η περισσότερο δύσκολη προς ευδοκίμηση είναι σαφώς του Κ. Καραμανλή. Αφενός επειδή πλέον ο ίδιος κυβερνά έξι χρόνια και συγκρινόμενο το κυβερνητικό παρελθόν του ΠΑΣΟΚ με το αντίστοιχο παρόν της Ν.Δ. δεν είναι και τόσον απωθητικό όσο στις αναμετρήσεις του 2004 και 2007 και αφετέρου επειδή η πιθανολόγηση περί του «κακού» που θα συμβεί στους πολίτες στο μέλλον, εφόσον το ΠΑΣΟΚ επιστρέψει στην εξουσία, ακυρώνεται από το «κακό» που ήδη υφίστανται οι πολίτες.

Αντίθετα, η τακτική του Γ. Παπανδρέου είναι πιο ελκυστική, καθώς εδράζεται σε πραγματικά στοιχεία και δεδομένα. Αυτά της υφιστάμενης κυβερνητικής πολιτικής, ήτις αποδοκιμάζεται ακόμη και από σημαντική μερίδα των οπαδών της συντηρητικής παράταξης.

Όταν ο Γ. Παπανδρέου καλεί τους πολίτες σε δημοψήφισμα καταδίκης των κυβερνητικών πεπραγμένων, γνωρίζει ότι απευθύνεται σ’ ένα μεγάλο ακροατήριο, πολύ μεγαλύτερο από αυτό των οπαδών του κόμματός του. Και βασίμως ελπίζει ότι θα είναι αυτός που θα αποσπάσει τη μερίδα του λέοντος, καθώς το ΠΑΣΟΚ είναι το μόνο, από τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, που έχει ως στόχο την εξουσία και διαθέτει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.

Επιπροσθέτως, το έργο του Γ. Παπανδρέου στη σύμπηξη αντικυβερνητικού μετώπου επί τη βάσει της δημοψηφισματικής ψήφου γίνεται πιο εύκολο όταν το μήνυμα το οποίο, παντί τρόπω (διά του υπουργού Οικονομίας, της Κομισιόν και μέσω κυβερνητικών διοχετεύσεων), έχει σταλεί στην κοινωνία είναι ότι μετά την 7η Ιουνίου τα μέτρα που θα λάβει η κυβέρνηση θα είναι περισσότερο σκληρά και επώδυνα.

Είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος ότι μια κοινωνία όπως η ελληνική, με τάξεις και κατηγορίες εργαζομένων και επαγγελματιών να πλήττονται από την οικονομική κρίση, θα δεχθεί να δώσει την έγκριση σε κάποιον να της κάνει ακόμη πιο «μαύρες» τις μέρες.

Η πολιτική τού «σήμερα είναι δύσκολα, τα δυσκολότερα δεν έχουν έρθει ακόμη και το αύριο θα είναι ακόμη πιο δύσκολο», όσο κι αν εμπεριέχει αρκετή δόση αλήθειας, είναι μάλλον απίθανο να επιδοκιμαστεί εκλογικά. Θα μπορούσε ίσως να γίνει αποδεκτή σε κάποιες κεντροευρωπαϊκές ή σκανδιναβικές χώρες, όπου τα κοινωνικά δεδομένα είναι διαφορετικά και το επίπεδο πολιτικού πολιτισμού διέπεται από άλλους κανόνες.

Και πάντως ο βαθμός δυσκολίας ως προς την αποδοχή μιας τέτοιας πολιτικής γίνεται ακόμη μεγαλύτερος, όταν αυτός που την προτείνει έχει απολέσει το ηθικό πλεονέκτημα, έχει αφήσει να σπαταληθεί έτσι, χωρίς πρόγραμμα, πολύτιμος χρόνος διακυβέρνησης, διαθέτει οριακή δεδηλωμένη στη Βουλή και η κυβέρνησή του είναι καθηλωμένη σε διαχειριστικές πρακτικές, χωρίς δυναμική και εσωτερική συνοχή.

