Παρασκευή, Ιανουαρίου 14, 2011

 

Πτωχοκομείον η Ελλάς (15-01-2011)

Kάποτε, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, η φτώχεια δεν ήταν στίγμα. Δεν ήταν κατάρα. Δεν ισοδυναμούσε με αποκλεισμό. Δεν σήμαινε πείνα και εξαθλίωση. Ούτε κοινωνική Σπιναλόγκα ήταν η φτώχεια ούτε ο φτωχός ήταν πεταμένος στον σκουπιδοτενεκέ της ζωής. Πολλές φορές, τις περισσότερες, η φτώχεια ήταν για τους ανθρώπους πρόκληση. Για να γίνουν καλύτεροι. Να προκόψουν. Να μορφωθούν. Να πετύχουν επαγγελματικά. Να καταξιωθούν κοινωνικά. Να ξαποστάσουν.

Δεν ήταν σήμαντρο θανάτου – όπως από έτους και καθ’ εκάστην ολοφύρονται οι κωδωνοκρούστες του απολεσθέντος ελληνικού παραδείσου της ευωχίας, της αεργίας, της ματσαραγκιάς, του «νατηβρουμισμού» και του φαρδύκωλου νεοπλουτισμού. Ήταν στοίχημα ζωής που έπρεπε να κερδηθεί.

Όσοι γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε φτωχοί, το ξέρουμε. Φτωχός δεν σήμαινε ζητιάνος. Η φτώχεια ήταν ένσημο δουλειάς. Πολλής δουλειάς. Σκληρής και υπό αντίξοες συνθήκες. Ο καθένας όπου έβρισκε και μπορούσε. Στο χωράφι, στο μαγαζί, στο γιαπί, στη βιοτεχνία, στο εργοστάσιο, στη θάλασσα. Και στο Δημόσιο.

Ναι, τότε το Δημόσιο δεν ήταν αποθήκη «κοπριτών» ψηφοφόρων. Είχε σπουδαγμένους και ικανούς ανθρώπους. Επαγγελματίες με μεράκι, προσόντα και αξιοπρέπεια. Οι έχοντες μπάρμπα στην Κορώνη το πολύ πολύ να γίνονταν κλητήρες και χωροφύλακες.

Όπου έβρισκε, λοιπόν, και μπορούσε ο καθένας δούλευε. Κι όχι ένας. Ολόκληρη η οικογένεια. Ο πατέρας, η μάνα, τ’ αδέρφια. Ακόμη και τα ανήλικα. Όλοι δούλευαν. Είτε μαζί είτε χώρια. Το ψωμί που τρώγαμε ήταν ζυμωμένο με τον ιδρώτα, τον κόπο, τη δεξιότητα και πολλές φορές το αίμα μας. Η φτώχεια δεν ήταν παραίτηση. Ήταν προσπάθεια. Συνεχής και αδιάκοπη. Μέχρι να δούμε άσπρη μέρα, να φάμε γλυκό ψωμί. Δεν ήταν βαρυγκώμια. Ήταν ελπίδα για καλύτερο μέλλον. Δεν ήταν ταπείνωση. Ήταν περηφάνια.

Ναι, είχε και κρυφή ζήλια, ίσως και φθόνο για τους πλούσιους. Όχι τόσο για τους ίδιους, όσο για τ’ αγαθά τους. Για τα καλούδια τους. Για τις ανέσεις τους. Για τα παιχνίδια και τις ευκολίες των παιδιών τους· των ομηλίκων, των συμμαθητών μας.

Ναι, ο φτωχός ανήκε σε άλλη κοινωνική κατηγορία από τον πλούσιο, όμως δεν υπήρχε το τυφλό ταξικό μίσος που αναπτύσσεται σήμερα. Τουλάχιστον σε μένα, στην οικογένειά μου, στη γειτονιά μου, στην πόλη μου. Ίσως επειδή δεν ήταν και οι πλούσιοι τόσο προκλητικοί. Ίσως επειδή ήταν όντως πλούσιοι με αστική καταγωγή και μόρφωση, και όχι νεόπλουτοι επιδειξίες με ξέκωλα, κοχίμπα, καγιέν, κότερα και πισίνες. Ίσως και να υπήρχε και εγώ να μην το είχα καταλάβει. Όμως και πάλι κάτι θα ’χα πάρει χαμπάρι, αφού και έξυπνος ήμουν και ζωηρός και μέσα στη ζωή ή θα με είχαν ορμηνεύσει οι γονείς μου, οι μεγαλύτεροι. Και δεν το ’χαν κάνει.

Το ταξικό μίσος το ’μαθα αργότερα. Διαβάζοντας, συζητώντας, διαδηλώνοντας ως φοιτητής. Πάντως, σήμερα το βλέπω να διαλαλείται και να διοχετεύεται. Με άλλη μορφή. Όχι σαν στάγδην πολιτικός ορός της Αριστεράς, αλλά ως ένεση κοινωνικής ντρόγκας. Παντού. Χύμα και χύδην. Και να αιτιολογείται. Κι αύριο αν, παρ’ ελπίδα, η χώρα πτωχεύσει, μάλλον θα ’ναι ο πυροκροτητής της κοινωνικής εκθεμελίωσης.

