Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

 

Ο Βενιζέλος και η Πηνελόπη (11-11-2006)

Θα γίνουν ή όχι πρόωρες εκλογές; Προτού έλθουμε στην εξέταση των πεπραγμένων της κυβερνήσεως , ας στρέψουμε την προσοχή μας σε ορισμένες αξιοσημείωτες ιδεολογικές και υλικές μεταβολές που παρατηρούνται στην Ελλάδα την εποχή αυτή.

Τα αστικά πολιτικά κόμματα εξακολουθούν να παρουσιάζουν πολλές, τις ίδιες παλιές αδυναμίες και η εσωτερική τους οργάνωση είναι ανύπαρκτη. Τα μέλη τους δεν συνδέονται με πραγματικούς κοινούς ιδεολογικούς δεσμούς, ούτε έχουν ένα πρόγραμμα ενέργειας βασισμένο σε μια σοβαρή μελέτη της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Τα ονόματα των κομμάτων δεν είναι παρά απλές ετικέτες, σχεδόν διακοσμητικές· αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους προ πάντων στον κλειστό χώρο της πολιτικής, και ευκαιριακά μόνο απασχολούνται με τα κοινωνικά προβλήματα, όταν αυτά έχουν γίνει πια καυτά.

Οι πολιτευόμενοι έχουν μόνο τη δυνατή φιλοδοξία να διευθύνουν τα κοινά της χώρας και οι αντίπαλοι αρχηγοί κομμάτων δεν διστάζουν, κάποτε, για να κερδίσουν τις ψήφους, να υπερθεματίζουν σε δημαγωγική πλειοδοσία. Κάθε κόμμα χρωματίζεται περισσότερο από την προσωπικότητα και πολύ λίγο από τις αρχές του. Κάθε αρχηγός περιβάλλεται συνήθως από μια καμαρίλα πολιτευομένων, που αποτελούν μια κλειστή ομάδα και οι οποίοι εμποδίζουν την ανάδειξη νέων στελεχών. Τελικά μεταβάλλονται σε επαγγελματίες πολιτικούς. Αισθητή μεταξύ αυτών είναι η παρουσία κυρίως νομικών, η «δικηγοροκρατία» και η απουσία αντιπροσώπων των μικροεισοδηματιών, αγροτών, εργατών, μισθωτών και μικροϊδιοκτητών. Πολλοί πολιτευόμενοι φιλοδοξούν να είναι οι εκλεκτοί, οι οποίοι θα διαχειριστούν τις τύχες του λαού, αλλά δεν διαθέτουν τον χρόνο τους να εγκύψουν στις ανάγκες του, στις ανησυχίες του, στα προβλήματά του, να τα διερευνήσουν και να δώσουν τις αρμόζουσες λύσεις.

Τον λαό τον θυμούνται και τον επισκέπτονται στην περιφέρειά του μόνον όταν είναι παραμονές εκλογών και έχουν την ανάγκη της ψήφου του. Πραγματική επαφή εκλεξίμων και εκλογέων δεν υπάρχει. Έτσι ο βουλευτής δεν ασχολείται σοβαρά με τα γενικά προβλήματα της εκλογικής του περιφέρειας και του έθνους, αλλά με τις ποικίλες ατομικές υποθέσεις των ψηφοφόρων του. Η συναλλαγή είναι το θανάσιμο μικρόβιο που μολύνει την πολιτική ζωή του τόπου και γενικά δηλητηριάζει τον κρατικό οργανισμό και διαφθείρει την υπαλληλική τάξη. Η κατάσταση αυτή απογοητεύει τους σοβαρούς και τίμιους ανθρώπους που θέλουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο έθνος.

Η αντιμετώπιση των εσωτερικών προβλημάτων της χώρας γίνεται με ελαττωματικό διοικητικό μηχανισμό, επηρεασμένο από τις επιδράσεις των πολιτικών κομμάτων, γιατί οι διορισμοί των περισσοτέρων υπαλλήλων γίνονται από τα κόμματα μετά την άνοδό τους στην αρχή. Τότε μάλιστα ο κάθε δυνατός πολιτικός φροντίζει να βάλει όσο περισσότερους μπορεί από τους οπαδούς του σε μικρές ή μεγάλες θέσεις. Ο αδιάβλητος διαγωνισμός ως μέσον επιλογής δεν συνηθίζεται.

Πολλοί από τους υπαλλήλους δεν έχουν ούτε τα κατάλληλα προσόντα ούτε και συνείδηση των υποχρεώσεών τους απέναντι στον κοινό πολίτη. Η διεκπεραίωση των ζητημάτων, ιδίως στην πρωτεύουσα, που είναι μια αυτονόητη φυσική λειτουργία της κρατικής μηχανής, γίνεται με βραδύ ρυθμό ή καθυστερεί. Πρέπει να ενδιαφερθεί ο ίδιος ο πολίτης για την τύχη ενός ζητήματός του και να το παρακολουθήσει από γραφείο σε γραφείό ή -για να είναι πιο ασφαλής- να βάλει τους βουλευτές ή κομματάρχες της περιφέρειάς του να φροντίσουν για την επίλυσή του. Και οι υπάλληλοι εξυπηρετούν τους πολιτικούς είτε από φόβο είτε και από κολακεία, για να βελτιώσουν τη θέση τους ή να πετύχουν μια μετάθεση σε καλύτερη θέση. Η βουλευτοκρατία είναι το πιο χαρακτηριστικό φαινόμενο της πολιτικής ζωής. Η κατάσταση αυτή δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες του και τον ίδιο τον λαό, ο οποίος δεν ζυγίζει ενσυνείδητα το βάρος της ψήφου του, όταν πρόκειται να εκλέξει και να στείλει στο κοινοβούλιο τους άξιους για το έθνος αντιπροσώπους του.

