Παρασκευή, Ιουνίου 03, 2011

 

Ασυνέχεια βημάτων... (04-06-2011)

Tην προηγούμενη εβδομάδα, το κεντρικό πολιτικό θέμα της δημόσιας συζήτησης ήταν η αναζήτηση συναίνεσης των κομμάτων. Γι’ αυτό έγιναν οι κατ’ ιδίαν συναντήσεις του πρωθυπουργού με τις ηγεσίες των άλλων κομμάτων, γι’ αυτό συνεκλήθη το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Είναι αλήθεια ότι από μόνο του το γεγονός δημιούργησε ελπίδες. Οι πολίτες πίστεψαν πως τα κόμματα ημπορούν, λόγω της κρισιμότητος της καταστάσεως, να παραμερίσουν τις διαφορές τους και, αιρόμενα στο ύψος των περιστάσεων, να συμφωνήσουν σ’ ένα κατ’ ελάχιστον εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης. Δυστυχώς, το «θαύμα», ως είθισται, κράτησε τρεις μέρες.

Από αυτή την εβδομάδα, η ατζέντα άλλαξε. Από την προσπάθεια εξεύρεσης των κοινών τόπων οδηγηθήκαμε στην... επανεκκίνηση των διαφορών. Η κυβέρνηση συνεχίζει μόνη της, το ίδιο και η αντιπολίτευση. Αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα με τα δύο κόμματα εξουσίας. Η πολιτική τους δεν έχει συνέχεια. Το επόμενο βήμα που κάνουν βρίσκεται σε αναντιστοιχία με το προηγούμενο. Όταν ο Γ. Παπανδρέου ανοίγει το κεφάλαιο της εθνικής συνεννόησης, είναι λάθος να εμφανίζεται ότι το κλείνει επειδή τα άλλα κόμματα την αρνούνται.

Αυτό που έπρεπε να κάνει για να είναι συνεπής με τη στρατηγική που επέλεξε ήταν να απευθυνθεί στον λαό και να πει ξεκάθαρα: «Περιέγραψα στους άλλους αρχηγούς πώς ακριβώς έχει η κατάσταση. Είπα τι χρειάζεται να γίνει. Πρότεινα στους αρχηγούς (και εν προκειμένω στον Αντ. Σαμαρά) αυτό κι αυτό. Να βγάλουμε μαζί τη χώρα από την κρίση. Αυτός ηρνήθη. Κατόπιν τούτων τη λύση πρέπει να τη δώσουν οι πολίτες». Είναι σίγουρο ότι θα κέρδιζε τις εντυπώσεις και θα εξέθετε τον αντίπαλό του, καθώς όντως ήταν -ιδίως στη μεταξύ τους συνάντηση- γενναιόδωρος προς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Σε κάθε, δε, περίπτωση, θα προσήρχετο στις κάλπες με άλλον αέρα. Δεν θα εθεωρείτο αυτός ο υπαίτιος, αλλά η άρνηση του αντιπάλου του να υπάρξει εθνική συνεννόηση.

Εάν δεν ήθελε να πάει εξ αυτού του λόγου στις κάλπες, επειδή δήθεν αυτό θα εκλαμβανόταν ως αδυναμία, ας συνέχιζε την πίεση για συναίνεση, λέγοντας ότι «αυτό που δεν αντιλαμβάνονται ή δεν θέλουν οι αρχηγοί εγώ θα επιδιώξω να το κερδίσω από τη Βουλή. Θα ζητήσω το Μεσοπρόθεσμο και τα νέα μέτρα να ψηφιστούν με αυξημένη πλειοψηφία. Αν και η εθνική αντιπροσωπεία δεν μου παράσχει συναίνεση, ο μόνος αρμόδιος να αποφασίσει είναι ο λαός».