Η πολιτική τής δήθεν υπευθυνότητας απέναντι στην ανευθυνότητα και των μεταρρυθμίσεων απέναντι στον λαϊκισμό είχε ακροατήριο την προηγούμενη πενταετία. Όχι τώρα. Τώρα έχουν μεσολαβήσει το ύφος και ήθος της εξουσίας, το περιεχόμενο των πολιτικών και η αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού έργου. Η πράξη είναι αυτή που αντιστρατεύεται πρωτίστως τον λόγο του Κ. Καραμανλή και όχι η «επικινδυνότητα» του ερχόμενου στην εξουσία αντιπάλου.

Τα πεπραγμένα της κυβέρνησης έχουν κουράσει και θα είχαν καταδικαστεί και απορριφθεί πιο γρήγορα, εάν το ΠΑΣΟΚ δεν είχε περιπέσει για μακρύ χρονικό διάστημα στην εσωστρέφεια ή είχε επιδείξει καλύτερα αποτελέσματα στην παραγωγή πολιτικής, την άσκηση δομικής αντιπολίτευσης, την εκπόνηση ρεαλιστικού προγράμματος, την ανανέωση της στελεχικής του εκπροσώπησης και στην ηγετική του παρουσία.

Σε κάθε πάντως περίπτωση, αυτή τη στιγμή το κυβερνητικό παρελθόν του ΠΑΣΟΚ αποτελεί ελαφρόπετρα σε σχέση με το έρμα του κυβερνητικού παρόντος της Ν.Δ., ενώ η ελπίδα για τις «καλύτερες μέρες» που μπορεί να έλθουν είναι σαφώς πιο ελκυστική εκλογική τακτική, σε σχέση με τις «μαύρες μέρες» που έρχονται.

Και βέβαια η ακατανόητη εμμονή της κυβερνήσεως στη δημοσιονομική και μόνον διαχείριση της οικονομίας είναι απωθητική, όταν όλοι γνωρίζουν ότι αυτό που χρειάζεται η χώρα για να αντιμετωπίσει τα ελλείμματα, το δημόσιο χρέος, τις εργασιακές και ασφαλιστικές της αγκυλώσεις είναι μια διαφορετικού τύπου ανάπτυξη, άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής και νέες κοινωνικοπολιτικές προτεραιότητες.

Τα δημοσιονομικά, για να το πούμε σχηματικά, είναι το ταμείο μιας χώρας. Δεν είναι η οικονομία της. Οικονομία είναι η παραγωγή και η διανομή πλούτου. Όσο δεν επιδιώκεται και δεν επιτυγχάνεται η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, τόσο το ταμείον θα είναι μείον και θα γκρινιάζουμε για τα δανεικά και τις δόσεις.

Για να συμβεί όμως αυτό χρειάζεται άλλο σχέδιο, νέες προσεγγίσεις και διαφορετικές προτεραιότητες. Όχι μόνον για το εσωτερικό, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο η χώρα εντάσσεται στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Από αυτή την άποψη, οι ευρωεκλογές θα μπορούσαν να αποτελέσουν ευκαιρία αναστοχασμού.

Δυστυχώς, για μία εισέτι φορά, όπως δρομολογείται ο προεκλογικός αγώνας, χάνεται. Είναι φαίνεται ίδιον της φυλής να γράφει την ιστορία της μέσω των απολεσθεισών ευκαιριών της.

Γι’ αυτό και συνεχώς κουβεντιάζει για το παρελθόν. Είναι μια φυλή, ένα έθνος που θέλει να ’χει κάτι να διηγείται. Και διηγώντας τα να κλαίει…

Δευτέρα, Μαΐου 11, 2009

 

Το νόημα της 7ης Ιουνίου (09-05-2009)

Το SPD, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας, ανακοίνωσε τον επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου του πριν από το καλοκαίρι του 2008. Τον Σεπτέμβριο έδωσε στη δημοσιότητα ολόκληρη τη λίστα του.