Ίσως εκπλαγείτε αν σας αποκαλύψω ότι η ως άνω περιγραφή δεν είναι δική μου, αλλά του Απ. Βακαλόπουλου και αναφέρεται στο 1920. Έχουν περάσει 86 χρόνια και θαρρείς η χώρα, η δύσμοιρος Ελλάς, παραμένει μαρμαρωμένη.

Έπειτα από αυτή τη μελαγχολική διαπίστωση τι να πει και τι να γράψει κάποιος. Πόσο προφήτης μπορεί να γίνει για το τι μέλλει γενέσθαι. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να επισημάνω τι χρειάζεται η χώρα. Και αφού δεν άλλαξε σχεδόν τίποτε από την περιγραφή των προβλημάτων, δανείζομαι τη συγκλονιστική περιγραφή της Πηνελόπης Δέλτα και τον σπαρακτικό λόγο του Ελευθέριου Βενιζέλου μετά την ήττα του στις εκλογές του 1920.

Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου έριξαν το Βενιζέλο. Η Ελλάδα όλη φόρεσε την άγκυρα, φώναξε «Ζήτω ο Βενιζέλος» και ψήφισε μαύρο. Όχι όλη, ευτυχώς, αλλά πάντως η πλειοψηφία. Και ο πιστός στο λόγο του, φεύγει ο Βενιζέλος, ο Μεγάλος, ο Γίγας.
Πήγαμε να τον δούμε. Ίσιος, αλύγιστος έστεκε σα δέντρο που το δέρνει η φουρτούνα και που δε λυγά.
Ήταν όλοι συντριμμένοι. Πεσμένος σε μια καρέγλα, σα γυναίκα υστερική, ο Ρέπουλης έκλαιγε. Όρθιος, αναλυμένος, σιχαμένος, σα βουνό από σάρκες άμορφες, ο Τσιριμώκος κοίταζε αποκουταμένος.

Μας είδε ο Βενιζέλος και πετάχθηκε απάνω, και ήλθε να μας χαιρετήσει με το συνηθισμένο γρήγορο βήμα του, με τη συνηθισμένη ζωηρή φωνή του. Στα συγκινημένα λόγια του Στεφάνου, αποκρίθηκε διακόβοντάς τον:
- «Όχι, όχι, δε θέλω ούτε επί μια στιγμή να φανταστείτε πως φεύγω επειδή δειλίασα! Ελάτε μέσα, και είμαι έτοιμος να συζητήσω τη γνώμη σας, να σας αποδείξω πως είναι ανάγκη, πως πρέπει να φύγω, για χατήρι αυτού του δυστυχισμένου τόπου».

Και στην τραπεζαρία όπου μας πήγε, κάθησε σ’ ένα καρεγλάκι και με τη συνηθισμένη του ευφράδεια, αλύγιστος και απτόητος, θλιμμένος ως στην ψυχή, συντριμμένος, αλλ’ όχι δαμασμένος μας μίλησε.
- «Επλανήθηκα», μας είπε «Ενόμιζα πως αλήθεια είχα το λαό μαζί μου, πως στο μεγάλο αυτό έργο που γίνηκε, με ακολουθούσε ο λαός. Επλανήθηκα· ο λαός κουράστηκε, βαρέθηκε. Δεν κακίζω το λαό, του ζήτησα θυσίες μεγαλύτερες από τις δυνάμεις του. Εγώ δεν υπολόγισα καλά τις δυνάμεις του, τον παρέσυρα σε έργο πολύ βαρύ.

Είμαι συντριμμένος, δεν έχω πια δυνάμεις ν’ αντιπαλαίσω· είχα σχηματίσει τ’ όνειρο πως ο ελληνικός λαός μ’ ακολουθεί στην κατάκτηση των ελληνικών μερών· μα ο ελληνικός λαός δε μ’ ακολουθεί· πήγε δια της βίας. Με ψήφισαν, λέτε, στο μέτωπο; Ναι, αυτό δε σημαίνει· γιατί ο στρατιώτης ψηφίζει εκείνο που του επιβάλλει ο αξιωματικός του. Εδώ ήταν η θέληση του λαού· και ο πατέρας, στο σπίτι του, με μαύρισε αλύπητα. Του πήρα το παιδί του για πολλά χρόνια· δεν αντέχει πια στις θυσίες ο κουρασμένος λαός. Και δεν είναι αυτό το χειρότερο· το χειρότερο είναι που ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται. Προ 30 ετών υπήρχε ακόμα η Μεγάλη Ιδέα· τότε ακόμα ο κόσμος θα δέχονταν τις μεγάλες θυσίες για τη Μεγάλη Ιδέα. Σήμερα πια την παράτησε τη Μεγάλη Ιδέα. Το ξέρω πως η Ελλάδα κακοδιοικήθηκε· μα τους είπα πως τώρα που τελειώνουν τα εξωτερικά προβλήματα, θα στρέψω στα εσωτερικά. Το ξέρουν πως ποτέ δεν είπα ένα πράμα και δεν το έκανα· πίστευα πως θα μου δώσουν δυο μήνες για να κάνω και την εσωτερική αναδιοργάνωση. Μα δε με πίστωσαν με δυο μήνες, δε με πίστεψαν· ή δεν τους ενδιέφερε αρκετά το εξωτερικό ζήτημα ώστε να δεχθούν την προσωρινή κακή διοίκηση. Δεν τους μέλει· δεν καταλαβαίνουν οι αντίθετοι τι θα πει Σμύρνη! Ακούν Σμύρνη και σου λεν Σύρα, Μύκονος, και το βλέπουν ένα πράμα. Δε βλέπουν, δε βλέπουν τη σημασία της! Δεν νιώθουν τι θα πει η κατάκτηση της Μικρασίας! Αυτό που είπαν μερικοί, “Μικρή Ελλάδα αλλά τίμια”, αυτό που έκανε ο Κουμουνδούρος, που έσχισε το χάρτη της Μεγάλης Ελλάδας, δεν ήταν λόγια, σκέψεις, καμώματα ενός ή δυο απάτριδων· είναι η ψυχολογία του λαού ολόκληρου. Δε ζητά μεγάλα όνειρα που να τα πραγματοποιήσει. Ζητά το σπίτι του να καλοδιοικείται, το παιδί του να γυρίσει πίσω, να φύγει από το στρατό.

