Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 16, 2011

 

Τρικούπης και Δηλιγιάννης (17-09-2011)

Σ’ έναν πόλεμο, κερδίζεις και χάνεις μάχες. Το σημαντικό είναι να κερδίσεις την τελευταία. Αυτή που κρίνει οριστικά την έκβαση του πολέμου. Το ίδιο ισχύει και στην πολιτική. Σημασία δεν έχει ποιος κερδίζει τις εντυπώσεις στις κοινοβουλευτικές, κοινωνικές, συνδικαλιστικές, αυτοδιοικητικές ή και τις δημοσκοπικές μάχες που γίνονται στο διάστημα μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων, αλλά ποιος θα κερδίσει την αποφασιστική μάχη. Τη μάχη της κάλπης. Η τελική μάχη που θα δοθεί για το ποιος θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας έχει σημασία.

Γιώργος Παπανδρέου και Αντώνης Σαμαράς, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, εκεί θα κάνουν ταμείο. Εκεί θα κριθεί ποιος κέρδισε και ποιος έχασε. Η λαϊκή ετυμηγορία, όπως θα εκφραστεί την ημέρα των εκλογών (όποτε αυτές γίνουν, είτε σε δύο μήνες είτε σε δύο χρόνια), είναι αυτή που θα αποφανθεί τελεσίδικα ποια από τις δύο στρατηγικές των δύο κομμάτων εξουσίας είναι η ορθή για να αντιμετωπιστεί η κρίση.

Σίγουρα τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση σχεδόν καθημερινά υφίσταται μικρές ή μεγαλύτερες ήττες, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση κερδίζει τις εντυπώσεις. Σ’ έναν βαθμό, αυτό είναι φυσικό να συμβαίνει, καθώς οι μεν έχουν την ευθύνη διαχείρισης των δημοσίων υποθέσεων, που λόγω κρίσης είναι εκρηκτικές, ενώ οι δε έχουν την ασφάλεια και την άνεση που τους παρέχει η θέση κριτικής και σχολιασμού των κυβερνητικών πεπραγμένων.

Αυτά βεβαίως συμβαίνουν σε συνήθεις κοινοβουλευτικές περιόδους, όταν οι πολιτικές εξελίξεις είναι ομαλές και το διακύβευμα της κάλπης είναι ποιος, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, θα αναλάβει την ευθύνη της διακυβέρνησης. Η κατάσταση σήμερα, όμως, είναι έκτακτη και δραματική για τη χώρα. Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι ο κομματικός συσχετισμός δύναμης, αλλά η διάσωση της πατρίδας. Κι αυτή -λόγω της φύσης και της έκτασης της κρίσης- δεν μπορεί να την πετύχει μόνο του ένα κόμμα.

Ακόμη και αυτοδυναμία να πετύχει η Ν.Δ. στις επόμενες εκλογές, είναι σίγουρο ότι θα ταλαιπωρηθεί ίσως και περισσότερο απ’ ό,τι ταλαιπωρείται σήμερα το ΠΑΣΟΚ. Αν ο Γ. Παπανδρέου άντεξε -μέχρι σήμερα- δύο χρόνια, δεν είναι σίγουρο ότι αύριο ο Αντ. Σαμαράς θ’ αντέξει δύο μήνες, αφού θα πρέπει να αποδεχθεί την πραγματικότητα που έχει επιβληθεί από την τρόικα, τα μνημόνια και την υπερχρέωση της χώρας.

Αυτό ο Αντ. Σαμαράς το ξέρει, και -παρά τα όσα λέει- είναι σίγουρο ότι αυτό που επιθυμεί ως εξαγόμενο από την κάλπη είναι να έρθει το κόμμα του πρώτο και να επιβάλει αυτός και με τους δικούς του όρους την ευρύτερη συνεννόηση με τη μορφή είτε κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας είτε συγκυβέρνησης των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας.