Το ίδιο, διαγενομένου του χρόνου, έπραξαν και τα άλλα κόμματα που εκπροσωπούνται στο Ευρωκοινοβούλιο. Για παράδειγμα, οι Γάλλοι ξέρουν τους υποψηφίους τους από τα Χριστούγεννα. Οι μόνοι από τους «27» της Ε.Ε. που δεν γνωρίζουμε ποιοι θα είναι υποψήφιοι για τις Βρυξέλλες είμαστε εμείς και οι Βούλγαροι. Οι Βούλγαροι θα ανακοινώσουν σήμερα τα ψηφοδέλτια, ενώ εμείς ενδέχεται να περιμένουμε μέχρι να εξαντληθεί και το ακρότατο όριο του νόμου· η 17η Μαΐου δηλαδή.

Αυτό θα συμβεί εφόσον αληθεύει η πληροφορία που θέλει τον Κ. Καραμανλή να ανακοινώνει το ψηφοδέλτιο της Ν.Δ. σε δύο χρόνους. Πρώτα τον επικεφαλής και αργότερα τους υπόλοιπους 21 υποψηφίους. Ο Γ. Παπανδρέου, εκτός απροόπτου, θα ανακοινώσει το ευρωψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ το αργότερο μέχρι την Τρίτη, καθώς την Τετάρτη αναχωρεί για την Κίνα, απ’ όπου θα επιστρέψει το Σάββατο 16 Μαΐου. Εκτός κι αν μπει κι αυτός στον πειρασμό και ανακοινώσει τους «εκλεκτούς» του στις 17 Μαΐου.

Ανεξαρτήτως του τι θα συμβεί, τελικά, αυτό το ιδιότυπο μπρα ντε φερ καθυστέρησης -με το ένα κόμμα να περιμένει το άλλο για να δει τι θα πράξει- μόνον τιμή δεν περιποιεί στον πολιτικό κόσμο. Και σίγουρα είναι δείγμα πολιτικής υπανάπτυξης.

Αντί να παρέχεται, όπως θα ήταν φυσικό και πολιτικά ορθό, άφθονος χρόνος προετοιμασίας και ώσμωσης των υποψηφίων με τα κοινοτικά πράγματα, επιλέγεται η τακτική του αιφνιδιασμού, δήθεν, του αντιπάλου και των εσωτερικών ή και εσωκομματικών σκοπιμοτήτων στη συγκρότηση ενός ψηφοδελτίου το οποίο, εξ ορισμού, έχει σκοπό να εκπροσωπήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Και για μεν τον Γ. Παπανδρέου υπάρχει μια δικαιολογία, αφού μέχρι και χθες δεν γνωρίζαμε αν θα στηθούν, τον Ιούνιο, διπλές κάλπες – στην περίπτωση αυτή, ως είναι φυσικό, δεδομένου και του επιπέδου της πολιτικής ζωής της χώρας, άλλο θα ήταν το ψηφοδέλτιο εάν είχαμε «δίδυμες εκλογές» και άλλο εάν έχουμε, όπως τώρα, μόνον ευρωεκλογές.

Για τον Κ. Καραμανλή, όμως, όστις γνώριζε, αφού αυτός εκ της θέσεώς του αποφασίζει, ότι δεν θα υπάρχουν διπλές εκλογές, η τακτική της καθυστέρησης είναι απαράδεκτη. Εκτός και αν ούτε και αυτός γνώριζε και φοβόταν ότι η κυβέρνησή του θα έχανε τη δεδηλωμένη σε κάποια από τις ψηφοφορίες στη Βουλή.

Στην περίπτωση αυτή, είναι διπλό το «έγκλημα». Αποδεικνύει ότι όντως είναι αδύναμος πρωθυπουργός και δεν ελέγχει τις εξελίξεις. Αυτό όμως είναι τουλάχιστον επικίνδυνο για τη χώρα και οι πολίτες θα πρέπει να το λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν τους όταν θα προσέλθουν στις κάλπες.