Και ξέρετε; Έχω ταραγμένη τη συνείδηση· φέρω βαρειά ευθύνη απέναντι της ιστορίας, γιατί το μεγάλο αυτό έργο που επιδίωξα, χρειάζουνταν μεγάλες θυσίες, περισσότερες, βαρύτερες από όσες μπορούσε να σηκώσει ο ελληνικός λαός. Δεν υπολόγισα σωστά, του παραφόρτωσα τους ώμους. Δε φταίγει ο λαός, φταίγω εγώ που δεν υπολόγισα σωστά ως πού παν οι δυνάμεις του και η αντοχή του. Και φέρω βαρειά ευθύνη, γιατί ενώ τώρα τρέχει τον κίνδυνο να χάσει τα κερδισμένα αποτελέσματα, οι θυσίες θα του μείνουν.

Φεύγω, όχι επειδή δειλιάζω· αλλά, όπως το είπα και πριν γίνουν οι εκλογές, αν με καταψηφίσει ο λαός θα φύγω και θ’ αποσυρθώ από τον πολιτικό βίο. Είμαι συντριμμένος. Ο ελληνικός λαός κατεψήφισε την πολιτική μου. Ολόκληρη ιδεολογία κατακρημνίζεται, δεν έχω πια λόγο υπάρξεως εδώ, η διαμονή μου μόνο που θα δυσκολέψει το έργο της νέας Κυβερνήσεως. Και πρέπει να είναι ελευθέρα εντελώς για το δυσχερέστατο έργο της».
Και ιδιαιτέρως, εμπιστευτικά, μας είπε το γράμμα του νέου πρωθυπουργού, του Ράλλη (Δημήτρη), πως δεν μπορεί να κυβερνήσει, να βάλει τάξη, να εμποδίσει τις συμπλοκές του δρόμου, όσο μένει στον τόπο ο Βενιζέλος.

- «Και σ’ όλους τους φίλους μου λέγω φεύγοντας, μην αντισταθείτε στο έργο της, βοηθήσετε την Κυβέρνηση με όλες σας τις δυνάμεις για να περισωθεί όσο το δυνατόν το μεγάλο έργο που έγινε».
Ήταν μεγαλύτερος στο γκρέμισμα παρά στη δόξα του. Ήταν ο γίγας, που τον έφαγαν οι νάνοι.
Στο πλατύ του πέταγμα δεν μπορέσαμε να τον ακολουθήσομε. Ήταν πάρα πολύ μεγάλος για μας. Μας πήγαινε στην Πόλη, και μας οι δυνάμεις μας τσάκισαν στις πύλες της. Ούτε οι φίλοι του δεν τον κατάλαβαν· τον πήραν για κομματάρχη, και αυτός ήταν Εθνάρχης.
Ήταν δράμα ο χαλασμός που γίνουνταν στην ψυχή του. Ολόκληρη ιδεολογία τετρακοσίων ετών γκρεμίζουνταν μαζί του.
- «Θα γυρίσετε, κύριε Πρόεδρε! Ο λαός αυτός ο ίδιος θα σας φωνάξει σε έξη μήνες».
- «Σε έξη μήνες, κυρία Δέλτα, θα έχουν επέλθει τέτοιες καταστροφές, που θα είναι ανεπανόρθωτες. Άλλωστε δεν είμαι πια νέος. Και είμαι συντριμμένος. Η αποδοκιμασία του ελληνικού λαού μ’ έχει συντρίψει».
Ήταν γεμάτο το σπίτι από νάνους του κόμματος.
Και στέκουνταν εκείνος μόνος, ολόμονος στην εξαίρετη μοναξιά του, ανάμεσά τους, άγνωστος σ’ αυτούς που ανυποψίαστοι για το μεγαλείο του, τον είχαν χαντακώσει.

Θυμήθηκα το ποίημα του Vigny, Moise, όπου ο Προφήτης, μόνος στο βουνό, απέναντι του Θεού του, ψηλά πάνω από τον πυγμαίο λαό του, θρηνεί την υπέροχη μοναξιά του ανάμεσα στους ανθρώπους.
Vous m’ avez fait, Seigneur, puissant et solitaire.
Laissez-moi m’ endormir du sommeil de la terre! (Με έκανες, Κυρίε, κραταιό και ισχυρό. Άφησέ με ν’ αποκοιμηθώ στην ανάπαυση της γης!).

Νομίζω ότι τώρα που ξέρουμε πώς πρέπει να συμπεριφέρονται οι πολιτικοί ηγέτες είμαστε και σε θέση να κρίνουμε ποιος πρέπει να μας κυβερνήσει και αν πρέπει να γίνουν πρόωρες εκλογές ή όχι.

Τρίτη, Νοεμβρίου 07, 2006

 

Το σενάριο της 29ης Απριλίου (27-10-2006)

Οι τοπικές εκλογές τελείωσαν και η πολιτική ζωή επανέρχεται στο μόνιμο παράδοξό της: τρικυμία στο μελανοδοχείο. Επί παραδείγματι στη Ρηγίλλης πανηγύρισαν γιατί δεν έχασαν όσο περίμεναν και στη Χαριλάου Τρικούπη γκρινιάζουν επειδή δεν κέρδισαν όσο θα ήθελαν. Θα ήταν λάθος όμως -πίσω από την επιβληθείσα σιωπή του «γαλάζιου νεκροταφείου» και τον συνεχιζόμενο θόρυβο της «πράσινης μπιραρίας»- να μην υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι θα αποτιμήσουν με ψυχραιμία τις νέες πολιτικές ορίζουσες και με ψυχρότητα θα δρομολογήσουν εξελίξεις εν όψει του ουσιαστικού διακυβεύματος· του γκουβέρνου, στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.

