Δευτέρα, Ιουλίου 09, 2007

 

ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΚΡΑΝ (7-7-2007)

Προχθές ο Μανόλης Δρεττάκης, με άρθρο του στην «Ελευθεροτυπία», αναφέρθηκε στις άγονες προεκλογικές αντιπαραθέσεις. Η ουσία της ανάλυσης του πρώην υπουργού και καθηγητή της ΑΣΟΕΕ βρισκόταν στον τίτλο: «Οι μονομάχοι δεν αγγίζουν τα μεγάλα προβλήματα» και στην κατακλείδα: «Στο εσωτερικό της χώρας υπάρχουν μεγάλα άλυτα και επιδεινούμενα προβλήματα. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι: το δημογραφικό (πρόβλημα κυριολεκτικά εθνικής επιβίωσης), το ασφαλιστικό (πρόβλημα για την ποιότητα ζωής των συνταξιούχων), η φτώχεια (η Ελλάδα μαζί με την Πορτογαλία έχουν το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. των 27), η ανεργία (από τις υψηλότερες στην Ε.Ε. των 27), η Παιδεία (η χαμηλή ποιότητα της οποίας υπονομεύει το μέλλον του τόπου), η Δημόσια Διοίκηση (ο μεγάλος ασθενής) και το υψηλό και αυξανόμενο δημόσιο χρέος (το υψηλότερο ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ε.Ε. των 27). Για τα προβλήματα αυτά τα κόμματα εξουσίας τηρούν στάση στρουθοκαμήλου...».

Προ δεκαπενθημέρου ο γράφων σ’ αυτή εδώ τη στήλη σημείωνε ότι «ο καύσωνας (φυσικός και πολιτικός) απειλεί να κάνει την Ελλάδα, εκτός από Αφρική, και τριτοκοσμική. Πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί μια χώρα που κυρίαρχα θέματα στην ατζέντα της δεν είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση, ο διοικητικός εκσυγχρονισμός, ο πολιτικός πραγματισμός, η κοινωνική ευημερία και η εθνική αυτοπεποίθηση, αλλά η διαφθορά (ομόλογα), τα βασανιστήρια (βίντεο της ντροπής της ΕΛ.ΑΣ.) και ο... Θεός (ασθένεια του αρχιεπισκόπου). Μια χώρα που έχει μάθει ή αρέσκεται να μοιρολογεί λογικό είναι να ασχολείται με “πτώματα” και να προετοιμάζεται για “φέρετρα”, τα οποία σε συνθήκες καύσωνος είθισται να πολλαπλασιάζονται».

Πολλοί άλλοι έχουν επίσης καταλήξει και προβάλει τα ίδια μελαγχολικά συμπεράσματα. Ούτε ο Μανόλης Δρεττάκης, πόσο μάλλον ο γράφων, δεν ανακάλυψαν τον τροχό. Οι διαπιστώσεις τους αποτελούν, εδώ και καιρό, κοινό τόπο πολλών συμπατριωτών μας, οι οποίοι μετά την πυρκαγιά στην Πάρνηθα και την υπόθεση Παπακωνσταντίνου σίγουρα θα αυξήθηκαν και θα επλήθυναν. Η τροπή που παίρνει η πολιτική αντιπαράθεση είναι, αν όχι απαράδεκτη, τουλάχιστον για γέλια. Ο τρόπος με τον οποίον αποσταθεροποιούνται ή αιφνιδιάζονται εναλλάξ οι ηγεσίες και τα στελέχη των δύο μεγάλων κομμάτων είναι ενδεικτικός της απουσίας στέρεου πολιτικοϊδεολογικού υπεδάφους. Αποδεικνύει ότι αυτά που αποτελούν τη συνεκτική ουσία των κομμάτων που ίδρυσαν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είναι πλέον ένα όραμα και ένα σχέδιο για τη χώρα, αλλά μια αντίληψη κατοχής και νομής της εξουσίας. Γι’ αυτό και τα «επεισόδια» που παράγουν πολιτική οξύτητα είναι οι παρεκβάσεις της πολιτικής και οι καταχρήσεις του γκουβέρνου.

Ο Κώστας Καραμανλής κέρδισε την κυβέρνηση με ένα κόμμα του οποίου η συντριπτική πλειονότητα των αξιωματούχων, αλλά και των οπαδών του, διψούσε για εξουσία. Δεν άντεχε να είναι για τόσο μακρύ χρονικό διάστημα εκτός των ωφελημάτων της. Ο Γιώργος Παπανδρέου προσπαθεί να επαναφέρει στην εξουσία ένα κόμμα του οποίου επίσης η συντριπτική πλειονότητα των αξιωματούχων, αλλά και των οπαδών του, δεν μπορεί να χωνέψει ακόμη ότι είναι εκτός νυμφώνος. Και τα δύο κόμματα συγκροτούνται, κυρίαρχα, στη λογική της ρεβάνς παρά στις προγραμματικές δεσμεύσεις για το πώς θα επιλυθούν τα προβλήματα των πολιτών και θα προαχθούν τα συμφέροντα της χώρας.

