Παρασκευή, Μαΐου 15, 2009

 

ΕΥΡΩ-ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ (16-05-2009)

Mέχρι τούδε και τρεις εβδομάδες πριν από την κάλπη της 7ης Ιουνίου αρχίζουν και διαμορφώνονται τα εξής, δημοσκοπικά τουλάχιστον, δεδομένα.

Το ΠΑΣΟΚ θα έλθει πρώτο κόμμα. Το ελάχιστο ποσοστό που θα λάβει θα είναι περίπου αυτό που έλαβε στις εθνικές εκλογές του 2007, δηλαδή 38%.

Η Ν.Δ. θα συγκεντρώσει τουλάχιστον το 33% όσων θα προσέλθουν στις κάλπες. Η κατώτερη βάση του δικομματισμού θα είναι με τους πλέον μετριοπαθείς υπολογισμούς το 70%.

Το ΚΚΕ φαίνεται να διατηρεί την τρίτη θέση στην αριθμητική δυναμική των κομμάτων. Η εκλογική του επίδοση θα είναι ανάλογη με αυτή των εθνικών εκλογών (8%) με μικρές προσθαφαιρέσεις.

Εκεί που αρχίζουν τα δύσκολα είναι στα τρία επόμενα μικρά κόμματα. ΣΥΡΙΖΑ, ΛΑΟΣ και Οικολόγοι φαίνεται ότι θα δώσουν σκληρή μάχη για την τέταρτη θέση. Το ποσοστό τους, όπως όλα δείχνουν, θα κυμανθεί στην περιοχή του 4-7%.

Τις μεγαλύτερες πιθανότητες τις έχει ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το ποσοστό του αναμένεται να είναι κάπου μεταξύ 6 και 7%. Το κόμμα του Γ. Καρατζαφέρη μάλλον θα είναι μεταξύ του 5 και 6%, ενώ το ποσοστό των Οικολόγων θα «καθίσει» στο 4-5%.

Επειδή όμως τα… σύνορα ΣΥΡΙΖΑ και Οικολόγων είναι «ανοιχτά», ενδέχεται να υπάρξουν εκπλήξεις, εάν ο «σκληρός πυρήνας» του τμήματος εκείνου των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που αρχικά είχε στραφεί στον ΣΥΡΙΖΑ τελικά προτιμήσει τη γοητεία του πράσινου των Οικολόγων.

Σε κάθε περίπτωση πάντως η τετράδα των ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΛΑΟΣ και Οικολόγων αναμένεται αθροιστικά να συγκεντρώσει ένα ποσοστό περίπου 25%. Διόλου ευκαταφρόνητο, αφού αποτελεί το 1/4 του εκλογικού σώματος. Ένα ποσοστό μεταξύ 3-5% αναμένεται να μοιραστεί το πλήθος των μικρότερων κομμάτων που επίσης θα συμμετάσχουν στις ευρωεκλογές.

Το Μακεδονικό Μέτωπο του Στ. Παπαθεμελή, η Δράση του Στέφ. Μάνου και ο αριστερίστικος σχηματισμός ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα είναι οι τρεις κινήσεις που θα «κουρσέψουν» τον χώρο (3-5%) του λεγόμενου «άλλου κόμματος», με τις δύο πρώτες να διεκδικούν τη μερίδα του λέοντος.

Έκπληξη θα θεωρηθεί εάν το ΠΑΣΟΚ έχει ως πρώτο αριθμό του ποσοστού του το 4, ενώ για τη Ν.Δ. έκπληξη θα είναι να ξεπεράσει το 36%. Στην περίπτωση αυτή, πρώτον, η διαφορά του ΠΑΣΟΚ από τη Ν.Δ. δεν θα ξεπεράσει το 3% και, δεύτερον, ο δικομματισμός θα φτάσει και ίσως ξεπεράσει το 75%, κάτι που και στις δύο περιπτώσεις θεωρείται ήκιστα πιθανό.

Έκπληξη, επίσης, θα θεωρηθεί εάν κάποιο από τα λεγόμενα μικρά κόμματα λάβει διψήφιο ποσοστό ψήφων. Εάν αυτό συμβεί, τότε είναι το ΚΚΕ αυτό που θα το καταφέρει.
Βεβαίως, επειδή οι τρεις εβδομάδες που απομένουν μέχρι την 7η Ιουνίου είναι συμπυκνωμένος πολιτικά χρόνος, ενδέχεται να υπάρξουν ανατροπές.

