Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2009

 

Να γίνει η ανάσα αναπνοή (24-12-2009)

Δεν ξέρω αν είναι το πνεύμα των Χριστουγέννων, αλλά έχω την αίσθηση ότι από προχθές αρχίζει και μαλακώνει ο πολικός χειμώνας των διεθνών αγορών για την Ελλάδα.

Ο κύκλος των υποβαθμίσεων ξεκίνησε με τη σβουριχτή σφαλιάρα των, κατά την τράγκειο έκφραση, «φίτσηδων» και κλείνει, προσώρας τουλάχιστον, με το φιλικό σκαμπίλι της Moody’s. Το spread των 10ετών ομολόγων από εκεί που πήγαινε για τις 300 μονάδες βάσης άλλαξε φορά και πιο πιθανό τώρα είναι να φλερτάρει με τις 200.

Τα άκρως εχθρικά δημοσιεύματα και σχόλια των Μέσων Ενημέρωσης της αλλοδαπής πιθανότατα θα συνεχίσουν να μας αντιμετωπίζουν αυστηρά, εγκαταλείποντας όμως τους προσβλητικούς και απαξιωτικούς για τη χώρα μας χαρακτηρισμούς.

Στη γραμμή του ενός ή και των δύο κλικ παρακάτω, σε σχέση με προηγουμένως, αναμένεται να κινηθούν και οι κοινοτικοί παράγοντες οίτινες διαμορφώνουν το κλίμα για έναν έκαστο των 27 εταίρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σίγουρα στη διαμορφούμενη εκεχειρία μεταξύ ελληνικών και ξένων αγορών και οίκων αξιολόγησης συνετέλεσε, εκτός από τις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις, και η επιδειχθείσα αποφασιστικότητα της κυβερνήσεως και του πρωθυπουργού προσωπικά να εξαγγείλει ένα συγκροτημένο, συνεκτικό και «σκληρό» πρόγραμμα αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που θα επαναφέρει, έστω και σε βάθος τετραετίας, τη δημοσιονομική ευταξία στην πολύπαθη χώρα του πολυμήχανου (και περί τη δημιουργική λογιστική) Οδυσσέα.

Η επίσκεψη του υπουργού Οικονομικών σε τρεις σημαντικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (Βερολίνο, Παρίσι, Λονδίνο), καθώς και ο επ’ εσχάτων καλός συντονισμός κυβερνήσεως, τραπεζών και οικονομικών παραγόντων, συνετέλεσαν επίσης στην πτώση του πυρετού της ελληνικής οικονομίας.

Ρόλο, που μέλλει να αποδειχθεί πόσο σημαντικός είναι, φαίνεται να έπαιξε και το γεγονός ότι ο Γ. Παπανδρέου προσπαθεί να μεταφέρει, προσώρας στο παρασκήνιο, και στην οικονομία τον πολυδιάστατο τρόπο με τον οποίον άσκησε και ασκεί επιτυχώς διπλωματία από το πόστο του υπουργού Εξωτερικών.

Η εισαγωγή της «κίτρινης παραμέτρου» (δηλαδή των Κινέζων) στο παζλ της εξεύρεσης πόρων είτε για δανεισμό είτε για ανάπτυξη είναι σίγουρα κάτι το θετικό, εφόσον γίνει με όρους αμοιβαίου συμφέροντος (βλέπε σχετική ανάλυση και ρεπορτάζ στη σελ. 10 και στη σελ. 05 του ενθέτου «Οικονομία»).

Και βέβαια θα πρέπει να εκτιμηθεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι, παρά τις όποιες φραστικές αψιμαχίες, επεδείχθη, σχεδόν από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων και των φορέων κοινωνικής και συνδικαλιστικής εκπροσώπησης, ψυχραιμία και πνεύμα κατανόησης -αν όχι και συνεργασίας- με την κυβέρνηση, προκειμένου να ξορκιστεί το φάντασμα της χρεοκοπίας και της πτώχευσης.

