Τρίτη, Μαΐου 31, 2011

 

Ενώπιον ευθυνών όλοι (28-05-2011)

Tις απόψεις των πολιτικών αρχηγών ο πρωθυπουργός τις γνωρίζει, αφού είχε συναντηθεί κατ’ ιδίαν μαζί τους την Τρίτη. Τι άλλαξε και σε 72 ώρες έπρεπε να βρεθούν όλοι μαζί με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Η πρόταση του προέδρου του ΣΕΒ Δημ. Δασκαλόπουλου, η δήλωση της Ελληνίδας επιτρόπου Μαρίας Δαμανάκη για πιθανή επιστροφή στη δραχμή, εφόσον δεν γίνουν αυτά που απαιτούν οι δανειστές μας, και η κακοφωνία διαφόρων αξιωματούχων από τον χώρο της τρόικας σαφέστατα επιβάρυναν το -ούτως ή άλλως- δυσμενές για τη χώρα μας κλίμα, όμως σε καμία περίπτώση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν ριζική αλλαγή του τοπίου, ώστε να δικαιολογείται μια έκτακτη σύσκεψη του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών.

Τότε, γιατί προεκλήθη; Νομίζω, επειδή ο Γ. Παπανδρέου θέλει να καταστεί συνείδηση σε όλους ότι η «εθνική συνεννόηση» είναι προϋπόθεση και όρος για να μπορέσει η χώρα να αποφύγει τα χειρότερα, όπως είναι η στάση πληρωμών, η χρεοκοπία και η έξοδος από το ευρώ.

Μέχρι τώρα, σχεδόν όλοι πίστευαν, λαθεμένα, ότι τίποτε από όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί – αντίθετα, οι περισσότεροι θεωρούσαν πως αυτά είναι διαπραγματευτικά όπλα στην ελληνική φαρέτρα. Αποδεικνύεται ότι ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Το πιστόλι το κρατούν οι ξένοι και, όπως όλα δείχνουν, αποφάσισαν να το βάλουν στο τραπέζι – και από την αντίδρασή μας θα εξαρτηθεί αν θα μας σημαδέψουν στον κρόταφο και θα μας πυροβολήσουν.

Σφάλλουν, μάλιστα, όσοι εξακολουθούν να νομίζουν ότι αυτό είναι ένα επικοινωνιακό παιχνίδι εκβιασμών είτε από την τρόικα προς την κυβέρνηση για να υλοποιήσει τα συμπεφωνημένα είτε από την κυβέρνηση προς τα κόμματα και την κοινωνία για να αποδεχθούν νέα μέτρα.

Ο κίνδυνος να «στουκάρουμε» είναι πραγματικός. Δεν είναι ενδεχόμενη απειλή, είναι πιθανή εξέλιξη. Βέβαια, αυτός ο κίνδυνος δεν προκύπτει μόνο από το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν τηρεί τις υποχρεώσεις της, η κυβέρνηση είναι κατώτερη των περιστάσεων ή δεν υπάρχει πολιτική και κοινωνική συμφωνία. Ο κίνδυνος πολλαπλασιάζεται επειδή και οι δανειστές μας είναι διχασμένοι ως προς τη στάση που εφεξής πρέπει να τηρήσουν απέναντι στο «ελληνικό πρόβλημα».

Άλλα πιστεύει το ΔΝΤ, άλλα η ΕΚΤ, άλλα η Κομισιόν, άλλα το Eurogroup, άλλα μεμονωμένες χώρες, ιδίως οι μεγάλες, και πάει λέγοντας. Αυτό επιτείνει τη σύγχυση και την αβεβαιότητα, τις οποίες εκμεταλλεύονται όσοι επιθυμούν ή ευνοούνται από μια αναταραχή στην Ευρώπη.

Αν η Ευρώπη είχε μια ξεκάθαρη στρατηγική για το μέλλον της, για την αντιμετώπιση του χρέους, τον προβληματικό Νότο, τα πράγματα σαφέστατα θα ήταν καλύτερα και για την Ελλάδα. Όταν ο ένας λέει επιμήκυνση, ο άλλος «κούρεμα», ο τρίτος επαναγορά ομολόγων, ο τέταρτος νέο δάνειο, ο πέμπτος αποβολή από την Ευρωζώνη, είναι μάλλον λογικό και φυσιολογικό η Ελλάδα να αντιμετωπίζεται από τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης ως μαύρο πρόβατο που πρέπει να σφαγιαστεί.

Αν λοιπόν ένα σοβαρό και ουσιαστικό πρόβλημα είναι το εσωτερικό, που συνίσταται στους όρους του μνημονίου, στην κυβερνητική ολιγωρία και ανεπάρκεια, στην απουσία ουσιαστικής εναλλακτικής πρότασης εξόδου από την κρίση και στην αδυναμία επίτευξης μιας -έστω ελάχιστης- πολιτικής και κοινωνικής συμφωνίας για το πώς θα πορευτεί το έθνος, ένα εξίσου σημαντικό πρόβλημα συνιστά η διχογνωμία των εταίρων και δανειστών μας για τη «συνταγή» που πρέπει να χορηγηθεί στον «ασθενή».

