Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2008

 

Ο βάτραχος και το άλογο (22-3-2008)

Oι αγορές γκρεμίζονται, οι οικονομίες αποσταθεροποιούνται, οι (σοβαρές) κυβερνήσεις προσπαθούν να βρουν τρόπους για να βγουν από το τούνελ. Πλην της Ελλάδος, που μοιάζει με εκείνον τον βάτραχο που, όταν είδε ότι πετάλωναν το άλογο, σήκωνε κι αυτός το πόδι του.

Ειλικρινά είναι απορίας άξιον πώς αυτή η χώρα, οι πολίτες της, η κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης ελάχιστα ενδιαφέρονται για το τι συμβαίνει γύρω τους. Τόση αμεριμνησία και παχυδερμισμός δεν μπορεί παρά να χρήζουν ψυχιατρικής και ουχί κοινωνιολογικής μελέτης.

Αυτή η γενικευμένη αφασία δεν ερμηνεύεται με το DNA της φυλής, αλλά με τη διαταραγμένη και εκφυλισμένη προσωπικότητα του νεοέλληνα.

Πώς μπορεί κάποιος να εφησυχάζει και να αισθάνεται καλά όταν σε πέντε μήνες η αξία των εισηγμένων εταιρειών στο Χρηματιστήριο μειώθηκε περίπου 60 δισ. ευρώ, όταν τα αποθεματικά των Ταμείων είναι μείον 30%, όταν οι τράπεζες -που είναι ο βασικός μοχλός ανάπτυξης, επενδύσεων και κατανάλωσης στη χώρα μας- στριμώχνονται σε επικίνδυνο βαθμό, όταν η ανταγωνιστικότητα, οι εξαγωγές και το εμπορικό ισοζύγιο βαίνουν από το κακό στο χειρότερο, όταν ο κρατικός προϋπολογισμός δεν εκτελείται ούτε καν στα χαρτιά, όταν η Στατιστική Υπηρεσία δίκην αλχημιστή ετοιμάζεται να αναθεωρήσει εκ νέου το ΑΕΠ, όταν και τα τελευταία «ασημικά» της χώρας ετοιμάζονται να πουληθούν για να κλείσουν οι νέες δημοσιονομικές τρύπες, όταν ο πληθωρισμός έχει βάλει φωτιά στην αγορά θεριεύοντας την ακρίβεια, όταν, όταν, όταν...

Πώς μπορούν κάποιοι, όταν όλα αυτά συμβαίνουν, να τους απασχολεί μόνον να μην γρατσουνιστεί η εικόνα του πρωθυπουργού, να μην ονομαστεί η «Μακεδονία» Νέα, αλλά Άνω, να αλλάξουν, αλλά και χωρίς να αλλάξει, το Ασφαλιστικό, να συμμετέχουν ή όχι στο Πολιτικό Συμβούλιο (του ΠΑΣΟΚ εν προκειμένω) οι διατελέσαντες υπουργοί, να φουσκώσει ή να ξεφουσκώσει ο Συνασπισμός, να καταθέσουν τώρα ο Ζαχόπουλος και ο Νικολουτσόπουλος ή να καθυστερήσουν κι άλλο, να γίνουν πρόωρες, διπλές ή με λίστα εκλογές, να, να, να...

Και αν νομίζουν κάποιοι ότι υπερβάλλω ή είμαι υπέρ το δέον απαισιόδοξος, δεν έχουμε παρά να περιμένουμε έναν-δύο μήνες ακόμη για να διαπιστώσουμε ότι τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμη. Όταν το χρήμα θα γίνει πιο ακριβό, όταν οι επιπτώσεις στη χρηματοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων θα μπορεί να μετρηθεί απ’ όλους στα επιτόκια, στην τσέπη και τους ισολογισμούς, όταν η ελληνική οικονομία θα αναγκαστεί να μην απολαμβάνει χαμηλότερων επιτοκίων από αυτά που θα ήταν φυσικό να έχει με ανάπτυξη 3,6%, πληθωρισμό 4,4% και το risk premium που της αναλογεί. Όταν βιαίως θα συνειδητοποιήσουμε ότι παρήλθε οριστικά ο καιρός που μπορούσαμε να ζούμε υπεράνω των δυνάμεων, των δυνατοτήτων και των πραγματικών αναγκών μας, τότε θα αναγκαστούμε να συμφωνήσουμε με τον ποιητή (Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης γαρ η χθεσινή) ότι ταξιδεύουμε με τον Χάρο στο πλευρό μας.