Αυτό που αρνήθηκε και αρνείται στον Γ. Παπανδρέου θα το επιδιώξει ο ίδιος, και πιθανότατα θα το κερδίσει, αφού θα είναι δύσκολο στο ΠΑΣΟΚ να αρνηθεί κάτι το οποίο σήμερα επιδιώκει. Μάλιστα, σε μια τέτοια περίπτωση, ο Αντ. Σαμαράς θα βγει διπλά ωφελημένος, αφού θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι τμήματα του ΠΑΣΟΚ, ιδίως τα αριστερόστροφα, θα διαφωνήσουν και θα αποχωρήσουν.

Η στρατηγική Σαμαρά, λοιπόν, είναι πολύ απλή. Δεν πιέζουμε υπερβολικά το ΠΑΣΟΚ, του δίνουμε χρόνο να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά για να υφίσταται τη φθορά, σταδιακά αποχωρούμε από το αντιμνημονιακό τόξο και στις εκλογές στόχος είναι να βγούμε πρώτο κόμμα ώστε να υπάρξει συγκυβέρνηση με όρους ηγεμονίας δικούς μας. Ακόμη και αν κερδίσει την αυτοδυναμία η Ν.Δ., είναι σίγουρον ότι ο Αντ. Σαμαράς θα επιδιώξει να σχηματίσει κυβέρνηση που να έχει χαρακτηριστικά ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων και συμπτώσεων.

Το πρόβλημα, λοιπόν, το έχει ο Γ. Παπανδρέου. Βρέθηκε και βρίσκεται με τον «μουντζούρη» στο χέρι. Είναι παγιδευμένος ανάμεσα στο καθήκον, ως κυβερνήτης, να διασώσει τη χώρα και την υποχρέωση, ως αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, να διατηρήσει ενωμένη και ισχυρή την παράταξή του.

Προσώρας έχει επιλέξει τον δρόμο του καθήκοντος, τη διάσωση δηλαδή της χώρας. Αυτό τού παρέχει και το πλεονέκτημα της προσωπικής διάσωσης, την οποίαν ρητορικά μπορεί να αρνείται, όμως είναι σίγουρο ότι επιδιώκει να του αναγνωριστεί ότι αυτός έθεσε υπεράνω προσωπικών και κομματικών προτεραιοτήτων το εθνικό συμφέρον.

Μέχρι πρότινος, αυτό είναι αλήθεια ότι απέδιδε. Όμως το τελευταίο διάστημα, και όσο η κρίση βαθαίνει, αυτό που οι πολίτες αναγνώριζαν στον Γ. Παπανδρέου ως ευγενική προσπάθεια αρχίζει να αλλάζει, όπως επίσης και η εικόνα ως του μόνου πολιτικού που μπορεί να χειριστεί ικανοποιητικά το διεθνές προφίλ της χώρας.

Ταυτόχρονα, αναπτύσσεται ραγδαία το ένστικτο αυτοσυντήρησης των βουλευτών, αλλά και των στελεχών του κόμματός του. Όσο υπερτερούσε η ελπίδα ότι η παρτίδα σώζεται, η στρατηγική Παπανδρέου ήταν ορθή, αφ’ ης στιγμής όμως αρχίζει και κυριαρχεί η εκτίμηση ότι η χώρα οδηγείται στα βράχια, η στρατηγική αυτή γίνεται ζημιογόνα και αδιέξοδη. Και για τη χώρα και για το ΠΑΣΟΚ και για τον ίδιο τον Γ. Παπανδρέου.

Ο χρόνος πλέον δεν είναι σύμμαχος του Γ. Παπανδρέου, αλλά του Αντ. Σαμαρά. Αν ο Γ. Παπανδρέου συνεχίζει να πιστεύει ότι τα μέτρα και οι πολιτικές του θα αποδώσουν μέχρι το 2013 σε βαθμό που να τον καταστήσουν ξανά κυρίαρχο, απλώς αυταπατάται. Αν, μάλιστα, αποδώσουν σε υπερθετικό βαθμό και οι Έλληνες αισθανθούν ότι η παρτίδα σώθηκε, τότε είναι σίγουρο ότι οι πολίτες θα τον τιμωρήσουν για τις θυσίες που υπέστησαν. Κινδυνεύει, δηλαδή, να πάθει ό,τι και ο Ελευθ. Βενιζέλος, ο οποίος διπλασίασε την Ελλάδα και έχασε τις εκλογές.