Τούτων δοθέντων, η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών είχε νόημα αφενός για να τεθούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις ενώπιον των ιστορικών και εθνικών τους ευθυνών και αφετέρου για να καταγραφούν με τον πλέον επίσημο τρόπο οι απόψεις τους για το πρόβλημα και το πώς θα βγούμε απ’ αυτό. Στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις των πολιτικών αρχηγών δεν κρατούνται πρακτικά και ο ένας μπορεί να διαψεύσει τον άλλο για το τι ακριβώς ειπώθηκε.

Στη σύσκεψη υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και πρακτικά τηρούνται και ένας έκαστος μπορεί να επικαλεστεί τη μαρτυρία των άλλων για τα όσα διημείφθησαν.

Αν, για παράδειγμα, ο Γ. Παπανδρέου είχε ρωτήσει τον Αντ. Σαμαρά, στην κατ’ ιδίαν συνάντησή τους, αν επιθυμεί εκλογές και αυτός του είχε απαντήσει «όχι» και το ερώτημα ξανατεθεί είτε από τον πρωθυπουργό είτε από κάποιον άλλο, είτε αμέσως είτε εμμέσως θα μάθουμε ποια είναι η απάντηση. Το ίδιο θα συμβεί και για τα θέματα είτε της συμμετοχής στην κυβέρνηση είτε της από κοινού επεξεργασίας ενός προγράμματος και από κοινού διαπραγμάτευσης με την τρόικα.

Με απλά λόγια, όσα συζητήθηκαν στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις και δεν έγιναν γνωστά μπορούν να μαθευτούν -και ανάλογα οι πολίτες να τοποθετηθούν για κάθε κόμμα και αρχηγό-, αφού συζητήθηκαν και στο συμβούλιο πολιτικών αρχηγών. Ανεξαρτήτως όμως αυτών, η συζήτηση των πολιτικών αρχηγών δεν έγινε για να αποφασιστούν εκλογές. Αυτό είναι μια αποκλειστική προνομία του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης, η οποία θα ενεργοποιηθεί εφόσον και όταν αυτοί το αποφασίσουν.

Δεύτερον, δεν έγινε για να αποφασιστεί η διενέργεια δημοψηφίσματος. Βεβαίως, ο Γ. Παπανδρέου, αλλά και άλλοι αρχηγοί, όπως ο Αλ. Τσίπρας, είναι υπέρ των δημοψηφισμάτων, όμως είναι αφελές να πιστεύεται ότι -πέραν μιας γενικής τοποθέτησης υπέρ των δημοψηφισμάτων για σοβαρά πολιτικά και κοινωνικά θέματα- θα μπορούσε ποτέ να αποφασιστεί σε μια τέτοια σύσκεψη η διενέργεια δημοψηφίσματος, και μάλιστα με το σχιζοφρενικό δίλημμα «ευρώ ή δραχμή», «ναι στην Ευρώπη ή εκτός αυτής».

Και φυσικά, σε καμία περίπτωση αυτή η σύσκεψη δεν θα μπορούσε να αποφασίσει για τη συγκρότηση κυβέρνησης προσωπικοτήτων. Η συγκρότηση και η σύνθεση της κυβέρνησης είναι αποκλειστικό προνόμιο του πρωθυπουργού εφόσον υφίσταται η δεδηλωμένη.

Δεν μπορώ να φανταστώ τον Γ. Παπανδρέου να εκχωρεί αυτό το δικαίωμα σε άλλους. Εάν το έπραττε, θα ισοδυναμούσε με αυτοκατάργησή του. Άρα, αποφάσεις για εκλογές, δημοψήφισμα και κυβέρνηση ήταν αδύνατο να ληφθούν στη χθεσινή σύσκεψη. Συζήτηση για όλα αυτά είναι λογικό να γίνει εφόσον ετέθησαν. Τι ήταν, λοιπόν, η χθεσινή σύσκεψη υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας;

Πρώτον, η προσπάθεια του Γ. Παπανδρέου να καταστεί σαφές σε όλη του την έκταση το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα και το οποίο είναι δραματικό.

Δεύτερον, να ξεκαθαριστεί αν οι ηγεσίες όλων των πολιτικών δυνάμεων, μετά και την ενημέρωση, θα επιμείνουν στη μέχρι τούδε στάση τους. Εάν συνεχίσουν, είναι προφανές ότι αναλαμβάνουν και οι ίδιοι τις ευθύνες τους έναντι του λαού, της χώρας και του έθνους.