Αυτό σίγουρα δεν αποτυπώνεται σε διακομματικά μνημόνια ή κυβερνητικούς συνεταιρισμούς, όπως σε άλλες χώρες σε έκτακτες περιόδους κρίσης, όμως το γεγονός και μόνον ότι η χώρα «δεν κατέβασε ρολά» ένεκα μαζικών και εκτεταμένων απεργιακών κινητοποιήσεων ή ότι η πολιτική αντιπαράθεση συνεχίζει να γίνεται σε ήπιους, κατά βάσιν, τόνους, αποδεικνύει την επιδειχθείσα εν τοις πράγμασι συναίνεση.

Και αυτό πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού και να συνυπολογιστεί από την κυβέρνηση στην εφεξής πολιτική της, η οποία ναι μεν πρέπει να είναι αυστηρή και να υλοποιεί με συνέπεια το «σχέδιο του Ζαππείου» με τα αναγκαία συμπληρώματά του, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να τεμαχίσει το κοινωνικό σώμα, ιδιαίτερα τους αδύναμους.

Εξάλλου, η σχετική νηνεμία οφείλεται και στο γεγονός ότι το σχέδιο Παπανδρέου προσπαθεί -όσο είναι μπορετό στις έκτακτες συνθήκες κρίσης- να μην πλήξει δυσανάλογα και υπέρμετρα τις λαϊκές τάξεις και τα χαμηλόμισθα στρώματα του πληθυσμού.

Ίσως κάποιος να υποστηρίξει, βασίμως, ότι η νηνεμία είναι επιφανειακή και δεν εκδηλώνεται γκρίνια επειδή υπάρχει περίσσευμα φόβου και ανασφάλειας για τα επερχόμενα.

Εγώ θα προσέθετα ότι η υποβόσκουσα δυσθυμία μπορεί να γίνει ποτάμι οργής και να πνίξει τους πάντες, εάν σε προβλεπτό χρόνο δεν αρχίσουν να παράγονται αποτελέσματα που να πιστοποιούν ότι όντως η κυβέρνηση μπορεί να φέρει με ασφάλεια το καράβι στο λιμάνι και με τον τρόπο που το υπεσχέθη. Εάν αρχίσουν εκπτώσεις στις πολιτικές, στα μέτρα και τις συμπεριφορές, τότε ούτε ο Ασπροπόταμος δεν θα τους ξεπλένει.

Όλα λοιπόν εφεξής θα κριθούν από τη συνέπεια έργων και λόγων. Και κυρίως από την ικανότητα της κυβέρνησης να μετασχηματίσει τα αισθήματα φόβου και ανασφάλειας σε συνειδητό και ώριμο ρεύμα γενικής ανασυγκρότησης της χώρας.

Αυτό σημαίνει ότι οι κοινοί εθνικοί τόποι που διαμορφώνονται όσον αφορά την ανάγνωση και επίλυση του κοινωνικοοικονομικού και πολιτικού προβλήματος θα πρέπει σταδιακά να μετεξελιχθούν, μέσω των αναγκαίων ανασυνθέσεων, σε μια ισχυρή πλειοψηφική συμμαχία με πολιτικά, ιδεολογικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και αξιακά προτάγματα για την Ελλάδα του 2020.

Μόνον έτσι μπορεί η κρίση να είναι και ευκαιρία. Μόνον έτσι μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι η χώρα θα περάσει χωρίς ακρωτηριασμούς, κάθε είδους, τον κάβο της κρίσης. Μόνον έτσι θα γίνει μπορετή η μετάβαση από το σημερινό φθισικό μοντέλο ανάπτυξης σε κάποιο άλλο που θα παράγει πλούτο για τους πολίτες, θα τον διανέμει σχετικά δίκαια και θα διατηρεί τη χώρα και το έθνος των Ελλήνων στην ομάδα των ανεπτυγμένων κρατών με περιφερειακή ισχύ.

Μπορούν όμως όλα αυτά να συμβούν ή είναι φαντασιώσεις που γεννούν σε κάποιον είτε το πνεύμα των Χριστουγέννων είτε η απόσταση, εδώ και ένα εικοσιτετράωρο, από την τύρβη των Αθηνών και του επαγγέλματος;

Δύσκολο να απαντήσει κάποιος με βεβαιότητα, αλλά μπορούν τουλάχιστον να δρομολογηθούν. Για να δρομολογηθούν χρειάζεται όμως η ανάσα που μας έδωσαν η Moody’s και όσα στην αρχή παραθέσαμε να γίνει κανονική αναπνοή. Και για να γίνει κανονική αναπνοή, χρειάζεται να ξαναγυρίσει η αισιοδοξία και να ξαναζεσταθεί η ελπίδα στους πολίτες.