Παστρικές κουβέντες και καθαρές λύσεις. Το πρόβλημα θα μεταφερόταν στα άλλα κόμματα και ειδικότερα σε όσους βουλευτές της Ν.Δ. θεωρούν ότι ο «αντιμνημονιακός» δρόμος δεν ταιριάζει σ’ ένα συντηρητικό, κεντροδεξιό κόμμα.
Σ’ εκείνους τους βουλευτές που πιστεύουν, και ορθώς, ότι η συναίνεση συνιστά πατριωτική στάση και είναι απαίτηση του αστικού κόσμου τον οποίον υποτίθεται ότι εκφράζει η Ν.Δ. Πάντως, αυτά που λέγονται, ότι δήθεν δεν θα μας άφηνε η τρόικα να πάμε σε εκλογές, είναι λόγια του αέρα. Ακόμη κι αν η τρόικα διαφωνούσε, είναι σίγουρο ότι εντέλει θα αναγκαζόταν να το αποδεχθεί.

Εξάλλου, αν δεχθούμε ότι η τρόικα έχει λόγο και για το πότε θα γίνουν εκλογές, τότε είναι καλύτερα να της παραδοθούν και τα κλειδιά της διακυβέρνησης. Ούτε είναι επίσης σοβαρά αυτά που λέγονται, ότι οι εκλογές θα διέλυαν δήθεν το πιστωτικό σύστημα, επειδή θα υπήρχε ανησυχία για το εκλογικό αποτέλεσμα, για μια πιθανή δηλαδή ακυβερνησία. Αντίθετα, η πιθανότητα ακυβερνησίας θα οδηγούσε τους ψηφοφόρους, έστω και εκβιαστικά, να υπερψηφίσουν ένα από τα δύο μεγάλα κυβερνητικά κόμματα. Οι πολίτες μπορεί να αγανακτούν και να διαμαρτύρονται, όμως δεν είναι διατεθειμένοι και να αυτοκτονήσουν.

Προφανώς, η απόφαση του Γ. Παπανδρέου να μην κάνει, μετά την προσπάθεια επίτευξης συναίνεσης, το επόμενο λογικό βήμα, την προσφυγή δηλαδή στις κάλπες, συναρτάται και με τις δημοσκοπήσεις. Τα αρνητικά ευρήματα και η πιθανότητα να χάσει τις εκλογές απεδείχθησαν ίσως ισχυρότερο κίνητρο από τη συνέπεια σε μια στρατηγική. Εδώ απλώς σημειώνουμε ότι είναι λάθος να δίδεται στους δημοσκόπους η δυνατότητα να είναι αυτοί εμβρυουλκοί των εξελίξεων. Οι πολιτικοί με τις επιλογές και τις κινήσεις τους μπορούν να ανατρέψουν προγνωστικά και να αλλάξουν τις δημοσκοπήσεις.

Τώρα, ο Γ. Παπανδρέου αντιμετωπίζει έναν μεγαλύτερο κίνδυνο. Να αναγκαστεί να προσφύγει στις κάλπες όχι με δική του πρωτοβουλία και με ατζέντα που ο ίδιος θα θέσει, αλλά συρόμενος πίσω από γεγονότα και εξελίξεις και επί τη βάσει διλημμάτων που θα έχουν θέσει οι αντίπαλοί του.

Εάν αυτό συμβεί, θα είναι το χειρότερο για τον Γ. Παπανδρέου. Από εκεί που ήθελε και θα μπορούσε να μείνει στην Ιστορία ως ο πολιτικός που έσωσε τη χώρα από τη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση και την έβαλε σ’ έναν διαφορετικό τρόπο οργάνωσης, λειτουργίας και ανάπτυξης, κινδυνεύει να του φορτώσει η Ιστορία τη χρεοκοπία της χώρας.