Κι αυτοί οι κάποιοι δεν μπορεί παρά να είναι ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι οποίοι θα κονταροχτυπηθούν για τη θέση του προέδρου της κυβερνήσεως. Οι δυο πολιτικοί αρχηγοί μαζί με έναν στενό κύκλο έμπιστων επιτελών τους οφείλουν να προβλέψουν την «επόμενη μέρα» και να σχεδιάσουν τις κινήσεις τους.
Κατά κάποιον τρόπο από την επομένη και του δεύτερου γύρου των τοπικών εκλογών ξεκίνησε μια παρτίδα σκάκι ανάμεσα στον Κ. Καραμανλή και τον Γ. Παπανδρέου. Ο χρόνος κατά τον οποίο θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές ίσως είναι και το «ρουά ματ» που θα πει ο ένας από τους δύο. Είναι προφανές ότι διαφορετικό τρόπο παιξίματος θα υιοθετήσουν εάν οι επόμενες εκλογές γίνουν σε έξι μήνες, σε έναν χρόνο ή 18 μήνες.

Εάν κάποιος ήθελε να διακινδυνεύσει μια πρόβλεψη για τον πρωθυπουργό, πιθανότατα θα έπρεπε να πει ότι οι εκλογές θα γίνουν σε έξι μήνες. Μπορεί ο Κ. Καραμανλής όντως να πιστεύει ότι «οι κυβερνήσεις πρέπει να εξαντλούν τη θητεία τους», όμως δεν είναι και τόσο αφελής που στο όνομα μιας γενικής αρχής θα διακινδύνευε τη συνέχιση της κυβερνητικής εξουσίας του κόμματός του. Παρά τις εκτιμήσεις των δημοσκόπων και τις προβλέψεις των αναλυτών και δημοσιολογούντων, γνωρίζει ότι τα δύσκολα είναι μπροστά. Τα δεδομένα όπως τα κατέγραψε η κάλπη, παρά τις τοπικές ιδιαιτερότητες της ψήφου, δείχνουν ότι κάτι αρχίζει να «σαλεύει» στο κοινωνικό υπέδαφος.

Θεαματική βελτίωση στα πραγματικά μεγέθη της οικονομίας δεν πρόκειται να υπάρξει. Η ανάγκη για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό, τις εργασιακές σχέσεις και την παιδεία είναι αδήριτες, και όσο καθυστερούν, συσσωρεύουν κόστος.
Το ίδιο και οι ιδιωτικοποιήσεις σε μεγαλύτερη έκταση στον δημόσιο τομέα. Οι δάσκαλοι και οι μαθητές άνοιξαν το καπάκι των κοινωνικών συγκρούσεων. Διαγενομένου του χρόνου και βοηθούσης της αντιπολιτεύσεως, η κοινωνική κινητικότητα θα αυξάνεται επιπροσθέτως. «Θερμή» περίοδος αναμένεται και στα ελληνοτουρκικά αφ’ ης στιγμής η Ευρωπαϊκή Ένωση μπλοκάρει την ένταξη της Τουρκίας στους κόλπους της.

Τι είναι αυτό, λοιπόν, που θα μπορούσε να προσδώσει μεγαλύτερη ισχύ στον Κ. Καραμανλή για να συγκρουστεί στο εσωτερικό και να χειριστεί χωρίς άχθος τα διπλωματικά θέματα; Μα η ανανέωση της λαϊκής εντολής. Όσο καθυστερεί, δεν είναι σίγουρον ότι η ασκούμενη πολιτική θα του αποδώσει περισσότερα τον Οκτώβριο του 2007 ή τον Μάρτιο του 2008. Μάλλον θα του προσθέσει μεγαλύτερα εμπόδια για να ξανακερδίσει τις εκλογές. Ούτε είναι σίγουρον ότι η αξιωματική αντιπολίτευση, διαθέτοντας περισσότερο χρόνο για να οργανωθεί, θα παραμένει στην ίδια κατάσταση. Το πιθανότερο είναι η αντιπολίτευση να βελτιώνεται και η κυβέρνηση να δυσκολεύεται να εφαρμόσει το πρόγραμμά της. Εξάλλου ο αιφνιδιασμός του αντιπάλου είναι βασικό στοιχείο μιας στρατηγικής σε όλες τις περιπτώσεις. Από τον πόλεμο και την πολιτική μέχρι τον κόσμο των επιχειρήσεων.

Γιατί να μην εκμεταλλευθεί αυτό το πλεονέκτημα ο Κ. Καραμανλής; Γιατί να δώσει στον αντίπαλό του την πολυτέλεια του χρόνου για να ανακάμψει; Μπορεί να είναι γενικά «καλό παιδί» και «large χαρακτήρας», δεν είναι όμως και... μπουνταλάς, ούτε η πολιτική είναι πεδίο άσκησης του σαβουάρ βιβρ. Υπάρχουν και δυο άλλα όμως στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της πλέον πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Το πρώτο είναι ότι μέχρι τον Μάρτιο ελπίζει να έχει πάρει από την Κομισιόν το «εξιτήριο» από την επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας και το δεύτερο να έχει ολοκληρωθεί, αν όχι μέχρι τέλους Ιανουαρίου, μέχρι τέλη Φεβρουαρίου, η συνταγματική αναθεώρηση.

Και τα δύο μπορεί να είναι δυο ισχυρά χαρτιά υπέρ του. Τον Μάρτιο, επίσης, θα έχει συμπληρώσει τρία χρόνια διακυβέρνησης, που κατά κάποιον τρόπο αποτελεί αφενός το ψυχολογικό όριο σε σχέση με την κυβέρνηση Μητσοτάκη την περίοδο 1990-1993 και αφετέρου μια καλή δικαιολογία να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, αφού ούτως ή άλλως ο τέταρτος χρόνος για μια κυβέρνηση είθισται να είναι προεκλογικός.
Αντί λοιπόν η χώρα να ταλανίζεται από μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο και η κυβέρνηση να φθείρεται από τη συνηθισμένη φημολογία, το καλύτερο είναι να κάνει τις εκλογές στην αρχή της τετραετίας. Όταν οι άλλοι θ’ αρχίσουν να μαδάνε τη «μαργαρίτα» του χρόνου για τις εκλογές (τον Ιούνιο, τον Σεπτέμβριο, τον Οκτώβριο και πάει λέγοντας), ο απόλυτος αιφνιδιασμός θα ήταν να γίνουν τον Απρίλιο.

