Δευτέρα, Ιουνίου 07, 2010

 

Σε σταυροδρόμι η κυβέρνηση (05-06-2010)

Tη στιγμή που η κυβέρνηση έπρεπε να εμφανίζεται, και να είναι, ενωμένη σαν μια γροθιά, άρχισαν να χτυπάνε... ντέφια και ο κάθε υπουργός δίνει την εντύπωση ότι χορεύει το δικό του «τσάμικο».

Οι διαφωνίες που εκδηλώθηκαν την Τετάρτη στο Υπουργικό Συμβούλιο για τις σχεδιαζόμενες αποκρατικοποιήσεις πιστοποίησαν με τον εναργέστερο τρόπο ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της κυβερνήσεως είναι η απουσία εσωτερικής συνοχής, το έλλειμμα αλληλεγγύης μεταξύ των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου και η σύγχυση ως προς το δέον γενέσθαι προκειμένου να αντιμετωπισθεί η οικονομική κρίση.

Το πρόβλημα δεν είναι τόσον οι διαφωνίες, αφού κάποιος καλοπροαίρετος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι αυτές εκδηλώθηκαν προκειμένου να γίνει το καλύτερο δυνατό στο θέμα που εσυζητείτο.

Το θέμα είναι ότι απ’ όσα ειπώθηκαν σχηματίζεται η πεποίθηση ότι αφενός δεν έχει εισέτι κατανοηθεί το μέγεθος του προβλήματος και αφετέρου υπάρχει διχογνωμία ως προς το σχέδιο -που έχει υιοθετηθεί και ψηφιστεί είτε με το μνημόνιο με την τρόικα είτε με το Πρόγραμμα Σταθερότητας- επαναφοράς της χώρας καταρχήν στη δημοσιονομική ομαλότητα και κατά δεύτερον σε τροχιά ανάπτυξης.

Εάν όμως δεν είναι ή εμφανίζονται να μην είναι πεπεισμένοι οι υπουργοί ως προς το κυβερνητικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, τότε τι να πουν οι πολίτες, οι εργαζόμενοι, οι επιχειρηματίες, οι συνταξιούχοι, που πλήττονται καίρια από τα μέτρα που ελήφθησαν; Πώς να συνεγερθούν και να στρατευθούν στον «αιματηρό πόλεμο» που τους καλεί η κυβέρνηση;

Τη στιγμή που έπρεπε να σχηματίζεται στους πολίτες εδραία η πεποίθηση ότι η κυβέρνηση διαθέτει συνοχή, λειτουργεί ομαδικά, δουλεύει με αυταπάρνηση και εκτελεί επεξεργασμένο «πολεμικό σχέδιο», δίδεται η εντύπωση της συγκρότησης, εντός των κόλπων της κυβερνήσεως, καπετανάτων τα οποία δρουν αυτόνομα και με βάση τις προσωπικές προτεραιότητες ή ακόμη και ιδιοτελείς στοχεύσεις υπουργών.

Σίγουρα η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου εκλήθη να διαχειριστεί τη μεγαλύτερη ίσως μεταπολεμική κρίση της χώρας. Σίγουρα άλλα περίμεναν και άλλα βρήκαν. Σίγουρα το πρόγραμμα που είχαν επεξεργασθεί προεκλογικά είναι αναντίστοιχο με αυτά τα οποία καλούνται να πράξουν.

Σίγουρα η σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν είναι η καλύτερη, αφού άλλες ήταν οι ανάγκες του Οκτωβρίου, οπότε και κυριαρχούσε το αίτημα της ανανέωσης, και άλλες σήμερα που ζητούμενα είναι η εμπειρία και η αποτελεσματικότητα.

Σίγουρα η απαξίωση του υφιστάμενου πολιτικοκομματικού συστήματος βάζει πρόσθετα εμπόδια σε μια κυβέρνηση που λαμβάνει ήκιστα φιλολαϊκά μέτρα. Σίγουρα οι ανάγκες για δανεισμό είναι υπεράνω όλων.

