Παρασκευή, Ιανουαρίου 04, 2008

 

Η δική μας απάντηση... (04-01-2008)

Την ερχόμενη εβδομάδα ο «ΚτΕ» επιχειρεί να περάσει... απέναντι. Να αποδράσει από τη μιζέρια που χαρακτηρίζει τον δημόσιο βίο.

Θα προσπαθήσουμε να ξεφύγουμε από τα όσα καταθλιπτικά άμα και αηδιαστικά λαμβάνουν χώρα στον τόπο μας. Στις 12 Ιανουαρίου, στο έμπα του νέου χρόνου, προχωράμε σε μια πολύ σημαντική, όπως εμείς τη θεωρούμε, ενέργεια. Για πρώτη φορά στα εκδοτικά χρονικά, και για περίπου τρεις μήνες, θα προσφέρουμε στους αναγνώστες μας πολιτιστικά προϊόντα υψίστης ποιότητας. Κορυφαίοι Έλληνες ποιητές διαβάζουν οι ίδιοι έργα τους. Είναι μια σειρά με 12 συλλεκτικά CD.

Κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν το εγχείρημά μας παράταιρο με τα ήθη της εποχής μας. Και παράτολμο. Ο Γιώργος Σεφέρης απέναντι στον Τζορτζ Κλούνεϊ! Ίσως και να είναι. Εμείς όμως τολμούμε. Πιστεύουμε ότι στους καιρούς έκπτωσης, για την πατρίδα μας, που ζούμε, χρειάζεται κάτι για να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα. Δεν πιστεύουμε ότι οι Έλληνες και η Ελλάδα είναι όλο αυτό το αντιαισθητικό καρακατσουλιό που εμφανίζεται. Υπάρχει κι άλλη Ελλάδα από αυτή που παρουσιάζει η τηλοψία και προβάλλουν οι παρα-(πολιτικές, καλλιτεχνικές, οικονομικές και άλλες) στήλες.

Υπάρχει η Ελλάδα που σκέφτεται. Η Ελλάδα που αγωνιά. Η Ελλάδα που στοχάζεται. Η Ελλάδα που ονειρεύεται. Είναι η Ελλάδα της ευαισθησίας, της αναζήτησης, της δημιουργίας. Η Ελλάδα της σιωπής. Η περιθωριοποιημένη. Η απροσκάλεστη Ελλάδα. Αυτή που ζει στο ημίφως. Κατατρεγμένη. Που δεν συνάδει με τα γούστα και τα λούσα της δοκησίσοφης νεοπλουτίστικης μπουρζουαζίας. Είναι η Ελλάδα που πρέπει, επιτέλους, να αποχτήσει φωνή. Η Ελλάδα που πρέπει να φωτίσουμε. Η Ελλάδα που πρέπει να αναδείξουμε. Η Ελλάδα που πρέπει να φτιάξουμε.

Αρκετά, φτάνει πια, με την Ελλάδα που μας πληγώνει και μας ξεφτιλίζει. Ας ξεκινήσουμε να την ψηλαφούμε, βουτώντας στους στίχους των κορυφαίων Ελλήνων ποιητών που μας ταξίδεψαν στον κόσμο και μας έκαναν περήφανους. Η βουτιά στο πρόσφατο παρελθόν ας είναι το πρώτο βήμα για τη νέα Ελλάδα που θέλουμε.

Η προσφορά του «ΚτΕ» γίνεται επειδή θέλουμε να (ξανα)ακούσουμε τη φωνή του Ανδρέα Εμπειρίκου να λέει για τη δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμο εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου.

Η προσφορά μας θέλουμε να είναι μια περιδιάβαση στον αγρό των λέξεων του Νικηφόρου Βρεττάκου που ευχαριστεί τις μακριές σειρές/ των προγόνων, που δούλεψαν τη φωνή,/ την τεμαχίσαν σε κρίκους, την κάμαν/ νοήματα, τη σφυρηλάτησαν όπως/ το χρυσάφι οι μεταλλουργοί κ’ έγινε/ Όμηροι, Αισχύλοι, Ευαγγέλια/ κι άλλα κοσμήματα.

Με την καταφυγή στην ποίηση θέλουμε να ελπίζουμε πως τουλάχιστο μες στους λυγμούς των ποιητών/ δεν θα πάψει να υπάρχει ποτές ο παράδεισος.

Θέλουμε μαζί με τον Γιώργο Σεφέρη να απευθυνθούμε στον αναγνώστη μας και να του πούμε: Ταξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους/ άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς/ ένιωσες τον πόνο του παλικαριού/ και το βογκητό της γυναίκας/ την πίκρα του άγουρου παιδιού -/ ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο/ αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό./ Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο·/ τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας./ Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες/ τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες/ το άσπρο χαρτί.

Να του εξηγήσουμε γιατί θέλουμε να πεθάνουμε με τόσο πάθος.

