Παρασκευή, Αυγούστου 26, 2011

 

Εθνική υπόθεση οι τράπεζες (27-08-2011)

Ένα περίεργο άμα και επικίνδυνο παιχνίδι εξελίσσεται τις τελευταίες ημέρες με επίκεντρο τις ελληνικές τράπεζες. Κρυφίως ή και φανερά, ανεπισήμως ή και επισήμως, διακινούνται φήμες, πληροφορίες και ακριτομυθίες περί επικείμενης κρατικοποίησης των μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών! Εντέχνως διοχετεύονται πληροφορίες ότι στα χαρτοφυλάκιά τους κρύβονται... σκελετοί αξίας έως και 15 δισ. Κι όλα αυτά παρ’ ότι έχουν περάσει επιτυχώς δύο stress tests και μάλιστα το δεύτερο λίαν προσφάτως.

Το αποτέλεσμα είναι οι μετοχές των τραπεζών να υφίστανται καθημερινά μεγάλες απώλειες, σε σημείο που, αν κάποιος ή κάποιοι ήθελαν να ελέγξουν πλήρως το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, να μπορούσαν να το κάνουν καταβάλλοντας ένα ποσό της τάξεως των 4-5 δισ. ευρώ. Ποσό ευτελές και ασήμαντο σε σχέση όχι με την προ ετών μεγάλη κεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αλλά και με την πραγματική αξία και τα ίδια κεφάλαιά τους.

Ακόμη πιο περίεργο είναι ότι η σπερμολογία για τη δήθεν κρατικοποίηση των ελληνικών τραπεζών φέρεται να συνδέεται με δύο εκ του νόμου υπεύθυνους στυλοβάτες του πιστωτικού τομέα. Τον υπουργό Οικονομικών και τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος. Ουδέν αναληθέστερον.

Μόνον ένας ανόητος άμα και ιδιοτελής (ποιων, άραγε, συμφερόντων;) υπουργός ή κεντρικός τραπεζίτης θα μπορούσε να είναι πηγή μιας διακινούμενης τέτοιας φημολογίας, η οποία ζημιώνει τις τράπεζες, τους χιλιάδες μετόχους της και οδηγεί σε κατάρρευση το τραπεζικό σύστημα. Μόνον σχιζοφρενείς θα διοχέτευαν τέτοιες ανοησίες, αφού αυτές πρώτα απ’ όλα πλήττουν τον Ευάγγ. Βενιζέλο και τον Γ. Προβόπουλο, μιας και αυτοί εκ του νόμου έχουν την εποπτεία των ελεγκτικών μηχανισμών.

Αν υπάρχουν «σκελετοί», έπρεπε να τους έχουν εντοπίσει και τα stress tests και οι εκτενείς και σε βάθος έλεγχοι που έχουν πραγματοποιήσει τον τελευταίο χρόνο οι υπάλληλοι της Τραπέζης της Ελλάδος.

Δόξα τω Θεώ, τόσον ο Ευάγγ. Βενιζέλος όσον και ο Γ. Προβόπουλος είναι και σοβαροί και έξυπνοι άνθρωποι και, το κυριότερο, τίποτε από τη μέχρι τώρα συμπεριφορά τους δεν έχει δείξει ότι δεν φυλάττουν τις «Θερμοπύλες» της εθνικής οικονομίας και δεν υπερασπίζονται την προσπάθεια να παραμείνουν όρθιες, υγιείς και σε ελληνικά χέρια οι τράπεζες και οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις.

Γιατί, ουσιαστικά, περί αυτού πρόκειται. Αν οι ελληνικές τράπεζες κρατικοποιηθούν, θα είναι το πρώτο και ουσιαστικό βήμα για να πουληθούν σε δεύτερη φάση μπιρ παρά σε ξένους. Και μέσω αυτού του ξεπουλήματος να περάσουν και οι μεγάλες, αλλά και οι μεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις στα χέρια των ξένων.

Ας δούμε πώς μπορεί να συμβεί αυτό και γιατί συνιστά έγκλημα σε βάρος της εθνικής οικονομίας, των επιχειρήσεων, της πολιτικής εξουσίας και των απλών πολιτών, επενδυτών και καταθετών, ένας αφελληνισμός του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.

Όλα ξεκίνησαν με την απόφαση της 21ης Ιουλίου, τη συγκρότηση του Μηχανισμού Σταθερότητας, του περίφημου EFSF, και τη δυνατότητα να συνεχίζουν να αντλούν κεφάλαια για τη ρευστότητά τους οι ελληνικές τράπεζες είτε απευθείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή μέσω του Έκτακτου Μηχανισμού Ρευστότητας (ELA), του βραχίονα, δηλαδή, της Τραπέζης της Ελλάδος. Κυρίως, όμως, λόγω της συμμετοχής των εγχώριων τραπεζών στο «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων. Η συμμετοχή τους στην εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων, στο γνωστό και ως PSI, τους οδηγεί στην ανάγκη να προσφύγουν για δανεισμό στον ELA.