Και αν ο Κ. Καραμανλής ήθελε να είναι και πιο «κακός», θα διάλεγε και τη χειρότερη ημερομηνία για την αντιπολίτευση. Την 29η Απριλίου. Η προεκλογική περίοδος θα ήταν συντομότερη -καθώς στις 8 Απριλίου είναι το Πάσχα- που μπορεί να υπάρξει. Ουσιαστικά ένα δεκαπενθήμερο. Η Ν.Δ., λόγω του ότι είναι στην κυβέρνηση, θα διαθέτει σαφώς το πλεονέκτημα της καλύτερης οργάνωσης. Οι μακρές προεκλογικές περίοδοι συνήθως ωφελούν τις αντιπολιτεύσεις, ενώ οι σύντομες την κυβέρνηση. Άσε που λόγω του Πάσχα θα υπάρχει και η σχετική ευφορία στους πολίτες, ενώ αποφεύγεις και τις εργατικές κινητοποιήσεις της Πρωτομαγιάς.

Ένας πολιτικός οπαδός του Μακιαβέλι δεν θα μπορούσε λοιπόν παρά να έχει κυκλώσει με κόκκινο μαρκαδόρο την Κυριακή 29 Απριλίου ως την προσφορότερη ημερομηνία για να διεξαχθούν πρόωρες εκλογές, με τα πλεονεκτήματα να είναι περισσότερα στην πλευρά της κυβερνήσεως. Το μόνο μειονέκτημα της 29ης Απριλίου είναι ότι αυτή την ημέρα εορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα του Χορού και στους χορούς ο «ευκίνητος» Γ. Παπανδρέου σημειώνει μάλλον καλύτερες επιδόσεις από τον «βαρύ» Κ. Καραμανλή. Μπορεί άνετα όμως να υποστηρίξει ότι τη διάλεξε για να τον... χορέψει στο ταψί.

Αν πάντως ο Κ. Καραμανλής επιλέξει την 29η Απριλίου, μπορεί να προβάλει και ως δικαιολογία ότι το πράττει και για ιστορικούς-σημειολογικούς λόγους, αφού αυτή τη μέρα το 1091 λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη διεξάγεται η μάχη στο Λεβούνιο. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αλέξιος ο Α΄ νικά τους Πετσενέγκους και τους εξαφανίζει από την Ιστορία. Είναι προφανές ότι η ιστορική παρομοίωση, πέραν από λόγους ευθυμίας της γραμμής, γίνεται και για να σημειωθεί ότι στην περίπτωση που ο Γ. Παπανδρέου ηττηθεί, το ΠΑΣΟΚ και ο αρχηγός του θα δοκιμαστούν ποικιλοτρόπως. Ίσως όχι μέχρι εξαφανίσεως, όπως οι Πετσενέγκοι, αλλά όπως δοκιμάστηκε η Ν.Δ. την προηγούμενη εικοσαετία.

Αν, λοιπόν, σύμφωνα με τους δικούς μας ισχυρισμούς, η 29η Απριλίου ίσως είναι η καλύτερη ημερομηνία για να προσφύγει ο Καραμανλής στις κάλπες, τι μπορεί να πράξει ο Γ. Παπανδρέου για να γυρίσει υπέρ του το παιχνίδι; Να θέσει από αύριο κιόλας το κόμμα του σε παρατεταμένη προεκλογική ετοιμότητα. Έτσι και θα αντιμετωπίσει την εμφανισθείσα εσωστρέφεια και θα θέσει προ των ευθυνών τους τα φιλόδοξα να τον διαδεχθούν στελέχη του.
Σε καταστάσεις μάχης το στράτευμα τάσσεται με τον αρχηγό και όχι με τους διάφορους φιλόδοξους ταγματάρχες. Η φυσική ανάγκη συλλογικής πολιτικής επιβίωσης είναι υπερτέρα των προσωπικών στρατηγικών. Ορθώς λοιπόν διακηρύττει ότι ο ίδιος «πάει να κερδίσει τις εκλογές και θ’ αφήσει πίσω όποιον δεν τον ακολουθήσει» σ’ αυτόν τον στόχο.
Όταν το στράτευμα τίθεται σε κατάσταση επιστράτευσης, τα λουριά σφίγγουν και οι λιποταξίες δικαιολογείται να τιμωρούνται ακόμη και με τυφεκισμό. Στον παρατεταμένο πόλεμο οι κανόνες είναι διαφορετικοί απ’ ό,τι σε καταστάσεις εκεχειρίας, όπου επικρατεί χαλάρωση.

Το σάλπισμα της προεκλογικής περιόδου πρέπει, λοιπόν, να το κηρύξει ο Γ. Παπανδρέου και να μην του το επιβάλει ο Κ. Καραμανλής. Κατά κάποιον τρόπο αποτελεί και τη νομιμοποιητική βάση για να επιφέρει τις όποιες αλλαγές επιθυμεί είτε στην κομματική δομή είτε στην πολιτική ατζέντα, που είναι και ο δεύτερος όρος για να ξεφύγει από τον κλοιό που συμφέροντα (εσωκομματικά ή εξωχώρια) προσπαθούν να του επιβάλουν.
Ένα στράτευμα, βέβαια, είναι πιθανόν να αρνηθεί να πολεμήσει. Είτε γιατί έχει ξεχάσει τον τρόπο να το κάνει, είτε γιατί αισθάνεται ηττοπάθεια. Επιβάλλεται, λοιπόν, να του δώσει εκείνα τα εφόδια που θα το κάνουν να ξαναπιστέψει στις δυνάμεις του.

