Δευτέρα, Δεκεμβρίου 01, 2008

 

Λόγος υπέρ τραπεζών (29-11-2008)

Θυμάστε το «μπιζ» που παίζαμε, όταν ήμασταν μικροί, στο σχολείο; Που κάποιος στηνόταν στη μέση και περνούσαμε όλοι οι άλλοι και τον καρπαζώναμε; Ε, αυτό μού θυμίζουν όλα όσα γίνονται με τις τράπεζες. Έχουμε βάλει στη μέση τους τραπεζίτες και καθένας που περνάει τους ρίχνει και μία. Θαρρείς και είναι οι μόνοι υπεύθυνοι και υπαίτιοι για τη χρηματοπιστωτική κρίση.

Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, έμποροι, επιστήμονες, σοβαροί άνθρωποι, αλλά και φιρφιρίκοι, ο πάσα ένας που έχει δοσοληψία με τις τράπεζες βγάζει το άχτι του, λέγοντας ό,τι του κατέβει. Οι μέχρι πρότινος σοβαροί «τροχονόμοι του χρήματος», οι αξιόπιστοι επιτελικοί μέσοι, οι «κυκλοφορητές» του πιστωτικού τομέα του οικονομικού παιχνιδιού μετατράπηκαν εν μία νυκτί, τη βοηθεία πολιτικών και δημοσιολογούντων, σε πιράνχας και βαμπίρ που ρουφάνε το αίμα του λαού με το μπουρί της σόμπας.

Όχι ότι δεν έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την κρίση οι τραπεζίτες και τα λεγόμενα golden boys των πάσης φύσεως οίκων συγκέντρωσης και διανομής του χρήματος. Όχι ότι δεν έχουν κάνει λάθη, ακόμη και εγκλήματα. Από του σημείου αυτού όμως και μέχρι ο λίθος του αναθέματος να πέφτει μόνον σ’ αυτούς, υπάρχει μεγάλη απόσταση και μεγαλύτερη υποκρισία. Ειδικά μάλιστα για τους Έλληνες τραπεζίτες -που όπως αποδεικνύεται ήταν μάλλον συντηρητικοί και «νοικοκύρηδες» σε σχέση με συναδέλφους τους άλλων χωρών-, η βιαιότητα της επίθεσης που δέχονται είναι εν πολλοίς αδικαιολόγητη και άδικη.

Να τους γίνει κριτική για συμπεριφορές τους, να υποστούν κυρώσεις, να τους επιβληθούν κανόνες και έλεγχος, να αναγκαστούν να καταβάλουν, εφόσον αρνούνται, το μέρισμα κοινωνικής ευθύνης που τους αναλογεί. Μέχρις εκεί όμως.

Δεν είναι δυνατόν να τους φορτώσουμε και όλη την ανεπάρκεια και τη δυσπλασία του πολιτικού συστήματος, να θέλουμε να άρουν μόνοι αυτοί τις στρεβλώσεις και τις αναπηρίες του νεοελληνικού κράτους, του επιχειρείν, αλλά και της ίδιας της κοινωνίας.

Ο λαϊκισμός μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να είναι καλός και ευεργετικός, αφού λειτουργεί εν είδει παρηγορίας και απενοχοποίησης της κοινωνίας και της θεσμικής εκπροσώπησής της. Όταν όμως καταναλώνεται σε υπερβολικές δόσεις και για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να επιφέρει αντίθετα αποτελέσματα. Ο ασθενής, αντί να ιαθεί, μπορεί να πεθάνει. Και δεν αναφέρομαι στις τράπεζες, αλλά στον «καταραμένο τούτο τόπο», ο οποίος τελευταία φορά που είχε σχέση με το μέτρο ήταν όταν οι αρχαίοι του πρόγονοι διατύπωσαν τα ρητά «μέτρον άριστον» και «μηδέν άγαν». Και δεν είναι απλώς η υπερβολή που τρομάζει, είναι μεγαλύτερο κι από έγκλημα, είναι λάθος, να συνεχίζεται η εκτός ορίων και όρων πολεμική στις τράπεζες. Και είναι λάθος γιατί στις τράπεζες, ιδίως την τελευταία δεκαετία, επένδυσαν πολλά οι Έλληνες. Όχι το υφιστάμενο πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό σύστημα, αλλά το ίδιο το έθνος.

Μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και των αλλαγών που έγιναν στις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, η Βαλκανική και ο Εύξεινος Πόντος ξανάγιναν ορίζουσες του ελληνισμού. Αποκτήσαμε και πάλι ενδοχώρα. Έναν ευρύτατο ορίζοντα για να δούμε με άλλα μάτια τον Νέο Κόσμο που ξαναγεννιόταν δίπλα μας. Μας παρουσιάστηκε εκ νέου η δυνατότητα να σχεδιάσουμε, με όρους δικής μας ηγεμονίας στην περιοχή, τη Χάρτα του Ρήγα Φεραίου. Μας δόθηκε η δυνατότητα για μια Νέα Αργοναυτική Εκστρατεία.

Η περίκλειστος Ελλάς, η αποκομμένη γεωφυσικά από τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούσε να φτιάξει ράγες οικονομικής, εμπορικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής σύνδεσης με τους εταίρους και τους γείτονές της. Μπορούσε, λόγω των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που διέθετε (μέλος της Ε.Ε., της Ευρωζώνης, του ΝΑΤΟ και άλλων ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών), να γίνει ηγέτιδα και ηγεμονική δύναμη στην περιοχή. Να γίνει ένας μικρός ιμπεριαλιστής, μια υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη.

Κουτσά στραβά, το προσπάθησε και σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό κάτι κατάφερε. Από τη Σερβία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Αλβανία, τη FYROM και μέχρι την Ουκρανία, τη Γεωργία, τη Μολδαβία, την Αρμενία, απέκτησε παρουσία και δράση. Χιλιάδες επιχειρήσεις, μεγάλες και μικρές, συγκρότησαν το ελληνικό τμήμα στην επίγεια βαλκανοεύξεινη ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη), που δημιούργησε κυρίως ο δυτικός κόσμος. Γερμανοί, Αυστριακοί, Ιταλοί, Γάλλοι και Έλληνες «άλωσαν» τον ζωτικό χώρο της Ρωσίας και της πρώην ΕΣΣΔ.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στην «έξοδο» αυτή του ελληνισμού έπαιξαν οι τράπεζες. Άνοιξαν δρόμους για να πάνε στις «υπό κατάκτησιν» χώρες και οι άλλοι Έλληνες επιχειρηματίες. Τους στήριξαν με κεφάλαια, τους έφεραν σε επαφή ή και τους «πάντρεψαν» με ντόπιους επιχειρηματίες, σχεδίασαν και υλοποίησαν από κοινού επενδυτικά σχέδια. Και το κυριότερο -και παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα από τους τραπεζίτες- οι ελληνικές τράπεζες καρπώθηκαν μεγάλες υπεραξίες που βελτίωσαν τα κέρδη, άρα και τη διανεμητική τους ικανότητα στην εγχώρια αγορά των μητρικών τους εταιρειών.

Αυτή η διάσταση, της εξωστρέφειας, δεν μπορεί να παραγνωρίζεται. Δεν μπορεί να μην λαμβάνεται υπ’ όψιν. Όσο απαξιώνουμε τις ελληνικές τράπεζες στο εσωτερικό και ζητάμε να γίνουν ευαγή ιδρύματα και κρατικά ορφανοτροφεία, τόσο μεγιστοποιούμε τον κίνδυνο να ξαναγίνουμε η πτωχή και περίκλειστος Ελλάς.

