Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 03, 2010

 

"Το δημοψήφισμα του Νοεμβρίου" (04-09-2010)

Oι περιφερειακές εκλογές, ως αναμενόταν, θα έχουν έντονο πολιτικό χαρακτήρα. Το πεδίο της αντιπαράθεσης δεν θα είναι ο «Καλλικράτης» και η νέα αυτοδιοικητική δομή της χώρας, αλλά το μνημόνιο. Αυτό από μόνο του συνιστά μια πρώτη νίκη της αντιπολίτευσης.

Υπάρχει, όμως, η πιθανότητα αυτή να αποδειχθεί πύρρειος, εάν οι συνδυασμοί που υποστηρίζει δεν καταφέρουν να υπερισχύσουν των εκλεκτών του κυβερνώντος κόμματος. Και μπορεί αυτό να μην έχει ιδιαίτερη αξία για τα λεγόμενα μικρά κόμματα, όμως οι συνέπειες μπορεί να είναι βαριές για την αξιωματική αντιπολίτευση, εάν στις περισσότερες περιφέρειες της χώρας το χρώμα είναι πράσινο.

Εκ παραλλήλου, εάν αποτύχει εκλογικά το αντιμνημονιακό μέτωπο που συγκροτείται, τότε η κυβέρνηση θα προσθέσει ένα επιπλέον επιχείρημα υπέρ της πολιτικής της σχετικά με το μνημόνιο, την τρόικα και τις αλλαγές που επιχειρεί.

Αυτό φαίνεται ότι επικράτησε και στη σκέψη του Γ. Παπανδρέου και αποφάσισε να επιλέξει κατεξοχήν πολιτικά πρόσωπα για να δώσει τη μάχη του Νοεμβρίου.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια παρένθεση. Όπως λέγεται, ορισμένοι αρνούνται να μετακινηθούν από την κεντρική πολιτική σκηνή στην περιφέρεια. Σίγουρα αυτή τους η άρνηση είναι ακατανόητη, καθώς εμφανίζονται αφενός να τοποθετούν προσωπικές φιλοδοξίες υπεράνω των αναγκών της παράταξής τους και αφετέρου να απαξιώνουν τον «Καλλικράτη», παρ' ότι ο πρωθυπουργός περιέγραψε τους 13 περιφερειάρχες σαν «13 νέους υπουργούς», ενώ ορισμένοι τούς έχουν βαφτίσει και «13 μικρούς πρωθυπουργούς».

Εάν υπάρχουν αξεπέραστα και ιδιαίτερα προσωπικά προβλήματα έχει καλώς, εάν όμως η άρνησή τους είναι πολιτική, τότε όσοι μεν είναι μέλη της κυβερνήσεως είναι αυτονόητο ότι θα στερηθούν αυτή τους την ιδιότητα όσοι δε είναι βουλευτές θα απολέσουν οποιαδήποτε ελπίδα εισόδου στο κυβερνητικό σχήμα. Και μάλλον αυτό θα συμβεί.

Ο πρωθυπουργός, παρά την ηπιότητα του χαρακτήρα, το συναινετικό προφίλ και τις πλουραλιστικές του απόψεις, είναι σκληρός παίκτης και ορισμένες φορές, στη διοίκηση του κόμματος και της κυβέρνησης, γίνεται ίσως πιο απόλυτος και απολυταρχικός ακόμα και από τον γεννήτορα του ΠΑΣΟΚ, τον αείμνηστο πατέρα του.

Ο Γ. Παπανδρέου μοιάζει με στρείδι. Όσο είναι ανοιχτός, η γεύση της επαφής, της συνεργασίας, των συνομιλιών μαζί του είναι ευχάριστη και απολαυστική. Όταν όμως κλείσει, το κέλυφος γίνεται πέτρα και σπας τα δόντια σου αν προσπαθήσεις να τον «δαγκώσεις». Δεν είναι τυχαίο ότι κατάφερε να αποστρατεύσει, χωρίς ν' ανοίξει μύτη, τον Κ. Σημίτη, τον Ά. Τσοχατζόπουλο, τον Γ. Παπαντωνίου, τον Ν. Χριστοδουλάκη και άλλους περισσότερο ισχυρούς πολιτικά και κομματικά απ' ό,τι η Κ. Μπατζελή, ο Ι. Μαγκριώτης, ο Π. Κουκουλόπουλος. Κλείνει εδώ η παρένθεση.

