Δευτέρα, Ιανουαρίου 12, 2009

 

Στοιχήματα αυτοδυναμίας (10-01-2009)

O Κ. Καραμανλής έπαιξε και το τελευταίο του χαρτί. Τον ανασχηματισμό. Είναι αμφίβολο, όμως, αν μπορεί να γυρίσει το παιχνίδι υπέρ του. Πρόσκαιρα, ενδεχομένως, θα υπάρξει κομματική συσπείρωση και αναθάρρηση, όμως η έκταση της κοινωνικής δυσαρέσκειας και το βάθος της πολιτικής αμφισβήτησης ευνοούν την έλευση του Γ. Παπανδρέου στην πρωθυπουργία και την αλλαγή διακυβέρνησης.

Υπό προϋποθέσεις και εφόσον δεν υπάρξουν άλλα «επεισόδια» που θα εκθέτουν την κυβέρνηση, το μάξιμουμ που μπορεί να πετύχει ο Κ. Καραμανλής είναι να περιορίσει τη δημοσκοπική διαφορά από το ΠΑΣΟΚ και, εάν γίνουν πρόωρες εκλογές, πιθανότατα μαζί με τις ευρωεκλογές, να μην υπάρξει σε πρώτη φάση αυτοδυναμία. Μια τέτοια εξέλιξη ίσως τον καθιστούσε ενεργό παίκτη στα μετεκλογικά σενάρια που θα αναπτυχθούν, και ιδιαίτερα σε εκείνο του «μεγάλου συνασπισμού», το οποίο ορισμένοι παράγοντες που επηρεάζουν τον δημόσιο βίο -περιλαμβανομένων και πολιτικών στελεχών- θα θελήσουν να ενεργοποιήσουν.

Βεβαίως, το τι εντέλει θα συμβεί δεν εξαρτάται κυρίαρχα από την κυβέρνηση, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο θα πολιτευθεί εφεξής η αξιωματική αντιπολίτευση.

Ο Κ. Καραμανλής έδειξε, και με τον ανασχηματισμό, ότι αυτό που επιδιώκει είναι να παραμείνει «καταλληλότερος» στη σύγκριση με τον Γ. Παπανδρέου. Προφανώς επειδή πιστεύει ότι σε περιόδους οικονομικής και κοινωνικής κρίσης ο ρόλος της ηγεσίας είναι καθοριστικός στις επιλογές των πολιτών. Γίνεται, μάλιστα, πιο καθοριστικός εάν προστεθεί και το στοιχείο της εθνικής ανασφάλειας. Υπ’ αυτό το πρίσμα θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα η όξυνση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς και τα νέα εαρινά επεισόδια που αναμένονται στο Σκοπιανό, ενώ δεν πρέπει να υποτιμηθεί και η αναζωπύρωση της γεωπολιτικής έντασης στην περιοχή, με αφορμή τη Γάζα και την ενεργειακή διαμάχη για τους ρωσικούς αγωγούς φυσικού αερίου.

Πιθανότατα, ο Κ. Καραμανλής θα θελήσει να τα εκμεταλλευθεί παίζοντας το χαρτί του πατριωτισμού. Η στρατηγική του Κ. Καραμανλή είναι προφανής. Θυσίασε τον εξ απορρήτων του Θόδ. Ρουσόπουλο για το Βατοπέδι και στη συνέχεια απομάκρυνε τους άλλους «Βατοπεδινούς» υπουργούς, για να δείξει ότι ο ίδιος παραμένει «αμόλυντος». Θυσίασε τον Γ. Αλογοσκούφη, ρίχνοντας σ’ αυτόν το ανάθεμα για την οικονομική κρίση. Θυσίασε τον υπουργό Ανάπτυξης, φορτώνοντάς του την ακρίβεια. Χρέωσε στον Παν. Χηνοφώτη, ως τυπικά προϊστάμενο της Αστυνομίας, την κοινωνική ένταση του Δεκεμβρίου. Για να ηρεμήσουν τα πράγματα στον χώρο της εκπαίδευσης, άλλαξε τον υπουργό Παιδείας, αναστέλλοντας ουσιαστικά και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, αφού ο νέος υπουργός Άρης Σπηλιωτόπουλος εκτιμάται ότι θα ξεκινήσει, εκ του μηδενός, εθνικό διάλογο.