Για να το πετύχει αυτό, πρέπει να του προσφέρει λάφυρα (εξουσία), να του παρουσιάσει ικανό επιτελείο (ηγετική ομάδα), να του βρει έναν θούριο που θα τον συνεγείρει (πρόγραμμα), να του δώσου αποτελεσματικά όπλα (πολιτικές), να του εξασφαλίσει συμμάχους (Αριστερά) και να φροντίσει για τα πολεμοφόδια (κοινωνικές ομάδες).
Όμως, για να μπορέσει να τα καταφέρει όλα αυτά ο Γ. Παπανδρέου, πρέπει πρώτα απ’ όλα να (επανα)επιβεβαιώσει τον ρόλο του αρχιστράτηγου. Αυτό μπορεί να το πράξει μόνο μέσω της επανεκλογής του από τη βάση και την ταυτόχρονη διεξαγωγή ενός συνεδρίου μέσω του οποίου θα δοθούν τα χρίσματα σε στρατηγούς (Πολιτικό Συμβούλιο), συνταγματάρχες (Εθνικό Συμβούλιο), ταγματάρχες και λοχαγούς (κεντρικά και περιφερειακά στελέχη).

Η εξαγγελία ενός συνεδρίου -εκτός από το να κρατά το στράτευμα ενωμένο- μπορεί να γίνει με τέτοιον τρόπο και σε χρόνο που μπορεί να ενταχθεί στην προεκλογική περίοδο για να αποκτήσει δυναμική. Το ίδιο και η επανεκλογή του ίδιου στη θέση του προέδρου του κόμματος.
Το επόμενο δίμηνο και μέχρι τα Χριστούγεννα ο Γ. Παπανδρέου έχει την πολυτέλεια του χρόνου. Μπορεί να «τζογάρει» με τις εξελίξεις στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, να συγκαλέσει το Εθνικό Συμβούλιο για να αποτιμήσει τις εξελίξεις, να διοργανώσει το συνέδριο της νεολαίας του ΠΑΣΟΚ, να στρέψει το ενδιαφέρον στη Βουλή με τη συνταγματική αναθεώρηση και τη συζήτηση του προϋπολογισμού.

Στο τετράμηνο όμως Ιανουαρίου-Απριλίου πρέπει να επανεκλεγεί ο ίδιος και να κάνει το συνέδριο του κόμματός του είτε για να τα εντάξει και τα δύο στον προεκλογική περίοδο και να αποκτήσει δυναμική, είτε για να έχει «καθαρίσει» μ’ αυτά και μετά να ρίξει όλες του τις δυνάμεις στον προεκλογικό αγώνα αν οι κάλπες στηθούν τον Οκτώβριο ή αργότερα.
Μέχρι τον Απρίλιο, όμως, δεν πρέπει ν’ αφήσει καμιά από τις δύο ως εκκρεμότητες.

 

Ένα προεδρικό προνουντσιαμέντο (4-11-2006)

Λάθος κίνηση έκανε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αντί να στείλει τον διευθυντή του γραφείου του στο σπίτι της 16χρονης αλλοδαπής μαθήτριας, που βιάστηκε σε σχολείο της Εύβοιας, έπρεπε να καλέσει τον πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο Προεδρικό Μέγαρο και να τους υποχρεώσει να συμφωνήσουν το αργότερο σε έναν μήνα για εκ βάθρων αλλαγές στην εκπαίδευση. Και να τους απειλήσει ότι θα παραιτηθεί αν δεν συμφωνήσουν. Και να μην περιοριστεί στα θέματα παιδείας.

Απλώς να ξεκινήσει απ’ αυτά, επειδή και οι δυο, και ο Κ. Καραμανλής και ο Γ. Παπανδρέου, διακηρύττουν ότι πρώτη προτεραιότητά τους είναι η παιδεία και θέλουν να μείνουν στην ιστορία ως οι πολιτικοί που κατάφεραν να την αλλάξουν. Μετά να τους θέσει τα θέματα πολιτισμού και Μέσων Ενημέρωσης που διαμορφώνουν την κουλτούρα, τα πρότυπα, την αισθητική των πολιτών. Φτάνει πια η αβελτηρία. Στόμωσε και σαπίζει η κοινωνία από τη χυδαιότητα, την ξιπασιά, την ασυδοσία, την ακαλαισθησία και την αμορφωσιά των δήθεν αναμορφωτών και καθοδηγητών.

Ύστερα να απαιτήσει να αντιμετωπιστεί αμέσως και ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους το ασφαλιστικό, που είναι βόμβα στα σπλάγχνα του κράτους και της κοινωνικής συνοχής. Δεν μπορεί να συνεχίζεται η αμεριμνησία και η υποθήκευση του μέλλοντος των ερχόμενων γενιών. Επίσης να τους αναγκάσει να συμφωνήσουν σ’ ένα πρόγραμμα βίαιης εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών με διασφάλιση των οικονομικά και κοινωνικά αδυνάτων. «Ή η χώρα θα εξαφανίσει το χρέος ή το χρέος θα αφανίσει το έθνος», δήλωνε πριν από 12 χρόνια ο Α. Παπανδρέου. Και είχε δίκιο. Και ο Κάρολος Παπούλιας, που υπήρξε υπουργός και φίλος του, το γνωρίζει καλά. Όπως το γνωρίζουμε όλοι. Τα ελλείμματα και το χρέος τρώνε τις σάρκες της κοινωνίας, αλλά και του κράτους και του έθνους των Ελλήνων, αφού μας καθιστούν «αιχμάλωτους» σε κάθε είδους πιέσεις.

