Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2008

 

Ώρες ευθύνης (23-02-2008)

Τον Νοέμβριο του 1980, ο Κ. Καραμανλής επεσκέφθη το Βελιγράδι.

Κάποια στιγμή στη διάρκεια των επίσημων συζητήσεων, ο τότε πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας Τσ. Μιγιάτοβιτς, εντέχνως, έθεσε το «Μακεδονικό», λέγοντας ότι «τώρα έχει καλυτερέψει η ατμόσφαιρα γύρω από τη μακεδονική μειονότητα και αυτό εμείς το εκτιμούμε...». Ο Κ. Καραμανλής τον διέκοψε και αφού του είπε ότι «στο θέμα αυτό διαφέρουν ριζικώς οι απόψεις μας. Για μένα και για την Ελλάδα δεν υπήρχε, ούτε υπάρχει τέτοιο θέμα...», κατέληξε, λέγοντας ότι «οι διεθνείς διαφορές λύνονται ή με πόλεμο ή με λύσεις στις οποίες θα συμφωνήσουν τα δύο μέρη ή, εάν διαφέρουν ριζικά οι απόψεις, τις παγώνουμε. Δηλαδή, τις βάζουμε στο ψυγείο. Την τρίτη περίπτωση θα πρέπει να εφαρμόσουμε γι’ αυτό το θέμα».

Από τότε πέρασαν 28 χρόνια. Άλλαξαν πολλά. Σχεδόν όλα. Η Γιουγκοσλαβία διελύθη. Το «Μακεδονικό», με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σωστό ή λάθος, δεν είναι του παρόντος, καταφέραμε να το διατηρήσουμε στο ψυγείο. Τώρα ήρθε ο καιρός της «απόψυξης».

Κατά ένα ιστορικό παράδοξο είναι ο ανιψιός του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, ο σημερινός πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, αυτός που πρέπει να βγάλει από το ψυγείο το θέμα.

Κατά ένα δεύτερο ιστορικό παράδοξο, αυτή που πρέπει να βοηθήσει τον Κ. Καραμανλή στην «απόψυξη» του θέματος είναι η Ντόρα Μπακογιάννη, θυγατέρα του τότε υπουργού Εξωτερικών Κ. Μητσοτάκη, που συνόδευε τον Κ. Καραμανλή στο Βελιγράδι.

Ο τρίτος της επίσημης αποστολής ήταν ο προκάτοχος της Ντόρας Μπακογιάννη στο υπουργείο Εξωτερικών, ο Πέτρ. Μολυβιάτης, που τότε έφερε τον τίτλο του γενικού γραμματέα της Προεδρίας της Δημοκρατίας.

Ο Πέτρ. Μολυβιάτης για όσο διάστημα ήταν υπουργός Εξωτερικών κατάφερε, παραμένοντας πιστός στο δόγμα του πολιτικού του μέντορα, να κρατήσει στο ψυγείο το «Μακεδονικό».

Τώρα η Ντόρα Μπακογιάννη, ευθυγραμμιζόμενη απολύτως με την αμερικανική γραμμή για το μέλλον και τον ρόλο των Βαλκανίων, ως τόπο ανάσχεσης της ρωσικής επιρροής στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και ταυτόχρονα υπομόχλιο της στρατηγικής περικύκλωσης της Ρωσίας με φόντο την Ευρασία, θέλει να κλείσει οπωσδήποτε το «Μακεδονικό».

Αν αφήσουμε κατά μέρος τις εικοτολογίες, σύμφωνα με τις οποίες η Ντ. Μπακογιάννη χειρίζεται τα διπλωματικά θέματα επί τη βάσει προσωπικών φιλοδοξιών ή παραμέτρων που σχετίζονται με τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις, η αλήθεια είναι ότι τα γεγονότα αυτά καθαυτά (ένταξη τώρα της FYROM στο ΝΑΤΟ, αργότερα στην Ε.Ε. και αλλού) απαιτούν την «απόψυξη» του θέματος και την επίλυση της εκκρεμότητας όσον αφορά το γειτονικό κράτος.

Αν θέλουμε, λοιπόν, να είμαστε τίμιοι με τον εαυτό μας, τους πολίτες, την ιστορία και το έθνος, πρέπει να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια που απαιτούν τα γεγονότα και όχι αυτή που παρουσιάζεται μέσω των διαθλάσεων παραμορφωτικών καθρεφτών.

Απαιτείται να αρθούμε υπεράνω προσωπικών φιλοδοξιών, κομματικών στρατηγικών, ιδεολογικών εμμονών και εθνικιστικών ονειρώξεων. Είναι ώρες ευθύνης. Είναι στιγμές ιστορικών αποφάσεων. Επέστη ο χρόνος του χρέους που πρέπει να καταβάλουμε πρωτίστως στα παιδιά μας και, δυστυχώς, ολιγότερον στους προγόνους μας.