Θέλει, λοιπόν, να δείξει ότι για όλα έχει μια απάντηση, ακόμα και για την οικονομική κρίση, που αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα. Συγκρότησε μόνιμη διυπουργική επιτροπή με επικεφαλής τον ίδιο, συντονιστή τον Γ. Σουφλιά (που θα έχει ως κρυφό alter ego τον παλαιόθεν συνεργάτη του Γ. Προβόπουλο, διοικητή σήμερα της Τράπεζας της Ελλάδος) και σε τρίτη θέση τον κατεξοχήν αρμόδιο υπουργό Οικονομίας.

Ταυτόχρονα, βάζοντας αρκετούς νέους και νεαρούς σε ηλικία βουλευτές στην κυβέρνηση, θέλησε να δείξει ότι λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν του το γενικευμένο αίτημα της κοινωνίας για ανανέωση, ενώ για λόγους εκλογικής συσπείρωσης της κομματικής του βάσης στον ανασχηματισμό έλαβε υπ’ όψιν και την παράμετρο της γεωγραφικής εκπροσώπησης.

Αρκούν όλα αυτά, όμως, για ν’ αλλάξει το δυσμενές για την κυβέρνηση κλίμα; Απερίφραστα όχι. Εκτός και αν εκπονηθούν διαφορετικές πολιτικές που θα αποδώσουν. Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; Και πάλι όχι. Γιατί;

Επειδή πρώτον, η οικονομική κρίση δεν αφήνει περιθώρια για διαφορετικού τύπου πολιτικές. Μια άλλη κυβέρνηση, με άλλη φιλοσοφία και άλλες προτεραιότητες, ίσως θα μπορούσε ν’ αλλάξει το υφιστάμενο μείγμα.

Δεύτερον, επειδή η δεδηλωμένη είναι οριακή και ανά πάσα στιγμή θα τίθεται εν αμφιβόλω.

Τρίτον, επειδή ο χρόνος μέχρι τις ευρωεκλογές -όπου θα καταγραφεί ο πολιτικός και εκλογικός συσχετισμός δυνάμεων- είναι λίγος για να υπάρξει κυβερνητική ανάταξη.

Τέταρτον, επειδή η κοινωνική δυσαρέσκεια είναι μεγάλη, πιθανότατα πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι εμφανίζεται.

Πέμπτον, επειδή κρίσιμοι παράγοντες διαμόρφωσης της κοινής γνώμης έχουν αλλάξει στρατόπεδο και δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι θα επανατοποθετηθούν ποντάροντας όχι στο ερχόμενο (Γ. Παπανδρέου και ΠΑΣΟΚ), αλλά στο φθαρμένο υφιστάμενο καθεστώς (Κ. Καραμανλής και Ν.Δ.).

Έκτον, επειδή υπάρχει ο... απαραβίαστος μέχρι τούδε κανόνας της Μεταπολίτευσης των δύο συνεχόμενων θητειών μιας κυβέρνησης.

Και, έβδομον, επειδή έχει πλέον περάσει αρκετός χρόνος (σε δύο μήνες η Ν.Δ. μπαίνει στον έκτο χρόνο διακυβέρνησης), ώστε τα «ανομήματα» του παρελθόντος του ΠΑΣΟΚ να μην αποτελούν βαρίδι για να δοθεί θετική ψήφος στον Γ. Παπανδρέου, όταν μάλιστα συγκρινόμενα με τα «ανομήματα» της Ν.Δ. σε αρκετές των περιπτώσεων μοιάζουν με πταίσματα.

Αρκούν όλα αυτά όμως για να κερδίσει την αυτοδυναμία ο Γ. Παπανδρέου; Σαφέστατα και όχι. Υπάρχουν ελλείψεις και «τρύπες» στην αξιωματική αντιπολίτευση που δεν της επιτρέπουν να μετασχηματίσει την κοινωνική δυσαρέσκεια σε ισχυρό ρεύμα πολιτικής αλλαγής. Σίγουρα υπάρχουν δικαιολογίες.