Η απόφαση του πρωθυπουργού να σηκώσει το γάντι της αντιπολίτευσης και να δώσει κι αυτός έντονο πολιτικό χρώμα στις περιφερειακές εκλογές εκτός από αναπόφευκτη είναι και πολιτικά σωστή. Όταν οι άλλοι κομματικοποιούν την αντιπαράθεση, δεν μπορείς εσύ να σφυρίζεις κλέφτικα και δήθεν αυτοδιοικητικά. Εάν το έπραττε θα έδειχνε ηττοπάθεια.

Πάντως, προκαλεί απορία το γεγονός ότι, ενώ ο πρωθυπουργός αποδέχεται την πρόκληση και πολιτικοποιεί τις εκλογές, ο Αντ. Σαμαράς, που σήκωσε το λάβαρο του πολιτικού αγώνα με την αντιμνημονιακή στρατηγική, επέλεξε να βάλει στην πιο κρίσιμη περιφέρεια ένα άχρωμο πολιτικά πρόσωπο, όπως ο δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων Βασ. Κικίλιας.

Δεύτερον, τον συμφέρει, κομματικά, η συζήτηση να γίνεται για τις εκλογές κι όχι για τα προβλήματα της καθημερινότητας. Όταν δίνονται κομματικές μάχες, οι οπαδοί συσπειρώνονται, φανατίζονται και πολώνονται.

Η πόλωση δεν ευνοεί την αξιωματική αντιπολίτευση, της οποίας οι ευθύνες για το ότι η χώρα βρίσκεται στην κατάσταση που βρίσκεται είναι μεγάλες και πρόσφατες. Η αντιπολίτευση έπρεπε, αντί να κάνει αντικυβερνητικό αγώνα, να διευρύνει τα κοινωνικά μέτωπα και να δίνει μέσω αυτών τη δυνατότητα στους οπαδούς του κυβερνώντος κόμματος να αποδεσμεύονται. Να τσακίζει έπρεπε τη ραχοκοκαλιά της κυβερνήσεως κι όχι να της προσφέρει επιθέματα για να την τσιμεντώσει.

Μπορεί ο Αντ. Σαμαράς να κερδίζει το φανατικό κοινό της Δεξιάς, όμως χάνει τους ψύχραιμους και νηφάλιους οπαδούς της Κεντροδεξιάς, οι οποίοι έχουν συνείδηση της καταστάσεως στην οποία βρίσκεται η χώρα και κατανοούν την αναγκαιότητα του μνημονίου και της προσφυγής στην τρόικα.

Επιπλέον, η Ν.Δ. έχει δύο χαίνουσες πληγές. Μία αυτή του ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη και μία της Ντόρας Μπακογιάννη, η οποία περιμένει τα αποτελέσματα των εκλογών για να ιδρύσει το δικό της κόμμα. Εάν η Ν.Δ. δεν πετύχει τον στόχο της, να εμφανιστεί, δηλαδή, η κυβέρνηση μειοψηφία στον λαό, τότε η υπόθεση της διασπασμένης Κεντροδεξιάς θα αποκτήσει άλλη δυναμική και θα γραφτούν νέα και πιο ενδιαφέροντα επεισόδια. Αυτό φαίνεται ότι το κατάλαβε και ο παμπόνηρος Γ. Καρατζαφέρης και αποφάσισε να κατέλθει αυτόνομα στις μισές, προσώρας, περιφέρειες της χώρας.

Ενδιαφέρον θα έχει το αποτέλεσμα των περιφερειακών εκλογών και για τα κόμματα της Αριστεράς. Το ΚΚΕ, έχοντας εξαρχής συλλάβει το νόημα των εξελίξεων, φρόντισε πρώτο και έγκαιρα να ανακοινώσει τους δικούς του υποψήφιους, αποκλείοντας οποιαδήποτε εκλογική σύμπραξη με τον ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, τις εκτιμήσεις των κομματικών επιτελείων, αλλά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η γραμμή της «ορθοδοξίας» έχει πολλές πιθανότητες να ευδοκιμήσει.