Η χώρα δεν μπορεί να συνεχίσει να πορεύεται με αβεβαιότητες και επί ξυρού ακμής. Αφ’ ης στιγμής επελέγη και από τα δύο κόμματα το μήνυμα των ευρωεκλογών να είναι καθοριστικό για τις εσωτερικές εξελίξεις, οι πολίτες θα πρέπει να αποφασίσουν τι θέλουν. Να παραμείνει στην κυβέρνηση η Ν.Δ. ή ν’ αλλάξει βάρδια η εξουσία;

Εάν επιθυμούν το πρώτο, θα πρέπει να ενισχύσουν με την ψήφο τους το ψηφοδέλτιο του συντηρητικού κυβερνητικού κόμματος, ώστε από την 8η Ιουνίου να λάβει εκείνα τα σκληρά και επώδυνα μέτρα που θεωρεί η κυβέρνηση ότι χρειάζονται για να αντιμετωπιστεί η οικονομική και κοινωνική κρίση.

Εάν πάλι οι πολίτες επιθυμούν μια άλλη οικονομική και κοινωνική πολιτική, μια διαφορετική πορεία για τη χώρα, πρέπει να αποδοκιμάσουν -με την ψήφο τους- τη Ν.Δ. και να υπερψηφίσουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κυρίαρχα το ΠΑΣΟΚ, αφού μόνον αυτό διαθέτει εναλλακτική κυβερνητική πρόταση.

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, η ψήφος πρέπει να είναι ισχυρή και το μήνυμα καθαρό. Εάν δεν υπήρχε η οικονομική κρίση, εάν η δεδηλωμένη της κυβερνήσεως δεν ήταν οριακή, εάν η Ν.Δ. δεν ήταν στον έκτο χρόνο διακυβέρνησης, αλλά στον πρώτο και δεν είχαμε καθαρή γνώμη για το ύφος, το ήθος και το περιεχόμενο της διακυβέρνησης, θα μπορούσε κάποιος να αποφορτίσει την ψήφο για την ευρωπαϊκή κάλπη και να την περιορίσει στις πραγματικές της διαστάσεις· αυτής της εκπροσώπησης της χώρας στο Ευρωκοινοβούλιο.

Σήμερα, όμως, και δεδομένων των ως άνω, η ψήφος θα καθορίσει την οικονομική, κοινωνική, πολιτική και διπλωματική πορεία της χώρας. Γι’ αυτό οι πολίτες θα πρέπει να προσέλθουν στην ευρωκάλπη με περισσή νηφαλιότητα και περίσκεψη, αφού από το αποτέλεσμά της θα κριθεί η «επόμενη μέρα» της χώρας.

Αυτό που δεν πρέπει να κάνουν οι πολίτες είναι να δώσουν την ευκαιρία στα διάφορα «γκρι κουστούμια» της εξουσίας και σε όσους εξωπολιτικούς παράγοντες θέλουν να ψαρεύουν -για ίδιον όφελος- σε θολά νερά να επωφεληθούν του εκλογικού αποτελέσματος και να καταστήσουν όμηρο των δικών τους παιγνίων το πολιτικό-κομματικό σύστημα.

Ένα οριακό, μη ευκόλως προσδιορίσιμο και επιδεχόμενο αντιθετικών ερμηνειών αποτέλεσμα θα επιτείνει την πολιτική ρευστότητα και την οικονομική αβεβαιότητα, ενώ θα ρίξει και αρκετά φρύγανα στη φωτιά της κοινωνικής δυσθυμίας που σιγοκαίει, καθιστώντας την πιθανώς ανεξέλεγκτη.

Τα σενάρια της περιορισμένης νίκης του ΠΑΣΟΚ ή της ελεγχόμενης ήττας της Ν.Δ. τους μόνους που εξυπηρετούν είναι τους κάθε λογής εξουσιαστικούς δραγουμάνους, που σήμερα εμφανίζονται με λόγο κήνσορα και αύριο θεράποντα του χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος.