Να καταλάβουμε γιατί έχουμε πλάσει μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους/ έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους.

Και να παραδεχτούμε ότι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε/ μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες/ κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα/ εκείνου του ανθρώπου/ κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη/ μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε/ μέσα στη φυγή.

Προσφεύγοντας ικέτες στην ποίηση θέλουμε να νιώσουμε ότι είμαστε ταξιδιώτες του Νίκου Εγγονόπουλου. Αυτοί που ήρθαν κι έφυγαν/ κεκηρυγμένοι εχθροί της ίδιας λησμονιάς και του ίδιου πάθους/ υλοτόμοι πάντα του ίδιου πόθου/ και μπροστά τους ν’ απλώνονται όσο παίρνει το μάτι κι η καρδιά/ τα ίδια μαύρα κουρελιασμένα σύννεφα/ να μπλέχουν στα κατάρτια τους/ να σκουριάζουνε τις άγκυρές τους/ ναν τους σφυράν κρυφά μέσα στ’ αυτί με τη μπουρού/ την ίδια οδύνη. Θέλουμε να μας τρυπήσει το μέταλλο της φωνής του όταν θα λέει κι’ έτσι να φύγω/ μακριά/ απ’ την οχλαγωγή/ και το θόρυβο/ του σκοπευτηρίου/ να φύγω μακριά/ μέσ’ στα σπασμένα/ τζάμια/ και να ζήσω/ αιώνια/ πάνω στο ταβάνι/ έχοντας όμως/ πάντα/ μέσα στα μάτια/ τα μυστικά τραγούδια/ της νεκρής ορχήστρας/ του/ ποιητή.

Το κάνουμε επειδή πιστεύουμε ότι υπάρχουν πολλοί που νιώθουν σαν τον Οδυσσέα Ελύτη όταν αποφαίνεται σα να πήραν τέλος οι άνθρωποι και να μην έχει μείνει/ άλλο τίποτα καίριο να ειπωθεί.

Επειδή γνωρίζουμε ότι είναι πολλοί περισσότεροι, απ’ όσους νομίζουμε, αυτοί που πιστεύουν ότι ...σιγά σιγά/ επιστρέφουν οι στεριές. Υπόσταση λαβαίνουν οι άνθρωποι/ στην παλιά του θέση ξαναρχινάει ν’ αναβοσβήνει ο φάρος/ και το σπίτι το κόκκινο αργοπορεμένο/ στ’ ανοιχτά του κάβου στέκει αρόδο μ’ αναμμένα φώτα/ μασουλάνε χόρτο σκοτεινό τα περιβόλια/ και θολή θωρείς μες στους αιθέρες να/ κατεβαίνει μ’ ένα δίσκο φρέζιες τρέμουσες/ η γυναίκα που τη λεν Γαλήνη.

Επειδή νιώθουμε ότι υπάρχουν σαστισμένες φωνές κι άλλες που ακόμη/ τρέχοντας μες στις φυλλωσιές αστράφτουν σαν/ μυστικά περάσματα πυγολαμπίδας/ από τα βάθη ζωής ανεστραμμένης/ μες στο κρύο ασπράδι των ματιών/ εκεί όπου ακινητεί ο Καιρός/ κι η Σελήνη με τ’ αλλοιωμένο μάγουλο.

Επειδή λίγοι ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα/ σχηματίζεται με το φως, όχι με τη δύναμη. Κι ότι χρειάζεται χάδι εκεί/ που βάζουν μαχαίρι. Ότι ένας κοιτώνας με τη μυστική συνεννόηση των/ σωμάτων μάς παρακολουθεί παντού και μας παραπέμπει στην αγιότητα/ χωρίς συγκατάβαση.

Κάνουμε αποκούμπι την ποίηση επειδή όπως μας εκμυστηρεύεται ο Γιάννης Ρίτσος είναι μια ωραία περιπλάνηση, σχεδόν μια δραπέτευση -/ δεν ξέρω από πού και για πού, - μια μυστική δραπέτευση που δίνει/ μια μυστικότητα στην κάθε κίνησή μας, στον ίσκιο μας πάνω στον/ τοίχο,/ στις απίθανες σχέσεις των δακτύλων μας, στον ήχο των βημάτων/ μας – μια εξαίσια αίσθηση παρανομίας προς όλους.

Επειδή με την ποίηση μπορούμε να σταθούμε απέναντι στον καθρέφτη, να χαϊδέψουμε τις ενοχές μας και να περιαυτολογήσουμε λέγοντας μάρτυρες για τα λάθη σου δεν είχες. Μόνος μάρτυρας/ ο ίδιος εσύ. Τα τακτοποίησες, τα μονόγραψες, τα σφράγισες/ σε λευκούς πάντοτε φακέλους σα να ετοίμαζες/ τη δίκαιη διαθήκη σου. Ύστερα/ τα τοποθέτησες προσεχτικά στα ράφια. Τώρα, γαλήνιος,/ (ίσως και κάπως φοβισμένος) ούτε βιάζεσαι/ ούτε καθυστερείς, γνωρίζοντας ότι, μετά το θάνατό σου,/ θ’ ανακαλύψουμε πόσον ωραίος ήσουν,/ πόσο πολύ πιο ωραίος πέρα απ’ τις αρετές σου.