Και πολλά άλλα σίγουρα μπορούν να προβληθούν ως επιχειρήματα για να δικαιολογηθεί η δυσλειτουργία της κυβερνήσεως, που πλέον όμως γίνεται αντικείμενο ευρέος προβληματισμού, σχολιασμού άμα και δυσθυμίας. Κι αυτό είναι ένα νέο ποιοτικό στοιχείο το οποίο, εάν δεν αντιμετωπιστεί, μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες εξελίξεις.

Μέχρι πρότινος υπήρχε ανοχή -ακόμη και συμπάθεια- προς την κυβέρνηση, λόγω του ότι η ίδια εθεωρείτο ως μη έχουσα την ευθύνη για όσα κληρονόμησε. Ακόμη και λάθη και παραλείψεις αντιμετωπίζονταν με κατανόηση. Υπήρχε (και σ’ έναν βαθμό έστω και ελαττωμένο εξακολουθεί να υπάρχει) και το «κεφάλαιο» Γιώργος Παπανδρέου, το οποίο με την αποδοχή και τη λάμψη που είχε εξαφάνιζε τις όποιες σκιές και ενστάσεις υπήρχαν για την κυβέρνηση.

Σε τελική ανάλυση, υπήρχε και η διάθεση του κόσμου ν’ αλλάξει ζωή, νοοτροπία και συμπεριφορά, καθώς κατανοούσε ότι όντως «το κακό έχει παραγίνει».

Όταν όμως οκτώ μήνες μετά τις εκλογές η κυβέρνηση, οι βουλευτές και το κόμμα που τη στηρίζουν εμφανίζονται διχασμένοι άμα και φοβισμένοι για τα επερχόμενα, τότε είναι λογικό να αυξάνει η ανασφάλεια των πολιτών και να κερδίζει έδαφος ο λαϊκισμός.

Όταν ακόμη και υπουργοί πιστεύουν ότι «τελικά δεν θα τα καταφέρουμε», είναι φυσικό η δυσθυμία των πολιτών να γίνεται αμφισβήτηση και οργή. Όταν σε όλες τις συζητήσεις καθ’ άπασαν την επικράτεια προφητεύεται το χειρότερο, πού να βρει χώρο η ελπίδα;

Όταν στραγγίζεται μαζί με την αγορά και η αισιοδοξία, θα ήταν παράξενο να μη βασιλεύει η μελαγχολία. Όταν το σενάριο της πτώχευσης και της εξόδου από την Ευρωζώνη, παρ’ ότι έχει αποκλειστεί, συνεχίζει να είναι έντονο και να καθοδηγεί την έξοδο καταθέσεων από τη χώρα, πώς μπορεί να υπάρξει ψυχολογική ανάταση, που είναι καθοριστικός παράγοντας και για την οικονομία;

Όταν σχεδόν όλοι προεξοφλούν ότι το μνημόνιο με την τρόικα, ιδίως στο σκέλος των εσόδων, δεν θα υλοποιηθεί, γιατί οι πολίτες να δεχθούν δυσμενείς αλλαγές στο Ασφαλιστικό, αφού κι αυτές θα πάνε στον βρόντο;

Αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα της κυβέρνησης. Η αρχική ελπίδα ότι θα τα καταφέρει υποχωρεί και κυριαρχεί η αντίληψη ότι οι θυσίες θα πάνε χαμένες. Και την αντίληψη αυτή σε μεγάλο βαθμό τη διαμορφώνει, εκτός των εγχώριων και αλλοδαπών δημοσιολογούντων, η ίδια η κυβέρνηση, επειδή αυτό που εκπέμπεται από τους υπουργούς και τα κέντρα στήριξής της (Κοινοβουλευτική Ομάδα, κομματικός μηχανισμός, συνδικαλιστική ηγεσία) είναι η αμφιβολία για την επιτυχή έκβαση του «πολέμου».

Η περιρρέουσα αυτή ατμόσφαιρα, αλλά προφανώς και η εσωτερική γνώση των πραγμάτων, είναι αυτές που επηρεάζουν και τους υπουργούς και δίδεται η εντύπωση του διχασμού και των καπετανάτων. Εάν, μάλιστα, ο Γ. Παπανδρέου δεν θέλει αυτή η τάση να ενισχυθεί και μετά το φθινόπωρο να μετατραπεί σε συμπεριφορές τύπου: ο σώζων εαυτό σωθήτω, θα πρέπει να δράσει άμεσα και αποφασιστικά.