Πρώτον, η μακροχρόνια άσκηση της εξουσίας μετέτρεψε το ΠΑΣΟΚ σε καθεστωτικό κόμμα και τους εκπροσώπους του, βουλευτές και κομματικά στελέχη (στο κέντρο, αλλά κυρίως στην περιφέρεια), σε απωθητικές φιγούρες.

Δεύτερον, η μετατόπισή του προς το πολιτικό και κοινωνικό κέντρο, την περίοδο Σημίτη, το απέκοψε από τις δυνάμεις της Αριστεράς, που σήμερα ευνοούνται λόγω της μετακίνησης του κοινωνικού εκκρεμούς από τα δεξιά προς τα αριστερά.

Τρίτον, το αποξένωσε από παραδοσιακές δυνάμεις που το στήριζαν (μικρομεσαίους, αγρότες κ.ά.), καθώς και από τα δυναμικά τμήματα της κοινωνίας, και ιδιαίτερα τη νεολαία, που δίνουν τον τόνο στην αμφισβήτηση και τον ρυθμό στα υπό διαμόρφωσιν ρεύματα κοινωνικής αλλαγής.

Τέταρτον, μέχρι και πριν από μερικούς μήνες, η ηγεσία του Γ. Παπανδρέου ήταν υπό διαρκή αμφισβήτηση τόσο από κομματικούς όσο και από εξωπολιτικούς κύκλους.

Πέμπτον, ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου παρουσίαζε ηγετικά ελλείμματα τόσο στη διεύθυνση του κόμματός του όσο και στον ρόλο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του οιονεί δηλαδή πρωθυπουργού.

Και, έκτον, η προσπάθεια μεταλλαγής του σ’ ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έμεινε μετέωρη, καθώς εκτός των άλλων συναντούσε και συναντά (ιδιαίτερα σήμερα με την κρίση της παγκοσμιοποίησης) ισχυρές αντιστάσεις από τις δυνάμεις που εμφορούνται από έναν ιδιόμορφο εθνοπατριωτισμό, τον οποίον κατά βάσιν δημιούργησε ο Ανδρ. Παπανδρέου, και οι οποίες συνεχίζουν να έχουν ισχυρό ρόλο σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που μετεωρίζεται μεταξύ Δύσης και Ανατολής, Βαλκανίων και Ευρώπης, παράδοσης και μοντερνισμού, αλλά και δικαιολογούνται λόγω των εκκρεμοτήτων που υπάρχουν στα λεγόμενα εθνικά θέματα.

Είναι, όμως, αρκετές οι δικαιολογίες για να δοθεί θετική ψήφος -και μάλιστα ψήφος αυτοδυναμίας- στο ΠΑΣΟΚ; Σαφέστατα και πάλι όχι. Το επόμενο διάστημα και μέχρι να γίνουν οι εκλογές ο Γ. Παπανδρέου πρέπει να στείλει ισχυρά μηνύματα προς την κοινωνία ότι ο ίδιος είναι όντως εκείνος ο στιβαρός ηγέτης στον οποίο οι πολίτες μπορούν να ακουμπήσουν, για να βγει η χώρα από την κρίση και να λυθούν τα προβλήματα.

Αυτό σημαίνει ότι, πρώτον, πρέπει την ισχυρή προσωπικότητα και τη δύναμη αντίστασης που επέδειξε όταν κινδύνευε το κομματικό του imperium να τις μετατρέψει σε πρωθυπουργίσιμη οντότητα.

Δεύτερον, να κόψει τον βήχα, ακόμη και με διοικητικά μέτρα αν χρειαστεί, σε όλους τους επίδοξους προσπλακιστές της εξουσίας, όχι μόνον αυτούς που ράβουν υπουργικά κοστούμια και ταγέρ, αλλά και σε όσους προαναγγέλλουν από τώρα τις θέσεις που θα καταλάβουν και τις διευθετήσεις που θα κάνουν. Ιδιαίτερα αυτό το φαινόμενο ανθεί στην περιφέρεια και ενδεχομένως, λόγω της απώθησης που προκαλεί, να του στερήσει κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων.