Ενοχές με τις οποίες ο Μίλτος Σαχτούρης αιτιολογεί γιατί ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο/ και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι/ γεμάτο οινόπνευμα.

Ενοχές που όμως δεν πτοούν τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, ο οποίος καθώς ταξιδεύει για τη δική του Ιθάκη ομολογεί ότι οι φίλοι που αγάπησα έχουνε πια χαθεί/ κι έμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δει κανένας/ που κάποτε του μίλησα για ιδανικά.../ Τώρα επιστρέφω με μιαν ύποπτη προσπάθεια/ να φανώ άψογος, ακέραιος, επιστρέφω/ κι είμαι, Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει/ την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει/ στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει/ στους κόλπους του μιαν ασωτία ιδιωτική.

Τον Ντίνο Χριστιανόπουλο που μας ξεγυμνώνει λέγοντάς μας εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας/ κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,/ έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,/ ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,/ κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,/ έστω και μια φορά;/ είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή/ για τους απεγνωσμένους;

Πώς όμως να κρατήσουμε ένα λεπτό σιγή όταν ο Τάκης Σινόπουλος μάς λέει ότι στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές/ άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε./ Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Και μη μου πείτε, όπως ο Κώστας Βάρναλης, τι είναι αυτά που γράφεις πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.

Τα γράφω επειδή βλέπω όλους τους ασπάλαχες της εξουσίας και θυμάμαι τον μπάρμπα Κώστα να διαπιστώνει χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά.../ Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά./ Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;/ Αχ, πού ’σαι νιότη, που ’δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!

Και να μας οικτίρει επειδή έτσι στη σκότεινη ταβέρνα/ πίνουμε πάντα μας σκυφτοί./ Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα/ όπου μας έβρει μας πατεί./ Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,/ προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Εμείς καταφεύγουμε στην ποίηση, αλλά μπορεί κάποιος, όπως ο Μανώλης Αναγνωστάκης, να μας πει προδίδετε πάλι την Ποίηση,/ την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου/ την χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον/ των σκοτεινών επιδιώξεών σας/ εν πλήρει γνώσει της ζημίας που προκαλείτε/ με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

Ίσως και να ’χει δίκαιο. Όμως θα του απαντήσουμε με τη συνέχεια της Ποιητικής του Αναγνωστάκη. Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις/ Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,/ Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας/ στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια/ και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά/ ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε./ Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;/ Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις./ Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες./ Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις/ Να μην τις παίρνει ο άνεμος.

Θέλω να κλείσω το σημερινό τούτο σημείωμα εκφράζοντας την αισιοδοξία μου ότι το τόλμημα, η αποκοτιά, όπως θέλετε πείτε την, του «ΚτΕ», που ξεκινά την άλλη εβδομάδα, θα πετύχει.

Ίσως να ’μαι αθεράπευτα ρομαντικός, όμως πάντα πίστευα ότι οι στίχοι αυτοί μπορεί και να ’ναι οι τελευταίοι/ οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν/ γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δεν ζούνε πια/ αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι./ Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά/ σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος/ γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα/ και τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις/ στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός/ να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι.

Σχόλια:
Νάσαι καλά αγαπητέ Νίκο. Η φωνή σου δίνει ελπίδα και μας γεμίζει δύναμη. Η Ελλάδα δεν είναι μόνο αυτή που γεμίζει τα κανάλια και τις τρύπες των ασπαλάχων.
Η απίστευτη οργή της σιωπής μας θα ακουστεί κάποια στιγμή.
Για τώρα:
Ποίημα του Γ. Καριπίδη με τίτλο Ξανά
Είπες μαζί θα κάνουμε τούτο το ταξίδι.
Άραξες στον πρώτο πλανήτη.
Δεν σήκωσες ξανά το κεφάλι.
Φοβήθηκες το φως.
Γιατί;
Ιάσονα ! Ιάσονα !
Ποιος θα μας οδηγήσει.
Κανείς δε μιλάει για το χρυσόμαλλο δέρας.
Την Αργώ βλέπουν να σαπίζει,
Δακρυσμένοι και βολεμένοι.

Ιάσονα !
Ποιος θα καθοδηγήσει
Την ξεχασμένη μελωδία μας;
Γιατί να περιμένουμε το μαντείο;


23-12-87
 
Ευχαριστούμε θερμά! Το διάβασα στον Allu Fun Marx! Να είστε καλά όλοι!
 
Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]





<< Αρχική σελίδα

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]