Έχουμε δύο ρεβανσιστικά κόμματα και όχι δύο διαφορετικές προγραμματικές παρατάξεις. Έχουμε δύο συγκλιτικά κόμματα, όχι επειδή εμφορούνται από πολιτικό ρεαλισμό και ιδεολογικό πραγματισμό, αλλά επειδή ακολουθούν τον ίδιο δρόμο για την εξουσία. Τον μονόδρομο του πολιτικαντισμού και της υποταγής των πάντων στο φαίνεσθαι της επικοινωνίας.

Έχουμε δύο κόμματα του εκράν της τηλεόρασης και όχι δύο πολιτικά υποκείμενα των κοινωνικών διεργασιών και αναγκών. Έχουμε δύο κομματικές ομάδες που συμμετέχουν σ’ ένα πολιτικό ριάλιτι και όχι δύο ρεαλιστικά κόμματα. Πλήρως προσαρμοσμένα στις μιντιακές ανάγκες. Γι’ αυτό δεν έχουν πλέον μέλη και στελέχη, αλλά οπαδούς και θεατές.

Γι’ αυτό και το τόσο το κάνουν τόσο και την τρίχα τριχιά. Ένεκα αυτού υπάρχουν οι θεατρινισμοί, οι τσακωμοί και οι γελωτοποιοί. Προς τέρψιν του κοινού και για αναγνωρισιμότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι η εκλογική επίδοση συναρτάται από τον αριθμό των εμφανίσεων στα τηλεοπτικά παράθυρα και όχι από το τρέξιμο στη γειτονιά, τη συνοικία, τον χώρο της δουλειάς, την προβολή και υπεράσπιση κοινωνικών αιτημάτων.

Ούτε είναι επίσης τυχαίο ότι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων έχουν αναχθεί σε κάτι ανάλογο με τα περίφημα μηχανάκια της AGB. Οι ηγετικές ομάδες δεν αναδεικνύονται από τη θεωρητική συγκρότηση, την πολιτική επάρκεια, τις οργανωτικές δυνατότητες, την κοινωνική δράση, αλλά από τα «κονέ» που υπάρχουν με τους εκδότες, τους καναλάρχες, τις διαφημιστικές εταιρείες. Στα πλεονεκτήματα ενός στελέχους δεν προσμετρώνται η τεχνοκρατική και επιστημονική του γνώση, αλλά το μέγεθος της περιουσίας και ο βαθμός επηρεασμού της κοινής γνώμης του προστάτη-αφεντικού του. Απόδειξη τούτου είναι ότι δεν γίνονται πλέον οικονομικές εξορμήσεις των κομμάτων, αλλά προσφέρονται χορηγίες σε πιθανολογούμενους υπουργούς ή διαχειριστές της κρατικής εξουσίας.

Με βάση όλα αυτά θα πρέπει να κρίνουμε και τη διεξαγόμενη πολιτική αντιπαράθεση και να ακτινολογήσουμε τις εξάρσεις και τις βυθίσεις των κομμάτων που παρατηρούνται επ’ εσχάτων. Όπως με βάση όλα αυτά θα πρέπει να αξιολογήσουμε και τις ηγεσίες τους. Ο Κ. Καραμανλής και ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να έχουν τις καλύτερες των προθέσεων. Ενδεχομένως να ήταν και οι άριστες επιλογές των κομμάτων τους. Όμως φαίνεται ότι χάνουν την ευκαιρία να τροχιοδρομήσουν τα βαγόνια-κόμματά τους σε άλλες ράγες της πολιτικής παρ’ ότι και οι δύο το επαγγέλθηκαν και είχαν τη δύναμη να το κάνουν.

Σίγουρα ο Κ. Καραμανλής, όντας πρωθυπουργός, είχε αυξημένες πιθανότητες να το πετύχει. Στην Ελλάδα το σύστημα είναι πρωθυπουργοκεντρικό και ο πρόεδρος της κυβερνήσεως έχει περισσότερες δυνατότητες και μεγαλύτερες εξουσίες απ’ ό,τι έχει ως αρχηγός ενός κόμματος ακόμη και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μπορούσε ό,τι δεν κατάφερε ως το 2004 να το πετύχαινε μετά. Να έκανε τομές και να επέβαλε κανόνες που θα ανέτρεπαν, από πάνω, το γηρασμένο, φθαρμένο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα.

Αντ’ αυτών προσαρμόστηκε στις νόρμες της εξουσίας. Έπαιξε με τους κανόνες της καθεστηκυίας τάξης. Κινήθηκε εντός του συστήματος, ούτε καν στα όριά του. Ενώ εμφανίστηκε κραδαίνων ρομφαία, καταλήγει να απολογείται για φαινόμενα που στιγμάτισαν τους προκατόχους του και να καταφεύγει στον συμψηφισμό για να αποσείσει τις ευθύνες για τις δυσλειτουργίες του κρατικού μηχανισμού.