Τρίτον, να επιμείνει -και να βρει τρόπο να το δείξει- στο αίτημα της ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού. Είναι αδιανόητο να τολμά να σπάσει αυγά ο Κ. Καραμανλής, του οποίου η κυβέρνηση κρέμεται σε μια ψήφο, και να μην το πράττει ο Γ. Παπανδρέου που βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Η ενότητα κατακτάται όχι με τη διατήρηση των υφιστάμενων ισορροπιών, που -όπως έχει αποδειχθεί- είναι παραλυτικές, αλλά με τη δυναμική πολιτικής επαναχάραξής τους.

Τέταρτον, να συνεχίσει να πλαγιοκοπεί και να εκθέτει τον ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να απελευθερώνει τις ψύχραιμες και συνεργατικές αριστερόστροφες δυνάμεις. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να επεξεργαστεί και να διακηρύξει μια στρατηγική «τριπλού χτυπήματος» εθνικής συνεννόησης για τη διακυβέρνηση εν όψει των εκλογών. Εκτός από τον Συνασπισμό, θα πρέπει να απευθυνθεί και να βρει τρόπους συνεργασίας με μετριοπαθείς δυνάμεις που εγκαταλείπουν τη Ν.Δ., αλλά και τις δυνάμεις της oικολογίας. Η συγκρότηση του νέου μπλοκ εξουσίας για ανάκτηση της ηγεμονίας και της διακυβέρνησης από την Kεντροαριστερά ίσως αποδειχθεί η λυδία λίθος για την κατάκτηση της αυτοδυναμίας στις επόμενες εκλογές.

Πέμπτον, να εξαγγείλει ένα κλιμακωτό πρόγραμμα των πρώτων 50, 100 και 200 ημερών, που θα περιλαμβάνονται σε ένα συνεκτικό και ρεαλιστικό πρόγραμμα διετούς εξόδου από την οικονομική κρίση. Αυτό θα πρέπει να «κουμπώνει» σ’ ένα ευρύτερο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα τετραετίας, που θα στοχεύει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, τον διοικητικό και θεσμικό εκσυγχρονισμό του κράτους και της διοίκησης, την κοινωνική ανόρθωση και την πολιτική αναγέννηση του κομματικού συστήματος μέσω της πάταξης, ακόμη και διά των δικαστηρίων και των φυλακών, της κομματοκρατίας και της κλεπτοκρατίας.

Έκτον, να βρει τρόπους ουσιαστικής επανίδρυσης του κόμματος, προκειμένου αυτό να στηρίξει τομές και αλλαγές που πρέπει να γίνουν όταν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.

Έβδομον, να προσπαθήσει να ενσωματώσει την κοινωνική αμφισβήτηση -ιδιαίτερα της νεολαίας-, εντάσσοντάς την σ’ ένα πρόγραμμα ουσιαστικής αλλαγής της εξουσίας.

Τα δύο τελευταία, επειδή είναι δύσκολο στον λίγο χρόνο που απομένει μέχρι τις εκλογές να αποκρυσταλλωθούν και σε οργανωτικές δομές, θα ήταν καλό να διακηρυχθούν ως στόχοι και σε πρώτη φάση να συγκροτηθούν παράλληλα δίκτυα. Ανάλογα, δε, με τις εξελίξεις και τον βαθμό ωρίμανσης, να παρθούν και οι τελικές αποφάσεις.

Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, οι διαδικασίες ώσμωσης αφενός με τις συντελούμενες και εν πολλοίς «ανέλεγκτες» κοινωνικές διεργασίες ριζοσπαστικοποίησης και αφετέρου τον αυθορμητισμό της νεολαίας, καθώς και η κομματική επανίδρυση, είναι σημαντικές παράμετροι στη δημιουργία του ρεύματος πολιτικής αλλαγής που χρειάζεται ο Γ. Παπανδρέου προκειμένου να διατηρήσει το ΠΑΣΟΚ το πλεονέκτημα έναντι της Ν.Δ. και να το μετατρέψει σε ψήφο αυτοδυναμίας.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]