Παρασκευή, Μαρτίου 02, 2007

 

Το δίλημμα του φυλακισμένου (3-3-2007)

Eπικίνδυνο πλέον αρχίζει να γίνεται το παιχνίδι της εκλογολογίας για την κυβέρνηση. Η ιστορία τού αν και πότε θα στηθούν οι κάλπες αρχίζει να μοιάζει με αυτή του τσοπανόπουλου και του λύκου.

Βαρεθήκαμε πια να βλέπουμε τον έναν μετά τον άλλο τους υπουργούς να προσέρχονται στο Μαξίμου και εξερχόμενοι να δηλώνουν ότι «οι εκλογές θα γίνουν στην ώρα τους». Λες και δεν έχουν άλλη δουλειά να κάνουν. Θαρρείς και ο χρόνος που θα γίνουν οι εκλογές είναι αυτό με το οποίο ξυπνούν και κοιμούνται οι πολίτες. Νισάφι πια μ’ αυτή την ιστορία. Αν θέλουν να τις κάνουν τώρα, ας τις κάνουν να τελειώνουμε, μπας κι αρχίσει κανείς να ασχολείται με τα προβλήματα του τόπου και τη λύση τους. Αν πάλι δεν θέλουν, ας το βουλώσουν. Ας βρουν κάτι άλλο να πουν.

Και μη μας λένε ότι άλλοι συντηρούν τη σχετική φιλολογία, γιατί η μύτη τους θα γίνει μεγαλύτερη και από του Πινόκιο. Δεν υπάρχει ένας, μα ούτε ένας από τους υπουργούς που όταν συζητάς μαζί του, το πρώτο θέμα στο οποίο αναφέρεται να μην είναι οι πρόωρες εκλογές. Οι ίδιοι το θέτουν, το συζητούν και το αναπαράγουν. Δεν ξέρω αν βαρέθηκαν και θέλουν ν’ αλλάξουν πόστο ή το κάνουν επειδή δεν αντέχουν άλλο τις ευθύνες διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων.

Το σίγουρο πάντως είναι ότι τη φωτιά της εκλογολογίας τη συντηρεί η κυβέρνηση. Και αν δεν τη σβήσει, το πιθανότερο είναι ότι θα την κάψει. Ή οι κάλπες θα στηθούν το αργότερο στο επόμενο δίμηνο, όπερ σημαίνει ότι στα τέλη Μαρτίου πρέπει να ανακοινωθούν, ή μετά η υπόθεση μπορεί να γυρίσει τούμπα.

Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σ’ ένα όριο ανοχής. Αν ξεπεραστεί, τίποτε δεν θα είναι όπως πριν. Στη συνείδηση των πολιτών αρχίζει και σχηματίζεται η εξής πεποίθηση: Πρώτον, ο πρωθυπουργός εμφανίζεται απόμακρος και εν πολλοίς αδιάφορος για τα συμβαίνοντα. Δεύτερον, άλλα υπεσχέθησαν, άλλα κάνουν (αυτό πιστοποιείται και από τις δημοσκοπήσεις, καθώς 2 στους 3 ερωτώμενους πιστεύουν ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να κάνει όσα προεκλογικά υπεσχέθη). Και τρίτον, η εικόνα της αδιάφθορης, σεμνής και ταπεινής διακυβέρνησης ξεθωριάζει. Αρχίζει να μοιάζει με τους προηγούμενους. Αν αυτά τα χαρακτηριστικά παγιωθούν (αδιάφορος πρωθυπουργός, μη υλοποίηση υπεσχημένων, ίδιοι με τους προηγούμενους), τότε μην αποκλείετε να έχουμε τη μεγάλη ανατροπή και το αποτέλεσμα να είναι διαφορετικό από αυτό που «προφητεύουν» οι δημοσκόποι.