Όσο κι αν αυτό είναι άδικο για τον ίδιο και την προσπάθεια που κατέβαλε και καταβάλλει, εν τούτοις οφείλει να γνωρίζει ότι η Ιστορία δεν είναι άσκηση δικαιοσύνης. Σίγουρα η σωτηρία της χώρας ήταν και παραμένει ένα μεγάλο ιστορικό και πολιτικό εγχείρημα. Εάν ο Γ. Παπανδρέου κατάφερνε -ή καταφέρει τελικά- να το φέρει εις πέρας, θα ξεπερνούσε σε φήμη και αξία τους προγόνους του, και ιδιαίτερα τον πατέρα του.

Βέβαια, από αυτό το άχθος και το αδιέξοδο ενδέχεται να τον βγάλει ο Αντ. Σαμαράς. Εάν ο Γ. Παπανδρέου παίξει έξυπνα, κι όχι μπλοφάροντας, τα λίγα ρέστα του που έχει ακόμη στο τραπέζι, το πρόβλημα μπορεί να μεταφερθεί στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στον οποίον ευθύς αμέσως και θα αναφερθούμε. Ο Αντ. Σαμαράς βρέθηκε σε δύσκολη θέση από τη συναινετική στρατηγική του Γ. Παπανδρέου. Η άρνησή του να αποδεχθεί τις γενναιόδωρες προτάσεις Παπανδρέου κατάλαβε ότι μπορεί να τον φέρουν σε μειονεκτική θέση, εάν ήταν ο λόγος για τον οποίον θα στήνονταν οι κάλπες. Και γι’ αυτό στην ομιλία του στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του επιχείρησε να φανεί συναινετικός. Εκτίμησε -και ορθώς- ότι η άρνηση τον έβλαπτε. Τα μηνύματα που είχε λάβει πιστοποιούσαν το γεγονός.

Αυτός ήταν και ο ουσιαστικός λόγος που οι συνεργάτες του προσπάθησαν να περάσουν παντί τρόπω, μέσω των Μέσων Ενημέρωσης, ότι έκανε δύο βήματα πίσω, ότι ήλθε πιο κοντά στη συναίνεση. Όταν, όμως, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατάλαβε ότι ο πρωθυπουργός δεν προτίθεται να πάει σε εκλογές, αλλά σε ανασχηματισμό και αργότερα πιθανώς σε δημοψήφισμα, ηρέμησε και επανήλθε, από την Κρήτη, στο αρχικό «όχι». Και μάλιστα η άρνησή του από αμυντική έγινε επιθετική.

Αυτή η στάση του Αντ. Σαμαρά είναι εξίσου προβληματική με αυτήν του Γ. Παπανδρέου. Το επόμενο βήμα και αυτού είναι αναντίστοιχο με το προηγούμενο.

Ο Αντ. Σαμαράς υποστηρίζει ότι η πολιτική της κυβερνήσεως καταστρέφει τη χώρα. Όταν έχεις μια τέτοια εκτίμηση, οφείλεις να σταματήσεις την καταστροφή. Δεν μπορείς να λες «καταστρέφετε τη χώρα, αλλά συνεχίστε μέχρι τέλους την καταστροφή». Υπεύθυνη στάση είναι να απαιτήσεις εκλογές και να τις επιβάλεις.

Και μπορεί να τις επιβάλει. Η πολιτική του σάπιου φρούτου ή του να βγάλει ο Παπανδρέου το φίδι από την τρύπα είναι επικίνδυνη για τον Αντ. Σαμαρά. Αν ο Γ. Παπανδρέου καταφέρει να βγάλει τη χώρα από την κρίση, θα κερδίσει και την παρτίδα. Χαμένος θα είναι ο Αντ. Σαμαράς. Αν αντίθετα η χώρα βουλιάξει, ο Αντ. Σαμαράς, που λογικά θα ’ναι ο επόμενος πρωθυπουργός, δεν θα ’χει παραλάβει απλώς «καμένη» γη, αλλά θα πρέπει αυτός να διαχειριστεί τη χρεοκοπία της χώρας. Η επανεκκίνηση της οικονομίας μέσω της μείωσης της φορολογίας είναι αδύνατη. Για να αποδώσει αυτή η πολιτική χρειάζονται τουλάχιστον δύο με τρία χρόνια και υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχιστεί απρόσκοπτα η δανειοδότηση από τους ξένους, παρ’ ότι τα ελλείμματα και το χρέος θα αυξάνονται.