Και για να συμβεί αυτό θα πρέπει, πρώτον, να χρησιμοποιήσει μαστίγιο για τους υπουργούς του. Δεν μπορεί ο ένας να κατηγορεί, να υπονομεύει και να «δίνει» τον άλλον ή τους άλλους για υπεύθυνους. Δεν μπορεί άλλο «μαγαζί» να είναι ο Παπακωνσταντίνου, άλλο η Κατσέλη, άλλο ο Λοβέρδος, άλλο η Ξενογιαννακοπούλου, άλλο ο Ραγκούσης και ούτω καθ’ εξής.

Εάν δεν δουλέψουν ως ομάδα με συνοχή και αλληλεγγύη, καλύτερα είναι να πάνε ή ένας ένας ή όλοι μαζί μια ώρα αρχύτερα στα σπίτια τους.

Δεύτερον, δεν μπορεί στο όνομα του open.gov να μην έχουν αλλάξει ακόμη οι διοικήσεις στο ΙΚΑ, στα ασφαλιστικά ταμεία, στις εφορίες, στην ΚΕΔ και σε μια σειρά άλλους κρίσιμους τομείς που έχουν άμεση συνάφεια με την οικονομία και τις προωθούμενες αλλαγές.

Τρίτον, δεν μπορεί όταν βρίσκεται η χώρα σε «πόλεμο» να μη λειτουργεί με έκτακτες διαδικασίες, αλλά να παραμένει προσκολλημένη στη νομική τυπολατρία.

Για παράδειγμα, δεν μπορεί ο υπουργός Δημόσιας Διοίκησης να θέλει να εφαρμοστεί μέχρι κεραίας ο νόμος που ψήφισε για την προαγωγή των προϊσταμένων διευθυντών στις υπηρεσίες, όταν ο υπουργός Οικονομικών υποστηρίζει ότι είναι αυτός ο νόμος που θα ρίξει έξω τον στόχο των εσόδων. Ή ο Ραγκούσης έχει δίκιο ή ο Παπακωνσταντίνου. Ας τους καλέσει ο πρωθυπουργός, σήμερα κιόλας, να λύσει το θέμα. Κι αν κάποιος θεωρεί ότι έτσι δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά του, ας παραιτηθεί. Αυτό που σήμερα ενδιαφέρει είναι να σωθεί η χώρα και όχι να διαβουλεύονται για το πολιτικά ορθόν.

Τέταρτον, να συγκροτηθεί άμεσα ένα ικανό επικοινωνιακό κέντρο που να μπορεί να αρθρώνει σε πειστικό λόγο τις επιλογές και τις πολιτικές της κυβέρνησης. Η προηγούμενη κυβέρνηση κατηγορήθηκε ότι υποκατέστησε την πολιτική με την επικοινωνία. Η παρούσα δεν μπορεί να επικοινωνήσει καν τις πολιτικές της, όποιες κι αν είναι αυτές, πόσο μάλλον όταν συναντούν κοινωνικές αντιστάσεις στην αποδοχή τους. Αντί για επικοινωνία, έχουμε πολυφωνία που καταλήγει σε επικοινωνιακό θόρυβο φωνασκούντων ή σπερμολόγων υπουργών.

Πέμπτον, θα πρέπει να ανεύρει κοινωνικούς αντιφωνητές και πολιτικούς πολλαπλασιαστές της πολιτικής και των επιλογών της. Καταρχήν το κόμμα ΠΑΣΟΚ, είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει, είναι ένα και το αυτό. Δεν γνωρίζω αν είναι υποκειμενικές ή αντικειμενικές οι δυσκολίες, πάντως εν όψει και των εκλογών της Αυτοδιοίκησης μόνον ένας ριζικός ανασχηματισμός του κομματικού μηχανισμού θα μπορούσε να στρατεύσει και να κινητοποιήσει δυνάμεις. Μια κυβέρνηση που δεν έχει κομματικά και συνδικαλιστικά αντιστηρίγματα, ιδίως σε «πολεμικές» συνθήκες, μοιάζει με στρατηγούς χωρίς στράτευμα.