Θα αναγκαστούμε να σιγοψιθυρίσουμε ότι στον κόσμο που ζούμε υπάρχουν πλήθος φωνές, αλλά καμιά δεν είναι η δική μας. Θα αναγκαστούμε να ομολογήσουμε ότι ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές δεν έχεις καιρό μήτε ν’ ανασάνεις/ ανάμεσα στο πρόσωπό σου και το πρόσωπό σου/ μια τρυφερή μορφή παιδιού γράφεται και σβήνει.

Ίσως, όμως, τότε να ’ναι αργά. Όχι γιατί εν τω μεταξύ κυβέρνηση, κόμματα, συνδικάτα και πολίτες θα έχουν συναισθανθεί ότι βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από τον γκρεμό και δεν πρέπει να το κάνουμε, αλλά επειδή η κατάσταση θα δρομολογείται εκτός ελέγχου. Θα έχει ξεσπάσει κοινωνικός πόλεμος, τον οποίον δεν θα μπορούν να κατευθύνουν οι θεσμικά οργανωμένες και εκ του συντάγματος υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις και κοινωνικές οργανώσεις.

Αν λοιπόν θέλουμε να αποφύγουμε τις τυφλές εκρήξεις, να διατηρήσουμε τα ευρωπαϊκά κεκτημένα, να αντιμετωπίσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή επάρκεια την (και διεθνή πρωτίστως) οικονομική κρίση, να διασώσουμε το πολιτικό σύστημα από τον πλήρη εξευτελισμό, θα πρέπει να ανασκουμπωθούμε. Να σηκώσουμε τα μανίκια και να καθίσουμε να δουλέψουμε, αντί να φλυαρούμε από τηλεοράσεως ή στα καφενεία. Να συμφωνήσουμε σε ορισμένα βασικά πράγματα που χρειάζεται απαραίτητα να γίνουν στη χώρα (αυτοί οι περίφημοι κοινοί τόποι που εφάπτονται των προγραμμάτων και των προτεραιοτήτων των δύο κομμάτων εξουσίας) και τα οποία είναι ανεξάρτητα από πολιτικές ή ιδεολογικές διαφορές.

Αν οι δύο μεγάλες πολιτικές οικογένειες (της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς) από κοινού με την ιθύνουσα υγιή επιχειρηματική τάξη δεν επεξεργαστούν ένα ρεαλιστικό, βιώσιμο και αισιόδοξο σχέδιο Μεγάλων Συμπτώσεων, τότε τα δύο άκρα και οι ηγεσίες τους θα γίνουν ο Γενικός Επιθεωρητής της χώρας. Αν κάτι δεν χρειάζεται αυτή τη στιγμή ο τόπος είναι Μεγάλους Ιεροεξεταστές της ηθικής, της πολιτικής, της επιχειρηματικής και κοινωνικής του εξέλιξης. Ο Αλαβάνος, ο Τσίπρας, η Παπαρήγα, ο Καρατζαφέρης μπορεί να είναι ή να μην είναι συμπαθείς ως πολιτικές φιγούρες, το ίδιο και τα κόμματα των οποίων ηγούνται, όμως δεν είναι αυτό που χρειάζεται η χώρα ή απαιτούν οι περιστάσεις και οι προτεραιότητες που πρέπει να τεθούν σήμερα για να αποδράσουμε από τον βούρκο στον οποίο βυθιζόμαστε.