Η κλιμακούμενη πόλωση, η διερεύνηση των σκανδάλων, κάποιο τυχαίο δραματικό γεγονός ή κάποιο σοβαρό πολιτικό σφάλμα τακτικής ίσως να τροποποιήσουν τα δεδομένα και να μεταβάλουν το τοπίο. Σ’ αυτό ενδεχομένως να συμβάλουν και οι εντεινόμενες προσπάθειες ποδηγέτησης των πολιτικών πραγμάτων από εξωπολιτικά κέντρα.

Προσώρας οι απόπειρες, κυρίως ενίων επιχειρηματικών και εκδοτικών θυλάκων, να μετατραπούν κάποιες υποθέσεις ή πρόσωπα σε εμβρυουλκούς ή καταλύτες εξελίξεων, δεν έχουν τελεσφορήσει. Στο παρασκήνιο βέβαια ξαναμπήκαν μπροστά τα… μηχανάκια. Ειδικά αυτή την περίοδο που, απ’ ό,τι φαίνεται, ανάλογα και με το αποτέλεσμα της ευρωκάλπης, θα «σκιαγραφηθεί» η επόμενη δεκαετία.

Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των τελικών αποτελεσμάτων θα παίξει σίγουρα και το ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές. Η αποχή, εφόσον είναι μεγάλη, αναμένεται να πλήξει πρωτίστως τα μικρά κόμματα και κυρίως όσα δεν διαθέτουν πειθαρχημένες κομματικές δομές και δυνάμεις.

Από τα δύο κόμματα εξουσίας, το ΠΑΣΟΚ κινδυνεύει περισσότερο από την αποχή για δύο λόγους. Πρώτον, εάν μεταξύ των ψηψοφόρων του επικρατήσει η ψυχολογία του «σίγουρου νικητή», τότε ενδέχεται να γεμίσουν περισσότερο οι παραλίες παρά τα εκλογικά τμήματα. Και δεύτερον, οι λεγόμενοι γαλάζιοι «κοψοχέρηδες» να προτιμήσουν να στείλουν το μήνυμα στην κυβέρνηση μη προσερχόμενοι στις κάλπες, παρά διαβαίνοντες τον Ρουβίκωνα και σταυρώνοντας το ψηφοδέλτιο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Από αυτή την άποψη είναι ορθή η δημοψηφισματική για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης τακτική που έχει επιλέξει ο Γ. Παπανδρέου, αλλά εξίσου ορθή είναι και η μετωπική και ακραία πόλωση που έχει προκρίνει επ’ εσχάτων ως τακτική ο Κ. Καραμανλής.

Ο μεν πρωθυπουργός προσπαθεί να κατευθύνει την αντιπαράθεση στα πολιτικά ελαττώματα, τις προγραμματικές αδυναμίες και τις παρελθούσες κυβερνητικές «μαύρες τρύπες» του αντίπαλου κόμματος και του αρχηγού του, ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσπαθεί να οικοδομήσει ένα όσο το δυνατόν πιο πλατύ μέτωπο καταδίκης και απόρριψης της υφιστάμενης πολιτικής διακυβέρνησης και διαχείρισης.

Από τις δύο τακτικές η περισσότερο δύσκολη προς ευδοκίμηση είναι σαφώς του Κ. Καραμανλή. Αφενός επειδή πλέον ο ίδιος κυβερνά έξι χρόνια και συγκρινόμενο το κυβερνητικό παρελθόν του ΠΑΣΟΚ με το αντίστοιχο παρόν της Ν.Δ. δεν είναι και τόσον απωθητικό όσο στις αναμετρήσεις του 2004 και 2007 και αφετέρου επειδή η πιθανολόγηση περί του «κακού» που θα συμβεί στους πολίτες στο μέλλον, εφόσον το ΠΑΣΟΚ επιστρέψει στην εξουσία, ακυρώνεται από το «κακό» που ήδη υφίστανται οι πολίτες.