Όταν το ΠΑΣΟΚ, πριν από 80 ημέρες, κέρδιζε με συντριπτική διαφορά τη Ν.Δ. στις εκλογές, ήταν έντονη η αίσθηση ότι ο Γ. Παπανδρέου και η κυβέρνησή του θα τα καταφέρουν να βγάλουν τη χώρα από την κρίση, ότι μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα και με μεγαλύτερη επάρκεια τις δημόσιες υποθέσεις, ότι, ναι, είναι δύσκολα, αλλά οι χειρότερες μέρες είναι πίσω μας.

Η συγκρότηση της κυβερνήσεως, οι προγραμματικές δηλώσεις, η μέθοδος των βιογραφικών στη στελέχωση του κυβερνητικού και κρατικού μηχανισμού συγκέντρωσαν μεγάλα ποσοστά επιδοκιμασίας.

Υπήρχε μια γενικευμένη αίσθηση και αναμονή ότι για μία ακόμα φορά η χώρα, έστω και την ύστατη στιγμή, θα καταφέρει, ευρισκόμενη έμπροσθεν του γκρεμού, να μην κάνει το βήμα προς τα μπρος. Με ευθύνη της κυβερνήσεως, το κλίμα σταδιακά άλλαξε. Την αρχική αισιοδοξία διαδέχθηκε η κατήφεια. Η ελπίδα παραχώρησε τη θέση της στη δυσπιστία.

Οι πολίτες άρχισαν να τρώνε τη μία σφαλιάρα μετά την άλλη. «Θα μπουν τέτοιοι και τόσοι φόροι που θα γονατίσουν τη μέση οικογένεια, θα τσακιστεί η μεσαία τάξη. Οι μικροί και μεσαίοι επαγγελματίες θα τεθούν σε καθεστώς διωγμού. Όσοι έχουν ακίνητα καλύτερα να τα πουλήσουν.

Όσοι έχουν εισοδήματα προτιμότερο είναι να τα κρύψουν στα σεντούκια, όσοι έχουν καταθέσεις συμφέρει να τις πάνε σε τράπεζες του εξωτερικού», ήταν η μόνιμη επωδός των δημοσιολογούντων και πλέον έγινε καθημερινό θέμα συζητήσεων στους ανά την επικράτεια καφενέδες.

Οι τράπεζες συνέχιζαν να κρατούν τη στρόφιγγα των δανείων στην ένδειξη «στάγδην». Ο τζίρος στην αγορά μειώθηκε περαιτέρω. Το εμπόριο, λόγω της αναιμικής ζήτησης και της έλλειψης ρευστότητας, συνέχιζε να είναι ντυμένο στα πένθιμα. Κι ύστερα ήρθαν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, οι κοινοτικοί εταίροι, τα ξένα funds, ο σχολιασμός των ξένων Μέσων Ενημέρωσης. Καθημερινά οι Έλληνες άκουγαν δυο λέξεις: «πτώχευση» και «χρεοκοπία».

Μαύρισε η ψυχή τους. Σαν τη μάνα του Σουλιώτη που έβλεπε το παιδί της να στέκει παράμερα και να κλαίει, επειδή από την πείνα δεν μπορούσε πια να κρατήσει στο χέρι το τουφέκι του κι ο Αγαρηνός το ήξερε.

Να σημειώσουμε εδώ ότι όλη αυτή η εικόνα ήταν προϊόν και ενός φαύλου κύκλου. Όσα ελέγοντο και εγράφοντο στα καθ’ ημάς μεταφέρονταν είτε μέσω των ραπόρτων των ξένων πρεσβειών είτε μέσω των εδώ ανταποκριτών στην αλλοδαπή και στη συνέχεια ο εκεί σχολιασμός επανερχόταν σ’ εμάς διανθισμένος με μπόλικο όξος και χολή.