Μπορεί να είναι καλοί, ακόμη και απαραίτητοι, ως μοχλοί πίεσης του συστήματος. Μέχρι εκεί όμως. Η χώρα χρειάζεται, επειγόντως, εθνικό σχέδιο για έξοδο από την οικονομική, πολιτική, κοινωνική και μορφωτική κρίση που τη μαστίζει και η οποία διαπιστώνεται καθημερινά απ’ όλους.

Η χώρα χρειάζεται ρεαλιστικές προτάσεις για να λύσει τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες της. Η χώρα χρειάζεται μετρήσιμους στόχους να θέσει και να επιτύχει, και όχι να μετρά καθημερινά στους δρόμους διαδηλωτές, όγκους σκουπιδιών και όλα αυτά που στα μεγάλα αστικά κέντρα -και ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα- έχουν μετατρέψει τη ζωή σε επικίνδυνο παιχνίδι.

Αυτή τη στιγμή το τοπίο θυμίζει ναρκοπέδιο και η κυβέρνηση, αλλά και η αξιωματική αντιπολίτευση, χρειάζεται να μιμηθούν τους χορευτές. Να κάνουν πιρουέτες προκειμένου να αποφύγουν τον πολιτικό τους θάνατο, που προφητεύουν οι δημοσκοπήσεις. Αν η ιθύνουσα πολιτική και επιχειρηματική τάξη δεν συναισθανθεί τις ευθύνες της και δεν αλλάξει ρότα, τότε οι εξελίξεις θα μας οδηγήσουν στο περιθώριο.

Γκρινιάζοντας και καβγαδίζοντας μεταξύ μας για το ποιος έβλαψε ή βλάπτει λιγότερο τη χώρα, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι τα νέα παιδιά να γράψουν στους τάφους μας: Σα μια σταλιά μελάνι σε μαντίλι η πλήξη απλώνει.

Για να καταφέρουμε να μην πνιγούμε στη μεγαλύτερη τρικυμία που έρχεται από τις αγορές της Εσπερίας, θα πρέπει να ακούσουμε πάλι τον ποιητή – ξέρετε, πολλές φορές η ποίηση μας δείχνει δρόμους και μας δίνει λύσεις, μην την υποτιμάτε. Ας ακούσουμε λοιπόν τι έγραφε πριν από 60 χρόνια ο Γ. Σεφέρης στο κείμενό του «Δεύτερος πρόλογος» στο βιβλίο του Τ. Σ. Έλιοτ, «Η έρημη χώρα και άλλα ποιήματα»:

Ας κοιτάξουμε ακόμη τι μας υπαγορεύει η πείρα της καθημερινής ζωής μας. Είναι εύκολο πράγμα να λέμε: κλείστε τις πόρτες, οι ξένοι θα μας μολύνουν. Οι χθόνιοι θεοί μας δεν το θέλουν. Σύμφωνοι, αλλά πρέπει να είμαστε συνεπείς.

Την πνευματική καλλιέργεια ενός λαού, δυστυχώς, δεν τη φτιάχνει μονάχα ο ποιητής, είτε κομίζει είτε όχι τα καινά δαιμόνια. Τη φτιάχνουν ακόμη -και στην περίπτωση αυτή με τρόπο ολωσδιόλου ανεξέλεγκτο και ασύδοτο- ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, τα τηλέτυπα, τα διάφορα φτηνά ξενόφωνα ή ελληνόφωνα περιοδικά, τα φάρμακα, οι κονσέρβες, οι ρεκλάμες, οι προπαγάνδες κάθε λογής, τα μέσα του πολέμου και της ειρήνης, και τέλος, η πολιτική ζωή του κόσμου μας που έχει πάθει τέτοιο συμφυρμό ώστε ένα γεγονός που γίνεται στη Σαγκάη ή στην Τεχεράνη να έχει άμεσο αντίχτυπο, όχι στον εγκέφαλο ενός εξαιρετικά διορατικού πολιτευομένου, αλλά στην καθημερινή ζωή του συνταξιούχου που κοιτάζει το περιβολάκι του στις Κουκουβάουνες.