Είναι μάλιστα λάθος η φιλολογία των κυβερνητικών στελεχών περί διαχειρίσιμης ήττας εφόσον η διαφορά από το ΠΑΣΟΚ είναι κάτω από 3%. Θα αποδειχθεί ότι την επομένη της ήττας οι επιθέσεις εναντίον της κυβερνήσεως και του πρωθυπουργού θα πολλαπλασιαστούν. Ειδικά όταν θα επιχειρηθεί να ληφθούν επώδυνα μέτρα.

Το ΠΑΣΟΚ θα γίνει πιο επιθετικό για να κατοχυρώσει και να διευρύνει τη διαφορά, αλλά και για να ξεφύγει από έναν ανεπιθύμητο κύκλο εσωστρέφειας. Τα δύο κόμματα της Αριστεράς, για να κεφαλαιοποιήσουν τα όποια κέρδη τους, θα οξύνουν τις ταξικές διεκδικήσεις και τον κοινωνικό πόλεμο. Ο Γ. Καρατζαφέρης, εφόσον, και όπως αναμένεται, έχει εκλογικά κέρδη, θα προσπαθήσει παντί τρόπω να καταστήσει πιο ελκυστική τη θεωρία της «πολυκατοικίας» της συντηρητικής παράταξης.

Τα συνδικάτα και οι επαγγελματικοί φορείς θα αντισταθούν με μεγαλύτερη ορμή και πάθος σε οποιαδήποτε προσπάθεια να ληφθούν νέα μέτρα που θα απειλήσουν «κεκτημένα δικαιώματά» τους ή θα περιορίζουν περαιτέρω την αγοραστική δύναμη αυτών που εκπροσωπούν. Από κοντά στις επιθέσεις θα είναι και οι επιχειρηματικοί και εκδοτικοί θύλακοι εξουσίας που επιθυμούν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τις εξελίξεις.

Η μόνη διαχείριση, λοιπόν, της ήττας με μικρή διαφορά που μπορεί να γίνει εκ μέρους του Κ. Καραμανλή είναι να προσφύγει άμεσα στη λαϊκή ετυμηγορία, ελπίζοντας ότι στις εθνικές εκλογές, ακόμη και αν δεν έρθει πρώτο το κόμμα του, θα στερήσει την αυτοδυναμία από τον αντίπαλό του, Γ. Παπανδρέου.

Αυτό όμως θα οδηγήσει σε νέο κύκλο... αναταράξεων, καθώς, λόγω έλλειψης πολιτικής κουλτούρας, αλλά και διισταμένων στρατηγικών, θεωρείται απίθανο να υπάρξει σύμπηξη «μεγάλου συνασπισμού» -αλά Γερμανία- των δύο κυβερνητικών κομμάτων. Μάλιστα, οποιαδήποτε προσπάθεια επιβολής ενός τέτοιου «μεγάλου συνασπισμού» το πλέον πιθανό είναι να οδηγήσει σε κομματικές διασπάσεις και ανασύνθεση ευρύτερα του πολιτικο-κομματικού συστήματος.

Κάτι τέτοιο θα ήταν εγκληματικό για τη χώρα αυτή την περίοδο που η οικονομική και κοινωνική κρίση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Σήμερα, αυτό που χρειάζεται η ελληνική κοινωνία και οικονομία είναι ισχυρή κυβέρνηση, στιβαρό ηγέτη, σαφείς προτεραιότητες, καθαρό και λιτό πρόγραμμα ανασυγκρότησης και συστράτευση των κοινωνικών δυνάμεων σ’ ένα νέο μπλοκ εξουσίας, και όχι πειραματισμούς.

Εξίσου λάθος με αυτό των κυβερνητικών παραγόντων είναι και ο ανομολόγητος πόθος ορισμένων στελεχών του ΠΑΣΟΚ να μην υπάρξει καθαρή νίκη του Γ. Παπανδρέου, για να είναι αιχμάλωτος εσωκομματικών ισορροπιών και παιγνίων.

