Παρασκευή, Ιουνίου 13, 2008

 

Ο Σημίτης αποστάτης; (13-06-2008)

Τη μια μέρα βγαίνει ο Βασ. Κοντογιαννόπουλος, φίλος του Κ. Σημίτη, και ζητά να φύγει από αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ο Γ. Παπανδρέου. Την επομένη ανακοινώνεται ότι ιδρύεται Ίδρυμα για την προβολή και την υπεράσπιση των ιδεών και του έργου του τέως πρωθυπουργού. «Καπάκι» ο ίδιος ο Κ. Σημίτης στέλνει επιστολή στον Γ. Παπανδρέου με την οποίαν τον ψέγει για τη θέση υπέρ του δημοψηφίσματος όσον αφορά την κύρωση της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Ταυτόχρονα, διοχετεύεται στον Τύπο ότι ο Κ. Σημίτης άμα τη λήξει των εργασιών της Σοσιαλιστικής Διεθνούς -όπου αναμένεται να επανεκλεγεί στη θέση του προέδρου ο Γ. Παπανδρέου- θα μιλήσει (στις 4 Ιουλίου) σε ανοιχτή εκδήλωση του ΟΠΕΚ στον Πύργο.

Υπάρχει ερμηνεία σ’ όλα αυτά; Οι υποψιασμένοι και οι καχύποπτοι θα πουν ότι «κάτι ετοιμάζει, στον Γιώργο, ο Σημίτης». Οι φίλοι (δυστυχώς για τον τέως πρωθυπουργό, ολοένα και πιο λίγοι) του Κ. Σημίτη λένε ότι δεν υπάρχει καμία συσχέτιση μεταξύ όλων αυτών.

Αναρωτιέμαι λοιπόν: Εντάξει, ο Σημίτης δεν ετοιμάζει κάποιο... κόλπο, ούτε οι προθέσεις του είναι να φέρει σε δύσκολη θέση τον Γιώργο και να κάνει άνω-κάτω το ΠΑΣΟΚ. Δεν αντιλαμβάνεται ότι συμποσούμενα όλα αυτά -και σ’ αυτήν ειδικά τη συγκυρία των δημοσκοπήσεων, των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση και της επανεμφάνισης της εσωστρέφειας του ΠΑΣΟΚ- βάζουν φωτιά στα... φρύγανα; Οκτώ χρόνια πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και της κυβέρνησης υπήρξε ο Κ. Σημίτης, δεν γνωρίζει ότι τέτοιου είδους παρεμβάσεις θα δώσουν τροφή για σενάρια; Δεν μπορεί να μην το γνωρίζει. Δεν είναι αδαής ή αθώος. Δεν είναι «παρθένα».

Αντίθετα, για τριάντα και πλέον χρόνια μεταξύ των τίτλων που απέκτησε είναι και αυτός του «συνωμότη», του «Ροβεσπιέρου» της πολιτικής. Γνώριζε λοιπόν το τι θα συμβεί; Το ήθελε; Το επεδίωκε; Άγνωστο. Όχι επειδή είναι άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, αλλά επειδή μπαίνει στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης για μια εισέτι φορά με αρνητικό τρόπο. Κι αυτό δεν είναι καθόλου συνετό για έναν σοβαρό, νουνεχή και εκσυγχρονιστή πολιτικό.

Κάποιοι λένε ότι ο Κ. Σημίτης το κάνει γιατί θέλει να προστατέψει την υστεροφημία του. Βλέπει ότι το έργο των κυβερνήσεών του συκοφαντείται, ότι ο Γ. Παπανδρέου λαμβάνει αποστάσεις όταν χρειάζεται και -κυρίως- όταν εγκαλούνται υπουργοί και στελέχη για πράξεις ή παραλείψεις την περίοδο 1996-2004.

Άλλοι λένε ότι ο Κ. Σημίτης δεν μπορεί να χωνέψει το γεγονός ότι η δημοφιλία του είναι ανύπαρκτη – όντως ποσοστά της τάξεως του 2% ή 3% δεν περιποιούν τιμή σε κάποιον που υπήρξε οκτώ χρόνια πρωθυπουργός της χώρας και πρόεδρος του ενός από τα δύο μεγάλα κυβερνητικά κόμματα.

Θα έλεγα μάλιστα ότι και τον αδικούν, καθώς -εκτός της διαφθοράς που κυριάρχησε ιδίως στη δεύτερη τετραετία της διακυβέρνησής του και της αποξένωσης του ΠΑΣΟΚ από τα παραδοσιακά λαϊκά στρώματα που το στήριζαν- προσέφερε έργο. Δεν είναι μόνον το γεγονός ότι επί των ημερών του μπήκε η χώρα στην ΟΝΕ και η Κύπρος στην Ε.Ε., αλλά και ότι έγιναν μεγάλα έργα, ενώ ενισχύθηκε και το κύρος της χώρας στην Ευρώπη.