Σίγουρα το συλλογικό φαντασιακό και η μνήμη ενός λαού είναι θεμελιώδη υλικά για ένα έθνος. Δεν μπορούμε ούτε να τα απεμπολούμε ούτε να μην τα υπερασπιζόμαστε. Όμως, η Ιστορία είναι μια αδιάκοπη εξελικτική διαδικασία. Στο διάβα της υπάρχουν φάσεις-τομές που, αν δεν ανταποκριθούμε με επάρκεια στα νέα καθήκοντα που ορίζουν και απαιτούν, μπορούν να μας αφήσουν στην άκρη, να μας παραμερίσουν και να μας μετατρέψουν σε εθνικές μοιρολογίστρες – «και διηγώντας τα να κλαις».

Σίγουρα, εδώ που έχουν έλθει τα πράγματα με το «Μακεδονικό», οι λύσεις που προτείνονται όσον αφορά το όνομα της γείτονος χώρας δεν είναι ούτε οι καλύτερες ούτε οι επιθυμητές.

Η Ιστορία, και άμεσα η πολιτική ιστορία (πραγματικότητα) θα καταλογίσει τις ευθύνες στους υπαίτιους. Όμως, η χώρα πρέπει τώρα να λάβει αποφάσεις. Και να τις λάβει με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα και όχι τις επιθυμίες της. Και αυτές, οι όποιες αποφάσεις, να ληφθούν έχοντας ως γνώμονα τα συμφέροντα της πατρίδας.

Ο πατριωτισμός δεν είναι γενική και αφηρημένη έννοια. Δεν αναφέρεται μόνο στο παρελθόν. Είναι μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική, ιδεολογική, οικονομική και κοινωνική πρακτική που διαχειρίζεται με επάρκεια, σε δεδομένες συνθήκες, τα συμφέροντα μιας χώρας.

Δεν είναι ρητορεία υπέρ της ευκλεούς παραδόσεως ενός έθνους ο πατριωτισμός. Μπορεί να είναι γραμμή άμυνας ενός ορισμένου παρελθόντος. Κυρίαρχα, όμως, είναι η σχεδιασμένη έφοδος στο μέλλον.

Τούτων δοθέντων, ας δούμε πώς έχουν τα δεδομένα όσον αφορά το «Μακεδονικό» και με βάση αυτά ας λάβουμε τις αποφάσεις. Το να παρατείνουμε κι άλλο με ευθύνη μας την εκκρεμότητα θα ισοδυναμούσε με εθνικό αυτοκτονικό ιδεασμό, για να δανειστούμε, παραλλάσσοντας, μια φράση-διάγνωση της επικαιρότητας.

Τι μπορούμε, λοιπόν, να κάνουμε; Από τους τρεις τρόπους με τους οποίους, κατά τον Κ. Καραμανλή τον πρεσβύτερο, λύνονται οι διεθνείς διαφορές, είναι φανερό ότι ο ένας δεν υφίσταται. Αυτός του ψυγείου.

Πλέον, η υπόθεση έχει αποψυχθεί και έχει μετατραπεί, μάλιστα, σε «καυτή πατάτα». Απομένουν οι άλλοι δύο. Υποθέτω ότι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων απορρίπτει για προφανείς λόγους τον πόλεμο. Μπορεί το εθνικό μας φιλότιμο να έχει πληγωθεί, όμως μόνον ελάχιστοι παράφρονες, κι αυτοί εκ του ασφαλούς, προτείνουν τη «λύση» διά των όπλων. Μπορεί κάποιοι να δηλώνουν πρόθυμοι να χύσουν το αίμα τους, συνήθως όμως αυτοί, όπως έχει δείξει η Ιστορία, είναι οι πρώτοι που όταν ξεσπούν πολεμικές επιχειρήσεις επιδιώκουν να καταταγούν στα μετόπισθεν.

Βεβαίως και υπάρχουν αγνοί και ιδεαλιστές άνθρωποι, πρόθυμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους για την πατρίδα. Υποθέτουμε ότι είναι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων. Είναι, όμως, το «Μακεδονικό» μια υπόθεση που η λύση του απαιτεί πόλεμο; Ανεπιφύλακτα όχι.

Ας αφήσουμε, λοιπόν, κατά μέρος τους Κιουταχήδες και τους Ράμπο και ας επικεντρώσουμε την προσοχή και τα επιχειρήματά μας στον τρίτο τρόπο. Στη λύση, δηλαδή, με την οποία θα συμφωνήσουν τα δύο μέρη.