Δεν ξέρω αν είναι εξ ιδιοσυγκρασίας γκρίνια ή διάθεση ρεβανσισμού για το εσωκομματικό αποτέλεσμα της 11ης Νοεμβρίου, σίγουρα όμως θα είναι καταστροφικό για το ΠΑΣΟΚ να μην καταφέρει να επιτύχει μια καθαρή νίκη στις ευρωεκλογές.

Το να ξαναπέσει σε εσωκομματική περιδίνηση οι μόνοι που το εύχονται -και είναι φυσικό- είναι οι αντίπαλοί του. Οι της Ν.Δ., του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ. Σίγουρα δεν το θέλουν οι οπαδοί του, η πλειονότητα των στελεχών του, αλλά και οι πολίτες που επιθυμούν κυβερνητική αλλαγή. Σίγουρα το επιδιώκουν «κέντρα» και «παράκεντρα», τα οποία -όπως και στην περίπτωση της Ν.Δ.- επιθυμούν έναν ελεγχόμενο και συρρικνωμένο δικομματισμό. Και προφανώς δεν είναι τυχαία τα διακινούμενα τελευταία σενάρια περί του ποσοστού που ορίζει την «καθαρότητα» της νίκης.

Μάλιστα, εάν ήθελε κάποιος να καταγράψει κάθε φορά πού έβαζαν τον πήχυ για τον Γ. Παπανδρέου, θα γελούσε με τους σεναριολόγους και κατ’ επάγγελμα αμφισβητούντες την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.

Στην αρχή, προ έτους, στόχος ήταν να μην πέσει το ΠΑΣΟΚ κάτω από το ποσοστό των προηγούμενων ευρωεκλογών. Έπειτα ήταν νίκη έστω και με μία ψήφο διαφορά. Ύστερα η μία ψήφος έγινε 1%. Μετά ανέβηκε στο 3%. Σήμερα το 3% θεωρείται αποτυχία για το ΠΑΣΟΚ και επιτυχία της Ν.Δ. και ο πήχυς ανέβηκε στο 4% και κατά ορισμένους στο 5%!

Πάντως, και ανεξαρτήτως της γελοιότητος των... πηχολόγων, μια νίκη του ΠΑΣΟΚ στην γκρίζα περιοχή του 1-2% θα δημιουργούσε αμφιβολίες για τη δυνατότητα επίτευξης αυτοδυναμίας στις εθνικές εκλογές και θα επέτεινε την κοινωνική μελαγχολία και αβεβαιότητα για πολιτική αλλαγή που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση. Οι πολίτες σε 30 ημέρες θα κληθούν να ψηφίσουν.

Δυστυχώς, όχι για την εκπροσώπησή τους στο ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπως -υπό φυσιολογικές συνθήκες- θα έπρεπε, αλλά για την 8η Ιουνίου. Για την επόμενη μέρα της χώρας. Η ψήφος τους πρέπει, λοιπόν, να είναι ισχυρή και το μήνυμά τους καθαρό για το τι επιλέγουν. Για ακόμη έναν μήνα θα είναι οι γκαλοπατζήδες αυτοί που θα προσπαθούν να τους πουν τι θέλουν.

Στις 7 Ιουνίου όμως, θα αποφανθούν οι ίδιοι αυθεντικά για το τι πράγματι θέλουν. Και η απόφασή τους, όποια κι αν είναι, πρέπει να είναι καθαρή και να εκπλήξει τους οπαδούς του γκρίζου. Η αβεβαιότητα για το μέλλον πρέπει να τελειώσει. Όσο συνεχίζεται, είναι ολέθριο και για τους ίδιους και για τη χώρα.

Επιτέλους, κάποια στιγμή πρέπει να ληφθούν αποφάσεις. Να σηκωθούν τα μανίκια και να δουλέψουμε. Αρκετά με τα λόγια για το τι πρέπει να γίνει. Πάνω απ’ όλα, η ψήφος της 7ης Ιουνίου θα πρέπει να ’ναι μια ψήφος-προτροπή για δράση. Όλων...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]