Η στρατηγική Παπανδρέου, για να αποδώσει, πρέπει να είναι ένα κράμα φόβου και ελπίδας. Πρέπει να έχει ισχυρά διλημματικά στοιχεία. Μέχρι πριν από λίγους μήνες είχε. Τώρα, όχι. Πρέπει, λοιπόν, να τα ξαναεφεύρει.

Αυτό που δεν αποτόλμησε τον Μάιο ίσως πρέπει να το κάνει τον Νοέμβριο. Αν τον Μάιο είχε προσφύγει στις κάλπες με σύνθημα και δίλημμα την τότε απόφαση των Ευρωπαίων εταίρων μας, η οποία επικυρώθηκε στις 21 Ιουλίου, αλλά και την άρνηση του Αντ. Σαμαρά να υπάρξει συγκυβέρνηση, είναι σίγουρο ότι θα διεκδικούσε βασίμως να είναι το ΠΑΣΟΚ πρώτο κόμμα και να επιβάλει την εθνική συνεννόηση με τους δικούς του όρους. Σε κάθε δε περίπτωση, θα είχε στερήσει τη δυνατότητα στον Σαμαρά να εδραιώσει την παρουσία του στο πολιτικό σκηνικό και να εμφανίζεται ως ο «ερχόμενος».

Μπορεί αυτό που δεν έγινε τον Μάιο να γίνει τον Νοέμβριο; Ναι, αν και συγκεντρώνει μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας. Από τον Μάιο συνέβησαν πολλά που επιβάρυναν το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό κλίμα, και σαφέστατα έφεραν την κυβέρνηση σε δυσχερέστερη θέση.

Γιατί, όμως, τον Νοέμβριο; Επειδή τότε είναι η τελευταία ευκαιρία να θέσει ένα ισχυρό πολιτικό δίλημμα: Ή παίρνουμε το δεύτερο δάνειο ή οδηγούμαστε σε ανεξέλεγκτη χρεοκοπία και πτώχευση.

Πώς μπορεί να συμβεί αυτό; Να ζητήσει να επικυρωθεί η δεύτερη δανειακή σύμβαση με αυξημένη πλειοψηφία. Αυτό, δηλαδή, που δεν έκανε το 2010 με το πρώτο μνημόνιο. Αν η Ν.Δ. αρνηθεί, ας αναλάβει αυτή το βάρος των όσων ήθελαν συμβεί μετά. Και για να κάνει πιο ισχυρό το δίλημμα, ας περιμένει να επικυρωθεί τελευταία από την ελληνική Βουλή η απόφαση της 21ης Ιουλίου, αφού πρώτα την επικυρώσουν όλα τα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια. Αν την επικυρώσουν όλοι, αυτοί δηλαδή που μας δανείζουν τα χρήματα, θα είναι παράδοξο και εγκληματικό να αρνηθεί η Βουλή της Ελλάδας, της χώρας δηλαδή που δέχεται τη βοήθεια, να την επικυρώσει.

Η αξιωματική αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι δεν θα παράσχει τη συναίνεσή της. Τρία πράγματα, λοιπόν, μπορούν να συμβούν. Είτε θα αναγκαστεί η Ν.Δ. ν’ αλλάξει τη θέση της και να γίνει έν τινι τρόπω συνυπεύθυνη, οπότε θα χάσει βασικά επιχειρήματα από την αντιπολιτευτική της ρητορική, είτε να διαφωνήσουν κάποιοι βουλευτές της, οπότε το πρόβλημα θα μεταφερθεί στον αντίπαλο, είτε να οδηγηθούμε στις κάλπες, με κίνδυνο να μη μας δοθεί νέο δάνειο, κάτι που ισοδυναμεί με εθνική καταστροφή.

Στην τρίτη περίπτωση, είναι προφανές ότι η Ν.Δ. δύσκολα θα μπορέσει να αντέξει ένα τέτοιο βάρος χωρίς επιπτώσεις για τη συνοχή και την ύπαρξη και της ίδιας, και πάντως είναι σίγουρο ότι το ΠΑΣΟΚ θα συγκρατήσει δυνάμεις, καθώς το δίλημμα για τους πολίτες θα είναι ισχυρό.

