Πέμπτη, Απριλίου 24, 2008

 

Η ζωή εν τάφω σκουπιδιών (24-4-2008)

H είδηση πέρασε στα «ψιλά» των εφημερίδων, με εξαίρεση την «Απογευματινή», η οποία, προς τιμήν της, το έκανε πρώτο θέμα. «17χρονη έγκυος πέθανε στη χωματερή. Έψαχνε για λίγο φαγητό στα σκουπίδια και τη σκότωσε το απορριμματοφόρο. Σε δύο μήνες θα γεννούσε το παιδί της. Ανήκε σε ομάδα 300 ατόμων που ζουν στα σκουπίδια».

Για αυτή την κοπέλα θέλω να γράψω σήμερα. Για μια ξένη. Αλλοδαπή. Μετανάστρια. Φτωχή. Που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Γι’ αυτό το παιδί, γιατί 17 χρόνων ουσιαστικά είναι παιδί. Μπορεί η εξαθλίωση, η πείνα, τα βάσανα να την είχαν κάνει πρόωρα γυναίκα. Μεγάλη γυναίκα, πιθανώς γριά στο σώμα και ίσως στον τρόπο που αντιλαμβανόταν τον κόσμο. Όμως, όση κακουχία κι αν πέρασε, όσο κι αν το κορμί της τσάκισε από την ανέχεια, όσες προσβολές, βιασμούς και απόρριψη κι αν δέχθηκε, δεν μπορεί, η ψυχή της θα ήταν ακόμη ψυχή ενός παιδιού. Τέσσερα πέντε χρόνια μεγαλύτερη από τον μεγάλο μου γιο, πόσο να μαγαριστεί η ψυχή της; Δεν προλαβαίνει. Ό,τι κι αν έζησε, ό,τι κι αν έκανε, η αθωότητα ακόμη περισσεύει.

Γι’ αυτό το παιδί, γι’ αυτό το κορίτσι, γι’ αυτή τη γυναίκα θέλω να γράψω σήμερα μέρα που ’ναι, Μεγάλη Πέμπτη, Σταυρωμένη Παρασκευή. Με τον Χριστό να πορεύεται προς τον Γολγοθά. Δεν θέλω να κάνω αντιστοιχίσεις. Θα ήταν εύκολες. Μόνον που θα ήταν φιλολογικές. Ψεύτικες. Κρύες και για εντυπωσιασμό. Κυρίως όμως εύκολες και ανέξοδες, όπως όλες οι αντιστοιχίσεις των Παθών του Ιησού με τα σύγχρονα πάθη των ανθρώπων. Των κατατρεγμένων και καταφρονεμένων. Όπως όλα τα μηνύματα-κλισέ για την ανάσταση του Ανθρώπου με αφορμή την Ανάσταση του Ναζωραίου.

Διαβάστε όλα αυτά τα ωραία και δήθεν βαθυστόχαστα που γράφονται αυτές τις ημέρες. Είναι τα ίδια που διαβάσατε πέρυσι, πρόπερσι, πριν από χρόνια. Ίδια με αυτά που θα γραφούν του χρόνου και τα επόμενα χρόνια. Έχω μπουχτίσει με τα πάθη, τη σταύρωση και την ανάσταση αυτές τις μέρες του ανθρώπου, του Έλληνα, του γένους, της φύσης και ό,τι άλλου ο κάθε φαντασιόπληκτος θεωρεί πως ταιριάζει στη συγκυρία. Συνήθως όσοι τα γράφουν είναι καλών προθέσεων, μπορεί στο παρελθόν να τα ’χω γράψει και ο ίδιος, όμως δεν ξέρω γιατί πλέον μου προκαλούν ανία και αφόρητη πλήξη. Γράφονται για να γραφτούν. Κατ’ έθιμο ή εξ επαγγέλματος.

Σήμερα, θέλω να γράψω για τη μικρή Ρουμάνα. Την Τσιγγάνα, τη ρακένδυτη, την απόκληρη, τη βρόμικη, το παιδί-γυναίκα των σκουπιδιών. Την έγκυο επτά, τριών ή πέντε μηνών, δεν έχει σημασία. Γι’ αυτήν την ξένη θέλω να γράψω. Που ήρθε από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά για να πεθάνει σ’ έναν σκουπιδότοπο. Στον ΧΥΤΑ των Άνω Λιοσίων. Πολτοποιημένη από τις βαριές ρόδες ενός απορριμματοφόρου. Αυτού που άδειαζε τα σκουπίδια μας. Της βιομηχανικής κοινωνίας μας, του πολιτισμού μας. Των δικών μας σκουπιδιών. Των πλούσιων και χορτασμένων.