Το γεγονός ότι τείνει να καταγραφεί στην ιστορία σαν ένας «λογιστής-κυβερνήτης» και όχι σαν ένας «πρωθυπουργός-ηγέτης» σίγουρα είναι οδυνηρό για έναν πολιτικό που προφανώς αλλιώς έχει φανταστεί τον εαυτό του στο πάνθεον της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας. Από του σημείου αυτού όμως και μέχρι του να «ρεφάρει» με άλλους, επιζήμιους όπως αποδεικνύεται, τρόπους για το κόμμα του υπάρχει μεγάλη απόσταση.

Ο Κ. Σημίτης, εφόσον ήθελε να προστατεύσει τον εαυτό του, την ιστορία του, το έργο του και την υστεροφημία του, όφειλε να αποστασιοποιηθεί εγκαίρως από την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα. Να μη μετέχει σ’ αυτήν ως βουλευτής (τα καθήκοντα του οποίου εξάλλου -και ως είναι μάλλον φυσικό- ασκεί πλημμελώς, κάτι που είναι και εις βάρος του ΠΑΣΟΚ στον Πειραιά, αφού είναι και ο μόνος βουλευτής που έχει), αλλά να διεκδικήσει έναν άλλον ρόλο. Του «σοφού», του «υπεράνω» των τρεχουσών αντιθέσεων, ιδίως των κομματικών, του «εθνικού κεφαλαίου», όπως κάποιοι υποστηρικτές του πιστεύουν ότι είναι.

Ένας τέτοιος ρόλος δεν είναι και δεν σημαίνει «αποστρατεία» – αντίθετα, είναι αναγκαίος για την πολιτική, τη χώρα και το έθνος να υπάρχει και να υπηρετείται από κάποια πρόσωπα εγνωσμένων ικανοτήτων και ήθους. Σε περιόδους που η πολιτική δεν έχει έρμα ή δεν διαθέτει αντίβαρα, η ύπαρξη κάποιων τέτοιων προσωπικοτήτων είναι ωφέλιμη και χρήσιμη για τη χώρα. Τις τελευταίες ώρες στα πολιτικά παρασκήνια διακινούνται και άλλες τρεις εκδοχές.

Πρώτον, ότι η ενεργοποίηση Σημίτη σχετίζεται με τις εξελίξεις στην υπόθεση Siemens. Για να υπάρχει προσωπική εμπλοκή του Κ. Σημίτη στο σκάνδαλο το θεωρώ δύσκολο έως απίθανο. Ακόμη κι αν φέρει στην πασοκική διάλεκτο το προσωνύμιο «Γερμανός», ακόμη κι αν γνώριζε ή είχε σχέσεις με στελέχη της Siemens, ακόμη κι αν ο αδελφός του Σπύρος υπήρξε κορυφαίο στέλεχος υπηρεσιών της γερμανικής γραφειοκρατίας του Δημοσίου, είναι δύσκολο να πιστέψει κάποιος ότι ο Κ. Σημίτης είχε προσωπική ανάμειξη στο σκάνδαλο.

Αν αποδειχθεί κάτι διαφορετικό, θα εκπλαγώ πολύ γνωρίζοντας παλαιόθεν τον χαρακτήρα του ανδρός. Αντίθετα, ουδόλως θα εκπλαγώ αν στο σκάνδαλο της Siemens είναι μπλεγμένοι υπουργοί ή στελέχη των κυβερνήσεών του, περιλαμβανομένων και ορισμένων που έχουν καταγραφεί ως «σημιτοφύλακες». Θα έλεγα μάλιστα ότι θα εκπλαγώ από την αντίθετη, εάν δηλαδή δεν είναι μπλεγμένοι κυβερνητικοί ή κομματικοί παράγοντες της εποχής Σημίτη. Να προσπαθεί όμως ο Σημίτης να καλύψει τις ανομίες κάποιων, ακόμη και «εξαπτέρυγών» του, και γι’ αυτό να παρεμβαίνει μ’ αυτόν τον τρόπο και αυτή τη στιγμή στις κομματικές εξελίξεις το θεωρώ απίθανο. Εάν αποδειχθεί κάτι εις βάρος κάποιων δικών του ανθρώπων, είμαι σίγουρος ότι θα είναι ο πρώτος που θα τους καταδικάσει.