Τρίτον, η ολοκλήρωση ενός πρώτου κύκλου επαφών για την αναζήτηση σε πολιτικό επίπεδο των κοινών τόπων προκειμένου να υπάρξει εθνική συνεννόηση. Είναι προφανές ότι αυτή η προσπάθεια απαιτείται να συνεχιστεί, και εκτός από το πολιτικό, να αναζητηθεί και σε κοινωνικό επίπεδο με τις συνδικαλιστικές και κοινωνικές οργανώσεις.

Τέταρτον, να μετριαστούν -ει δυνατόν- τα αισθήματα ανασφάλειας άμα και πανικού των πολιτών που μεγαλώνουν από τη ζοφερή εικόνα που σχηματίζεται από τις εξελίξεις και στο εσωτερικό και στο ευρωπαϊκό μέτωπο και τα οποία με τη σειρά τους μεγιστοποιούν το πρόβλημα, βλάπτοντας και την πραγματική οικονομία και την τσέπη του ελληνικού νοικοκυριού.

Πέμπτον, να εξασφαλιστεί τουλάχιστον από την αξιωματική αντιπολίτευση η δέσμευση για να προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις, αποκρατικοποιήσεις και μέτρα, χωρίς να υποδαυλιστεί περαιτέρω κοινωνική και πολιτική ένταση.

Έκτον, να συμφωνηθεί απ’ όλους ότι η βία φέρνει βία, άρα απαιτείται όλοι να συμβάλουν ώστε ο κοινωνικός θυμός να περιοριστεί στο πλαίσιο της νομιμότητας που ορίζουν οι δημοκρατικοί κανόνες του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού.

Έβδομον, σαφέστατα ο πρωθυπουργός ήθελε με τη σύσκεψη να περάσει το μήνυμα και στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό, ότι -ανεξαρτήτως των όποιων διαφωνιών μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων- υπάρχει κυβερνητική σταθερότητα, και η κυβέρνηση θα επιμείνει στο πρόγραμμά της ακόμη κι αν δεν καταστεί δυνατή η εθνική συνεννόηση.

Το μέλλον της χώρας, εξάλλου, δεν συναρτάται με την επίτευξη ή όχι της συναίνεσης μεταξύ των κομμάτων. Ακόμη κι αν αυτή δεν υπάρξει, η προσπάθεια από την κυβέρνηση πρέπει να συνεχιστεί. Σίγουρα η συναίνεση θα τη διευκόλυνε και θα ήταν -εκτός των άλλων- και ένα καλό χαρτί στη διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας. Και βέβαια θα ήταν, όπως πιστεύει ο Γ. Παπανδρέου, ένα ελπιδοφόρο δείγμα μιας νέας κουλτούρας και μια τομή που θα έδινε θάρρος στον ελληνικό λαό και θα αναπτέρωνε τις ελπίδες του.

Πάντως, και ανεξαρτήτως του τι συνέβη χθες στο Προεδρικό Μέγαρο, η διαπιστωμένη αδυναμία όλων των κομμάτων να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να εκπονήσουν ένα κοινό εθνικό σχέδιο, το οποίο θα υλοποιήσει μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, αποδεικνύει και την αδυναμία των άλλων παραγόντων που θα μπορούσαν να επιβάλουν κάτι τέτοιο.

Κοινωνικές, επαγγελματικές, διανοητικές, επιχειρηματικές, ακόμη και εκδοτικές ελίτ που θα μπορούσαν να επιβάλουν στις πολιτικές δυνάμεις τη συναίνεση δεν υπάρχουν. Όλες τους, εξαιρουμένων κάποιων μεμονωμένων φωτεινών περιπτώσεων, είναι ατροφικές, μίζερες, κρατικοδίαιτες, ιδιοτελείς και σε κάθε περίπτωση κατώτερες των περιστάσεων. Μαζί με τις πολιτικές ηγεσίες επιτείνουν με τη στάση και τη συμπεριφορά τους τη σύγχυση και το αδιέξοδο. Ο ιστορικός του μέλλοντος σε ένα πιθανό ιδιότυπο «Γουδί» του 21ου αιώνα -εκτός από τα κόμματα- θα τις καταδικάσει και αυτές.

Επειδή όμως μέχρι τότε έχουμε ακόμη πολύ χρόνο, ο πρωθυπουργός -εκτός από το να επικεντρώσει τις προσπάθειές του για να μεταβάλει μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου τη γνώμη των εταίρων και δανειστών μας- καλόν είναι, έπειτα από αυτήν, εφόσον έχει αποφασίσει να μην πάει σε εκλογές, να αναδομήσει εκ βάθρων την κυβέρνηση, το επιτελείο του, ακόμη και τον κυβερνητικό μηχανισμό.

Πλέον είναι τροχοπέδη και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια το καράβι στα βράχια. Αφού, λόγω της συνθετότητας του προβλήματος, δεν φαίνεται να επιλέγει τις καθαρές λύσεις, ας διαλέξει τουλάχιστον τις άριστες. Και σε πρόσωπα και σε δομές...

Σχόλια: Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]





<< Αρχική σελίδα

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]