Εάν όντως το ΚΚΕ αυξήσει τις δυνάμεις του, όπως πιθανολογείται, τότε θα έχει επιπλέον επιχειρήματα για να παραμείνει στη γραμμή της καθαρότητας που, άλλωστε, είναι και το μόνο που το ενδιαφέρει. Καταρχήν θα κρατήσει ενωμένο και συσπειρωμένο το κόμμα και κατά δεύτερον και πολύ σημαντικό για τον Περισσό θα «καθαρίσει» με το αγκάθι στα πλευρά του, τον ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον βεβαίως αυτός όντως αποτύχει, κάτι που βασίμως πιθανολογείται.

Τυχόν αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στις περιφερειακές εκλογές είναι σίγουρο ότι θα δρομολογήσει αρνητικές εξελίξεις στο δεύτερο κοινοβουλευτικό κόμμα της Αριστεράς. Η σημερινή του ηγεσία θα αμφισβητηθεί έντονα, ενώ δεν αποκλείεται να υπάρξει και μια νέα διάσπαση ύστερα από αυτή που έγινε πρόσφατα από τον Φώτη Κουβέλη και τη Δημοκρατική Αριστερά. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με ενταφιασμό των όποιων ελπίδων έχει να διατηρήσει στις επόμενες εκλογές την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση.

Εάν, λοιπόν, η στρατηγική του αντιμνημονιακού μετώπου δεν καταφέρει να επικρατήσει στις περιφερειακές εκλογές, τότε η κυβέρνηση θα βρεθεί σε πλεονεκτική θέση. Η ενίσχυση του ΚΚΕ δεν την ανησυχεί ιδιαίτερα, καθώς μεταξύ των δύο χώρων (του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ) δεν υπάρχει ιδιαίτερη κινητικότητα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ΛΑΟΣ.

Το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ είναι οι διαρροές προς τη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ. Εάν το αποτέλεσμα είναι αρνητικό για τα δύο αυτά κόμματα, οι εξελίξεις που θα σημειωθούν θα δώσουν μια σχετική άνεση στην κυβέρνηση, καθώς η ενδοκομματική ομφαλοσκόπηση θα είναι ισχυρότερη από την πολιτική πίεση στην κυβέρνηση. Εάν, μάλιστα, το ΠΑΣΟΚ καταφέρει να κερδίσει περισσότερες από οκτώ περιφέρειες, μεταξύ των οποίων και την Αττική, τότε θα αφοπλίσει και τα συνδικάτα, ενώ θα καταλαγιάσουν και η εσωκομματική γκρίνια και η δυσθυμία.

Και βέβαια, υπαρχόντων της Δημοκρατικής Αριστεράς και του υπό ίδρυσιν κόμματος της Ντ. Μπακογιάννη, θα μπορέσει να επανασχεδιάσει τη στρατηγική των πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών του, προσφέροντας το ίδιο «καρότο» στον Φ. Κουβέλη και παίρνοντας, εξ αντικειμένου, το «μαστίγιο» η Ντόρα και ο Καρατζαφέρης για να χτυπήσουν τον Αντ. Σαμαρά.

Το αποτέλεσμα των περιφερειακών εκλογών θα είναι, λοιπόν, καθοριστικό για την πορεία της χώρας και τις εξελίξεις στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο. Θα είναι ένα είδος δημοψηφίσματος. Θα έχει μιλήσει ο λαός και όχι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων ή τα Μέσα Ενημέρωσης, που τις περισσότερες φορές υπηρετούν σκοπιμότητες και ποικιλώνυμα συμφέροντα.

Τον Νοέμβριο θα κριθεί αν η κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει ή πρέπει ν' αλλάξει ρότα και πιθανότατα διακυβέρνηση η χώρα. Γιατί ας μην αυταπατώμεθα, αν σήμερα η αντιπολίτευση θέλει να κάνει δύσκολη, όπως και πρέπει, τη ζωή της κυβέρνησης, αύριο θα νομιμοποιείται να μην την αφήσει σε χλωρό κλαρί. Θ' αντέξει η κυβέρνηση σ' αυτή την πίεση; Άδηλον.