Δεύτερον, ότι η διαφοροποίηση Σημίτη όσον αφορά την κύρωση της Συνθήκης της Λισσαβώνας σχετίζεται με τη φιλοδοξία του να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπό διαμόρφωση ηγετική ομάδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ότι, δηλαδή, ο Κ. Σημίτης δίνει «διαπιστευτήρια» στις Βρυξέλλες.

Δεν το θεωρώ πιθανό, καθώς οι πληροφορίες λένε ότι οι υποψηφιότητες για τη θέση τόσο του προέδρου όσο και του υπουργού Εξωτερικών και Άμυνας της Ε.Ε. είναι άλλες και λίγο έως πολύ έχουν «κλειδώσει», και σ’ αυτές δεν περιλαμβάνεται το όνομα του Κ. Σημίτη. Ότι μπορεί ο Κ. Σημίτης, γνωρίζοντας το παρασκήνιο, να θέλει να μπει «σφήνα», ίσως να είναι μια εξήγηση.

Προς επίρρωσιν αυτού και όσοι υποστηρίζουν αυτό το σενάριο φέρνουν ως παράδειγμα και τη διαφοροποίησή του, στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Η αλλαγή της θέσης, που υπεστήριζε όταν ήταν πρωθυπουργός, από «πλήρη ένταξη» σε «ειδική σχέση», λένε ότι είναι ένα ακόμη «διαπιστευτήριο» προς την Μέρκελ και τον Σαρκοζί. Όμως είμαι σίγουρος ότι ο Κ. Σημίτης δεν κινήθηκε με αυτό το σκεπτικό. Εάν υπήρχε, και μακάρι για τη χώρα, μια τέτοια προοπτική, το πλέον πιθανό και σωστό που θα έκανε θα ήταν να ενημερώσει τον Γ. Παπανδρέου. Κατ’ ιδίαν θα του εξηγούσε πώς έχουν τα πράγματα και θα του ζητούσε να τον διευκολύνει.

Είμαι σίγουρος ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ασμένως θα τον συνέδραμε είτε αποδεσμεύοντάς τον από την κομματική γραμμή είτε συμβουλεύοντάς τον να απόσχει από την ψηφοφορία με εύσχημο τρόπο. Να είναι, ας πούμε, το βράδυ της ψηφοφορίας στην Ηλεία, τον τόπο καταγωγής του, που δοκιμάζεται από τους σεισμούς. Άρα ούτε το σενάριο των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών Σημίτη στέκει.

Μήπως ο Κ. Σημίτης είναι ισχυρογνώμων και υπερασπίζεται την άποψή του περί κύρωσης της Συνθήκης από τη Βουλή και όχι με δημοψήφισμα; Διαφωνεί δηλαδή επί τους ουσίας του θέματος. Αυτά είναι αστεία πράγματα. Τη θέση του ΠΑΣΟΚ την επικρότησε το σύνολο των βουλευτών του. Ψήφισαν όλοι πλην Σημίτη. Εξάλλου, εάν ο Κ. Σημίτης διαφωνούσε, θα μπορούσε να το πράξει ενωρίτερον και όχι στέλνοντας την ημέρα της ψηφοφορίας επιστολή.

Η θέση υπέρ του δημοψηφίσματος έχει την πρόσφατη έγκριση όλων των κομματικών οργάνων. Επίσης είναι σε αρμονία με την ομόφωνη προ καιρού απόφαση του ΠΑΣΟΚ -ψηφισμένη και από το Συνέδριο- για το σύνταγμα της Ευρώπης. Είναι δικολαβίστικα τερτίπια αυτά που λέγονται ότι δήθεν ήταν άλλο το σύνταγμα και είναι άλλη η Συνθήκη. Ουσιαστικά πρόκειται για το ίδιο κείμενο, στο οποίο έχουν υπάρξει ορισμένες αλλαγές. Όμως, ακόμη και αν ο Κ. Σημίτης έχει διαφορετική γνώμη, θα μπορούσε -όπως είπαμε- να εκθέσει τις απόψεις του ενωρίτερα, και όχι υπό τύπον επιστολής-διαβήματος.