Και, τέλος, το πέμπτο θέμα που ο Κάρολος Παπούλιας θα έπρεπε να τους θέσει ως ένα ελάχιστο συμφωνίας είναι η δημόσια διοίκηση, που αποτελεί και τη γάγγραινα της κοινωνίας. Το «χειρουργείο» και όχι η θεραπευτική αγωγή είναι η μόνη λύση στην αφασία, τον χρηματισμό, τον κομματισμό και όλες τις άλλες «ασθένειες» που καθημερινά ταλαιπωρούν τους πολίτες και τους ανθρώπους της εργασίας στην επαφή και τις συναλλαγές τους με το Δημόσιο. Η δημόσια διοίκηση, που με τη συμπεριφορά και τη νομοθεσία της αποκοινωνικοποιεί τους μετανάστες συμπολίτες μας και τους σπρώχνει στο περιθώριο, την απομόνωση και την εκμετάλλευση. Η άρνηση να δεχθεί την πολυπολιτισμικότητα της κοινωνίας είναι αυτή που αφήνει παιδιά δεύτερης και αύριο τρίτης γενιάς μεταναστών χωρίς υπηκοότητα και τους οπλίζει με πίκρα και μίσος για τη χώρα μας, καθώς αρνείται το αυτονόητο σε πολίτες της που γεννήθηκαν εδώ, μεγάλωσαν εδώ, μιλούν τη γλώσσα μας και συμμετέχουν στα φορολογικά βάρη.

Λίγο έως πολύ στους πέντε αυτούς τομείς έχει διαμορφωθεί ένας «κοινός τόπος» για το δέον γενέσθαι. Σχεδόν άπαντες το ομολογούν, είτε δημόσια είτε ιδιωτικά. Σίγουρα πάντως ψιθυριστά και με ακριτομυθίες. Κανείς όμως δεν πράττει τίποτε για να γίνουν πράξη οι διαπιστώσεις. Επικρατεί η λογική της ήσσονος προσπάθειας, του ωχαδερφισμού και της αναβλητικότητος. Όλοι το αφήνουν για τον επόμενο.

Με απλά λόγια, ο Κάρολος Παπούλιας έπρεπε να καλέσει τους αρχηγούς των δύο κομμάτων εξουσίας και να τους επιβάλει να συμφωνήσουν στη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας με συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. «Για δυο, τρία, πέντε χρόνια θα γίνουν αυτά που όλοι αναγνωρίζουμε ότι πρέπει να γίνουν, αλλά κανείς δεν τα κάνει γιατί δεν αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος της σύγκρουσης», να τους πει, «και ύστερα κάνετε ό,τι νομίζετε».

Τώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση και διαπληκτίζονται στα κόμματα για τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι ευκαιρία να υπερβεί τις αρμοδιότητές του ο Κάρολος Παπούλιας και από «ανεύθυνος άρχων» να γίνει ενεργός πολιτικός. Να δημιουργήσει πολιτικό πρόβλημα εκβιάζοντας τα κόμματα. Κι αν δεν τον ακούσουν κι αν δεν δεχθούν αυτά που θα τους πει, να παραιτηθεί και να ηγηθεί ο ίδιος μιας εθνικής προσπάθειας για εξυγίανση και ανάταση της χώρας. Να πάρει μαζί του και τον Κ. Στεφανόπουλο και όσους άλλους νομίζει ότι μπορούν να υπηρετήσουν ένα στόχο ηθικής, πνευματικής και οικονομικής επανάστασης. Ένα προεδρικό προνουτσιαμέντο χρειάζεται η χώρα. Έναν φορέα που θα φτιαχτεί από πάνω. Από ανθρώπους που αποδεδειγμένα δεν έχουν πολιτικές ή κομματικές βλέψεις. Μια εθνική επιτροπή από ανθρώπους που δεν έχουν ιδιοτέλεια και δεν αποβλέπουν στα ωφελήματα της εξουσίας. Αφού ο «τρίτος πόλος» δεν γίνεται από τη βάση, ας γίνει από την κορυφή.

Πολλοί θα αναρωτηθείτε, και προφανώς θα εκπλαγείτε, γι’ αυτό το παράδοξο άλμα. Για τη «γέφυρα» ανάμεσα στη βιασθείσα αλλοδαπή μαθήτρια και την ανάγκη εθνικού «πραξικοπήματος» με επικεφαλής τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
«Πάει, το αφεντικό τρελάθηκε», θα σκεφτείτε και θα πείτε. Ορθώς, ορθότατα. Όμως, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να μην εκτονωνόμαστε απλώς μαζί με τους «παραθυράτους» της τηλεόρασης για τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, την παραβατικότητα και τα απαράδεκτα φαινόμενα στις τουαλέτες των σχολείων και στα σαλόνια της κοινωνίας, πρέπει να ομολογήσουμε ότι τα όσα συνέβησαν στον Αμάρυνθο Ευβοίας, στη Βέροια, στο Ρέθυμνο και τα όσα συμβαίνουν καθημερινά με τους πάσης φύσεως βιασμούς της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι το καθρέφτισμα της σύγχρονης Ελλάδας. Μια κοινωνία που σαπίζει, μια χώρα μπάχαλο. Όλες οι «παρεκτροπές», όλοι οι «βιασμοί», όλες οι «νεοπλασίες», όλη η «ασχήμια» που εντοπίζονται και προβάλλονται -από τα Μέσα Ενημέρωσης και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης- με τρόπο που μεγαλώνει, αντί να περιορίζει την αθλιότητα, έχουν έναν κοινό παρονομαστή· την παρακμή της σύγχρονης Ελλάδας.