Αν ο Γ. Παπανδρέου οδηγηθεί -όπερ και το πιθανότερο- σε αδιέξοδο, αυτό το αδιέξοδο θα κληθεί να το διαχειριστεί ο Αντ. Σαμαράς. Και θα ’ναι σχεδόν απίθανο να το καταφέρει. Το πιθανότερο είναι να είναι αυτός που θα πει το σύγχρονο «δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Να είναι δηλαδή αυτός ο Χαρ. Τρικούπης του νέου 1893. Όχι ο πολιτικός που σήμερα εμείς, με απόσταση ενός αιώνα, εξυμνούμε, αλλά ο πολιτικός εκείνης της εποχής που έφυγε κακήν κακώς.

Αν εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι ο σημερινός Θ. Δηλιγιάννης, ο πολιτικός δηλαδή που επανέκαμψε, σε αντίθεση με τον Χαρ. Τρικούπη που εξαφανίστηκε από το πολιτικό σκηνικό. Αντίθετα, αν ο Αντ. Σαμαράς ανταποκρινόταν στο συναινετικό κάλεσμα του Γ. Παπανδρέου και η χώρα σωζόταν, η σωτηρία θα πιστωνόταν κατεξοχήν στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι πολίτες θα επικροτούσαν τη γενναία στάση του και θα επιδοκίμαζαν και με την ψήφο τους τον πολιτικό που σε μια οριακή στιγμή για τη χώρα παραμέρισε τις κομματικές διαφορές και έθεσε υπεράνω των προσωπικών και κομματικών φιλοδοξιών το εθνικό συμφέρον. Τώρα, αν ο Γ. Παπανδρέου αποτύχει, ο Αντ. Σαμαράς μπορεί να γίνει πρωθυπουργός, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι θα μακροημερεύσει.

Επιμένοντας στη σκληρή αντιμνημονιακή ατζέντα, μπορεί να κερδίσει τις εκλογές, αλλά οι πολίτες, εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, θα είναι ανυπόμονοι. Δεν θα περιμένουν σχεδόν δύο χρόνια, όπως με τον Γ. Παπανδρέου, για να δουν ν’ αλλάζει η ζωή τους. Θα θέλουν και θα απαιτούν επανεκκίνηση της οικονομίας και της ζωής τους σε δύο μήνες. Κι αυτό δεν μπορώ να καταλάβω πώς ο Αντ. Σαμαράς μπορεί να το καταφέρει. Ούτε είμαι σίγουρος ότι έχει τη μαγική συνταγή να το κάνει. Θα αναγκαστεί να προσαρμοστεί στη σκληρή πραγματικότητα και τότε θ’ αρχίσουν τα δύσκολα και για τον ίδιο. Και δεν θα ’ναι απλώς δύσκολα γι’ αυτόν. Θα ’ναι άγρια, επειδή η κοινωνία έχει αγριέψει και δύσκολα θα ανεχτεί μία ακόμα διάψευση των προσδοκιών της.

Ο Γ. Παπανδρέου διάλεξε να πάει με τους «μνήμονες», ο Αντ. Σαμαράς με τους «αμνήμονες», όμως στο μεταξύ μπήκαν στο γήπεδο οι «αγανακτισμένοι», κι αυτό αλλάζει τα δεδομένα. Κάποια στιγμή στο γήπεδο θα μπουν και οι «εχέφρονες» και τότε το παιχνίδι θα γίνει πιο ενδιαφέρον. Ήδη, στο προσκήνιο μπήκαν οι ακαδημαϊκοί και οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Θα ακολουθήσουν προφανώς κι άλλοι.

