Δευτέρα, Οκτωβρίου 15, 2007

 

Αναζητήστε τον άνθρωπο (13-10-2007)

Kυρίαρχο χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η έλλειψη του μέτρου. Όλα γίνονται καθ’ υπερβολήν. Πέραν των ορίων. Ζωή ασθμαίνουσα. Δεσμώτες του ιλίγγου. Άνθρωποι, φύση, επιστήμες, αγορές κινούνται με εξωπραγματικούς ρυθμούς· σε αστρικές ταχύτητες. Ένας κόσμος-νευρόσπαστο. Πριν προλάβεις να συνηθίσεις κάτι, σ’ έχει ξεπεράσει. Προτού να γευτείς οτιδήποτε, το ξερνάς.

Ένας ακήρυχτος και ανειρήνευτος πόλεμος που, εφόσον δεν συναφθούν συνθήκες, δεν υπογραφούν εκεχειρίες και πρωτόκολλα διάσωσης, οδηγεί με γεωμετρική πρόοδο στην καταστροφή. Όλοι ψάχνουν κάτι άλλο, από αυτό που έχουν. Ακόμα και αυτοί που τα έχουν όλα αποζητούν περισσότερα. Γι’ αυτό κι εγώ σ’ αυτούς τους παράξενους καιρούς βυθίζομαι.

Ακούγοντας, προ ημερών, την Ντόρις Λέσινγκ να δηλώνει πανευτυχής πώς πέτυχε «φλος ρουαγιάλ» επειδή της απενεμήθη το Νόμπελ Λογοτεχνίας, δραπετεύω στο έσχατο καταφύγιο της μελαγχολικής αισιοδοξίας που μου απομένει, στον Γιώργο Σεφέρη. Τον δικό μας νομπελίστα. Ξαναδιαβάζω την ομιλία του ενώπιον της Σουηδικής Ακαδημίας, το 1963, με τίτλο: «Ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο». Σήμερα, θέλω να τη διαβάσουμε μαζί. Νομίζω είναι το καλύτερο φάρμακο για να ανακουφιστούμε από τα νεοπλάσματα που κατατρώνε αυτές τις μέρες τις σάρκες, τα πλεμόνια και τον εγκέφαλό μας.

Δεν είναι ούτε ραθυμία ούτε φυγοπονία η σημερινή μου καταφυγή. Δεν είναι ότι δεν έχω να γράψω για την επικαιρότητα και τα τεκταινόμενα. Ίσα ίσα. Έχω πολλά να πω. Προτιμώ όμως να σωπάσω, επειδή δεν μπορώ να βρω καλύτερες λέξεις για να περιγράψω τα όσα συμβαίνουν στον τόπο μας και αλλαχού. Με αφορμή την απονομή του φετινού Νόμπελ Λογοτεχνίας ας κάνουμε ένα «μνημόσυνο» στον Άνθρωπο που έχουμε ξεχάσει. Και ας τον αναζητήσουμε.

Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτήν την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα πρώτα από τον εαυτό μου.

Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα.

Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα», λέει ο Ηράκλειτος, «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν».

Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα, συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «... θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε...».

Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία· παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα κι ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη.

Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δεν μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτήν τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή, από στέρηση αγάπης, και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν’ αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτήν τη βιομηχανία.

Χρωστάω την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα· που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς· που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός:
«να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής»,
για να θυμηθώ τον Σέλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.

Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.

Όταν, στο δρόμο της Θήβας ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.

Και μετά θα έλεγα εγώ ας σκεφτούμε τον Ευριπίδη τον Αθηναίο που ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι· ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά.

Κι ας ψιθυρίσουμε γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε με τόσο πάθος. Ας ομολογήσουμε ότι ζωή σου είναι ό,τι έδωσες/ τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες/ το άσπρο χαρτί.

Μόνον έτσι ίσως μπορέσουμε να ξεδιψάσουμε στον λυγμό του ποιητή.

Όταν δεν μένει πια ούτε να διαλέξεις/ το θάνατο που γύρευες δικό σου,/ ακούγοντας μια κραυγή/ το δίκιο σου·/ άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν/ ξεκόλλησε απ’ τον άπιστο καιρό/ και βούλιαξε/ βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.

Μόνον έτσι θα καταλάβουμε ότι κι αν κλείσαμε τα μάτια το κάναμε επειδή υπήρχε ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε, μέσα στη φυγή.

Σχόλια:
ΠΑΝΤΑ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΗ!ΠΡΙΝ ΝΑ ΕΚΠΝΕΥΣΕΙ Η ΕΒΔΟΜΑΔΑ,ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΩ ΝΑ ΠΩ Ε Υ Χ Α Ρ Ι Σ Τ Ω ΓΙΑ ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ - ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ!!
ΤΟΝ ΦΩΤΟΤΥΠΗΣΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΣΤΕΙΛΑ ΣΕ ΦΙΛΟΥΣ ΕΔΩ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ. ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ ΜΑΣ.
ΜΠΡΑΒΟ ΣΑΣ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.
 
Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]





<< Αρχική σελίδα

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]