Αντίθετα, η τακτική του Γ. Παπανδρέου είναι πιο ελκυστική, καθώς εδράζεται σε πραγματικά στοιχεία και δεδομένα. Αυτά της υφιστάμενης κυβερνητικής πολιτικής, ήτις αποδοκιμάζεται ακόμη και από σημαντική μερίδα των οπαδών της συντηρητικής παράταξης.

Όταν ο Γ. Παπανδρέου καλεί τους πολίτες σε δημοψήφισμα καταδίκης των κυβερνητικών πεπραγμένων, γνωρίζει ότι απευθύνεται σ’ ένα μεγάλο ακροατήριο, πολύ μεγαλύτερο από αυτό των οπαδών του κόμματός του. Και βασίμως ελπίζει ότι θα είναι αυτός που θα αποσπάσει τη μερίδα του λέοντος, καθώς το ΠΑΣΟΚ είναι το μόνο, από τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, που έχει ως στόχο την εξουσία και διαθέτει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.

Επιπροσθέτως, το έργο του Γ. Παπανδρέου στη σύμπηξη αντικυβερνητικού μετώπου επί τη βάσει της δημοψηφισματικής ψήφου γίνεται πιο εύκολο όταν το μήνυμα το οποίο, παντί τρόπω (διά του υπουργού Οικονομίας, της Κομισιόν και μέσω κυβερνητικών διοχετεύσεων), έχει σταλεί στην κοινωνία είναι ότι μετά την 7η Ιουνίου τα μέτρα που θα λάβει η κυβέρνηση θα είναι περισσότερο σκληρά και επώδυνα.

Είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος ότι μια κοινωνία όπως η ελληνική, με τάξεις και κατηγορίες εργαζομένων και επαγγελματιών να πλήττονται από την οικονομική κρίση, θα δεχθεί να δώσει την έγκριση σε κάποιον να της κάνει ακόμη πιο «μαύρες» τις μέρες.

Η πολιτική τού «σήμερα είναι δύσκολα, τα δυσκολότερα δεν έχουν έρθει ακόμη και το αύριο θα είναι ακόμη πιο δύσκολο», όσο κι αν εμπεριέχει αρκετή δόση αλήθειας, είναι μάλλον απίθανο να επιδοκιμαστεί εκλογικά. Θα μπορούσε ίσως να γίνει αποδεκτή σε κάποιες κεντροευρωπαϊκές ή σκανδιναβικές χώρες, όπου τα κοινωνικά δεδομένα είναι διαφορετικά και το επίπεδο πολιτικού πολιτισμού διέπεται από άλλους κανόνες.

Και πάντως ο βαθμός δυσκολίας ως προς την αποδοχή μιας τέτοιας πολιτικής γίνεται ακόμη μεγαλύτερος, όταν αυτός που την προτείνει έχει απολέσει το ηθικό πλεονέκτημα, έχει αφήσει να σπαταληθεί έτσι, χωρίς πρόγραμμα, πολύτιμος χρόνος διακυβέρνησης, διαθέτει οριακή δεδηλωμένη στη Βουλή και η κυβέρνησή του είναι καθηλωμένη σε διαχειριστικές πρακτικές, χωρίς δυναμική και εσωτερική συνοχή.

Η πολιτική τής δήθεν υπευθυνότητας απέναντι στην ανευθυνότητα και των μεταρρυθμίσεων απέναντι στον λαϊκισμό είχε ακροατήριο την προηγούμενη πενταετία. Όχι τώρα. Τώρα έχουν μεσολαβήσει το ύφος και ήθος της εξουσίας, το περιεχόμενο των πολιτικών και η αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού έργου. Η πράξη είναι αυτή που αντιστρατεύεται πρωτίστως τον λόγο του Κ. Καραμανλή και όχι η «επικινδυνότητα» του ερχόμενου στην εξουσία αντιπάλου.

Τα πεπραγμένα της κυβέρνησης έχουν κουράσει και θα είχαν καταδικαστεί και απορριφθεί πιο γρήγορα, εάν το ΠΑΣΟΚ δεν είχε περιπέσει για μακρύ χρονικό διάστημα στην εσωστρέφεια ή είχε επιδείξει καλύτερα αποτελέσματα στην παραγωγή πολιτικής, την άσκηση δομικής αντιπολίτευσης, την εκπόνηση ρεαλιστικού προγράμματος, την ανανέωση της στελεχικής του εκπροσώπησης και στην ηγετική του παρουσία.