Να τ’ αποκλείσουμε όλα αυτά, σύμφωνοι. Αλλά φοβούμαι πως, για να επιτύχουμε σ’ ένα τόσο υπέρογκο έργο, θα πρέπει να μετατοπίσουμε την Ελλάδα μας από το σταυροδρόμι που θέλησε η μοίρα της να είναι, σ’ εκείνη τη μετέωρη χώρα του Γκιούλιβερ, που ταξίδευε μέσα στα σύννεφα.

Γι’ αυτό, το πρόβλημα δεν είναι τόσο απλό. Με την πορεία που πήρε ο κόσμος, μετατοπιστήκαμε ξαφνικά από μια θέση τοπικού ενδιαφέροντος σε μια θέση ενδιαφέροντος γενικού και είμαστε ένα από τα επίκεντρα της παγκόσμιας κρίσης. Αυτό δημιουργεί, ανάμεσα στον τόπο μας και τα μεγάλα κράτη της γης, επαφές τόσο επιτακτικές και τόσο διεισδυτικές, που δεν μπορούσαμε καν να τις υποψιαστούμε πριν από μια ή δυο δεκαετίες.

Είναι σχεδόν βέβαιο πως η απότομη αυτή μεταβολή υποχρεώνει τον λαό μας ν’ απορροφά αλλότριες επιδράσεις σε βαθμό μεγαλύτερο από ό,τι θα έπρεπε και με τρόπο υπερβολικά βιαστικό. Αλλά θα έπρεπε να τονίσει κανείς αμέσως πως, αν αυτό γίνεται, γίνεται με καταστρεπτικά αποτελέσματα σε περιοχές που δεν έχουν άμεση σχέση με τη λογοτεχνία και την τέχνη: ας συλλογιστούμε το πλήθος των ανθρώπων που τρέφονται μόνο από τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και το εβδομαδιαίο.

Χωρίς αμφιβολία, από την άποψη αυτή ο κίνδυνος δεν είναι μικρός. Και -δυστυχώς- η μοίρα μας θέλησε να τον αντιμετωπίζουμε σχεδόν αβοήθητοι, γιατί χάσαμε πολύτιμο καιρό και στο θέμα της παιδείας και στο θέμα της γενικής πνευματικής καλλιέργειας του τόπου. Έχει κανείς λ.χ. ένα πολύ καταθλιπτικό συναίσθημα όταν κοιτάζει πως φτάσαμε στα χρόνια που ζούμε, χωρίς να μπορέσουμε να χαράξουμε μια δημιουργική γραμμή για τη γλώσσα μας, αυτό το θεμέλιο του πνευματικού μας οργανισμού.

Είναι κρίμα. Αλλά το κακό δεν θα μπορέσουμε να το πολεμήσουμε με ρητορείες δεισιδαιμονίας ή κλείνοντας τα μάτια σε γεγονότα που γίνονται τόσο κοντά τριγύρω μας.

Το δίλημμα είναι αμείλικτο: είτε θ’ αντικρίσουμε τον δυτικό πολιτισμό, που είναι κατά μέγα μέρος και δικός μας, μελετώντας με λογισμό και με νηφάλιο θάρρος τις ζωντανές πηγές του – κι αυτό δεν βλέπω πώς μπορεί να γίνει αν δεν αντλήσουμε τη δύναμη από τις δικές μας ρίζες και χωρίς ένα συστηματικό μόχθο για τη δική μας παράδοση· είτε θα του γυρίσουμε τις πλάτες και θα τον αγνοήσουμε, αφήνοντάς τον να μας υπερφαλαγγίσει, με κάποιον τρόπο από τα κάτω, με τη βιομηχανοποιημένη, την αγοραία, τη χειρότερη μορφή της επίδρασής του.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]