Εκτός, λοιπόν, από την πρωτογενή και αυθύπαρκτη κριτική ή και απαξίωση των ξένων, που πολλές φορές εμπεριείχε, για προφανείς ίσως λόγους, και ιδιοτέλεια είχαμε και ένα παράπλευρο κανάλι, αυτό του προαναφερόμενου φαύλου κύκλου – της εξαγωγής και επανεισαγωγής της μιζέριας μας.

Για να μπορέσει λοιπόν η κυβέρνηση να δρομολογήσει διαφορετικά τις εξελίξεις, θα πρέπει, πρώτον, να βελτιώσει καταρχήν την ψυχολογία των πολιτών. Πρέπει να εκμεταλλευτεί και επικοινωνιακά (εδώ είναι καθοριστικός θα έλεγα και εθνικά επιβεβλημένος ο ρόλος των εγχώριων Μέσων Ενημέρωσης) το momentum της εκεχειρίας που φαίνεται ότι επέρχεται μεταξύ ελληνικών και ξένων αγορών και κοινοτικών παραγόντων και να κάνει ενέσεις αισιοδοξίας και ελπίδας.

Ίσως ένα δραματοποιημένο διάγγελμα πειθαρχημένης αυτογνωσίας άμα και αισιοδοξίας του πρωθυπουργού, με αφορμή και τις γιορτές, να ήταν το απαραίτητο συμπλήρωμα στο «σχέδιο του Ζαππείου».

Ευκταίον θα ήταν στο ίδιο μήκος κύματος να κινηθεί και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και -αν όχι και οι υπόλοιποι αρχηγοί- τουλάχιστον ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως.

Δεύτερον, να επεξεργαστεί μέχρι και την τελευταία λεπτομέρειά του το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης που θα υποβληθεί τον Ιανουάριο στην Κομισιόν.

Το πρόγραμμα πρέπει να είναι έτσι δομημένο, ιεραρχημένο και ποσοτικοποιημένο, ώστε να γίνει ασμένως δεκτό από τους κοινοτικούς μας εταίρους. Μια θερμή κοινοτική υποδοχή θα επηρεάσει σίγουρα τις αγορές που, παρά τα όσα μυστήρια λέγονται και γράφονται, συνήθως λειτουργούν ως «κοπάδι».

Η βελτίωση του κλίματος στο εξωτερικό θα έχει ευεργετικές επιδράσεις στον επικείμενο δανεισμό, που με τη σειρά του μπορεί να βελτιώσει την ψυχολογία και στο εσωτερικό, και ιδιαίτερα στην εικόνα που καθημερινά φιλοτεχνείται από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

Το άριστο θα ήταν είτε εντός του Ιανουαρίου είτε το πρώτο τρίμηνο του 2010 ένα μέρος του δανεισμού να γινόταν από τρίτη πηγή, όπως αυτή των Κινέζων, με χαμηλό spread που θα ανάγκαζε και τους άλλους δανειστές μας να μας συμπεριφερθούν, τουλάχιστον, με αξιοπρέπεια.

Εάν γίνονταν όλα αυτά, θα λυνόταν το πρόβλημα; Σαφέστατα και όχι. Τα δύσκολα συνεχίζουν να είναι μπροστά μας. Όμως θα ήταν διαφορετικό το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αναπτύσσονταν η κυβερνητική λειτουργία, η οικονομική δραστηριότητα, η κοινωνική κινητικότητα, η πολιτική αντιπαράθεση.

Ένα πλαίσιο λιγότερο γκρίζο και περισσότερο αισιόδοξο, όπως αυτό που έφερε στους ανθρώπους, μέρες που ’ναι, η γέννηση του Χριστού.

Η ελπίδα που προσέφερε στο γένος των ανθρώπων η γέννηση ενός Νηπίου Νέου διατηρείται -παρά τις όποιες αμφισβητήσεις, ενστάσεις και διαφωνίες- ακόμη.

Και μόνον γι’ αυτό αξίζει να Τον τιμούμε, να Τον γιορτάζουμε και να Τον πιστεύουμε κάθε χρόνο και συνέχεια.

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Σχόλια: Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]





<< Αρχική σελίδα

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]