Η πιθανότητα οι ελληνικές τράπεζες -εφόσον δεν βοηθηθούν για ν’ αντέξουν την πιστωτική στενότητα που επιβάλλει η έλλειψη ρευστότητας- να εγκαταλείψουν τις εξωελλαδικές τους δραστηριότητες είναι λίαν πιθανή. Αν βρεθούν προ αδιεξόδου, ίσως αναγκαστούν να πουλήσουν. Και τότε η χώρα μας θα χάσει έναν ισχυρό βραχίονα στην ευρύτερη περιοχή. Μάλιστα, ο εξ Ανατολών αιφνίδιος κίνδυνος που ανέκυψε για τις ελληνικές τράπεζες δεν είναι απόρροια κάποιων δικών τους λαθών. Δεν είναι ότι εκεί που πήγαν έκαναν κάποιο λάθος αυτές. Το πρόβλημά τους προκύπτει ως παρενέργεια της αδυναμίας των ίδιων των βαλκανοευξείνιων κρατών, όπου επένδυσαν, να αντιμετωπίσουν την κρίση. Δεν ευθύνονται οι ελληνικές τράπεζες επειδή αυτές οι χώρες έχουν ασθενή νομίσματα, υψηλά χρέη, ελλείμματα, διαρθρωτικές αδυναμίες κ.ά.

Για τις ελληνικές, όπως και τις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες και επιχειρήσεις, όλα αυτά τα προβλήματα των φτωχών γειτόνων μας συνιστούσαν επενδυτική ευκαιρία, και την αξιοποίησαν κατά τον καλύτερο τρόπο. Το πρόβλημα γίνεται όμως πιο σύνθετο, εάν αυτός στον οποίον ενδεχομένως πουλήσουν οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι κάποιος Δυτικός εταίρος, αλλά κάποιος Ρώσος ή ακόμη και Κινέζος.

Το μέλλον λοιπόν των ελληνικών τραπεζών, αλλά και ευρύτερα των επιχειρήσεων στην περιοχή των Βαλκανίων και του Εύξεινου Πόντου, δεν μπορεί να είναι μόνον ελληνική υπόθεση. Θα πρέπει να είναι και ευρωπαϊκή. Και αμερικανική. Ολόκληρου του δυτικού κόσμου. Όπως υπόθεση συνολικά της Δύσης θα πρέπει να είναι το μέλλον όλων των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων και των τραπεζών, που απέσπασαν από την επιρροή της Ρωσίας την περιοχή.

Η χρηματοπιστωτική κρίση δεν εγκυμονεί κινδύνους μόνον για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, αλλά απειλεί να ξαναρίξει τα Βαλκάνια και τον Εύξεινο Πόντο στην αγκαλιά της «ρώσικης αρκούδας», αφού Ρώσοι και Κινέζοι, εν αντιθέσει με Ευρωπαίους και Αμερικανούς, διαθέτουν μεγάλη ρευστότητα και μπορούν να αγοράσουν με χρήματα τις περιοχές που έχασαν λόγω πολιτικής, ιδεολογικής και στρατιωτικής κατάρρευσης του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού.

Η χρηματοπιστωτική κρίση έχει, λοιπόν, και μια έντονη γεωπολιτική και στρατηγική διάσταση για το αν και πώς θα ξαναμοιραστεί ο κόσμος. Ήδη Ρωσία και Κίνα φαίνεται ότι έχουν κατανοήσει τη νέα ευκαιρία που τους δίνεται και δεν αποκλείεται να συγκροτήσουν μια νέα συμμαχία για παγκόσμια δική τους κυριαρχία.

Η ένταξη εκ νέου των Βαλκανίων, μέσω οικονομικής κυριαρχίας, στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας θα ήταν πλήγμα για τη Δύση. Και επειδή το ελληνικό κράτος εμφανίζεται ανεπαρκές και μπορεί να αποδειχθεί αδύναμος κρίκος στην περιοχή, θα έπρεπε ίσως οι Ευρωπαίοι εταίροι και οι Αμερικανοί σύμμαχοι να το συνδράμουν, προκειμένου να διατηρήσει τους επιχειρηματικούς θύλακες που έχει δημιουργήσει στην περιοχή και να μην τους εκχωρήσει, εξ ανάγκης, στους Ρώσους νεοολιγάρχες. Θα ήταν εις βάρος της Δύσης, μετά τον τομέα της ενέργειας, οι Ρώσοι να βάλουν στο χέρι τράπεζες και επιχειρήσεις ευρωπαϊκών συμφερόντων στην περιοχή.