Εάν επικρατήσουν οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης και η χώρα μοιραστεί στα δύο, τι θα γίνει; Όταν οι περιφερειάρχες είναι είτε μικροί πρωθυπουργοί είτε νέοι υπουργοί -και οι μισοί ανήκουν στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο- πώς θα υπάρχει ενότητα στη διοίκηση και στην εφαρμογή της πολιτικής του μνημονίου; Θα έχουμε στη μισή χώρα μικρές ή μεγάλες ανταρσίες;

Επίσης, ποιο μήνυμα θα λάβουν οι δανειστές μας εάν επικρατήσει το αντιμνημονιακό στρατόπεδο; Δεν θα φοβηθούν ότι το εγχείρημα διάσωσης της χώρας θα αποτύχει λόγω πιθανής κυβερνητικής αστάθειας; Εάν αυτό συμβεί, τι θα πράξουν; Μήπως ξαναγίνουν επιφυλακτικοί και πάνε στράφι οι θυσίες που έχουν γίνει έως τώρα και εξανεμιστεί κι αυτό το δημοσιονομικό όφελος που υπήρξε μέχρι τούδε;

Είναι ερωτήματα στα οποία πρέπει να απαντήσουν με σαφήνεια τα κόμματα και τα οποία πρέπει να λάβουν σοβαρά υπ' όψιν τους οι πολίτες προσερχόμενοι στις κάλπες. Ίσως μάλιστα θα έπρεπε να τα έχει συνυπολογίσει όλα αυτά η κυβέρνηση πριν προχωρήσει στη δημιουργία του «Καλλικράτη» σε περίοδο κρίσης.

Σίγουρα είναι μια μεγάλη θεσμική μεταρρύθμιση. Σίγουρα αλλάζει η αυτοδιοικητική δομή της χώρας, αλλά και η μορφή διακυβέρνησης. Σίγουρα θα υπάρξει εξοικονόμηση χρημάτων και συγκέντρωση πόρων. Αν όμως υπάρξει πολιτική αποτυχία της κυβέρνησης και οι περιφέρειες περάσουν στην αντιπολίτευση, που διακατέχεται από αντιμνημονιακό οίστρο, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Γίνονται δύσκολα κι αυτό το κατανοούν όλοι.

Θα ήταν κρίμα και άδικο για τη χώρα και τους πολίτες της η πολιτική ανασυγκρότηση του κράτους και η παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας να εξαρτώνται από το αν θα εκλεγεί περιφερειάρχης ο ανεκδιήγητος «νομαρχούλης» Πανίκας Ψωμιάδης ή ο πολιτικός οτοστοπατζής Πέτρος Τατούλης. Κρίμα κι άδικο. Και λάθος μεγαλύτερο κι από έγκλημα...

Δευτέρα, Αυγούστου 30, 2010

 

"Μνήμονες" vs "Αμνήμονες" (28-08-2010)

Tο φετινό παράξενο καλοκαίρι τελείωσε και μαζί η χαλαρότητα που συνεπάγονται τα μπάνια του λαού.

Το φθινόπωρο που ξεκινά αναμένεται να είναι το πιο καυτό από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν. Η πιθανότητα να έχουμε και «ριγέ μπλουζάκια», ανάλογα με αυτά του Τορίνο της δεκαετίας του '70, είναι λίαν ισχυρή.

Η κοινωνία, παρά τη βίαιη προσαρμογή της στη νέα πραγματικότητα που δημιούργησαν τα άκρως περιοριστικά μέτρα, είναι αλήθεια ότι αντέδρασε συγκρατημένα. Δεν είναι σίγουρον, όμως, ότι το ίδιο θα πράξει και εφεξής. Εάν δεν λάβει απτά «μηνύματα» ότι οι θυσίες της όντως πιάνουν τόπο και ότι δεν θα υπάρξουν νέα μέτρα και νέα αφαίμαξη μισθών και συντάξεων, είναι λίαν πιθανό να παρασυρθεί από τη λαϊκίστικη ρητορεία δυνάμεων της αντιπολίτευσης και να κάνει πολύ δύσκολη τη ζωή της κυβερνήσεως.