Εδώ βρίσκεται το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα. Οι κατά παραγγελίαν δημοσκοπήσεις. Είναι πρωτοφανές αυτό το οποίο γίνεται. Σχεδόν κάθε εβδομάδα έχουμε και μια δημοσκόπηση. Και όλες τηλεφωνικές. Με πανελλαδικό δείγμα 1.000 ατόμων! Αν είναι δυνατόν τηλεφωνικά και με 1.000 άτομα να βγάλεις συμπέρασμα. Μόνον εδώ γίνονται αυτά τα πράγματα, σε καμία άλλη, αν όχι προηγμένη, τουλάχιστον σοβαρή πολιτικά χώρα.

Το ερώτημα είναι απλό και δεν καταλαβαίνω γιατί όλοι αυτοί οι φωστήρες του Γιώργου Παπανδρέου που βγαίνουν στα παράθυρα και τις συζητούν δεν το θέτουν. «Για ελάτε εδώ, ρε παλικάρια. Όταν λέτε “1.000 άτομα”, μπορείτε να μας πείτε πόσοι είναι στην Αττική, πόσοι στη Μακεδονία, πόσοι στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, τη Θράκη, τα νησιά αυτοί που συγκροτούν το δείγμα σας; Είναι δυνατόν με 150 άτομα στην Πελοπόννησο, 130 στη Θεσσαλία, 170 στη Δυτική Ελλάδα, 200 στη Μακεδονία να ξέρετε τις διαθέσεις του κόσμου; Είναι δυνατόν, και μάλιστα από το τηλέφωνο; Ας πάρουμε μια εύκολη περίπτωση. Τη Δυτική Ελλάδα, που έχει μόνο τρεις νομούς. Πόσο είναι το δείγμα; 150; Είναι δυνατόν με 50 άτομα από την Αιτωλοακαρνανία, την Αχαΐα ή την Ηλεία να διαγνώσετε τις επιθυμίες του εκλογικού σώματος;».

Είναι δυνατόν; Υπάρχει έστω και ένας σοβαρός επιστήμων, αναλυτής ή δημοσκόπος, που θα δεχθεί ότι αυτά είναι σοβαρά πράγματα; Είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει ούτε ένας για δείγμα, και αν θέλει, ας με διαψεύσει. Για να μην μπούμε σε άλλα πιο τεχνικά θέματα, όπως αυτά της στάθμισης του δείγματος. Από τους 1.000, πόσοι στις προηγούμενες εκλογές είχαν ψηφίσει Ν.Δ., πόσοι ΠΑΣΟΚ, πόσοι τα άλλα κόμματα; Αν αντί για 450 -όπως πρέπει να έχουμε- «γαλάζιους» έχουμε 500, τότε πάρ’ τ’ αυγό και κούρευ’ το. Όσους και ό,τι συντελεστές στάθμισης και να βάλεις σε τέτοιο δείγμα και με τέτοια μέθοδο, δεν «δένει» με τίποτε το «παστίτσιο». Να κοπεί λοιπόν το καλαμπούρι μ’ αυτό τον κατακλυσμό των δημοσκοπήσεων, με τον οποίον, για ιδιοτελείς ή αλλότριους σκοπούς, μας βομβαρδίζουν δις εβδομαδιαίως οι κάθε λογής δημοσκόποι.

Βεβαίως, η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένη γιατί παίρνει τη ρεβάνς από τους «πράσινους». Κάνει αυτά που της έκαναν όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Αυτή την αθλιότητα οι πασόκοι την ανακάλυψαν. Αυτοί έστησαν εταιρείες, τις εκμαύλισαν με κρατικό χρήμα και έκαναν, όταν είχαν το γκουβέρνο, πολιτική διά των δημοσκοπήσεων. Ας μην ολοφύρονται, λοιπόν, ως μωρές παρθένες. Τώρα πληρώνουν τον λογαριασμό αυτής της αθλιότητας που οι ίδιοι έστησαν.