Ναι, ήταν πλούσιοι και ήμασταν φτωχοί. Είχαμε όμως την ίδια περηφάνια και αξιοπρέπεια. Ορισμένες φορές ίσως και περισσότερη. Ίσως επειδή εμείς έπρεπε να καταβάλουμε διπλή και τρίδιπλη προσπάθεια για να κρατήσουμε την τιμή και την υπόληψή μας ή επειδή τις ορίζαμε και τις αξιολογούσαμε διαφορετικά.

Οπωσδήποτε είχαμε άλλες προτεραιότητες, άλλους στόχους, άλλες αξίες, διαφορετικά όνειρα. Σίγουρα αυτοί ζούσαν τα όνειρά τους τη μέρα και το βράδυ μπορεί να έβλεπαν εφιάλτες, ενώ εμείς ξορκίζαμε τους εφιάλτες της μέρας και το βράδυ ονειρευόμασταν.

Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Παρά τα όσα λέγονται και γράφονται, και παρά τους δείκτες μέτρησης της φτώχειας στους οποίους αναφέρονται οι αναλυτές, η ελληνική κοινωνία δεν είναι κοινωνία των φτωχών. Είναι μια κοινωνία μικροαστών βολεμένων που το άδηλο μέλλον την τρομάζει. Είναι μια κοινωνία που δεν έχει επιθυμίες, αλλά φαντασιώσεις. Μια κοινωνία που κοχλάζει. Όχι επειδή διεκδικεί, όπως κάναμε εμείς, το μέλλον, αλλά επειδή θέλει να διατηρήσει τα κεκτημένα. Είναι μια αμυντική, φοβισμένη και εσωστρεφής κοινωνία.

Σίγουρα είναι άλλες οι εποχές, άλλα τα δεδομένα, όμως κάποια στιγμή πρέπει να κοιταχτούμε και στον καθρέφτη. Για να δούμε σ’ αυτόν το πρόσωπό μας, και όχι τις ζωές των άλλων όπως αυτές εμφανίζονται στο εκράν των τηλεοράσεων και τις στήλες των λαϊφσταϊλίστικων περιοδικών.

Δεν μπορεί συνεχώς να μοιρολογούμε για το κακό που μας βρήκε με το ΔΝΤ, το μνημόνιο και την τρόικα. Δεν μπορεί να λέμε στα παιδιά μας «play» και πριν προλάβουμε να ολοκληρώσουμε τη λέξη, όχι τη φράση, να μας λένε «station» της τάδε έκδοσης.

Όταν η κοινωνία των παιδιών μας είναι μια κοινωνία playstation, λογικό είναι να έχει χαθεί η μπάλα. Είναι λογικό να μην μπορούμε να επιβιώσουμε όταν χρειαζόμαστε λεφτά για το ιδιωτικό σχολείο, για το φροντιστήριο, ακόμη και σε παιδιά του δημοτικού, για γκουβερνάντα και γυναίκα στο σπίτι, για γυμναστήριο και φρέντο, για μασάζ, μπουζούκια και κλαμπ, για πιστωτικές κάρτες, αυτοκίνητα και εξοχικά, για μπότοξ και σούσι.

Όταν έχουμε φτιάξει μια κοινωνία κατανάλωσης και όχι παραγωγική, ναι, θα πτωχεύσουμε, θα χρεοκοπήσουμε και θα γυρίσουμε δεκαετίες πίσω. Όταν τα χωράφια τα έχουμε για τις επιδοτήσεις και για να τα δουλεύουν οι ξένοι και εμείς για να καταγγέλλουμε τους κλέφτες, τους αλήτες και τους λωποδύτες πολιτικούς, ναι, θα πεινάσουμε και θα εξαθλιωθούμε.

Όταν η λέξη «αυτογνωσία» έχει διαγραφεί από το λεξικό των νεοελλήνων, ναι, θα πάμε στον αγύριστο και στο πυρ το εξώτερο. Όταν μας φταίνε οι Τούρκοι, οι Σκοπιανοί, οι Ευρωπαίοι, το ευρώ, οι μετανάστες, οι Αμερικανοί, οι Εβραίοι και τελευταία οι πολιτικοί και τα λαμόγια, πάντα οι άλλοι κι όχι εμείς που φέραμε τη ζωή μας μέχρι εδώ και τη φτιάξαμε όπως τη φτιάξαμε, είναι λογικό κάποια στιγμή να τελειώσει ο καιρός της αμεριμνησίας και να πρέπει να πληρώσουμε τον λογαριασμό.

Και ο καιρός ήρθε. Επέστη. Θα ξαναγίνουμε φτωχοί αν δεν αλλάξουμε μυαλό και ρότα. Όχι εμείς. Τα παιδιά μας θα πληρώσουν το μάρμαρο. Και δεν τα ’χουμε προετοιμάσει γι’ αυτό.