Μάλιστα στον κύκλο της έντασης, που ορισμένοι θέλουν ν’ ανοίγει από τον Σεπτέμβριο κιόλας, ελλοχεύει ο κίνδυνος να έχουμε εξτρεμιστικές πρακτικές ή ακόμη και προβοκατόρικες ενέργειες, που ενδεχομένως θα μας οδηγήσουν σε επικίνδυνες για την πολιτική και οικονομική σταθερότητα ατραπούς.

Η κυβέρνηση λοιπόν θα πρέπει να προετοιμάζεται για τα χειρότερα, καθώς είναι πολλές οι σπίθες που μπορούν να βάλουν φωτιά στον κάμπο. Από την ανεργία και την ακρίβεια μέχρι το κλείσιμο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και την πιστωτική ασφυξία. Από τους πληττόμενους συνταξιούχους και δημοσίους υπαλλήλους μέχρι τη χειμαζόμενη μεσαία τάξη και τη σχολάζουσα νεολαία. Από την αμπελοφιλοσοφούσα διανόηση μέχρι τη νεοπλουτίστικη και χωρίς αρχές επιχειρηματικοεκδοτική ελίτ. Από την αυξανόμενη εγκληματικότητα μέχρι τη μεταναστευτική χειροβομβίδα. Από τα «αναβράζοντα δισκία» κοινωνικής και επαγγελματικής δράσης, τα συνδικάτα, μέχρι την παρακμιακή πολιτική τάξη τόσον της Αριστεράς όσον και της Δεξιάς.

Όταν συγκεντρώνονται τόσα πολλά φρύγανα και υπάρχει γενικευμένο κλίμα απαξίας, μελαγχολίας και θυμού, αρκεί μια «στραβή», ένα τυχαίο γεγονός, για να τιναχτούν όλα στον αέρα και η χώρα να περιέλθει σε αδιέξοδο στην πιο κρίσιμη στιγμή των τελευταίων δεκαετιών.

Εάν αυτό ήθελε συμβεί, τότε όχι από την επιτήρηση της τρόικας δεν θα βγούμε, αλλά θα μετατραπούμε και σε Σπιναλόγκα της Ευρώπης. Κι αυτό δεν πρέπει να συμβεί. Όλες οι ψύχραιμες και νηφάλιες δυνάμεις της χώρας θα πρέπει να συμπήξουν μέτωπο προκειμένου να διατηρηθούν η πολιτική και οικονομική σταθερότητα και η κοινωνική γαλήνη.

Εάν κυριαρχήσουν οι μικροκομματικές και συντεχνιακές λογικές, θα χαθεί και το δημοσιονομικό όφελος που υπήρξε από την περιοριστική πολιτική. Όσες δυνάμεις συντάχθηκαν με την ανάγκη του μνημονίου, όχι μόνον για λόγους δημοσιονομικής ευταξίας αλλά και για να γίνουν οι αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που από χρόνου μακρού έπρεπε να έχουν γίνει στη χώρα, θα πρέπει να απαντήσουν στις «αντιμνημονιακές» δυνάμεις που -ανεξαρτήτως πολιτικών και ιδεολογικών διαφορών- οργανώνονται.

Και η οργάνωση αυτού του μετώπου δεν είναι έργο και ευθύνη μόνον της κυβερνήσεως, είναι και όλων όσοι επηρεάζουν ή μπορούν να επηρεάσουν τον δημόσιο βίο.

Όσοι από τον χώρο της πολιτικής, των επιχειρήσεων, των μέσων ενημέρωσης, της Αυτοδιοίκησης, της επιστήμης, της τέχνης, της εργασίας συμφωνούν ότι η χώρα θα πρέπει να σταματήσει να ζει πάνω από τις δυνάμεις της, να διακόψει οτιδήποτε αρνητικό τη συνδέει με το παρελθόν, να ανασυγκροτηθεί παραγωγικά, να εκσυγχρονιστεί διοικητικά, να αναμορφωθεί πολιτικά, να συνεχίσει να είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να προχωρήσει με θάρρος στις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές που απαιτούνται προκειμένου να μην αφανιστεί το έθνος από το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα.