Κάποια στιγμή, όλα αυτά θα μας οδηγήσουν σ’ ένα είδος εθνικού διχασμού, που μπορεί να πάρει οξύτατη μορφή, αν στο μεταξύ υπάρξουν αρνητικές εξελίξεις -που πράγματι κυοφορούνται- και στα λεγόμενα εθνικά θέματα. Και, ως γνωστόν, στον προ αιώνος «εθνικό διχασμό» οι αδιάλλακτοι οδήγησαν σε συρρίκνωση τον ελληνισμό.

Και, δυστυχώς, Ελευθέριος Βενιζέλος στον ορίζοντα, προσώρας, δεν υπάρχει...

Τρίτη, Μαΐου 31, 2011

 

Ενώπιον ευθυνών όλοι (28-05-2011)

Tις απόψεις των πολιτικών αρχηγών ο πρωθυπουργός τις γνωρίζει, αφού είχε συναντηθεί κατ’ ιδίαν μαζί τους την Τρίτη. Τι άλλαξε και σε 72 ώρες έπρεπε να βρεθούν όλοι μαζί με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Η πρόταση του προέδρου του ΣΕΒ Δημ. Δασκαλόπουλου, η δήλωση της Ελληνίδας επιτρόπου Μαρίας Δαμανάκη για πιθανή επιστροφή στη δραχμή, εφόσον δεν γίνουν αυτά που απαιτούν οι δανειστές μας, και η κακοφωνία διαφόρων αξιωματούχων από τον χώρο της τρόικας σαφέστατα επιβάρυναν το -ούτως ή άλλως- δυσμενές για τη χώρα μας κλίμα, όμως σε καμία περίπτώση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν ριζική αλλαγή του τοπίου, ώστε να δικαιολογείται μια έκτακτη σύσκεψη του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών.

Τότε, γιατί προεκλήθη; Νομίζω, επειδή ο Γ. Παπανδρέου θέλει να καταστεί συνείδηση σε όλους ότι η «εθνική συνεννόηση» είναι προϋπόθεση και όρος για να μπορέσει η χώρα να αποφύγει τα χειρότερα, όπως είναι η στάση πληρωμών, η χρεοκοπία και η έξοδος από το ευρώ.

Μέχρι τώρα, σχεδόν όλοι πίστευαν, λαθεμένα, ότι τίποτε από όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί – αντίθετα, οι περισσότεροι θεωρούσαν πως αυτά είναι διαπραγματευτικά όπλα στην ελληνική φαρέτρα. Αποδεικνύεται ότι ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Το πιστόλι το κρατούν οι ξένοι και, όπως όλα δείχνουν, αποφάσισαν να το βάλουν στο τραπέζι – και από την αντίδρασή μας θα εξαρτηθεί αν θα μας σημαδέψουν στον κρόταφο και θα μας πυροβολήσουν.

Σφάλλουν, μάλιστα, όσοι εξακολουθούν να νομίζουν ότι αυτό είναι ένα επικοινωνιακό παιχνίδι εκβιασμών είτε από την τρόικα προς την κυβέρνηση για να υλοποιήσει τα συμπεφωνημένα είτε από την κυβέρνηση προς τα κόμματα και την κοινωνία για να αποδεχθούν νέα μέτρα.

Ο κίνδυνος να «στουκάρουμε» είναι πραγματικός. Δεν είναι ενδεχόμενη απειλή, είναι πιθανή εξέλιξη. Βέβαια, αυτός ο κίνδυνος δεν προκύπτει μόνο από το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν τηρεί τις υποχρεώσεις της, η κυβέρνηση είναι κατώτερη των περιστάσεων ή δεν υπάρχει πολιτική και κοινωνική συμφωνία. Ο κίνδυνος πολλαπλασιάζεται επειδή και οι δανειστές μας είναι διχασμένοι ως προς τη στάση που εφεξής πρέπει να τηρήσουν απέναντι στο «ελληνικό πρόβλημα».