Υπάρχει η πρόταση Νίμιτς, όπως μας έχει δημοσιοποιηθεί. Είναι μια λύση διπλής ονομασίας. Άλλη ονομασία στο εσωτερικό της FYROM -«Δημοκρατία της Μακεδονίας» εν προκειμένω- κι άλλη για τις διεθνείς της σχέσεις. Και ταυτόχρονα είναι μια λύση σύνθετης ονομασίας. Τι πρέπει να δεχτούμε και τι να απορρίψουμε; Το ευκταίο θα ήταν να υπήρχε μία ονομασία. Αυτό είναι δύσκολο και, για να είμαστε ειλικρινείς, ακατόρθωτο να συμβεί.

Ό,τι και να γίνει, τα Σκόπια στο εσωτερικό τους θα ονομάζονται «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Και μεις «Ελλάς» και «Έλληνες» ονομαζόμαστε, αλλά διεθνώς μας αποκαλούν «Greece» και «Greeks». Ας ονομάζονται, λοιπόν, στο εσωτερικό τους «Μακεδονία» και «Μακεδόνες».

Αυτό που εμάς πρωτίστως πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι το διεθνές τους όνομα και οι διμερείς τους σχέσεις. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να δεχθούμε τις τέσσερις από τις πέντε προτεινόμενες ονομασίες του Νίμιτς. Είναι αστειότητες αυτά τα περί: Δημοκρατικής Δημοκρατίας, Ανεξάρτητης Δημοκρατίας, Νέας Δημοκρατίας, Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Πρέπει όλα να απορριφθούν. Ούτε συζήτηση να μην υπάρξει επ’ αυτών. Ο προσδιορισμός πρέπει να είναι στο όνομα, στη Μακεδονία, όχι στο πολίτευμα της γείτονος.

Από αυτή την άποψη, το «Άνω Μακεδονία» πρέπει να γίνει αποδεκτό. Το ίδιο και όποιο άλλο τυχόν πρόθεμα ήθελε προταθεί, όπως το «Βόρεια», «Ορεινή» ή το «Νέα Μακεδονία».

Η κυβέρνηση και, νομίζουμε, όλα τα κόμματα (πλην του ΛΑΟΣ) πρέπει να αποδεχθούν και να στηρίξουν ένα τέτοιο όνομα. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να εξαντλήσουμε κάθε διπλωματική προσπάθεια και πίεση ώστε μια τέτοια ονομασία να υιοθετηθεί ει δυνατόν από το σύνολο των χωρών του ΟΗΕ. Ακόμη και οι 123 χώρες που έχουν αναγνωρίσει τη FYROM με το συνταγματικό της όνομα μπορούν στη συντριπτική τους πλειοψηφία να μεταβάλουν άποψη. Η Κίνα, εξάλλου, το έχει ρητά δηλώσει: Προσώρας την αναγνωρίζουμε ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Εφόσον, όμως, υπάρξει λύση, θα την αναγνωρίσουμε με το όνομα που θα καταγραφεί στη λίστα του ΟΗΕ.

Στο να μεταβάλουν άποψη πολλές από τις 123 χώρες σημαντικό ρόλο θα παίξουν οι ΗΠΑ. Εφόσον εμείς κάνουμε, υποκύπτοντας πρωτίστως στη στρατηγική τους, υποχώρηση, θα πρέπει και αυτές να δεσμευτούν ότι θα πιέσουν τις «φιλικές» τους χώρες να μεταβάλουν άποψη και να αναγνωρίσουν τη «Μακεδονία» ως «Άνω», «Νέα» ή «Βόρεια Μακεδονία». Το ίδιο πρέπει να πιέσουμε να πράξουν και οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι ελπίδες να πετύχουμε αυτή τη μεταστροφή είναι και βάσιμες και πολλές. Αν, λοιπόν, καταφέρουμε να υπάρξει συμφωνία για διεθνή ονομασία που θα μας ικανοποιεί, πρέπει να την υπογράψουμε. Αν μάλιστα καταφέρουμε, όπως υποστηρίζει η Ντόρα Μακογιάννη ότι μπορούμε να πετύχουμε να αποτυπώνεται η διεθνής ονομασία της FYROM και στα διαβατήριά της, τότε θα έλεγα ότι αυτό είναι το μάξιμουμ που μπορούμε να κερδίσουμε. Και να σπεύσουμε να υπογράψουμε.

Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, το βέτο είναι μονόδρομος. Βεβαίως, αν φτάσουμε στο βέτο θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι αυτό θα μας κοστίσει. Μπορεί ο Κ. Καραμανλής να το διαχειριστεί όταν μάλιστα υπάρχει και το φόβητρο του Κοσόβου; Μπορεί η χώρα να το αντέξει; Το λέμε αυτό επειδή υπάρχει κίνδυνος να μετατραπούμε σε παρία της ευρωπαϊκής και διεθνούς σκηνής. Είμαστε έτοιμοι για έναν τέτοιο ρόλο; Ο Α. Παπανδρέου είχε αποδείξει ότι μπορούσε να το πράξει. Το ίδιο και ο Τ. Παπαδόπουλος με το Κυπριακό. Έχει ο Κ. Καραμανλής αυτό το πολιτικό απόθεμα; Είναι τολμηρός διεθνής παίκτης ή αισθάνεται και είναι φοβισμένος σ’ ένα παιχνίδι που τον ξεπερνά και δεν το ελέγχει;

Αυτά είναι υπαρκτά πολιτικά ερωτήματα στα οποία ο ίδιος και η κυβέρνησή του πρέπει να δώσουν απαντήσεις αναμετρώμενοι με την Ιστορία και τις ευθύνες τους έναντι της χώρας και τους έθνους.

Εάν η ελληνική διπλωματία, η υπουργός Εξωτερικών, ο ίδιος ο πρωθυπουργός δεν έχουν καταστήσει σαφές στους Αμερικανούς και τους άλλους Ευρωπαίους ή νατοϊκούς εταίρους μας ποιο είναι το όριο πέραν του οποίου η κυβέρνηση και η χώρα δεν υποχωρούν, τότε ίσως βρεθούμε προ εκπλήξεων. Οι πιέσεις που θα δεχθούμε πιθανότατα θα είναι ανυπόφορες. Ίσως αίφνης, εκτός από το «Μακεδονικό», δούμε να αναφύονται προβλήματα στη Θράκη ή στη λεγόμενη «Τσαμουριά», ενώ δεν αποκλείεται να «σκάσουν» και άλλα εσωτερικά θέματα ανάλογα με αυτά των υποκλοπών ή της υπόθεσης Ζαχόπουλου.

Εάν τα έχουν ξεκαθαρίσει και οδηγηθούμε στο βέτο, ίσως τα πράγματα να μην εξελιχθούν τόσο δραματικά.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ωριμότητα και η σοβαρότητα που επιδεικνύει η αξιωματική αντιπολίτευση και ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου, καθώς και τα δύο μικρά κόμματα της Αριστεράς είναι στηρίγματα που πρέπει να χαροποιούν την κυβέρνηση, τον Κ. Καραμανλή και τους πολίτες. Η απαραίτητη ομοψυχία φαίνεται ότι υπάρχει για να επιλυθεί επιτυχώς και με τα σημερινά, όπως προείπαμε, δεδομένα το «Μακεδονικό». Ψυχραιμία, ρεαλισμός, σοβαρότητα και υπευθυνότητα από τους αρμόδιους χειριστές της κυβερνήσεως χρειάζεται για να γυρίσουμε σελίδα. Υπάρχουν; Έχουν προετοιμαστεί κατάλληλα γι’ αυτά;

Σε λίγες μέρες θα ξέρουμε. Και θα κρίνουμε. Με αυστηρότητα και όπως απαιτεί η Ιστορία και το συμφέρον του λαού, της χώρας και του έθνους. Εμείς πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση πρέπει να τολμήσει, στο πλαίσιο που προαναφέραμε. Ίσως η ευκαιρία που μας παρουσιάζεται είναι η τελευταία. Θα ήταν κρίμα για μια εισέτι φορά να φτάσουμε, μετά από μερικά χρόνια, να λέμε ξανά το συνηθισμένο για κάθε λεγόμενο εθνικό μας θέμα (Κυπριακό, ελληνοτουρκικά, Βορειοηπειρωτικό, Μακεδονικό κ.ά.) «κάθε πέρσι και καλύτερα».

Επιτέλους, ας σταματήσουν την εξωτερική μας πολιτική να την ασκούν οι επαγγελματίες της εθνικοφροσύνης και ας την ασκήσουν οι επαγγελματίες της διπλωματίας και της πολιτικής. Αυτοί, δηλαδή, που εκ του Συντάγματος, των νόμων και με την ψήφο των πολιτών έχουν οριστεί υπεύθυνοι. Αν αποτύχουν, θα πληρώσουν το τίμημα. Και άμεσα και στο διηνεκές. Αυτό γίνεται στις οργανωμένες πολιτείες, στα σοβαρά κράτη, στα υπεύθυνα έθνη.

Η Ελλάδα δεν μπορεί μονίμως να αποτελεί εξαίρεση. Όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά επειδή δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι μια χώρα όπου διάφοροι επιτήδειοι, ιδιοτελείς, φαντασιόπληκτοι, γιατί όχι και παράφρονες τη θέλουν να είναι μονίμως στα θολά νερά. Για να ψαρεύουν οι ίδιοι…

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]