Από το σημείο αυτό αρχίζει και η σπερμολογία της κρατικοποίησης, η οποία ενισχύθηκε από την εσφαλμένη δήλωση του υπουργού Οικονομικών ότι το ελληνικό Δημόσιο -σε αντάλλαγμα της βοήθειας, του δανεισμού δηλαδή, που θα προσφέρει στις τράπεζες- θα ζητήσει να λάβει όχι προνομιούχες, αλλά κοινές μετοχές τους.

Ποια είναι η διαφορά κοινών και προνομιούχων μετοχών και γιατί πυροδότησε τη φημολογία περί πιθανής κρατικοποίησης; Τις προνομιούχες μετοχές οι τράπεζες μπορούν να τις επαναγοράσουν. Αυτός που τις εκδίδει εισπράττει ένα τίμημα, τόκο δηλαδή, και μάλιστα πολύ υψηλό (στο 10% τον είχε ορίσει ο Γ. Αλογοσκούφης, όταν επί εποχής του δόθηκε η πρώτη βοήθεια), διορίζει έναν επόπτη στο Δ.Σ. της τράπεζας, αλλά η διοίκηση, η δομή και η μετοχική σύνθεση της τράπεζας δεν επηρεάζονται.

Και βέβαια, σε περίπτωση αρνητικών εξελίξεων ή και χρεοκοπίας της τράπεζας, οι προνομιούχες μετοχές αποζημιώνονται πρώτες. Ορθότατα, λοιπόν, για λόγους προστασίας του δημόσιου συμφέροντος αυτό προβλέπεται και στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που συμφωνήθηκε με την τρόικα.

Αν αντί για προνομιούχες μετοχές το Δημόσιο, έναντι της βοήθειας, του δανείου ουσιαστικά, που θα παράσχει στις τράπεζες, λάβει κοινές μετοχές, χάνει ένα σημαντικό έσοδο, αυτό του τόκου 10%, που μπορεί να ανέλθει ακόμη και σε 500 εκατ. ευρώ ετησίως, αν οι τράπεζες αντλήσουν από τον μηχανισμό στήριξης 5 δισ. ευρώ.

Δεύτερον, απεμπολεί το προτιμησιακό καθεστώς της αποζημίωσης σε περίπτωση χρεοκοπίας, άρα η ζημία που υφίσταται το Δημόσιο είναι μεγάλη. Και, τρίτον και πιο σημαντικό, οι κοινές μετοχές μπορούν να πουληθούν ανά πάσα στιγμή αν ο νέος μέτοχος, δηλαδή το Δημόσιο, δεν καταφέρει να εξυγιάνει και να διοικήσει με ορθό τρόπο και επάρκεια τις τράπεζες.

Και δυστυχώς στη χώρα μας, εξαιρουμένης της ΕΤΕ, έχουμε δει τι έχει γίνει με τις υπό κρατικό έλεγχο τράπεζες. Τα παραδείγματα της Εμπορικής, της ΑΤΕ, του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και παλαιότερα της ΕΤΒΑ μόνον υπέρ της εξυγίανσης, της ορθής και χρηστής διαχείρισης και διοίκησης δεν συνηγορούν.

Είναι εύκολο να πιθανολογήσει κάποιος ότι ύστερα από δύο χρόνια οι τράπεζες θα έχουν μετατραπεί σε προβληματικές επιχειρήσεις. Με δεδομένη, μάλιστα, την κρίση, μπορεί άνετα κάποιος να στοιχηματίσει ότι αυτό θα συμβεί γρήγορα, αφού θα επανέλθουν τα θαλασσοδάνεια, οι πολίτες -λόγω του δημόσιου χαρακτήρα των τραπεζών- θα βρίσκουν τρόπο, μέσω και του πελατειακού συστήματος, να μην πληρώνουν. Και τότε θα πρέπει να πουληθούν ή, καλύτερα, να «σκοτωθούν» μισοτιμής.

Στην περίπτωση αυτή, οι ξένοι θα τις αγοράσουν αντί πινακίου φακής. Και αγοράζοντας τις τράπεζες, τον νευρώνα δηλαδή της οικονομίας, θα αγοράσουν ή θα κλείσουν όσες ελληνικές επιχειρήσεις έχουν δάνεια. Είτε γιατί θα θέλουν να εξυπηρετήσουν ανταγωνιστές, είτε γιατί δεν θα τους ενδιαφέρει η ελληνική επιχειρηματική πραγματικότητα, είτε γιατί θα θέλουν οι ίδιες ή τα συμφέροντα που εξυπηρετούν να καταλάβουν τις καίριες και κερδοφόρες θέσεις της ελληνικής παραγωγικής δραστηριότητας.