Άλλα πιστεύει το ΔΝΤ, άλλα η ΕΚΤ, άλλα η Κομισιόν, άλλα το Eurogroup, άλλα μεμονωμένες χώρες, ιδίως οι μεγάλες, και πάει λέγοντας. Αυτό επιτείνει τη σύγχυση και την αβεβαιότητα, τις οποίες εκμεταλλεύονται όσοι επιθυμούν ή ευνοούνται από μια αναταραχή στην Ευρώπη.

Αν η Ευρώπη είχε μια ξεκάθαρη στρατηγική για το μέλλον της, για την αντιμετώπιση του χρέους, τον προβληματικό Νότο, τα πράγματα σαφέστατα θα ήταν καλύτερα και για την Ελλάδα. Όταν ο ένας λέει επιμήκυνση, ο άλλος «κούρεμα», ο τρίτος επαναγορά ομολόγων, ο τέταρτος νέο δάνειο, ο πέμπτος αποβολή από την Ευρωζώνη, είναι μάλλον λογικό και φυσιολογικό η Ελλάδα να αντιμετωπίζεται από τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης ως μαύρο πρόβατο που πρέπει να σφαγιαστεί.

Αν λοιπόν ένα σοβαρό και ουσιαστικό πρόβλημα είναι το εσωτερικό, που συνίσταται στους όρους του μνημονίου, στην κυβερνητική ολιγωρία και ανεπάρκεια, στην απουσία ουσιαστικής εναλλακτικής πρότασης εξόδου από την κρίση και στην αδυναμία επίτευξης μιας -έστω ελάχιστης- πολιτικής και κοινωνικής συμφωνίας για το πώς θα πορευτεί το έθνος, ένα εξίσου σημαντικό πρόβλημα συνιστά η διχογνωμία των εταίρων και δανειστών μας για τη «συνταγή» που πρέπει να χορηγηθεί στον «ασθενή».

Τούτων δοθέντων, η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών είχε νόημα αφενός για να τεθούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις ενώπιον των ιστορικών και εθνικών τους ευθυνών και αφετέρου για να καταγραφούν με τον πλέον επίσημο τρόπο οι απόψεις τους για το πρόβλημα και το πώς θα βγούμε απ’ αυτό. Στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις των πολιτικών αρχηγών δεν κρατούνται πρακτικά και ο ένας μπορεί να διαψεύσει τον άλλο για το τι ακριβώς ειπώθηκε.

Στη σύσκεψη υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και πρακτικά τηρούνται και ένας έκαστος μπορεί να επικαλεστεί τη μαρτυρία των άλλων για τα όσα διημείφθησαν.

Αν, για παράδειγμα, ο Γ. Παπανδρέου είχε ρωτήσει τον Αντ. Σαμαρά, στην κατ’ ιδίαν συνάντησή τους, αν επιθυμεί εκλογές και αυτός του είχε απαντήσει «όχι» και το ερώτημα ξανατεθεί είτε από τον πρωθυπουργό είτε από κάποιον άλλο, είτε αμέσως είτε εμμέσως θα μάθουμε ποια είναι η απάντηση. Το ίδιο θα συμβεί και για τα θέματα είτε της συμμετοχής στην κυβέρνηση είτε της από κοινού επεξεργασίας ενός προγράμματος και από κοινού διαπραγμάτευσης με την τρόικα.

Με απλά λόγια, όσα συζητήθηκαν στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις και δεν έγιναν γνωστά μπορούν να μαθευτούν -και ανάλογα οι πολίτες να τοποθετηθούν για κάθε κόμμα και αρχηγό-, αφού συζητήθηκαν και στο συμβούλιο πολιτικών αρχηγών. Ανεξαρτήτως όμως αυτών, η συζήτηση των πολιτικών αρχηγών δεν έγινε για να αποφασιστούν εκλογές. Αυτό είναι μια αποκλειστική προνομία του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης, η οποία θα ενεργοποιηθεί εφόσον και όταν αυτοί το αποφασίσουν.