Αν θέλουν να γίνουν πιστευτοί, και πιο συγκεκριμένα ο Γιώργος Παπανδρέου, ας βγει και ας κάνει τίμια και ανοιχτά την αυτοκριτική του. Ας πει ότι αυτή είναι μια αθλιότητα που εμείς την ξεκινήσαμε. Αν απλώς καταγγέλλει τις δημοσκοπήσεις ως χαλκευμένες και τους δημοσκόπους ως... νταραβεριτζήδες, ο μόνιμος αντίλογος θα είναι: «Τώρα, επειδή δεν σας αρέσουν τα αποτελέσματα, τις καταγγέλλετε». Και ο αντίλογος αυτός είναι σωστός. Ας κάνει πρώτα την αυτοκριτική και μετά μπορεί να προτείνει έναν αξιόπιστο, αντικειμενικό και εναλλακτικό τρόπο διεξαγωγής των ερευνών. Τότε και σοβαρός θα είναι ο Γ. Παπανδρέου και αξιόπιστος. Όσο δεν το κάνει, δεν πείθει.

Βεβαίως, και οι δημοσκόποι (ίσως οι περισσότεροι) είναι... νταραβεριτζήδες με το κράτος και πολλές από τις έρευνες δεν είναι ούτε σοβαρές ούτε αξιόπιστες και υπηρετούν σκοπιμότητες. Επ’ αυτού νομίζω ότι η πλειονότητα του «υποψιασμένου» κόσμου είναι πεπεισμένη και δεν τις λαμβάνει υπ’ όψιν της ή τους δίνει τόση σημασία όση έχουν και αξίζουν. Δηλαδή τίποτε ή σχεδόν τίποτε.

Γιατί όμως χθες το ΠΑΣΟΚ και σήμερα η Ν.Δ. να καταφεύγουν σ’ αυτή την αθλιότητα; Επειδή έτσι χειραγωγούν την κοινή γνώμη. Μέσα από τις δημοσκοπήσεις δημιουργούν πραγματικότητες. Πλέον δεν έχουμε την αδιαμεσολάβητη σχέση ηγέτη-λαού, ούτε υπάρχουν ουσιαστικά κόμματα τα οποία παρεμβάλλονταν μεταξύ ηγεσίας και πολιτών ώστε να διαμορφωθεί η συνείδηση του εκλογικού σώματος. Παλαιότερα, οι ηγεσίες (Κ. Καραμανλής, Ανδρ. Παπανδρέου) κατέβαιναν στον κόσμο και διαμόρφωναν μέσα από τις μεγάλες ανοιχτές συγκεντρώσεις τις εκλογικές πεποιθήσεις. Αργότερα, παρενεβλήθησαν οι ισχυροί κομματικοί μηχανισμοί. Σήμερα ούτε αυτοί υπάρχουν για να κάνουν «παιχνίδι». Από ζωντανοί πολιτικοί οργανισμοί έχουν μετατραπεί σε αποστεωμένους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς άσκησης και νομής εξουσίας.

Το ίδιο έχει συμβεί και με τα συνδικάτα. Ο κρατικοδίαιτος συνδικαλισμός δεν μπορεί να πυροδοτήσει κινηματικές διαδικασίες, από τις οποίες τα κόμματα εξουσίας τρέφονταν. Χάθηκαν οι μεγάλοι ηγέτες, τελείωσαν οι ισχυρές ιδεολογίες, αμβλύνθηκαν οι πολιτικές διαφορές, αποστεώθηκαν τα κόμματα, τα συνδικάτα έγιναν σφραγίδες, η κοινωνία κουράστηκε, τα Μέσα Ενημέρωσης έγιναν πανίσχυρα, λογικό είναι το «μεγάλο παιχνίδι» πλέον να το κάνουν όσοι δήθεν ερευνούν τις διαθέσεις των πολιτών. Η δημοκρατία έγινε όμηρος των δημοσκόπων, που σ’ ένα κράτος-μπάχαλο όπως η Ελλάδα, λογικό είναι και οι ίδιοι (οι δημοσκόποι) στην πλειονότητά τους να είναι μπαγάσηδες, εξωνημένοι και αγύρτες.