Με απλά λόγια, ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να τροποποιήσει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού βάζοντας αυξημένο βαθμό δυσκολίας στην αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία μέχρι τώρα τα βρίσκει όλα εύκολα.

Ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να δυσκολέψει ακόμη περισσότερο τη Ν.Δ., αν ζητήσει ο νέος προϋπολογισμός -που θα κατατεθεί και θα ψηφιστεί φέτος για πρώτη φορά τον Οκτώβριο- να είναι καρπός κοινής επεξεργασίας και πρόταση όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά και των δύο κομμάτων εξουσίας. Να προσπαθήσει να επιβάλει, δηλαδή, τη συγκυβέρνηση στην πράξη, ακόμη κι αν η Ν.Δ. δεν μετέχει στην κυβέρνηση. Η δεύτερη δανειακή σύμβαση της χώρας είναι το τελευταίο ισχυρό χαρτί του Γ. Παπανδρέου και της κυβέρνησής του. Αν το παίξει, μπορεί και να κερδίσει.

Aν δεν το παίξει, θα συνεχίσει να χάνει δυνάμεις σ’ ένα παιχνίδι λήψης συνεχών μέτρων, που το μόνο που κάνουν είναι να οδηγούν την οικονομία στην ύφεση, την κοινωνία στην κατάθλιψη, τη χώρα στο περιθώριο και το ΠΑΣΟΚ στη διάλυση.

Αν το PSI, δηλαδή η εθελοντική συμμετοχή των ιδιωτών στην ανταλλαγή ομολόγων, πάει καλά, που -όπως όλα δείχνουν- θα πάει καλά, ακόμη κι αν δεν συγκεντρωθεί το επιθυμητό 90% της συμμετοχής, αν μας δοθεί η έκτη δόση του πρώτου δανείου, που -απ’ ό,τι φαίνεται- θα μας δοθεί, κι αν τα ευρωπαϊκά Κοινοβούλια επικυρώσουν την απόφαση της 21ης Ιουλίου, η κυβερνητική στρατηγική, ίσως για τελευταία φορά μέχρι την εξάντληση της τετραετίας, εάν καταφέρει να την εξαντλήσει, θα συγκεράζει τον φόβο με την ελπίδα.

Θα είναι μάλλον η τελευταία φορά που ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να θέσει ισχυρά διλήμματα και να μεταβιβάσει μέρος της ευθύνης για ό,τι συμβαίνει και μέλλει να συμβεί στην αξιωματική αντιπολίτευση. Ίσως τώρα είναι ο χρόνος που ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να δώσει στη μάχη που θα δοθεί στο Κοινοβούλιο τα χαρακτηριστικά της τελευταίας μάχης που μπορεί να κρίνει την έκβαση του πολέμου.

Θα το αποτολμήσει; Δύσκολο. Πιθανότατα, θα συνεχίσει την πολιτική τού πολύ υψηλού ρίσκου που ακολουθεί. Εάν τα καταφέρει και σώσει τη χώρα, ο ίδιος θα δικαιωθεί. Αν όχι, ίσως κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον η Ιστορία να του απονείμει εύσημα, όπως στον Χαρ. Τρικούπη.

Βέβαια, όσοι εντρυφούν στην πολιτική ιστορία γνωρίζουν ότι οι αρετές του Χαρ. Τρικούπη αναγνωρίστηκαν από τους Έλληνες δεκαετίες μετά. Στην εποχή του, όταν είπε το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», εξαφανίστηκε πολιτικά. Σε αντίθεση με τον Δηλιγιάννη, ο οποίος -αν και προετοίμασε τη χρεοκοπία- επανήλθε, μετά από έξι χρόνια, στην πρωθυπουργία.

Αν ο Παπανδρέου διαλέξει να γίνει Δηλιγιάννης, θα καταστήσει πολιτικά και περίπου αναπόφευκτα τον Αντ. Σαμαρά Χαρ. Τρικούπη. Στη ζωή είναι τι διαλέγεις...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]