Δεύτερον, δεν έγινε για να αποφασιστεί η διενέργεια δημοψηφίσματος. Βεβαίως, ο Γ. Παπανδρέου, αλλά και άλλοι αρχηγοί, όπως ο Αλ. Τσίπρας, είναι υπέρ των δημοψηφισμάτων, όμως είναι αφελές να πιστεύεται ότι -πέραν μιας γενικής τοποθέτησης υπέρ των δημοψηφισμάτων για σοβαρά πολιτικά και κοινωνικά θέματα- θα μπορούσε ποτέ να αποφασιστεί σε μια τέτοια σύσκεψη η διενέργεια δημοψηφίσματος, και μάλιστα με το σχιζοφρενικό δίλημμα «ευρώ ή δραχμή», «ναι στην Ευρώπη ή εκτός αυτής».

Και φυσικά, σε καμία περίπτωση αυτή η σύσκεψη δεν θα μπορούσε να αποφασίσει για τη συγκρότηση κυβέρνησης προσωπικοτήτων. Η συγκρότηση και η σύνθεση της κυβέρνησης είναι αποκλειστικό προνόμιο του πρωθυπουργού εφόσον υφίσταται η δεδηλωμένη.

Δεν μπορώ να φανταστώ τον Γ. Παπανδρέου να εκχωρεί αυτό το δικαίωμα σε άλλους. Εάν το έπραττε, θα ισοδυναμούσε με αυτοκατάργησή του. Άρα, αποφάσεις για εκλογές, δημοψήφισμα και κυβέρνηση ήταν αδύνατο να ληφθούν στη χθεσινή σύσκεψη. Συζήτηση για όλα αυτά είναι λογικό να γίνει εφόσον ετέθησαν. Τι ήταν, λοιπόν, η χθεσινή σύσκεψη υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας;

Πρώτον, η προσπάθεια του Γ. Παπανδρέου να καταστεί σαφές σε όλη του την έκταση το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα και το οποίο είναι δραματικό.

Δεύτερον, να ξεκαθαριστεί αν οι ηγεσίες όλων των πολιτικών δυνάμεων, μετά και την ενημέρωση, θα επιμείνουν στη μέχρι τούδε στάση τους. Εάν συνεχίσουν, είναι προφανές ότι αναλαμβάνουν και οι ίδιοι τις ευθύνες τους έναντι του λαού, της χώρας και του έθνους.

Τρίτον, η ολοκλήρωση ενός πρώτου κύκλου επαφών για την αναζήτηση σε πολιτικό επίπεδο των κοινών τόπων προκειμένου να υπάρξει εθνική συνεννόηση. Είναι προφανές ότι αυτή η προσπάθεια απαιτείται να συνεχιστεί, και εκτός από το πολιτικό, να αναζητηθεί και σε κοινωνικό επίπεδο με τις συνδικαλιστικές και κοινωνικές οργανώσεις.

Τέταρτον, να μετριαστούν -ει δυνατόν- τα αισθήματα ανασφάλειας άμα και πανικού των πολιτών που μεγαλώνουν από τη ζοφερή εικόνα που σχηματίζεται από τις εξελίξεις και στο εσωτερικό και στο ευρωπαϊκό μέτωπο και τα οποία με τη σειρά τους μεγιστοποιούν το πρόβλημα, βλάπτοντας και την πραγματική οικονομία και την τσέπη του ελληνικού νοικοκυριού.

Πέμπτον, να εξασφαλιστεί τουλάχιστον από την αξιωματική αντιπολίτευση η δέσμευση για να προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις, αποκρατικοποιήσεις και μέτρα, χωρίς να υποδαυλιστεί περαιτέρω κοινωνική και πολιτική ένταση.