Αν συνεχίσουμε να αντιστεκόμαστε στα αυτονόητα και θέλουμε να διαιωνιστεί το σάπιο καθεστώς της ανομίας, της αρπαχτής, των προνομίων, της ήσσονος προσπάθειας, την κόλαση που ξορκίζουμε θα τη ζήσουμε. Και δεν θα την αντέξουμε. Γιατί έχουμε καλομάθει και ξεμάθει, ενώ και τα παιδιά μας τα ’χουμε κάνει... καλόπαιδα.

Τα γράφω αυτά επειδή το ρεπορτάζ, όπως θα διαβάσετε και στον «ΚτΕ», αναφέρει ότι επιτέλους οι Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές μας αποφασίζουν να κινηθούν επιθετικά και να επεξεργαστούν μια συνολική λύση για την κρίση χρέους των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τώρα που αχνοφέγγει μια ελπίδα τα γράφω. Τόσον καιρό δεν ήθελα να κάνω τον μάντη κακών. Υπήρχαν, άλλωστε, πολλοί πρόθυμοι να παίξουν τον ρόλο της Κασσάνδρας. Ούτε και είμαι σίγουρος ότι το ευρωπαϊκό σχέδιο θα προχωρήσει όπως λένε και επιθυμούμε.

Νομίζω ότι πολύ δύσκολα η σημερινή ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ξεφύγει από τη λογική τού «ένα βήμα μπρος, μισό πίσω». Σίγουρα όμως μια συμφωνία κι ένα σχέδιο διάσωσης των περιφερειακών οικονομιών και των προβληματικών κρατών θα αλλάξουν την ψυχολογία, που ειδικά στην οικονομία είναι το ήμισυ του παντός, και θα δρομολογήσουν θετικές εξελίξεις.

Αν τον Φεβρουάριο το έκτακτο Συμβούλιο Κορυφής ή η τακτική Σύνοδος του Μαρτίου βγάλει λευκό καπνό για το δημοσιονομικό πρόβλημα, θα ήταν λάθος η κυβέρνηση και όλοι μας να βιαστούμε να πετάξουμε από πάνω μας τα μαύρα. Όποια απόφαση και να ληφθεί, η προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης, παραγωγικής ανασυγκρότησης, θεσμικής επαναθεμελίωσης και περιστολής των δαπανών πρέπει να συνεχιστεί.

Αν πιστέψουμε ότι σε οκτώ μήνες ή έναν χρόνο θα λυθεί το πρόβλημα, είμαστε γελασμένοι. Όσο το ευρωπαϊκό περιβάλλον γίνεται καλύτερο, τόσο η χώρα θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της. Όσο μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων θα αποκτούμε, τόσο θα πρέπει να σφίγγουμε τα λουριά της αυτοπειθαρχίας. Οποιαδήποτε χαλάρωση θα ήταν έγκλημα. Μόνον έτσι θα αποφύγουμε σίγουρα τη φτώχεια.

Καλές, ευπρόσδεκτες και ανακουφιστικές οι πιθανές αποφάσεις για την επιμήκυνση του δανείου, τη νέα επιτοκιακή πολιτική, την ενίσχυση του μηχανισμού χρηματοδότησης, την εξαγορά χρέους, τα ευρωομόλογα, όμως η κυβέρνηση πρέπει να επιμείνει στην πολιτική της, να την κάνει πιο ανελαστική και να επιταχύνει τους ρυθμούς της. Μόνον έτσι θα μπορέσει έπειτα από δύο χρόνια να ισχυριστεί ότι έφερε αποτελέσματα που όντως εγγυώνται την έξοδο από το τούνελ κι ένα πιο ευοίωνο μέλλον.

Είναι καλύτερα για ακόμη 16 μήνες να ακούει τα μύρια όσα και να προσφύγει στις κάλπες προς το τέλος της τετραετίας, έχοντας σώσει τη χώρα. Μόνον τότε θα έχει επιτελέσει το εθνικό της χρέος. Και θα επιβραβευθεί γι’ αυτό. Είναι καλύτερα να ταλαιπωρηθούμε για ένα-δύο χρόνια ακόμη και να γυρίσουμε οριστικά σελίδα, παρά να ατονήσει η προσπάθεια και το πρόβλημα να επιστρέψει αργότερα, μεγαλύτερο. Αφ’ ης στιγμής η προσπάθεια ξεκίνησε, πρέπει να συνεχιστεί και να ολοκληρωθεί.

Μόνον τότε και το πρώτο κομμάτι, περί φτώχειας, του παρόντος σημειώματος δεν θα έχει καμία αξία. Διαφορετικά, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, θα χρειαστεί να επανέλθουμε όχι με αναμνήσεις του παρελθόντος, αλλά με μνήμες του μέλλοντος και οδηγίες λειτουργίας του «πτωχοκομείου η Ελλάς»...

Σχόλια: Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]





<< Αρχική σελίδα

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]