Σαφώς ο Γ. Παπανδρέου αναλαμβάνοντας την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ είχε δυσκολότερο έργο, ακόμη και από τον πατέρα του, αλλά και τον Κ. Σημίτη. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ίδρυσε ένα κόμμα και το προσάρμοσε στις δικές του ιδέες, αλλά και ανάγκες. Το πήρε «παρθένο» και το έφερε στην εξουσία. Εκτός από τις δικές του ικανότητες, είχε συμμάχους την κοινωνική και πολιτική συγκυρία της χώρας, αλλά και τη διεθνή πραγματικότητα. Και, βέβαια, είχε μια πλειάδα στελεχών που πριν αφομοιωθούν από το σύστημα χαρακτηρίζονταν από ανιδιοτέλεια, διάθεση προσφοράς και αγωνιστικότητα.

Ο Κ. Σημίτης πήρε ένα κόμμα στην εξουσία και έφυγε όντας στην εξουσία. Οι δύο εκλογικές μάχες που έδωσε και κέρδισε ήταν με το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση. Δεν πήρε το κόμμα από την αντιπολίτευση για να το οδηγήσει στην κυβέρνηση.

Αν ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ένας λαϊκός ηγέτης, υπό την έννοια ότι ίδρυσε ένα κόμμα και από την αντιπολίτευση το οδήγησε στην κυβέρνηση, ο Κώστας Σημίτης ήταν ένας κρατικός αξιωματούχος, ένας κυβερνήτης. Ο Γιώργος Παπανδρέου παρέλαβε ένα κόμμα στην αντιπολίτευση, «ξεπαρθενεμένο» από την εξουσία, κουρασμένο και διεφθαρμένο από την πολύχρονη διακυβέρνηση. Αντί να τ’ αλλάξει όλα, προτίμησε τον συμβιβασμό. Αντί να το διαλύσει και να το επανιδρύσει, προτίμησε τις ισορροπίες ευελπιστώντας ότι θα καταφέρει να επιβάλλει με την πάροδο του χρόνου τις καινοτόμες ιδέες του. Προτίμησε να γίνει σχοινοβάτης, παρά καταστροφέας και δημιουργός με την γκραμσιανή έννοια. Περισσότερο φοβήθηκε παρά τόλμησε να σπάσει αυγά.

Αντί να σύρει το κόμμα του σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, αφέθηκε να τον τραβάει το κόμμα από το μανίκι. Το ότι κατάφερε τώρα, λίγο πριν από τις εκλογές να το έχει στην ίδια αφετηρία με τη Ν.Δ. είναι ένα μικρό θαύμα. Πρωτίστως όμως αυτό οφείλεται στα λάθη και τις αδυναμίες του αντιπάλου, παρά στη θελκτικότητα του κόμματός του και τις δικές του προσωπικές δυνατότητες, οι οποίες κατά καιρούς αμφισβητήθηκαν -όχι ίσως αδικαιολόγητα- με έναν πρωτοφανή και σίγουρα ιδιοτελή από πολλά συμφέροντα και προσωπικές στρατηγικές τρόπο.

Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε λίγο πριν από τις κάλπες. Ο Κ. Καραμανλής έχει μια τελευταία ευκαιρία, με το συνέδριο της Ν.Δ., να δώσει έστω και την εντύπωση ότι ανασυνθέτει το πολιτικό σκηνικό. Μπορεί επικοινωνιακά να επανιδρύσει τη Ν.Δ. καλώντας τους πολίτες σε μια πλατιά συμμαχία για τη συγκρότηση μιας μεγάλης παράταξης απαλλαγμένης από τις ασθένειες του παρελθόντος και τα βαρίδια του χθες. Όλα αυτά μπορεί να είναι λόγια, όμως στη μιντιακή εποχή τα «κόλπα» πιάνουν.

Αντίθετα, ο Γ. Παπανδρέου δεν μπορεί να το κάνει. Βρίσκεται στην αντιπολίτευση και πολλά στελέχη του έχουν παρά πόδα το όπλο για να τον πυροβολήσουν. Ο Γ. Παπανδρέου, αν επιχειρήσει να σπάσει τώρα αυγά, όχι μόνον ομελέτα δεν θα φάει, αλλά θα χάσει πιθανότατα και το τηγάνι. Αυτή είναι και η διαφορά με τον Κ. Καραμανλή. Ο αρχηγός της Ν.Δ. έχει το πρωθυπουργικό ιμπέριουμ για να κάνει, έστω και για επικοινωνιακούς λόγους, ανατροπές.

Ο Γ. Παπανδρέου πρέπει να περιμένει τις εκλογές. Αν τις κερδίσει, θα έχει μεγαλύτερη ευχέρεια -και μια δεύτερη ευκαιρία- να τ’ αλλάξει όλα μ’ ένα πρωθυπουργικό προνουντσιαμέντο, ώστε το ΠΑΣΟΚ να αποκτήσει νέα δυναμική και αντοχή στον χρόνο. Αν τις χάσει, ο δρόμος θα είναι επώδυνος, αλλά και πάλι θα ’ναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να του εγγυηθεί ότι με καθυστέρηση έστω μιας τετραετίας θα κερδίσει το δικό του προσωπικό στοίχημα, αλλά και ευρύτερα της κεντροαριστερής παράταξης.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]