Όλοι αυτοί θα πρέπει να συγκροτήσουν ένα πλατύ μέτωπο-απάντηση στους αντιμνημονιακούς, οι οποίοι, εκτός από το καταγγέλλουν γενικώς το μνημόνιο και να αναθεματίζουν την τρόικα, δεν έχουν σχεδόν τίποτε να αντιπροτείνουν.

Δεν μπορεί η χώρα να συνεχίζει να τρώει τις σάρκες της διαπληκτιζόμενη για το αν έπρεπε να κηρύξουμε πτώχευση και να χρεοκοπήσουμε ή να δανειστούμε τα λεφτά από την τρόικα. Δεν μπορεί να θέλουμε τα λεφτά, αλλά όχι και τους όρους των δανειστών μας. Το κεφάλαιο αυτό έκλεισε. Η χώρα δανείστηκε από την τρόικα και μπήκε υπό την επιτήρησή της. Το πρόβλημα είναι από δω και πέρα τι κάνουμε. Όχι τι δεν έγινε καλά. Αυτό θα το εκτιμήσουν οι πολίτες στις κάλπες. Και μπορούν να το εκτιμούν και καθημερινά. Όμως, η καραμέλα του αντιμνημονιακού μετώπου πρέπει να σταματήσει.

Αν καταγγείλουμε το μνημόνιο, η χώρα θα χρεοκοπήσει την ίδια κιόλας στιγμή. Και οι πρώτοι που θα την πληρώσουν θα είναι οι εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι, τα λαϊκά στρώματα, αυτοί δηλαδή που καλούνται να πυκνώσουν τις τάξεις των αντιμνημονιακών. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι το μνημόνιο, αλλά το τι κάνουμε. Και για να κερδίσουν οι «μνήμονες» τη μάχη με τους «αμνήμονες», θα πρέπει να επιδείξουν έργο. Μόνον με πράξεις μπορούν να νικηθούν τα λόγια, και δη ο λαϊκισμός και οι σοφιστείες.

Αν οι «μνήμονες» δεν έχουν πρακτικά αποτελέσματα που να πιστοποιήσουν την αναγκαιότητα και τη χρησιμότητα του μνημονίου και των μέτρων, θα ηττηθούν.

Και εδώ είναι η μεγάλη ευθύνη της κυβέρνησης, αφού αυτή ασκεί πρωτίστως την οικονομική και κοινωνική πολιτική. Αν μέχρι τέλους του έτους όντως δεν παρθούν νέα μέτρα, εάν υπάρξουν πολιτικές στήριξης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, εάν έχουμε κοινωνικά μέτρα υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων, εάν εκτελεστεί απαρέγκλιτα ο προϋπολογισμός, εάν υλοποιηθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι του μνημονίου, εάν -και το κυριότερο- αντιμετωπιστεί η ακρίβεια, συγκρατηθεί η ανεργία και υπάρξουν αναπτυξιακά προγράμματα, τότε η πρώτη μάχη, του 2010, θα έχει κερδηθεί.

Για να συμβεί όμως αυτό, θα πρέπει η κυβέρνηση να επικεντρωθεί στο έργο της, και όχι να τυρβάζει περί ανασχηματισμό, υπερυπουργούς και λοιπές ηλιθιότητες, τα οποία ειρήσθω εν παρόδω ουδόλως απασχολούν τον πρωθυπουργό, τουλάχιστον με τη μορφή, το περιεχόμενο και την ένταση που αποτυπώνονται στις «πληροφορίες» και τα ρεπορτάζ των μέσων ενημέρωσης.

Αντί οι υπουργοί, οι υφυπουργοί και άλλα κυβερνητικά ή κρατικά στελέχη να αγχώνονται για ρόλους και οφίτσια και να σπερμολογούν ασύστολα, καλόν θα ήταν να μαζέψουν έσοδα, να διοχετεύσουν χρήμα στην αγορά, να φροντίσουν να πέσουν οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών, να περιορίσουν την εγκληματικότητα, να αρχίσει η σχολική χρονιά χωρίς προβλήματα, να μην ξαναβγούν οι αγρότες στους δρόμους, να έλθουν επενδύσεις, να μαζευτούν οι δαπάνες, να, να, να… όλα αυτά τέλος πάντων, τα οποία όλο λένε ότι θα κάνουν και όλο το αναβάλλουν.