Έκτον, να συμφωνηθεί απ’ όλους ότι η βία φέρνει βία, άρα απαιτείται όλοι να συμβάλουν ώστε ο κοινωνικός θυμός να περιοριστεί στο πλαίσιο της νομιμότητας που ορίζουν οι δημοκρατικοί κανόνες του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού.

Έβδομον, σαφέστατα ο πρωθυπουργός ήθελε με τη σύσκεψη να περάσει το μήνυμα και στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό, ότι -ανεξαρτήτως των όποιων διαφωνιών μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων- υπάρχει κυβερνητική σταθερότητα, και η κυβέρνηση θα επιμείνει στο πρόγραμμά της ακόμη κι αν δεν καταστεί δυνατή η εθνική συνεννόηση.

Το μέλλον της χώρας, εξάλλου, δεν συναρτάται με την επίτευξη ή όχι της συναίνεσης μεταξύ των κομμάτων. Ακόμη κι αν αυτή δεν υπάρξει, η προσπάθεια από την κυβέρνηση πρέπει να συνεχιστεί. Σίγουρα η συναίνεση θα τη διευκόλυνε και θα ήταν -εκτός των άλλων- και ένα καλό χαρτί στη διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας. Και βέβαια θα ήταν, όπως πιστεύει ο Γ. Παπανδρέου, ένα ελπιδοφόρο δείγμα μιας νέας κουλτούρας και μια τομή που θα έδινε θάρρος στον ελληνικό λαό και θα αναπτέρωνε τις ελπίδες του.

Πάντως, και ανεξαρτήτως του τι συνέβη χθες στο Προεδρικό Μέγαρο, η διαπιστωμένη αδυναμία όλων των κομμάτων να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να εκπονήσουν ένα κοινό εθνικό σχέδιο, το οποίο θα υλοποιήσει μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, αποδεικνύει και την αδυναμία των άλλων παραγόντων που θα μπορούσαν να επιβάλουν κάτι τέτοιο.

Κοινωνικές, επαγγελματικές, διανοητικές, επιχειρηματικές, ακόμη και εκδοτικές ελίτ που θα μπορούσαν να επιβάλουν στις πολιτικές δυνάμεις τη συναίνεση δεν υπάρχουν. Όλες τους, εξαιρουμένων κάποιων μεμονωμένων φωτεινών περιπτώσεων, είναι ατροφικές, μίζερες, κρατικοδίαιτες, ιδιοτελείς και σε κάθε περίπτωση κατώτερες των περιστάσεων. Μαζί με τις πολιτικές ηγεσίες επιτείνουν με τη στάση και τη συμπεριφορά τους τη σύγχυση και το αδιέξοδο. Ο ιστορικός του μέλλοντος σε ένα πιθανό ιδιότυπο «Γουδί» του 21ου αιώνα -εκτός από τα κόμματα- θα τις καταδικάσει και αυτές.

Επειδή όμως μέχρι τότε έχουμε ακόμη πολύ χρόνο, ο πρωθυπουργός -εκτός από το να επικεντρώσει τις προσπάθειές του για να μεταβάλει μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου τη γνώμη των εταίρων και δανειστών μας- καλόν είναι, έπειτα από αυτήν, εφόσον έχει αποφασίσει να μην πάει σε εκλογές, να αναδομήσει εκ βάθρων την κυβέρνηση, το επιτελείο του, ακόμη και τον κυβερνητικό μηχανισμό.

Πλέον είναι τροχοπέδη και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια το καράβι στα βράχια. Αφού, λόγω της συνθετότητας του προβλήματος, δεν φαίνεται να επιλέγει τις καθαρές λύσεις, ας διαλέξει τουλάχιστον τις άριστες. Και σε πρόσωπα και σε δομές...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]