Σε κάθε πάντως περίπτωση, αυτή τη στιγμή το κυβερνητικό παρελθόν του ΠΑΣΟΚ αποτελεί ελαφρόπετρα σε σχέση με το έρμα του κυβερνητικού παρόντος της Ν.Δ., ενώ η ελπίδα για τις «καλύτερες μέρες» που μπορεί να έλθουν είναι σαφώς πιο ελκυστική εκλογική τακτική, σε σχέση με τις «μαύρες μέρες» που έρχονται.

Και βέβαια η ακατανόητη εμμονή της κυβερνήσεως στη δημοσιονομική και μόνον διαχείριση της οικονομίας είναι απωθητική, όταν όλοι γνωρίζουν ότι αυτό που χρειάζεται η χώρα για να αντιμετωπίσει τα ελλείμματα, το δημόσιο χρέος, τις εργασιακές και ασφαλιστικές της αγκυλώσεις είναι μια διαφορετικού τύπου ανάπτυξη, άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής και νέες κοινωνικοπολιτικές προτεραιότητες.

Τα δημοσιονομικά, για να το πούμε σχηματικά, είναι το ταμείο μιας χώρας. Δεν είναι η οικονομία της. Οικονομία είναι η παραγωγή και η διανομή πλούτου. Όσο δεν επιδιώκεται και δεν επιτυγχάνεται η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, τόσο το ταμείον θα είναι μείον και θα γκρινιάζουμε για τα δανεικά και τις δόσεις.

Για να συμβεί όμως αυτό χρειάζεται άλλο σχέδιο, νέες προσεγγίσεις και διαφορετικές προτεραιότητες. Όχι μόνον για το εσωτερικό, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο η χώρα εντάσσεται στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Από αυτή την άποψη, οι ευρωεκλογές θα μπορούσαν να αποτελέσουν ευκαιρία αναστοχασμού.

Δυστυχώς, για μία εισέτι φορά, όπως δρομολογείται ο προεκλογικός αγώνας, χάνεται. Είναι φαίνεται ίδιον της φυλής να γράφει την ιστορία της μέσω των απολεσθεισών ευκαιριών της.

Γι’ αυτό και συνεχώς κουβεντιάζει για το παρελθόν. Είναι μια φυλή, ένα έθνος που θέλει να ’χει κάτι να διηγείται. Και διηγώντας τα να κλαίει…

Σχόλια:
Διαβάζοντας τα τελευταία άρθρα σου παρατηρώ μια αισιοδοξία για το τελικό αποτέλεσμα της 7ης Ιουνίου για το ΠΑΣΟΚ. Χωρίς να θέλω να ναρκοθετήσω το αποτέλεσμα , αλλά για μια ειλικρινή έκφραση της πρόβλεψής μου επισημαίνω τα παρακάτω:
Τα άτομα που απαρτίζουν το ψηφοδέλτιο δεν αποτελούν την μάχιμη , αιχμή του δόρατος των στελεχών μας αλλά ένα αμάλγαμα, προσωπικοτήτων που ποτέ δεν αγωνίστηκαν για την παράταξή μας , αλλά δεν ήταν ούτε και στις εκλογικές διαδικασίες , αντιθέτως δε πολλές φορές και απέναντί μας, όπως ο δήμαρχος Χερσονήσου και με αμφιβόλου προέλευσης εθνικά ιδανικά αντίθετα με το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ. Τώρα κάνομε την εκμετάλλευση της τελικής έκβασης και όχι αναγνωριστικές πράξεις. Το ίδιο και ό εταίρος από την Κρήτη θα λέγαμε διάφορες αναλύσεις. Και επειδή δεν θα ήθελα να τα έλεγα ετεροχρονισμένα συμπεραίνω , λοιπόν ότι:
Το ποσοστό δεν θα είναι το αναμενόμενο από την Κρήτη ευθαρσώς αναφέρω και για περισσότερα στο μέλλον.
 
Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]





<< Αρχική σελίδα

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]