Και βέβαια να φροντίσουν να αλλάξουν το κλίμα. Αντί να ολοφύρονται κι αυτοί μαζί με τους αντιμνημονιακούς για το κακό που μας βρήκε με την τρόικα, θα ήταν προτιμότερο και θα προσέφεραν μεγάλη υπηρεσία στη χώρα, την κυβέρνηση και την παράταξή τους εάν προέβαλλαν τα όντως πολλά θετικά που έχουν γίνει σε 10 μήνες. Αντί να αιμοδοτούν τη μελαγχολία, θα ήταν καλύτερα να προσπαθήσουν να τονώσουν το ηθικό των Ελλήνων με το γεγονός ότι η διεθνής εικόνα της χώρας αλλάζει. Από μαύρο πρόβατο της Ε.Ε. που ήμασταν πριν από δύο μήνες, οι εταίροι μας δεν φείδονται πλέον ακόμη και επαίνων. Κι όλα αυτά όχι για να βλογήσουν τα γένια τους, αλλά και να ανθήσει ένα έστω αμυδρό χαμόγελο αισιοδοξίας.

Η νέα περίοδος που ξεκινά θα έχει -ως φαίνεται- βασικό στοιχείο αντιπαράθεσης το μνημόνιο. Το αντιμνημονιακό μπλοκ σχηματίζεται και θα αξιοποιήσει τις περιφερειακές εκλογές για να δείξει τη δύναμή του. Η ανάγκη να δημιουργηθεί και μνημονιακό μέτωπο προκύπτει ως ανάγκη. Όχι για τις περιφερειακές εκλογές, αλλά για το αύριο της χώρας.

Η σύγκρουση ανάμεσα στους «μνήμονες» και τους «αμνήμονες» είναι αναπόφευκτη επειδή είναι αδήριτη η ανάγκη να κάνει η χώρα το μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Θα συγκρουστούν το χθες με το αύριο, το παρελθόν με το μέλλον. Η υστερία να μείνουν τα πράγματα ως έχουν και η αναγκαιότητα να αλλάξουν όλα εκ βάθρων. Η ανασφάλεια και ο φόβος με το ρίσκο και την ελπίδα. Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης και η Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση. Η αταξία με την ευταξία. Η ασχήμια με την καλαισθησία. Το κλεπτοκρατικό σύστημα με την αξιοσύνη. Το κομματικό κράτος με την ισονομία και την ισοπολιτεία. Η ατιμωρησία με τη λογοδοσία. Τα επιδόματα με τους μισθούς. Το ραχάτι με την εργασία. Η καθυστέρηση με την πρόοδο. Ο μικροελλαδιτισμός με τον ευρωπαϊσμό. Ο εθνικισμός με τον νέο πατριωτισμό. Η μάχη ανάμεσα στους μνήμονες και τους αμνήμονες είναι η σημερινή έκφραση του διαρκούς πολέμου για το παρελθόν και το παρόν.

Σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζω ότι η σημερινή κυβέρνηση βρίσκεται οπωσδήποτε στο στρατόπεδο των μνημόνων. Η συγκυρία την έφερε να είναι αυτή που σε επίπεδο διακυβέρνησης πρέπει να είναι εμπροσθοφυλακή σ’ αυτή τη μάχη. Μέλλει να αποδειχθεί αν μπορεί να τη διεξαγάγει με επιτυχία. Σίγουρα, πάντως, θέλει να τη δώσει ο πρωθυπουργός. Και τη δίνει.

Αν θα τη φέρει εις πέρας με επιτυχία εξαρτάται από το σχέδιο που έχει και από τις δυνάμεις που στρατεύει και κινητοποιεί. Αν δεν τα καταφέρει, θα αναλάβουν άλλοι να συνεχίσουν το έργο του…

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]