Γι’ αυτήν την κοπέλα χωρίς όνομα θέλω να γράψω. Που πριν προλάβει η ίδια να ζήσει πήρε μαζί της, στον θάνατο, το αγέννητο παιδί της. Για το παιδί αυτής της γυναίκας που ίσως επειδή η μάνα του δεν είχε στον ήλιο μοίρα δεν θέλησε να δει κι αυτό τον ήλιο. Γι’ αυτό το παιδί που δεν γεννήθηκε. Γι’ αυτό το πλάσμα που δεν κατάφερε να γίνει μωρό. Που δεν θ’ ακούσει ποτέ το πρώτο του κλάμα. Που δεν θα νιώσει, μέσα στα αίματα της γέννας, το χάδι της μάνας στο κεφάλι του. Που δεν θα γευτεί το πρώτο, το μητρικό φιλί στο μέτωπο ή στο μάγουλό του. Που δεν θα συντονίσει τον χτύπο της καρδούλας του μ’ αυτόν της μητέρας του. Γρήγορος και των δύο όπως η ζωή.

Γι’ αυτό το πλάσμα που έγινε ένα με τα σκουπίδια. Που η πρώτη του μυρωδιά είναι η σαπίλα. Το πρώτο του άγγιγμα ο πολτός των απορριμματοφόρων. Πολτός και το ίδιο τώρα. Ένα με τη μάζα του κορμιού της μάνας του. Ό,τι απέμεινε από τις ρόδες του απορριμματοφόρου. Γι’ αυτό το παιδί και γι’ αυτή τη μάνα θέλω να γράψω.

Να ιστορήσω. Να ομολογήσω. Και να μονολογήσω για τους 300 άθλιους του ΧΥΤΑ των Άνω Λιοσίων, θέλω σήμερα. Αυτούς που τρέχουν πίσω από τα απορριμματοφόρα για να προλάβουν μήπως βρουν κάποιο φαγώσιμο ή κάτι άλλο που μπορεί να τους κρατήσει στη ζωή. Γι’ αυτούς τους κολασμένους. Τους λεπρούς της κοινωνίας μας.

Γι’ αυτούς του ξένους, τους αλλοδαπούς, τους μετανάστες θέλω να γράψω σήμερα Μεγάλη Πέμπτη, Σταυρωμένη Παρασκευή. Γι’ αυτούς στους οποίους το τελευταίο διάστημα γίνονται πολλές αναφορές και αφιερώματα από τα Μέσα Ενημέρωσης, τις ανθρωπιστικές οργανώσεις, τους διεθνείς οργανισμούς. Για τους πεινασμένους όπου γης. Γι’ αυτούς που ακούμε και διαβάζουμε ότι πεθαίνουν από την ασιτία, τη φτώχεια και τις αρρώστιες σε διάφορες χώρες, σε πολλά μέρη του πλανήτη.

Γι’ αυτούς που νομίζουμε ότι είναι μακριά μας. Κι όμως, σε μικρογραφία, αυτές οι κοινότητες των κολασμένων βρίσκονται δίπλα μας, είναι γύρω μας. Τους βλέπουμε, ζούμε μαζί τους. Είναι στα Λιόσια, στη Μανωλάδα, στα Σπάτα, στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη. Παντού. Μπορεί να μη θέλουμε να το βλέπουμε. Να το ξορκίζουμε. Να το θεωρούμε κάτι μακρινό. Κι όμως υπάρχει. Είναι εδώ. Μας κοιτάει μέσα από τα μάτια της κοπέλας από τη Ρουμανία. Μας γνέφει με τα χέρια του αγέννητου παιδιού της. Μας βρίζει και μας καταριέται κάθε φορά που οι κάθε λογής νταήδες «εκσπερματώνουν» τη λύσσα και τον ρατσισμό πάνω τους, μέσα τους. Κι αν σήμερα είναι η μικρή Ρουμάνα και χτες ήταν οι τρεις νεκροί, από ασιτία, στην Αθήνα, αύριο θα ’ναι περισσότεροι. Και δεν θα ’ναι μόνον ξένοι, αλλοδαποί, μετανάστες. Θα ’ναι και γηγενείς. Έλληνες. Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, συμπολίτες, συγχωριανοί.

Σκεφτείτε τι θα συμβεί σε 15-20 χρόνια αν συνεχίσει η κοινωνία μας στον ίδιο ρυθμό να περιθωριοποιεί κοινωνικά της τμήματα. Σκεφτείτε όταν οι άνθρωποι που θα βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας θα είναι όντως φτωχοί, εξαθλιωμένοι. Στην πραγματικότητα, και όχι σαν ποσοστά και μονάδες της στατιστικής.