Επιπλέον, υπάρχει και ένας επιπρόσθετος λόγος. Γιατί έστω και για μια φορά η Ελλάδα να μη θέσει ένα κοινοτικό ντοκουμέντο, μια μείζονα ευρωπαϊκή επιλογή στην κρίση του λαού; Γιατί οι 20 από τις 27 χώρες το έχουν πράξει; Γιατί να μην αποκτήσει εντέλει η Συνθήκη της Λισσαβώνας ευρύτερη λαϊκή νομιμοποίηση;

Κι εδώ έρχομαι στην άλλη «κουτοπονηριά». Λένε ότι ο Κ. Σημίτης το κάνει γιατί δεν θέλει το ΠΑΣΟΚ να ταυτιστεί με το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Μα τα δύο κόμματα της Αριστεράς είναι κατά της Συνθήκης. Σε περίπτωση δημοψηφίσματος θα την καταψήφιζαν. Αντίθετα, το ΠΑΣΟΚ θα την υπερψήφιζε. Θα αποκτούσε δηλαδή αυξημένη λαϊκή νομιμοποίηση η Συνθήκη, καθώς τα δύο μεγάλα κόμματα (Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ) είναι υπέρ.

Πιθανώς οι ευρωσκεπτικιστές (ψηφίζοντας «όχι») να κατέγραφαν μεγαλύτερη απήχηση απ’ ό,τι είναι η πραγματική εκλογική τους δύναμη. Πού είναι το κακό; Φοβούνται κάποιοι τον λαό; Αν είναι έτσι, να βγουν και να το πουν. Η Ευρώπη ή θα προχωρήσει μαζί με τον λαό ή, διαφορετικά, δεν έχει νόημα ύπαρξης. Η πολιτική ενοποίηση και η κοινωνική εμβάθυνση της Ευρώπης δεν μπορεί να προχωρούν ερήμην των πολιτών της.

Η Ευρώπη δεν είναι υπόθεση των ελίτ, είναι υπόθεση των πολιτών. Όσοι λοιπόν μιλούν στο όνομα της δημοκρατίας και των πολιτών της Ευρώπης, όπως έκανε προχθές στη Βουλή ο Κ. Σημίτης, θα πρέπει να δεχθούν και τη γνώμη των πολιτών. Άρα, λοιπόν, ούτε υπόθεση διαφωνίας επί της ουσίας της θέσης για δημοψήφισμα είναι η διαφοροποίηση Σημίτη. Τι είναι λοιπόν;

Ερχόμαστε στην τρίτη περίπτωση, που φαίνεται ότι βρίσκεται και πιο κοντά στην αλήθεια. Ο Κ. Σημίτης φαίνεται ότι έχει πειστεί ότι θα υπάρξουν πολιτικές εξελίξεις από την προοπτική μη αυτοδυναμίας ενός εκ των δύο κομμάτων στις εκλογές. Θέλει, λοιπόν, να είναι «μέσα» σ’ αυτές. Να παίξει ενεργό ρόλο. Κάποιοι (παράγοντες, οργανωμένα συμφέροντα κ.ά.) ίσως και να τον προτρέπουν να το πράξει. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και ασχέτως προθέσεων, η «ενεργοποίηση» Σημίτη παράγει πολιτικά αποτελέσματα. Ανακυκλώνει την εσωστρέφεια στο ΠΑΣΟΚ και πριμοδοτεί εξελίξεις πολυδιάσπασης και ανασύνθεσης του πολιτικού σκηνικού.

Πιθανότατα αυτό το πράττει επειδή πιστεύει αυτό που λέγεται ότι «το ΠΑΣΟΚ με αρχηγό τον Γιώργο δεν έχει κυβερνητικό μέλλον, αλλά ούτε και με τον Βενιζέλο». Αυτή είναι μια εκτίμηση. Εάν ο Κ. Σημίτης την ασπάζεται, δεν έχει παρά να τη διατυπώσει ευθαρσώς και να πυροδοτήσει στο προσκήνιο και σε συνθήκες διαφάνειας τις όποιες εξελίξεις. Θα ήταν πολιτικά τίμιο και πιθανώς εκτιμητέο από τους πολίτες.

Όσο δεν το πράττει και κινείται στο παρασκήνιο, κινδυνεύει -ανάλογα με το τι θα συμβεί και τα γυρίσματα της Ιστορίας- να αποκτήσει, εκτός από το προσωνύμιο του «συνωμότη» και αυτό του «διασπαστή», που ελάχιστα απέχει από αυτό του «αποστάτη» που έχει κατοχυρωθεί στον Κ. Μητσοτάκη. Θα ήταν κρίμα για τον Κ. Σημίτη, ο οποίος -ανεξαρτήτως εάν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς- έχει συνεισφορά, και μάλιστα μεγάλη, στη λεγόμενη Δημοκρατική Παράταξη και τον τόπο.

Θα ήταν και άδικο ο Κ. Σημίτης να περιληφθεί μεταξύ εκείνων των παραδειγμάτων τα οποία προβάλλονται για να τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός ότι «τα στερνά τιμούν τα πρώτα».

Σχόλια: Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]





<< Αρχική σελίδα

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]