Αντί, λοιπόν, οι Δυτικοί να προφητεύουν τον «εξ Ανατολών κίνδυνο», που μπορεί να πυροδοτήσει μια νέα εστία στη χρηματοπιστωτική κρίση, καλόν είναι να εκπονήσουν ένα γενναίο πρόγραμμα στήριξης της περιοχής.

Εκτός από τις εθνικές απαντήσεις που δίνονται και το συνολικό ευρωπαϊκό σχέδιο που επεξεργάστηκε η Κομισιόν και θα συζητηθεί στο Συμβούλιο Κορυφής τον Δεκέμβριο, ίσως θα έπρεπε να υπάρξει και ένα επιμέρους βαλκανικό σχέδιο για να αντιμετωπιστεί η κρίση. Και αν δεν το σκέφτονται οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, θα μπορούσε να το θέσει προς συζήτησιν και να το διεκδικήσει από κοινού με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία ο Κ. Καραμανλής.

Δυστυχώς όμως για τη χώρα, ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει άλλα να σκεφτεί. Τον Εφραίμ, τον ανασχηματισμό, τους δελφίνους του και πώς θα κάνει τον καμπόσο στους τραπεζίτες, ευθυγραμμιζόμενος με τον λαϊκισμό.

Κι αφού δεν μπορεί ο Κ. Καραμανλής να το κάνει, ας το πράξει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ας πάει ο Γ. Παπανδρέου στο διευθυντήριο των Βρυξελλών, στον Ομπάμα, στη Σοσιαλιστική Διεθνή και ας τους θέσει και αυτή τη διάσταση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αντί να συζητά με την κυρία Λούκα Κατσέλη για το αν τα 28 δισ. συνιστούν βαριά τιμωρία ή όχι για τους Έλληνες τραπεζίτες, ας τους αναδείξει μια πτυχή του προβλήματος που ίσως οι Δυτικοί στον πανικό τους δεν έχουν σκεφθεί. Ό,τι δηλαδή τα Βαλκάνια πρέπει να παραμείνουν στον δυτικό κόσμο, και αυτός μπορεί, σε αντίθεση με τον Κ. Καραμανλή, να το εγγυηθεί.

Αντί, λοιπόν, να προσπαθούν κάποιοι εγχώριοι φωστήρες να βρουν τρόπους για να τιμωρήσουν δήθεν τους τραπεζίτες, αλλά ουσιαστικά για να αποσείσουν τις δικές τους ευθύνες στη χρηματοπιστωτική κρίση -και η ευθύνη των πολιτικών που άφηναν ανεξέλεγκτες τις αγορές και τις τράπεζες είναι τεράστια-, ας κοιτάξουν να σώσουν τις ελληνικές τράπεζες. Βοηθώντας τες, βοηθάμε και τη χώρα και το έθνος. Θα ήταν κρίμα η υπερδεκαετής εξωστρέφεια να σταματήσει.

Αν ξανακλειστούμε στο καβούκι μας και στον περιορισμένο χώρο μας, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να βυθίσουμε τη χώρα στη μιζέρια και τη μελαγχολία. Μας παρουσιάστηκε πριν από 15 χρόνια μια νέα μεγάλη και ιστορική ευκαιρία. Από αυτές που παρουσιάζονται ίσως κάθε 50 ή και περισσότερα χρόνια. Ας μην αφήσουμε τον λαϊκισμό και την ανεπάρκεια πολιτικών και δημοσιολογούντων να μας ξαναγυρίσουν στο ελλαδικό κοιμητήρι.

Η κρίση είναι σίγουρα παγκόσμια και οι απαντήσεις που χρειάζεται να δοθούν πρέπει κι αυτές, ασφαλώς, να είναι παγκόσμιες. Όμως, τόσο το παγκόσμιο πρόβλημα όσο και η λύση του έχουν και περιφερειακές διαστάσεις και συναρθρώσεις που πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν. Και τις περιφερειακές απαντήσεις στους παγκόσμιους «παίκτες» πρέπει να τις δώσουν οι περιφερειακές ηγεσίες.

Δυστυχώς για το έθνος των Ελλήνων, αυτές απουσιάζουν από το σύγχρονο κράτος των (νεο)ελλήνων...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]