Αν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αλωθεί, είναι σίγουρο ότι σε δεύτερη φάση θα αλωθεί και η ελληνική επιχειρηματικότητα. Εκτός από τα «ασημικά» της δημόσιας περιουσίας, θα έχουμε πουλήσει ή και ξεπουλήσει και την παραγωγική βάση της χώρας. Και βέβαια θα χάσουμε οποιοδήποτε έρεισμα έχουμε αποκτήσει τις δύο τελευταίες δεκαετίες, στις χώρες ιδίως της Βαλκανικής και ευρύτερα της περιοχής που μας ενδιαφέρει και για γεωστρατηγικούς λόγους.

Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι είναι αστειότητες που εξισούνται με έγκλημα οι φήμες και οι πληροφορίες περί δήθεν κρατικοποίησης των μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών.

Ο πρωθυπουργός δεν το θέλει, η κυβέρνηση δεν το θέλει. Δεν μπορεί, λοιπόν, να λέγεται δήθεν με σοβαρότητα ότι αυτό είναι κάτι που επιθυμούν ο υπουργός Οικονομικών και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος. Ο Ευάγγ. Βενιζέλος είναι μέλος της κυβερνήσεως, σοβαρός πολιτικός και έξυπνος άνθρωπος ώστε να γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον τις επιπτώσεις ακόμη και στην άσκηση πολιτικής εξουσίας που μπορεί να έχει μια τέτοια ολέθρια επιλογή.

Το ίδιο ισχύει και για τον κορυφαίο θεσμικό παράγοντα του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας, τον Γ. Προβόπουλο. Είναι δε αστεία η άποψη ότι η κρατικοποίηση των τραπεζών θα ωφελήσει τους πολίτες, επειδή δήθεν θα ενισχυθεί η ρευστότητα και έτσι θα ανοίξει η κάνουλα των δανείων και των επιδοτήσεων. Το κράτος είναι βυθισμένο στα ελλείμματα και στα χρέη, και η ύπαρξή του εξαρτάται από το αν θα υπάρξει συνέχεια της δανειοδότησης από την τρόικα.

Μόνον ιδεοληπτικοί και κρατικιστές μπορούν να ονειρεύονται την επιστροφή στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Οι τράπεζες πρέπει να εξυγιανθούν, να κάνουν αυξήσεις κεφαλαίων, να βάλουν οι μεγαλομέτοχοι το χέρι στην τσέπη, να κόψουν τα μπόνους των στελεχών, να αυξήσουν όσο μπορούν τη ρευστότητα στην αγορά, να γίνουν συγχωνεύσεις, αλλά όχι και να κρατικοποιηθούν. Να υπάρξει -αν χρειάζεται και είναι μπορετό- ισχυρός δημόσιος πυλώνας, αλλά όχι να αναλάβει το εν πολλοίς ανίκανο και διεφθαρμένο κράτος να ελέγξει και να διοικήσει το σύνολο του τραπεζικού συστήματος.

Αυτό, πέραν των άλλων, είναι επικίνδυνο και για το δημοκρατικό παιχνίδι εξουσίας. Στο τέλος τέλος, γιατί θα πρέπει το Δημόσιο να κρατικοποιήσει για μία εισέτι φορά τα χρέη ιδιωτών; Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι το PSI, η εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων, δεν εξελίσσεται όπως θα έπρεπε (αντί για το 90%, μόνο το 50% από τα 135 δισ. ευρώ που πρέπει να εξευρεθούν έχει δηλώσει συμμετοχή), τότε είναι φανερό ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να ρίξει εκεί το βάρος και να μην πυροβολεί η ίδια τα πόδια της, αφήνοντας να κυκλοφορούν τέτοιες ανεύθυνες φήμες.

Η σπερμολογία αποσταθεροποιεί την κατάσταση, με αποτέλεσμα να εντείνονται οι φήμες περί πιθανής ακύρωσης του δεύτερου δανείου και επικείμενης πτώχευσης. Θα πρέπει, λοιπόν, και ο υπουργός Οικονομικών και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος να τις κόψουν με το μαχαίρι. Να μην υποκύψουν σε πιθανές πιέσεις ιδιοτελών συμφερόντων. Και, κυρίως, να μη συνηγορήσουν υπέρ της άποψης που εκπορεύεται από δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από την τρόικα και την ΕΚΤ να αγοράσουν με την ευκαιρία της κρίσης -εκτός από τη δημόσια περιουσία- και το σύνολο της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας της Ελλάδας.

Ο κίνδυνος αφελληνισμού ελλοχεύει και πρέπει να αποτραπεί. Ο κ. Τρισέ μπορεί να αισθάνεται πιο ασφαλής αν βρίσκονται στα χέρια της BNP Paribas και της Deutsche Bank οι εγγυήσεις που έχουν δοθεί στις ελληνικές τράπεζες για τη ρευστότητα που άντλησαν από την ΕΚΤ ή θα δοθούν μέσω του EFSF, όμως οι Έλληνες θα πρέπει να αισθάνονται ανασφαλείς αν αυτό ήθελε συμβεί.

Σχόλια: Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]





<< Αρχική σελίδα

This page is powered by Blogger. Isn't yours?

Εγγραφή σε Αναρτήσεις [Atom]