Γι’ αυτούς τους φτωχούς, τους κολασμένους που έρχονται θέλω να γράψω. Και να ομολογήσω μέρα που ’ναι, Μεγάλη Πέμπτη, Σταυρωμένη Παρασκευή. Γι’ αυτούς που δεν θα περιμένουν να αναστηθούν σε τρεις μέρες ή άντε σε κάποια χρόνια. Γι’ αυτούς που δεν θα έχουν καμιά ελπίδα. Γι’ αυτούς που δεν θα ξέρουν τι θα πει «Ανάσταση», επειδή δεν θα υπάρχει ως έννοια στο λεξιλόγιό τους. Για τους νέους εξαθλιωμένους, τις στρατιές των άνεργων και των πεινασμένων που έρχονται από το μέλλον να μας πολιορκήσουν θέλω να γράψω, αλλά δεν έχω και πολλά να πω.

Μόνον να σημειώσω τον τρόμο ενός φίλου μου τραπεζίτη -ναι, τραπεζίτη- ο οποίος μου εξομολογήθηκε ότι μπλοκάρει το μυαλό του όταν σκέφτεται ότι το 30% των παιδιών, ηλικίας 25 χρόνων, που μάλιστα έχουν πτυχίο πανεπιστημίου ή και μεταπτυχιακό, είναι άνεργοι. Ψάχνουν ακόμα και για οποιαδήποτε δουλειά, διαφορετική απ’ αυτή που σπούδασαν ή απ’ αυτή για την οποία εκπαιδεύτηκαν, αλλά δεν βρίσκουν. Τι θα γίνει ύστερα από 15 χρόνια, όταν αυτά τα παιδιά θα γίνουν 40 χρονών άντρες και δεν θα έχουν καμιά ελπίδα; Πού θα διοχετευθεί όλη αυτή η απελπισία; Πού θα ξεσπάσει όλος ο συσσωρευμένος θυμός; Πώς θα εκδηλωθεί το μίσος τους για την κοινωνία; Σε ποια μοντέλα συμπεριφοράς θα στραφεί η απόρριψή τους; Δεν έχω απάντηση – ή μάλλον την εικάζω και την ψυχανεμίζομαι. Όμως, δεν θέλω να μιλήσω ή να γράψω γι’ αυτά.

Σήμερα, Μεγάλη Πέμπτη, Σταυρωμένη Παρασκευή, θέλω να γράψω και να ομολογήσω για τη μικρή Ρουμάνα που πότισε τα σκουπίδια, τα δικά μας σκουπίδια, της κοινωνίας και του πολιτισμού μας με το αμνιακό υγρό του παιδιού που κυοφορούσε στα σπλάχνα της. Δεν ξέρω αν στον σκουπιδότοπο των Λιοσίων, το μέρος όπου πολτοποιήθηκε αυτή η ξένη, η αλλοδαπή, η μετανάστρια, η χωρίς όνομα γυναίκα, αν για μια στιγμή, μια στιγμούλα μόνο, αυτή η πιθαμή του χώρου των σκουπιδιών μύρισε όμορφα, όπως μυρίζουν τα νεογέννητα, είμαι όμως σίγουρος ότι από κείνη τη μέρα η μπόχα των σκουπιδιών εξαπλώθηκε μακρύτερα. Έφτασε μέχρι το κέντρο της Αθήνας, σκέπασε ολόκληρη την Ελλάδα. Και είναι ανυπόφορη για όλους μας.

Ίσως γι’ αυτό τις τελευταίες ημέρες νιώθω τα μάτια μου στεγνά. Δεν υπάρχει ένα δάκρυ για τη 17χρονη έγκυο στον έβδομο μήνα Ρουμάνα.

Είναι, βλέπετε, Μεγάλη Πέμπτη, Σταυρωμένη Παρασκευή και ο Ιησούς τετέλεσται. Ούτε αυτός πια δεν μπορεί, έστω για μας, να χύσει ένα δάκρυ και να ζητήσει συγγνώμη.

Σχόλια:
Kαλησπέρα,ήθελα να ρωτήσω αν επιτρέπεται η αναδημοσίευση άρθρων σας, σε blog με θέματα τοπικής εφημερίδας (http://kerkreports.blogspot.com/).

Ευχαριστω θερμά,

ΑΛΚΗΣ ΚΟΣΚΙΝΑΣ
Δημοσιογράφος
ΚΕΡΚΥΡΑ
 
Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]





<< Αρχική σελίδα

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]