Έκτον, ο πρωθυπουργός αντί να παιδεύεται, να σπαταλά δυνάμεις και να χάνει χρόνο με τα πολλαπλά κέντρα εξουσίας που φαίνεται ότι υπάρχουν στην κυβέρνηση και στο ΠΑΣΟΚ, οφείλει να διαμορφώσει ένα σφιχτό και ευέλικτο καθοδηγητικό κέντρο που θα αναλάβει να καθοδηγήσει τον «πόλεμο». Εάν δεν καταφέρει να ενώσει μέσα από ένα επιτελικό σχέδιο και μέσω κατανομής συγκεκριμένων ρόλων ένα τέτοιο πολιτικό κέντρο διεύθυνσης, είναι σίγουρο ότι τα καπετανάτα κάποια στιγμή θα αμφισβητήσουν και τον ίδιο τον καπετάνιο, που προσώρας δεν αμφισβητείται, επειδή δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική.

Έβδομον, να έχει ο ίδιος καθημερινό έλεγχο της τήρησης του μνημονίου, ώστε τουλάχιστον στις δύο πρώτες αξιολογήσεις (του Αυγούστου και του Νοεμβρίου) η χώρα να είναι καθ’ όλα εντάξει στις υποχρεώσεις της. Μια κόκκινη κάρτα από την αρχή θα ισοδυναμούσε με καταστροφή. Στον καθημερινό και διαρκή αυτό έλεγχο, δεν θα πρέπει να διστάσει να απολύσει όποιον υπουργό είναι ή οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια εκτός πλάνου. Για το επόμενο εξάμηνο, η κυβέρνηση χρειάζεται έναν σατράπη πρωθυπουργό και όχι έναν διαλλακτικό πατερούλη.

Όγδοον, να αρχίσει να επεξεργάζεται ένα σχέδιο προκειμένου πριν από το τέλος του χρόνου να αποκατασταθούν κάποιες αδικίες, ιδίως σε βάρος των χαμηλοσυνταξιούχων. Να βρει άλλες πηγές χρηματοδότησης, προκειμένου να επιστραφούν τα χρήματα που κόπηκαν από τις χαμηλές συντάξεις. Και τέτοιες πηγές υπάρχουν. Άλλωστε, τα χρήματα δεν είναι πολλά. Μια πολιτική επιστροφής μπορεί να συμφωνηθεί και με την τρόικα, αφού κι αυτοί (Ε.Ε. και ΔΝΤ) θεωρούν ότι όρος για την υλοποίηση του μνημονίου είναι η κοινωνική συνοχή.

Η επιστροφή των απωλειών στους χαμηλοσυνταξιούχους θα είναι ένα καλό σημάδι και για τους υπόλοιπους που επλήγησαν· ότι δηλαδή σε χρόνο μέλλοντα θα αναπληρωθούν και αυτών οι απώλειες. Εάν αρχίσει να αχνοφέγγει η ελπίδα ότι οι απώλειες θα αποκατασταθούν, θα είναι πιο εύκολο να συγκρατηθούν οι κοινωνικές αντιδράσεις και να υπάρξει κοινωνική ανοχή.

Όσο εμπεδώνεται η αντίληψη ότι αυτά που χάθηκαν χάθηκαν και δεν πρόκειται ποτέ να επανέλθουν, τόσο θα απονομιμοποιείται η κυβέρνηση και θα δυσκολεύει τα μάλα η υλοποίηση του μνημονίου. Η πολιτική της ελπίδας για τους ανθρώπους που επλήγησαν και πλήττονται από τα μέτρα και όχι γενικά του περιορισμού των ελλειμμάτων είναι ο μόνος δρόμος για να υλοποιηθεί το μνημόνιο.

Πρέπει η πολιτική των αριθμών να γίνει πολιτική των ανθρώπων. Και για να γίνει αυτή πιστευτή, επειδή πλέον, λόγω άστοχων ενεργειών, περισσεύει η καχυποψία, θα πρέπει διαγενομένου του χρόνου να γίνονται διορθωτικές κινήσεις οι οποίες θα πιστοποιούν την πολιτική των στάγδην, αλλά βέβαιων, επιστροφών στο προβλεπτό μέλλον.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]