Η κοινωνία που ζούμε και μεγαλώνουμε τα παιδιά μας είναι άρρωστη, φθισική, συφιλιδική. Το έθνος πορεύεται χωρίς αξίες, πρότυπα και στόχους. Το κράτος είναι οπερέτα. Οι ταγοί της, ανύπαρκτοι, αν όχι καραγκιόζηδες. Ένα έθνος, μια χώρα, μια κοινωνία που ζει πάνω από τις δυνάμεις της με δάνεια από το παρελθόν και δανεικά από το μέλλον. Σε μια κοινωνία που δεν παράγει, που δεν σκέφτεται, που έχει αφήσει διαχρονικές αξίες να τις διαχειρίζονται τσαρλατάνοι, φοβικοί, παράφρονες, ρατσιστές, θρησκόληπτοι, φασίστες και εθνικοανόητοι, που θεωρεί την εργασία αγγαρεία και τον νεοπλουτισμό αρετή, είναι απολύτως φυσιολογικό η βιασθείσα 16χρονη Βουλγάρα να εξισώνεται με τους βιαστές της. Είναι απόλυτα φυσιολογικό οι «αρχές» να αξιώνουν από τη μάνα και την κόρη να φύγουν από τον Αμάρυνθο αντί να εκδιώξουν κακήν κακώς αυτούς που έφτιαξαν παλιόπαιδα-βιαστές.

Είναι απόλυτα φυσιολογικό ο σύλλογος των καθηγητών να αποφασίζει, όχι ως παιδαγωγός, αλλά ως συνένοχος στο έγκλημα. Είναι απόλυτα φυσιολογικό να εξισώνουν το θύμα με τους θύτες της, γιατί έτσι κρύβουν και οι ίδιοι τη συνυπευθυνότητά τους. Είναι απόλυτα φυσιολογικό ο Αμάρυνθος να διαλέγει τη λήθη από τη μνήμη. Είναι απόλυτα φυσιολογικό οι «καθαρσιολόγοι» των τηλεπαραθύρων να ερευνούν την παρθενιά της βιασθείσης και όχι τα συντρίμμια της ψυχής της. Είναι απόλυτα φυσιολογικό οι συγγενείς και οι φίλοι να καλύπτουν την ντροπή τους πίσω από «τα ήθελε», αντί να ξεσκεπάσουν την αναπηρία του «ετσιθελισμού» των δημιουργημάτων τους. Είναι απολύτως φυσιολογικό η ανθρώπινη αξιοπρέπεια να αξιολογείται με βάση το χρώμα, τη φυλή, την εθνικότητα, το θρήσκευμα.
Είναι απολύτως φυσιολογικό να γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα σε γηγενείς και αλλοδαπούς και όχι σε ανθρώπους με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Είναι φυσιολογικό να υπάρχουμε «εμείς» και οι «άλλοι». Οι «Έλληνες» και οι «ξένοι».

Το λίπασμα για τον εθνικισμό, τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, τη βία, την αλητεία είναι η διάλυση της κοινωνίας. Σε μια ισχυρή κοινωνία, οικονομικά ανεπτυγμένη, πολιτιστικά προηγμένη, πολιτικά σοβαρή χωρίς σύνδρομα, φοβίες και μειονεξίες, δεν υπάρχουν περιθώρια να αναπτυχθούν και να γίνουν κυρίαρχες συμπεριφορές όπως αυτές στον Αμάρυνθο, τη Βέροια, το Ρέθυμνο και αλλαχού καθ’ άπασαν την επικράτεια. Όσο δεν αντιμετωπίζονται όλα αυτά, τα φαινόμενα θα πολλαπλασιάζονται και η παραβατικότητα -ιδίως μεταξύ των νέων- θα αυξάνεται.

Αν μείνουμε στην ειδική περίπτωση του Αμάρυνθου και δεν αντιμετωπίσουμε τον γενικό εκπεσμό της κοινωνίας, οι πάσης φύσεως βιασμοί της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δεν πρόκειται να σταματήσουν.
Αν πάλι τα ρίξουμε όλα στη γενική σαπίλα που υπάρχει, ελλοχεύει ο κίνδυνος να δούμε με επιείκεια την περίπτωση των βιαστών της μαθήτριας, κάτι που ισοδυναμεί με δεύτερο βιασμό της.

Σε όλες τις περιπτώσεις βιασμού η τιμωρία πρέπει να είναι παραδειγματική. Βεβαίως και η πιο σκληρή τιμωρία δεν μπορεί να σφουγγίσει το δάκρυ, ούτε να ξορκίσει τον εφιάλτη που σε ολόκληρη τη ζωή θα στοιχειώνει το θύμα.
Το θέμα είναι να μην το αφήσουμε να πετρώσει στην ψυχή. Να του βρούμε ρωγμές και διαφυγή. Άλλωστε, η υπόθεση της ενσωμάτωσης του άλλου, του ξένου, στη χώρα υποδοχής είναι μια διαρκής αντιπαράθεση ανάμεσα στην ελευθερία και τη μνήμη. Όπως λέει και ο Βασίλης Κατσικονούρης, ο συγγραφέας του θεατρικού έργου «Το γάλα» -μια παράσταση εξαίρετη, που μετά και τον βιασμό στον Αμάρυνθο αξίζει να τη δουν όσο το δυνατόν περισσότεροι- «η ένταξη σε οποιοδήποτε οργανωμένο κοινωνικό σύνολο προϋποθέτει ένα ποσοστό λήθης· μια σιωπηλή συμφωνία κοινής αμνησίας μεταξύ των μελών».

Για να υπάρξει όμως αυτή η κοινή αμνησία χρειάζεται πρώτα να «χειρουργήσουμε» τον μεγάλο ασθενή, που δεν είναι άλλος από την ελληνική κοινωνία. Αν δεν καθαρίσουμε με τις νεοπλασίες που κατατρώγουν το κοινωνικό σώμα, «ανάνηψη» δεν πρόκειται να υπάρξει.
Και η μόνη μέθοδος να το πετύχουμε είναι η ηθική, μορφωτική, κοινωνική, πολιτική και οικονομική επανάσταση. Και σ’ αυτήν, έστω και με οποιονδήποτε τρόπο, πρέπει να συμβάλει και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Μόνον έτσι το ενδιαφέρον του για τη βιασθείσα μαθήτρια θα είναι εκτός από συμβολικό και ουσιαστικό.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]