Αυτή είναι η αλήθεια για τα δύο «μεγάλα» (τρομάρα μας) θέματα που απασχολούν το πολιτικό προσωπικό και τα media της χώρας. Την εκλογολογία και τις δημοσκοπήσεις. Αν η κυβέρνηση αφεθεί σ’ αυτά και βαυκαλίζεται, τότε κάποια στιγμή, όταν θα πάμε στις κάλπες, ίσως ξυπνήσει απότομα και αναρωτηθεί -όπως παλαιότερα ο «καταλληλότερος» Κ. Σημίτης- «τι έγινε, ρε παιδιά;». Τίποτε δεν έγινε. Όπως στρώνει κάποιος, έτσι κοιμάται. Αν ο Κ. Καραμανλής είναι σοβαρός πολιτικός, πρέπει ν’ αρχίσει να ανησυχεί. Ένα κράτος δεν κυβερνιέται με δημοσκοπήσεις, ούτε με την απειλή των εκλογών. Το ίδιο και ο Γ. Παπανδρέου.

Αυτές τις μέρες με τη συμπεριφορά που επέδειξε έναντι του εξαμβλώματος που του παρουσίασαν ως πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ έδειξε ότι έχει στόφα ηγέτη. Χρειάστηκε μόνον μια συνεδρίαση και μια δική του ομιλία-τοποθέτηση για να «καθαρίσει» με έναν από τους δύο επίδοξους δελφίνους του. Αν συνεχίσει να αποδεικνύει, εν τοις πράγμασι, ότι μπορεί να παράξει όραμα, ιδεολογία και πολιτική, τότε δεν έχει να φοβηθεί ούτε τον έτερο δελφίνο του. Είναι θέμα χρόνου να «καθαρίσει» και μ’ αυτόν. Όσο αποδεικνύει ότι αυτός είναι το «αφεντικό» στο «μαγαζί», τόσο συμφέροντα και δημοσκόποι θα λυσσάνε. Όμως ταυτόχρονα θ’ αρχίσουν και να φοβούνται. Κι όταν τα συμφέροντα αρχίσουν να αμφιβάλλουν και να φοβούνται, τότε θ’ αρχίσουν να ρίχνουν γέφυρες σ’ αυτόν.

Η ανάκαμψη θέλει βέβαια χρόνο. Εδώ είναι και το παράδοξο. Ο μεν Καραμανλής πρέπει να κινηθεί τάχιστα, αν δεν θέλει να χάσει το παιχνίδι και να βρεθεί αύριο να του φορτώνουν τις ευθύνες επειδή καθυστέρησε να προσέλθει στις κάλπες. Ο δε Παπανδρέου χρειάζεται να κερδίσει χρόνο για να δείξει και να εδραιώσει (έστω και με καθυστέρηση) την ηγεμονία του. Αντ’ αυτών, ο μεν πρωθυπουργός αναβάλλει, παραλύοντας ουσιαστικά το κράτος και την κυβέρνηση, την απόφαση να προσφύγει τάχιστα στις κάλπες, ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανίζεται να βιάζεται είτε για να χάσει είτε για να μην προλάβει να κεφαλαιοποιήσει τα πλεονεκτήματά του.

Αυτό συμβαίνει επειδή και οι δύο επέλεξαν λάθος τακτική. Τώρα είναι αιχμάλωτοι της ρητορικής και επικοινωνιακής τους συμπεριφοράς. Και οι δύο αντιμετωπίζουν «το δίλημμα του φυλακισμένου».

Απομένει προσεχώς να δούμε ποιος θα προλάβει να το λύσει. Όποιος πάντως δραπετεύσει πρώτος από τη «φυλακή» που έχτισε για τον εαυτό του, αυτός θα κερδίσει το παιχνίδι και πιθανότατα τις εκλογές.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]